Σερβία: Αγκάθι αποτελει το όνομα της Αρχιεπισκοπής Αχρίδος, μετά την απόφαση του Οικουμενικού Πατριαρχείου να αποκαταστήσει τη σχέση με την μέχρι προσφάτως σχισματική Εκκλησία των Σκοπίων…
και να την αποδεχτεί σε ευχαριστιακή κοινωνία, μετά από 55 ολόκληρα χρόνια αποκοπής. Ύστερα από την απόφαση της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Βουλγαρίας να χαιρετίσει την άρση του σχίσματος, τονίζοντας ωστόσο ότι μένει να εξεταστεί το όνομα, τη σκυτάλη πήρα η Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Σερβίας. Η σερβρική εκκλησία βάζει φρένο ως προς την ονομασία, τονίζοντας, μάλιστα, ότι το όνομα «Αρχιεπισκοπής Αχρίδος», «αποδοκιμάζεται και αμφιλέγεται από εκκλησιαστικούς κύκλους εντός και εκτός Ελλάδος» και υπογραμμίζοντας ότι αποτελεί θέμα διαλόγου.
«Το θέμα του ονόματος, εναπόκειται εις τον διάλογον και την συνεννόησιν μεταξύ των ελληνοφώνων Εκκλησιών, εν πρώτοις μάλιστα της Εκκλησίας της Ελλάδος, και της, Εκκλησίας της Αχρίδος, δεδομένου επί πλέον, ότι και το όνομα, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος αμφιλέγεται η και αποδοκιμάζεται υπό ουκ ολίγων εκκλησιαστικών κύκλων εντός και εκτός Ελλάδος», τονίζεται χαρακτηριστικά στο σχόλιο που έδωσε στη δημοσιότητα ο Επίσκοπος Μπάτσκας Ειρηναίος, μέλος της Ιεράς Συνόδου του Πατριαρχείου Σερβίας και Υπεύθυνος Δημοσίων Σχέσεων αυτού.
«Υπό τη διπλή ταύτην επωνυμίαν ζη και δρα αυτή μέχρι σήμερον. Δεν αποκηρύσσει αυτή ευκόλως την από δεκαετιών υιοθετηθείσαν ονομασίαν της χάριν της προσδοκωμένης αναγνωρίσεώς της ως κανονικής Εκκλησίας», υπογραμμίζεται σε άλλο σημείο του σχολίου του Επισκόπου Μπάτσκας Ειρηναίου.
Θεωρεί, μάλιστα, αναμενόμενο το γεγονός ότι το Οικουμενικό Πατριαρχείο «δεν έθεσεν εις αυτήν όρον να απαρνηθή και αποποιηθή προκαταρκτικώς το υπ αυτής χρησιμοποιούμενον όνομα, αλλά ταυτοχρόνως, οιονεί απροϋποθέτως, και εδέχθη αυτήν εις κοινωνίαν και απήτησεν, όπως του λοιπού, άρα από τούδε και εις το εξής, χρησιμοποιή μόνον και αποκλειστικώς την προσωνυμίαν Αρχιεπισκοπή Αχριδών (ή, κατ άλλην εκδοχήν, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος), απέχουσα εις το παντελές της χρήσεως του ουσιαστικού Μακεδονία και του επιθέτου μακεδονικός ως συστατικού στοιχείου της σχετικής ονοματοθεσίας».
Η Ιερά Σύνδος του Πατριαρχείου της Σερβίας στο σχόλιο το οποίο προσυπογράφει, αποκηρύσσει, όπως χαρακτηριστικά αναφέρει τα «αυτόκλητα και ετερόκλητα φιλοπατριαρχικά η πατριαρχικά, δήθεν, δημοσιεύματα» , αλλά και την «εθνοφυλετική, και ρατσιστική» φρασεολογία τους και προτάσσει τη λύση του διαλόγου σημειώνοντας χαρακτηριστικά: «Όσον αφορά εις το συγκεκριμένον ονομαστικόν θέμα, ούτ εισηγείται ούτ επιβάλλει την χρήσιν του ονόματος Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία, η του ονόματος Αρχιεπισκοπή Αχριδών και Βορείου Μακεδονίας, η άλλου τινός παρεμφερούς ονόματος, αλλ ούτε είναι εις θέσιν να άπαγορεύση την χρήσίν του εις τους έως άρτι εχομένους αυτού», ενώ τόνίζει ότι θεωρεί το θέμα » ανοικτόν, λυτέον δε υπευθύνως δι αμέσου και καλοπροαιρέτου αδελφικού διαλόγου μεταξύ των ελληνογλώσσων αδελφών Εκκλησιών και της Εκκλησίας».
