Την 6η Μαρτίου ε.ε., η Α.Θ.Μ. ο Πάπας και Πατριάρχης Αλεξανδρείας και πάσης Αφρικής κ.κ. Θεόδωρος Β’ συμμετείχε στην εναρκτήρια συνεδρία της, συγκληθείσης από τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ.Βαρθολομαίο Α΄ στον Ι.Ναό Αγ.Γεωργίου Φαναρίου, Συνάξεως των Προκαθημένων των κατά τόπους Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, συνοδευόμενος από τους Σεβ.Μητροπολίτες Γουινέας κ.Γεώργιο και Λεοντοπόλεως κ.Γαβριήλ και από τον Πανοσ.Αρχιμ. κ.Θεόδωρο Δριδάκη.
Κατά την αντιφώνησή του ο Μακαριώτατος ανέφερε:
Παναγιώτατε Οικουμενικέ Πατριάρχα κ.Βαρθολομαίε,
Χαρά μεγάλη και συγκίνησις βαθυτάτη πληροί την καρδίαν ημών, εν ω προσφωνούμεν Υμάς εκ μέρους της χορείας των Προκαθημένων αγίων αδελφών των εκασταχού Ορθοδόξων Πατριαρχείων και Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, των προσελθόντων εις την Βασιλίδα των Πόλεων ίνα, υπό την προστασίαν της Υπερμάχου ημών Στρατηγού Υπεραγίας Θεοτόκου και πάντων των Αγίων, διαβουλευθώμεν και λάβωμεν αποφάσεις επί ζεόντων ζητημάτων αφορώντων αφενός μεν έξωθεν προερχομένους κινδύνους διά την καθ΄ όλου Ορθοδοξίαν, αφετέρου δε τας μετ΄ αλλήλων σχέσεις των κατά τόπους Εκκλησιών ημών· συνελών δ’ ειπείν ίνα διασκεφθώμεν επί των περιστάσεων, των επηρεαζουσών, κατά το μάλλον η το ήττον, το ακαταπόνητον, ακατάβλητον και απερίτμητον έργον της Ορθοδοξίας προς συναγωγήν πάντων εν τη Μιά, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία του Κυρίου, κατά το ρήμα Αυτού “ίνα πάντες εν ώσιν” (Ιω. 17,22).
Χαιρετίζομεν, Παναγιώτατε, την πεπνυμένην Υμών πρωτοβουλίαν, την συνιστώσαν έναν εισέτι σταθμόν εις την πορείαν εκ Γης Αιγύπτου προς την Γη της Επαγγελίας, προς την πολιτείαν της Βασιλείας του Θεού. Τον οντολογικόν και εσχατολογικόν αυτόν δρόμον επορεύετο, πορεύεται και πορευθήσεται η Ορθόδοξος Εκκλησία, επιμελώς φυλάσσουσα την πίστην, πανταχή φαίνουσα και φωτίζουσα πάντας ανθρώπους, τους βουλομένους εις επίγνωσιν της σωτηριώδους αληθείας ελθείν.
Στοιχούντες τη συστάση της μη μετάρσεως των ορίων των αιωνίων, α έθεντο οι Πατέρες ημών, αφουγκραζόμεθα την εύλαλον προσμονήν του εκκλησιαστικού σώματος όπως η Ορθοδοξία, υπερκεράσασα τους σκοπέλους της θρησκειοποιήσεως, της ιδεολογικοποιήσεως και του εθνοφυλετισμού, προσλάβη και μεταμορφώση την σύγχρονον πραγματικότητα, ουχί συσχηματιζομένη αλλά ανασχηματιζομένη τον κόσμον. Μαθητεύοντες οιωνεί τω Λυτρωτή ημών, τω λύσαντι το μεσότοιχον του φραγμού και ποιήσαντι τα αμφότερα εν, ενστερνιζόμεθα τα εύγλωττα μηνύματα του εκκλησιαστικού σώματος όπως η Ορθοδοξία, απαλλαχθείσα σχημάτων κοσμικών καταθλιπτικής εξουσίας, εναρμονίση την ιεραποστολικήν και ποιμαντικήν αυτής ζωήν τοις χαρίσμασι της συναντιλήψεως, της συναγάπης, της ταπεινώσεως και της θυσιαστικής διακονίας.
Υπέρ πάντων δε, εν σοφία περιπατούντες και εν πνεύματι πραότητος προς τους διισταμένους, επιθυμούμεν, ίνα, “αγαλλιάσει και αφελότητι καρδίας” (Πρ. 2,46), παραστήσωμεν “την Εκκλησίαν μη έχουσαν σπίλον η ρυτίδα, η τι των τοιούτων, αλλ΄ ίνα η αγία και άμωμος”(Μ.Αθανάσιος, Κατά Αρειανών, 2,67). Σκεπτομένη τη διανοία και αισθανομένη τη ψυχή, διαλαλούμεν την ευθύνην πάντων ημών ενώπιον ενός οικουμενικών διαστάσεων χρέους προσδοκίας: οφείλομεν ίνα δώσωμεν πρώτοι ημείς το παράδειγμα της εκκλησιαστικής ενότητος, ως μοναδική σταθερά εντός κόσμου επικινδύνως κλυδωνιζομένου και υπαρξιακώς διψώντος διά την επικράτησιν της ειρήνης και της καταλλαγής.
Της Εκκλησίας ως νηός εν πελάγει χειμαζομένης αλλ΄ ουκ απολλυμένης, ου παρακούομεν τας προειρηθείσας επιταγάς της Ορθοδόξου διαχρονίας και συγχρονίας, εξόχως δε Υμείς, Παναγιώτατε. Διαπύρως δε ευχόμεθα και προσευχόμεθα όπως, τη επιδημία του Παναγίου και Ζωαρχικού Πνεύματος, επιλύσωμεν, μετά κανονικής ευρρυθμίας, αρειτόλμου διαλεκτικότητος και δημιουργικής συνθέσεως, τα τεθησόμενα ζητήματα προς ενότητα της υπ’ ουρανόν Ορθοδοξίας και προς ανύστακτον τηλαύγησιν εις την οικουμένην της ελπίδος της Αναστάσεως, της ζωής και της αιωνιότητος.
Αμήν!