Επιμέλεια: ΒΗΜΑ ΟΡΘΟΔΟΞΙΑΣ
ΠΑΤΡΙΑΡΧΕΙΟ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ: Για “προσπάθεια αλλοίωσης της Ορθοδόξου Εκκλησιολογίας και βάναυση παραβίαση της Ορθοδόξου ημών πίστεως εις το ευαίσθητον πεδίον της εν Αφρική Ιεραποστολής…”, κάνει λόγο στο ανακοινωθέν που εξέδωσε η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Αλεξανδρείας μετά την ολοκλήρωση των εργασιών, ενώ αποφασίστηκε να εφαρμοστούν οι προβλεπόμενες ενέργειες “προς τους παραβάτας”.
Για αντικανονική και αήθη εισβολή και εισπήδηση της Ρωσικής Εκκλησίας κάνει λόγο το Πατριαρχείο Αλεξανδρείας μετά το πέρας της συνεδρίασης της Αγίας και Ιεράς Συνόδου, που ολοκληρώθηκε σήμερα
Αναλυτικά το ανακοινωθέν:
Εν ονόματι τού Τριαδικού Θεού συνήχθημεν εν τή Μεγάλη Πόλει τής Αλεξανδρείας προσκλήσει τής Α.Θ.Μ. τού Πάπα καί Πατριάρχου Αλεξανδρείας καί πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου Β΄ καί μετ αισθήματος ευθύνης πρός τό ποίμνιόν της καί τήν μακραίωνην ιστορικήν αυτής Αποστολικήν πορείαν, η Ιεραρχία τού Παλαιφάτου καί Πρεσβυγενούς Πατριαρχείου Αλεξανδρείας, κατόπιν συνεδριάσεως αυτής, εξετασαμένης πολλαπλώς καί πολυτρόπως τάς κανονικάς παραμέτρους τής αντικανονικής καί αντιεκκλησιαστικής εισπηδήσεως τού Πατριαρχείου τής Ρωσσίας πρός δημιουργίαν καινοφανών «εκκλησιαστικών μορφωμάτων εν Αφρική», ανακοινώνει τά εξής:
Ήδη τά δύο τελευταία έτη, εκ τού γεγονότος τής αναγνωρίσεως εκ μέρους τού Μακαριωτάτου Πάπα καί Πατριάρχου Αλεξανδρείας καί πάσης Αφρικής κ.κ. Θεοδώρου Β, τού Αυτοκεφάλου τής Ορθοδόξου Ουκρανικής Εκκλησίας, εδέχθημεν αιφνιδιαστικώς τήν αντικανονικήν καί αήθη εισβολήν καί εισπήδησιν τής Ρωσσικής Εκκλησίας διά μεθόδων απαδουσών τή εκκλησιαστική πράξει καί παραδόσει, ήν εσεβάσθησαν πάντες οι αοίδιμοι προκάτοχοι τού Πατριάρχου Ρωσσίας κ. Κυρίλλου, πρός εξαγοράν ιθαγενών Κληρικών τού Πατριαρχείου ημών, ως άμεσον επιβολήν αντιποίνων καί κατ επέκτασιν εκβιασμού ή εκδικήσεως ημών. Ήδη, μετά από τής 29ης Δεκεμβρίου 2021 εξαγγελίας τού Πατριαρχείου Μόσχας, έχομεν πλέον τάς επισήμους αποφάσεις καί εξ αυτών δηλώσεις τής Εκκλησίας τής Ρωσσίας καί συνεντεύξεις στελεχών αυτής, περί όλως αντικανονικής ιδρύσεως «Εξαρχίας», βάσει εσωτερικών αυτής «καταστατικών» καί ουχί κανονικών διατάξεων, εντός τών ορίων τού Πατριαρχείου ημών, αποτελουμένης υπό κληρικών αυτοαπομακρυνθέντων, είτε εν επιτιμίοις διατελούντων καί λοιπών αγνώστου προελεύσεως αυτοχαρακτηριζομένων μέν ως Ορθοδόξων, αλλ ουδέποτε ανηκόντων εις τό Πατριαρχείον Αλεξανδρείας.