Δεν υπολογίζομεν, ασφαλώς, τα αυτόκλητα και ετερόκλητα φιλοπατριαρχικά η πατριαρχικά, δήθεν, δημοσιεύματα και την ου μόνον εθνοφυλετικήν, αλλά και ρατσιστικήν εν πολλοίς φρασεολογίαν των.
Διαβάστε αναλυτικά το σχόλιο του Επισκόπου Μπάτσκας Ειρηναίου
Τό παρόν οφειλόμενον σχόλιον, τή σεπτή εντολή καί ευλογία τής Ιεράς Συνόδου τής Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας συνταχθέν, σκοπόν έχει νά διασαφηνίση ωρισμένας απορίας καί νά διαλύση σύγχυσιν, η οποία, δυστυχώς, επικρατεί επ εσχάτων εις μερικούς κύκλους τού ομοδόξου, φίλου καί αδελφού ελληνικού λαού.
Περιττόν ίσως νά είναι, πνευματικώς όμως είναι επωφελές, νά τονισθή διά πολλοστήν φοράν τό ποίοι καί πόσοι εκκλησιαστικοί, ιστορικοί, πολιτιστικοί καί εν γένει πνευματικοί λόγοι συνδέουν αρρήκτως τούς δύο λαούς μας ή τό πόση υπήρξεν η ειλικρινής ηθική συμπαράστασις καί ανιδιοτελής υλική βοήθεια τών Εκκλησιών Ελλάδος καί Κύπρου καί τού ελληνικού λαού συλλήβδην καί αθρόως πρός τόν εμπερίστατον σερβικόν λαόν κατά τήν απαισίας μνήμης εναέριον επιδρομήν τών δυνάμεων τού NATO εν έτει 1999, επί πλέον δέ καί τό πόσην σημασίαν έχει διά τήν Σερβικήν Εκκλησίαν καί διά τήν Σερβίαν ως χώραν η ελληνική συνεπής θέσις επί τού θέματος τού κατεχομένου Κοσσυφοπεδίου (Κοσόβου) καί τών εκεί κινδυνευόντων οσίων καί ιερών τής Ορθοδοξίας μας.
Άς μάς επιτραπή καί η υπόμνησις τής αντιστοίχου στάσεως τών Σέρβων κατά τάς κρισίμους καί καθοριστικάς στιγμάς τής νεωτέρας ελληνικής ιστορίας.
Παραλείποντες τήν ενεργόν υποστήριξιν τής ελληνικής επαναστάσεως τού 1821 υπό τών τότε Σέρβων καί τήν άρνησιν προσχωρήσεως τής Γιουγκοσλαβίας πρός τόν γερμανικόν Άξωνα μέ αντάλλαγμα τήν Θεσσαλονίκην (ως ακριβώς καί ο Βενιζέλος εν αναλόγω περιπτώσει, μέ αντάλλαγμα ποιά τινα εδάφη τής τότε Νοτίου Σερβίας, απήντησεν, ότι η Ελλάς δέν είναι αρκούντως μεγάλη χώρα διά νά διαπράξη τόσον μεγάλην αδικίαν), άς σταθώμεν εις έν μόνον λησμονημένον γεγονός: κατά τήν Διάσκεψιν τής Λωζάννης (1923) κυρίως η καρτερία, η εμμονή καί τό κύρος τού Σέρβου βασιλέως Αλεξάνδρου Α΄ Καραγεωργίεβιτς εις τόν Κεμάλ κατέστησαν δυνατήν τήν παραμονήν τού Πατριαρχείου εις τήν Κωνσταντινούπολιν, αφού μετά τήν μικρασιατικήν καταστροφήν είχεν εγκαταλειφθή υπό τών δυτικών κατ επίφασιν φίλων καί συμμάχων καί αφεθή εις τό έλεος τού «Ατατούρκ.
Εις τί συνίστανται άράγε αι περί ών ο λόγος απορία καί σύγχυσις, άλλοτε μερική καί άλλοτε ολική; Πρόκειται περί τού ονόματος τής Εκκλησίας τών Σκοπίων, ως συνήθως προσδιορίζεται αυτή εις τόν ελληνόγλωσσον χώρον, μετά τήν εισδοχήν αυτής εις ευχαριστιακήν κοινωνίαν καί κανονικήν ενότητα υπό τής Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας καί συγχρόνως υπό τής Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως.
Είναι γνωστόν, ότι η Εκκλησία αυτή, μετά τήν μονομερή αυτανακήρυξίν της ως αυτοκεφάλου Εκκλησίας καί τήν ως εκ τούτου διακοπήν κοινωνίας τής Σερβικής Εκκλησίας καί όλων τών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών μετ αυτής (1967), ωνόμαζεν εαυτήν επισήμως Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία καί ότι, μετά τήν σύστασιν τής αυτονόμου Αρχιεπισκοπής Αχριδών εις τούς κόλπους τής Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας (2002), προσέθεσεν εις τό όνομά της καί τήν προσθήκην Αρχιεπισκοπή Αχρίδος.
Υπό τήν διπλήν ταύτην επωνυμίαν ζή καί δρά αυτή μέχρι σήμερον. Δέν αποκηρύσσει αυτή ευκόλως τήν από δεκαετιών υιοθετηθείσαν ονομασίαν της χάριν τής προσδοκωμένης αναγνωρίσεώς της ως κανονικής Εκκλησίας.
Τό Οικουμενικόν Πατριαρχείον Κωνσταντινουπόλεως δέν έθεσεν εις αυτήν όρον νά απαρνηθή καί αποποιηθή προκαταρκτικώς τό υπ αυτής χρησιμοποιούμενον όνομα, αλλά ταυτοχρόνως, οιονεί απροϋποθέτως, καί εδέχθη αυτήν εις κοινωνίαν καί απήτησεν, όπως τού λοιπού, άρα από τούδε καί εις τό εξής, χρησιμοποιή μόνον καί αποκλειστικώς τήν προσωνυμίαν Αρχιεπισκοπή Αχριδών (ή, κατ άλλην εκδοχήν, Αρχιεπισκοπή Αχρίδος), απέχουσα εις τό παντελές τής χρήσεως τού ουσιαστικού Μακεδονία καί τού επιθέτου μακεδονικός ως συστατικού στοιχείου τής σχετικής ονοματοθεσίας.
Η ούτω διατυπωμένη στάσις τής εν Κωνσταντινουπόλει Μεγάλης τού Χριστού Εκκλησίας ήτο, φυσικώς, αναμενομένη καί ευλόγως εγένετο αιτία ικανοποιήσεως εις τήν Εκκλησίαν τής Ελλάδος, εις όλα τά επίπεδα, από τού ενοριακού έως τού συνοδικού.
Παραλλήλως όμως ήρχισε μία δημοσιογραφία, ενωρχηστρωμένη ολίγον ή πολύ, οτέ μέν καλόπιστος, πλήν αφελής, οτέ δέ εσκεμμένως κακόβουλος, συμφώνως πρός τήν οποίαν η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία διενοήθη προσφάτως καί εξακολουθεί νά στέργη, προωθή καί διαφημίζη, έτι δέ καί νά επιβάλλη (!), αμέσως ή εμμέσως, τό όνομα τής Εκκλησίας αυτής ακριβώς ως Μακεδονικής.
Δέν υπολογίζομεν, ασφαλώς, τά αυτόκλητα καί ετερόκλητα φιλοπατριαρχικά ή πατριαρχικά, δήθεν, δημοσιεύματα καί τήν ου μόνον εθνοφυλετικήν, αλλά καί ρατσιστικήν εν πολλοίς φρασεολογίαν των. Υπολογίζομεν πρωτίστως τά υπολογίσιμα επίσημα ή ημιεπίσημα κείμενα ή δηλώσεις, όπως είναι η δήλωσις τής Ιεράς Συνόδου τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, διά τής οποίας εκφράζει τίς σοβαρές ενστάσεις καί επιφυλάξεις αυτής γιά τήν χρήση τού όρου ,Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία, αποδιδομένου υπό τής Εκκλησίας τής Σερβίας στήν Εκκλησία τής Αχρίδος.
Εις τούτο ακριβώς τό σημείον εστιάζεται η παραπλανητική, θά ελέγομεν, εναλλαγή θέσεων, καθ ότι Εκκλησία καλουμένη Εκκλησία τής Αχρίδος απλούστατα δέν υφίσταται ουδέ αποδίδεται εις αυτήν υπό τής Εκκλησίας τής Σερβίας οιοσδήποτε όρος, πολλού γε δεί ο όρος Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία.
Ειρήσθω παρεμπιπτόντως, ότι τό ομιλείν περί τής εκκλησιαστικής οντότητος τής γείτονος χώρας δέν βοηθεί καί πολύ, δεδομένης τής διακρατικής καί διεθνούς ισχύος Συμφωνίας τών Πρεσπών καί δεδομένου τού γεγονότος, ότι ήδη από ετών τά μέλη τής εν λόγω οντότητος εγίνοντο δεκτά εμπράκτως εις τά θεία μυστήρια εις ωρισμένας μητροπόλεις τής Εκκλησίας τής Ελλάδος καί πρός εξομολόγησιν καί πνευματικήν καθοδήγησιν είς τινας Ιεράς Μονάς τού Αγίου Όρους, οι δέ κληρικοί της εις συλλείτουργα.
Τούτο δέν μνημονεύομεν επικριτικώς καί ελεγκτικώς, ουδέ, πολλώ μάλλον, χαιρεκάκως καί σαρκαστικώς, αλλ αποδίδομεν εις τήν πρακτικήν αυτήν κίνητρα ποιμαντικά καί φιλάνθρωπα.