Διά τών ενεργειών αυτών διαπιστούται προσπάθεια αλλοιώσεως τής Ορθοδόξου εκκλησιολογίας εις πολλάς επιμέρους παραμέτρους αυτής, αλλά κυρίως εις τό ζήτημα τών ορίων τής διοικητικής διαρθρώσεως τών δομών τής Εκκλησίας τού Χριστού, μέ αφετηρίαν κίνητρα μακράν τής Ορθοδόξου Παραδόσεως. Μετά λύπης κατανοούμεν ότι ταύτα πάντα προέρχονται από λόγους εμπαθείς, καί μεμολυσμένους εκ τού καταδικασθέντος εκ τής Συνόδου τού 1872 «ιού τού εθνοφυλετισμού».
Δέν απουσιάζει βεβαίως καί εξ αυτών τών αποφάσεων τό κοσμικόν πνεύμα, παραπέμπον ακόμη εις παραμέτρους «νεο-αποικιοκρατίας» καί διεκδικήσεως παγκοσμίου πρωτοκαθεδρίας, γνωρίμους παλαιόθεν εις τήν ταλαίπωρον τής Αφρικής Ήπειρον, μή συμφωνουσών μέ τό θυσιαστικόν εν τή διακονία πνεύμα τής Ορθοδόξου ημών καθαγιασμένης Παραδόσεως.
Η Σύνοδος τής Ιεραρχίας τού Αλεξανδρινού Θρόνου, μετ εμπόνου εκπλήξεως διαμαρτύρεται πρός τόν Πατριάρχην Ρωσσίας καί τήν περί αυτόν Σύνοδον. Εκπλήξεως μέν διότι δι ημάς «επομένους τοίς Αγίοις Πατράσιν ημών», τά όρια τής κάθε αδελφής τοπικής Εκκλησίας είναι σαφή, γεωγραφικά καί χαρτογραφημένα υπό Οικουμενικών Συνόδων καί αξιοσέβαστα. Διαδηλούμεν δέ ότι εν τή πράξει ουδέποτε ενεπλάκημεν εις τά όρια οιασδήποτε τοπικής αδελφής Εκκλησίας, πολλώ δέ μάλλον εις τά τής Ρωσσικής Εκκλησίας. Τούτο δέ, όχι μόνον διότι αλλοιώνεται τοιουτοτρόπως τό μήνυμα τής ευαγγελικής αγάπης, αλλά καί διότι αγωνιζόμενοι επί αιώνας καί συμβιούντες μετά διαφόρων ομολογιών καί Θρησκειών εν πνεύματι αλληλοσεβασμού καί κατανοήσεως, δεχόμεθα ανάδελφον κτύπημα υπό τών ομοδόξων Ρώσσων.
Θεωρούμεν ότι δι αυτών τών μεθόδων παραβιάζεται βαναύσως έτι άπαξ η ουσία τής Ορθοδόξου ημών πίστεως καί δή εις τό ευαίσθητον πεδίον τής εν Αφρική Ιεραποστολής, τό οποίον «τρέφεται» υφ ημών «ως νήπιον διά γάλακτος καί ουχί διά στερεάς θεολογικής τροφής», κατά τήν Παύλειον έκφρασιν, ήτις αποτελεί δι ημάς γνώμονα καί μέτρον, διέπον τό Αποστολικόν ημών έργον.
Πρός τούτο απεφασίσθη όπως:
Α) Ενημερωθώσιν τό Σεπτόν Οικουμενικόν Πατριαρχείον καί αι κατά τόπους Εκκλησίαι διά τών Προκαθημένων αυτών, διά παραδοθησομένων Πατριαρχικών Γραμμάτων, άτινα θά περιγράφουν τήν επιπεσούσαν «λοιμικήν» σύγχυσιν εις «τά εξ ημών εν Χριστώ γεννηθέντα τέκνα», τούς πιστούς Αφρικανούς, συνεπεία τών εμφανών καί αφανών δράσεων εντεταλμένων προσώπων τής Ρωσσικής Εκκλησίας, καί
Β) Η πιστή καί άμεσος εφαρμογή τών προβλεπομένων, παρά τών Θείων καί Ιερών Κανόνων Εκκλησιαστικών ποινών, πρός τούς παραβάτας.