Απλούστατα, εν όσω εφηρμόσθη ή, έστω, εγένετο ανεκτή η τοιαύτη άκρα οικονομία καί συγκατάβασις, θλιβόμεθα, ως ορθόδοξοι Σέρβοι, όταν εφ υψηλού επιπέδου εκφράζωνται επισήμως σοβαρές ενστάσεις καί επιφυλάξεις ως πρός τήν Εκκλησίαν μας, εις τούς κόλπους τής οποίας δέν ελάμβανον χώραν τά ως άνω περιγραφέντα έως τής ημέρας, κατά τήν οποίαν η Εκκλησία τών Σκοπίων, μετονομασθείσα εν τώ μεταξύ ατύπως εις Εκκλησίαν Αχρίδος, απεδέχθη τό καθεστώς τής ευρείας αυτονομίας εντός τής Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας καί επανήλθε τοιουτοτρόπως εις τήν κανονικήν τάξιν, διό καί ηξιώθη πλήρους εκκλησιαστικής κοινωνίας καί ηδυνήθη νά διεκδικήση, νομίμως πλέον, τήν κανονικήν ανεξαρτησίαν της.
Επί πλέον καί έτι πλέον θλιβόμεθα, οσάκις κατηγορούμεθα, ότι ου μόνον ποιούμεθα χρήσιν τής επωνυμίας Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία, αλλά μάλλον προωθούμεν, προβάλλομεν καί σχεδόν επιβάλλομεν αυτήν. Οι ισχυρισμοί καί χαρακτηρισμοί αυτοί ουδόλως αληθεύουν. Καί εξηγούμεθα.
Η ιεραρχία μας δέν είχεν αντιρρήσεις καί ενστάσεις θεολογικής φύσεως πρός τήν αξίωσιν αυτοκεφαλίας υπό τών νοτίων επισκοπών τής Εκκλησίας μας, αι οποίαι παρεχωρήθησαν εις αυτήν διά τού Πατριαρχικού καί Συνοδικού Τόμου, εκδοθέντος τώ 1922 εν Κωνσταντινουπόλει. Νέαι αυτοκέφαλοι Εκκλησίαι δι αποσπάσεως εκ μειζόνων τοπικών Εκκλησιών είναι καί δυνατόν καί θεμιτόν νά σχηματίζωνται.
Τούτο μαρτυρεί άλλωστε η ιστορική γένεσις όλων τών νεωτέρων αυτοκεφάλων Εκκλησιών, τών οποίων η ιστορική καί θεσμική υπόστασις οφείλεται ακριβώς εις τήν υπό τής Εκκλησίας Μητρός των, τής Εκκλησίας δηλαδή τής Κωνσταντινουπόλεως, χορήγησιν καί αναγνώρισιν τού αυτοκεφάλου των καί εις τήν επακολουθήσασαν αποδοχήν του εκ μέρους τής καθόλου Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Αρκεί, ασφαλώς, νά συντρέχουν ελατήρια σωτηριολογικά καί ποιμαντικά, κριτήρια εκκλησιολογικώς καί ιεροκανονικώς ορθά καί μεθοδολογία ηθικώς αποδεκτή, μακράν αμιγώς εθνικών, πολλού γε δεί εθνοφυλετικών συμφερόντων ή διαφόρων χθαμαλών καί χαμαιζήλων σκοπιμοτήτων.
Καθ όλας όμως τάς φάσεις τού μακροχρονίου καί ήκιστα ευχερούς διαλόγου τής Εκκλησίας μας μετά τών αδελφών μας συνεπισκόπων, ιδία μετά τό έτος 1967, ότε ανεκηρύχθη υπό τών προκατόχων των, αυθαιρέτως, ως μή ώφελε, νέα αυτοκέφαλος Εκκλησία, παρ ουδεμιάς Ορθοδόξου Εκκλησίας αναγνωρισθείσα καί προξενήσασα τό γνωστόν λυπηρόν σχίσμα διαρκείας πεντήκοντα πέντε όλων ετών (1967 2022), εθέτομεν αείποτε δύο απαραβάτους όρους: πρώτον μέν, ότι η περί αυτοκεφαλίας συζήτησις δέν γίνεται άνευ καί πρό τής επιστροφής εις τούς κόλπους τής Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, εκ τής οποίας είχον ανευλογήτως αποσπασθή, δεύτερον δέ, ότι εντός τών πλαισίων τών διορθοδόξων καί πανορθοδόξων σχέσεων ουδαμώς δικαιούνται νά μεταχειρίζωνται τήν ονομασίαν Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία λόγω, αφ ενός, τής ευαισθησίας τών εκασταχού τής γής Ελλήνων αδελφών μας καί λόγω, αφ ετέρου, τής απολύτου απροθυμίας μας νά τιτρώσκωμεν (πληγώμεν, τραυματίζωμεν, πλήττωμεν) τάς συνειδήσεις καί ψυχάς εκείνων, οι οποίοι εν πάση ώρα καί εν παντί καιρώ καταδεικνύουν καί αποδεικνύουν, ότι είναι γνήσιοι φίλοι μας καί, πλέον τούτου, πραγματικοί αδελφοί μας.
Τήν στάσιν μας αυτήν ετηρήσαμεν συνεπώς. Πρό τής αποκαταστάσεως τής ενότητος ούτε εις τά εσωτερικά μας εκκλησιαστικά έγγραφα ούτε εις τήν πρός τά έξω υπηρεσιακήν μας αλληλογραφίαν μετεχειρίσθημεν τήν ονομασίαν Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία, οσάκις δέ εχρησιμοποιήσαμεν αυτήν, τό επράξαμεν είτε προτάσσοντες τήν έκφρασιν λεγομένη ή ούτω καλουμένη είτε θέτοντες τό όλον όνομα υπό εισαγωγικά.
Μάλιστα δέ εις τό από τής 16ης Μαΐου ε. έ. επίσημον ανακοινωθέν τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας τής Εκκλησίας μας, διά τού οποίου εξαγγέλλεται η επιστροφή τής εν θέματι Εκκλησίας εις τήν κανονικήν τάξιν καί η αποκατάστασις τής μετ αυτής ενότητος, όπου, εν αυτή ταύτη τή αρχή τού κειμένου, γίνεται μνεία τής σχετικής αιτήσεώς της, αναφέρεται τό όνομά της υπό εισαγωγικά, επειδή η αίτησις, καίτοι όλως πρόσφατος, εν κυριολεξία χθεσινή, εγράφη καί απεστάλη καθ όν χρόνον υπήρχεν έτι η διάστασις, ο χωρισμός, τό σχίσμα.
Σημειωτέον επιπροσθέτως, ότι καί εν τή συνεχεία τού ανακοινωθέντος παραλείπεται μέν οιοσδήποτε προσδιορισμός ή ονοματισμός της, γίνεται δέ λόγος περί τού μελλοντικού καί οριστικού τυχόν καθεστώτος τών εν Βορείω Μακεδονία μητροπόλεων καί επισκοπών καί περί νέας Εκκλησίας αδελφής.
Πρέπει άράγε νά εξαρθή, ότι αι διατυπώσεις αυταί εγένοντο λόγω άκριβώς τής πανελληνίου ευαισθησίας καί ευθιξίας όσον αφορά εις τήν ονοματοθέτησιν τής τοπικής Εκκλησίας, η οποία κοινωνεί ήδη λειτουργικώς καί κανονικώς μετά τής Σερβικής Εκκλησίας ως Εκκλησίας Μητρός κατά τόν Τόμον τού 1922, μετά τού Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως καί τούτ αυτό μετά τής Εκκλησίας τής Ελλάδος;
Τονιστέον εισέτι, ότι η νέα αδελφή Εκκλησία δέν διεμαρτυρήθη, πρός τιμήν της, εξ αφορμής τού ημετέρου τρόπου τού εκφράζεσθαι εις τό σημείον τούτο, αισθανομένη μάλλον καί αυτή τήν λεπτότητα τού ελληνοσλαβικού αδελφικού διαλόγου. Εξ ού καί αναμένομεν φυσικώς καί δικαίως, θά ελέγομεν τόσον εκ μέρους τών Ελλήνων αδελφών μας όσον καί εκ μέρους ημών αυτών τό νά μή παρουσιαζώμεθα ως οι διϋλίζοντες τόν κώνωπα, τήν δέ κάμηλον καταπίνοντες (Ματθ. 23, 24), νά μή γινώμεθα δηλαδή ονοματολάτραι, αλλά, σωφρόνως καί νηφαλίως, νά αρκεσθώμεν εις τήν ουσίαν, μηδέποτε λησμονούντες, ότι η σωτηρία δύο περίπου εκατομμυρίων ψυχών υπέρκειται πάσης ημών περί ονομάτων συζητήσεως.
Ου γάρ εν ρήμασιν ημίν, αλλ εν πράγμασιν η ευσέβεια (οι άγιοι Γρηγόριος ο Θεολόγος καί Γρηγόριος ο Παλαμάς). Ου περί φωνών ημίν ο λόγος, αλλά περί πραγμάτων καί δόξης ορθής (ο άγιος Μάρκος Εφέσου ο Ευγενικός).
Πέραν τούτου, κατά τόν διμερή μας διάλογον καί κατά τήν ώραν τής επιτεύξεως τής κανονικής καί δι όλους τελεσφόρου επιλύσεως τού προβλήματος δέν ήτο ενδεδειγμένον καί λυσιτελές νά είπωμεν εις τούς συνομιλούντας μεθ ημών αδελφούς: Δέν σάς δίνομε τό δικαίωμα νά λέγεσθε, όπως διατείνεσθε, ότι λέγεσθε. Ελάτε νά συζητήσωμε πρώτα πώς λέγεσθε Ποία θά ήτο η έκβασις; Απλούστατα, ο μέν διάλογος θά είχε τελειώσει πρίν ή αρχίση, αντί δέ διεξόδου θά επηκολούθει διαιωνιζόμενον αδιέξοδον.
Εξ άλλου, έτι καί εις διάλογον μετά τών πλέον αφισταμένων ετεροδόξων ή καί αλλοθρήσκων ομιλούμεν τήν γλώσσαν τού σεβασμού, τής αξιοπρεπείας καί, πρωτίστως, τής αγάπης, ή τουλάχιστον τήν γλώσσαν τής ευπρεπείας, ευγενείας καί αβροφροσύνης. Δέν λέγομεν δηλαδή: Αναξιότιμε κύριε δείνα, κατά τάλλα απαράδεκτε αιρετικέ, αλλά προσαγορεύομεν τόν συνομιλητήν μας καθώς εκείνος εξονομάζει καί τιτλοφορεί εαυτόν.
Έν μόνον παράδειγμα! Ο Χριστός μας απευθύνεται πρός τόν Ιούδαν, ερχόμενον επί κεφαλής ενόπλου σπείρας, ως εξής: Εταίρε, εφ ώ πάρει; (Ματθ. 26, 50). Προκειμένου λοιπόν οι διϊστάμενοι αδελφοί μας νά καταστούν οι εν Χριστώ αυτάδελφοί μας, δέν έπρεπε ποσώς νά ανακινηθή κατά τόν διάλογον τό θέμα τό ονοματολογικόν. Τούτο όμως επ ουδενί σημαίνει, ότι η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία αίφνης, στά καλά καθούμενα, ήλλαξε τήν επί δεκαετίας τηρηθείσαν στάσιν της καί μετετράπη εις θιασώτην καί συνήγορον τού υπό τών ανακτηθέντων αδελφών ποθουμένου καί επιδιωκομένου ονόματος τής Εκκλησίας των.
Εν προκειμένω, η Εκκλησια μας ουδένα κρίνει, ουδένα προκρίνει, ουδένα αποβάλλει καί είς ουδένα επιβάλλεται, ουδενός υπερμάχεται καί πρός ουδένα αντιμάχεται, αλλ αγωνίζεται, όση η εκ Θεού δύναμις, νά κρίνη κρίσιν δικαίαν καί νά ενεργή αγαπητικώς πρός πάσαν κατεύθυνσιν.
Επομένως, καί όσον αφορά εις τό συγκεκριμένον ονομαστικόν θέμα, ούτ εισηγείται ούτ επιβάλλει τήν χρήσιν τού ονόματος Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία, ή τού ονόματος Αρχιεπισκοπή Αχριδών καί Βορείου Μακεδονίας, ή άλλου τινός παρεμφερούς ονόματος, αλλ ούτε είναι εις θέσιν νά άπαγορεύση τήν χρήσίν του εις τούς έως άρτι εχομένους αυτού.
Διά τούς λόγους τούτους θεωρεί τό θέμα ανοικτόν, λυτέον δέ υπευθύνως δι αμέσου καί καλοπροαιρέτου αδελφικού διαλόγου μεταξύ τών ελληνογλώσσων αδελφών Εκκλησιών καί τής Εκκλησίας τής γείτονος χώρας, άνευ αναμίξεως ή παρεμβάσεων τών άλλων κατά τόπους Εκκλησιών. Τούτο ακριβώς τό μήνυμα απηυθύναμεν προφορικώς καί γραπτώς πρός τούς αδελφούς ιεράρχας κατά τόν διάλογόν μας, ενώ ήσαν εισέτι διϊστάμενοι καί ακοινώνητοι, έχον ούτως: Εν ταίς κατά τάς διαρρευσάσας δεκαετίας συνομιλίαις ημών ημείς επεμένομεν, ότι εν τώ πλαισίω τών διορθοδόξων καί πανορθοδόξων σχέσεων υμείς θά απέχητε τής χρήσεως τού ουσιαστικού Μακεδονία καί τού επιθέτου μακεδονικός, χάριν σεβασμού πρός τά αισθήματα καί τάς θέσεις τών ελληνοφώνων Εκκλησιών καί πρός αποφυγήν ανεπιθυμήτων, αχρείων καί επιζημίων αντιπαρατάξεων, λαμβανομένης μάλιστα υπ όψιν τής μακραίωνος ιστορικής αδελφικής ημών σχέσεως πρός τόν ελληνικόν λαόν, ιδιαίτατα δέ τής υπ αυτού ανιδιοτελούς, ειλικρινούς καί ενεργού υποστηρίξεως τού σερβικού λαού κατά τήν διάρκειαν τής απηνούς επιθέσεως τού NATO.
Δεδομένου, ότι εν τώ μεταξύ έλαβε χώραν η διακρατική συμφωνία περί τής επισήμου επωνυμίας τής χώρας υμών (η σύμβασις τών Πρεσπών), δεκτής γενομένης καί διεθνώς, ηγούμεθα, ότι τό ζήτημα τής επισήμου προσωνυμίας τής υμετέρας Εκκλησίας δέν ανήκει πλέον εις τό φάσμα τής ημετέρας μερίμνης καί ευθύνης άρα, τό εκκλησιαστικόν υμών όνομα δέον, όπως αναφανή ως αποτέλεσμα τής συζητήσεως καί συνεννοήσεως υμών μετά τών ελληνογλώσσων αυτοκεφάλων Εκκλησιών. Πάν αποτέλεσμα τής αμοιβαίας συμφωνίας θά είναι δι ημάς ευπρόσδεκτον καί ευχής έργον. Είμεθα βέβαιοι, ότι ούτω θέλουσιν αντιδράσει καί πάσαι αι άλλαι αυτοκέφαλοι ομόδοξοι Εκκλησίαι.
Προλαβόντως επίσης, διά τού συνοδικού γράμματος τής Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας από τής 24ης Ιανουαρίου 2022 (αρ. πρωτ. 46) πρός τόν εν Σκοπίοις εδρεύοντα αρχιεπίσκοπον Στέφανον, διά τού οποίου γράμματος προετάθη η συνέχισις καί σύν Θεώ ολοκλήρωσις τού διαλόγου, αναγινώσκει τις τακόλουθα: Προσκαλούμεν Υμάς αδελφικώς, όπως συνεχίσωμεν τόν διάλογον, έχοντες τήν συνείδησιν τής ευθύνης ημών ενώπιον τού Θεού καί τής ιστορίας. Αι εν γένει τραγικαί εν τή Ορθοδόξω ημών Εκκλησία διαδικασίαι υποχρεούν ημάς ιδιαίτατα, όπως παράσχωμεν παράδειγμα κόπου καί θυσίας υπέρ τής εκκλησιαστικής ενότητος καί τής εν Χριστώ αγάπης, καθ ήν γνώσεται ο κόσμος, ότι ως αληθώς είμεθα μαθηταί τού Χριστού.
Αλλά καί εις τούτου τού περιεχομένου επιστολήν απεφεύχθη πάλιν, εννοείται, πρός χάριν τών εν Ελλάδι αδελφών μας η χρήσις τού ισχύοντος αυτοπροσδιορισμού τών ως είρηται αδελφών καί εγένετο λόγος αορίστως περί τής αποκαταστάσεως τής κανονικής τάξεως εν τή εντός τών ορίων τής σημερινής Βορείου Μακεδονίας Εκκλησία καί τής εμπεδώσεως τής εκκλησιαστικής ειρήνης καί κοινωνίας μεταξύ αδελφών (υπογράμμισις ημετέρα).
Ο ευλογημένος καρπός τού διαλόγου υπήρξεν, ως γνωστόν, η επάνοδος τών επί μακρόν χρόνον κεχωρισμένων αδελφών εις τήν κανονικήν τάξιν καί η συνακόλουθος αποκατάστασις τής κοινωνίας.
Εις τήν επί τούτου απόφασιν τής Ιεράς Συνόδου τής Ιεραρχίας τής Σερβικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, ληφθείσαν τή 16η τού παρελθόντος μηνός, αναγράφεται, σύν τοίς άλλοις, απαραλλάκτως τό συστήσαι, όπως τό ζήτημα τής επισήμου ονομασίας αυτής λυθή εν αμέσω αδελφικώ διαλόγω μετά τών ελληνοφώνων καί υπολοίπων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών. Ηκολούθησε μετά ταύτα, τή 5ή Ιουνίου, η απονομή τού αυτοκεφάλου, οπότε, εις τόν σχετικόν Τόμον, εκ νέου, διά πολλοστήν φοράν, επανελήφθη η αυτή σύστασις καί προτροπή, όπως η νέα αδελφή Εκκλησία επιλύη καί επιλύση τό ζήτημα τής επισήμου ονομασίας αυτής δι αμέσου αδελφικού διαλόγου μετά τών ελληνοφώνων καί λοιπών κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών.
Καί ούτω καθ εξής Δέν υπάρχει έγγραφον ή επίσημον κείμενον τής Εκκλησίας μας, εις τό οποίον δέν αντιμετωπίζεται υπευθύνως καί μετά τής δεούσης προσοχής τό παρόν θέμα. Ο λόγος είναι δεδομένος καί πάντοτε ο αυτός: η αγάπη πρός τόν εκασταχού τής γής ομόδοξον Ελληνισμόν καί ο σεβασμός πρός τάς πεποιθήσεις καί τά αισθήματά του, μή αιρομένης τής αγάπης μας πρός τούς ομοδόξους αδελφούς μας τούς διαβιούντας εις τήν καί εκ τής σκοπιάς τού νότου (Ελλάς) καί εκ τής σκοπιάς τού βορά (Σερβία) φίλην γείτονα χώραν.
Ειρήσθω δέ εν παρόδω, ότι πολλοί είναι σήμερον δυσηρεστημένοι εξ αιτίας τού περιβοήτου ονόματος ου μόνον εις τήν Ελλάδα, αλλά καί εις τήν Σερβίαν, όπου ζή εισέτι η μνήμη τής παλαιάς Νοτίου Σερβίας, καί εις αυτήν ταύτην τήν Βόρειον Μακεδονίαν, όπου ουκ ολίγοι ενοχλούνται ως εκ τού συστατικού επιθέτου βόρειος.
Η συναισθηματική χαλάρωσις δύναται ίσως νά εντοπισθή εις τήν εποπτείαν τής βυζαντινής, ελληνιστικής, κλασσικής καί προκλασσικής ελληνικής περιόδου τής ιστορίας τής Χερσονήσου τού Αίμου, πέραν δέ τούτου εις τήν εποπτείαν τής ου μόνον προσλαβικής, αλλά καί προελληνικής (πελασγικής) περιόδου τής ιστορίας της, πρό πάντων όμως εις τό όραμα μιάς μελλοντικής Χερσονήσου τού Αίμου, αδιαιρέτως μέν διαιρουμένης γλωσσικώς, εθνικώς καί κρατικώς, ηνωμένης δέ πνευματικώς, ιστορικώς καί πολιτιστικώς. Εις τήν Εκκλησίαν μας, ούτως ή άλλως, ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι βάρβαρος, Σκύθης (Σλάβος), αλλ είμεθα οι πάντες είς εν Χριστώ Ιησού (Γαλ. 3, 28 καί Κολ. 3, 11).
Εν αυτή, επίσης, προέχει καί υπερέχει όνομα τό υπέρ πάν όνομα (Φιλ. 2, 9), τό όνομα τού Κυρίου ημών Ιησού Χριστού (όρα Α΄ Κορ. 1, 2).
Αδίκως, λοιπόν, ενοχοποιείται η Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία γιά τήν χρήση τού όρου Μακεδονική Ορθόδοξος Εκκλησία, αποδιδομένου υπό τής Εκκλησίας τής Σερβίας στήν Εκκλησία τής Αχρίδος. Η Εκκλησία μας δέν ποιείται επισήμως χρήσιν τού όρου.
Διευκρινήσαμεν, μετά τεκμηρίων, πότε, πώς καί διατί εχρησιμοποιήθη ούτος ευκαιριακώς καί συμβατικώς ως ο επισήμως μόνος υπαρκτός.
Τό θέμα τού ονόματος, υπό τήν σερβικήν εκκλησιαστικήν έποψιν, εναπόκειται εις τόν διάλογον καί τήν συνεννόησιν μεταξύ τών ελληνοφώνων Εκκλησιών, εν πρώτοις μάλιστα τής Εκκλησίας τής Ελλάδος, καί τής Εκκλησίας τής Αχρίδος, δεδομένου επί πλέον, ότι καί τό όνομα Αρχιεπισκοπή Αχρίδος αμφιλέγεται ή καί αποδοκιμάζεται υπό ουκ ολίγων εκκλησιαστικών κύκλων εντός καί εκτός Ελλάδος.
Ως Σερβική Ορθόδοξος Εκκλησία πιστεύομεν, ότι η εν προκειμένω τοποθέτησίς μας τυγχάνει έντιμος, φιλάδελφος καί συνεπής.
Οι ταλαίπωροι Σέρβοι δέν είναι, βεβαίως, άμοιροι ολισθημάτων καί πταισμάτων κατά τήν ιστορίαν των καί κατά τάς χαλεπάς, ου μενετάς ημέρας μας πλήν όμως, δέν γίνεται νά καταλογισθή εις αυτούς ονοματοληψία βαρυτέρας ή ελαφροτέρας μορφής.
Θεωρούμεν, εν κατακλείδει, ότι τό Πνεύμα τό Άγιον θά οδηγήση πάντας ημάς εις πάσαν τήν αλήθειαν καί ότι η αλήθεια τής αμωμήτου ημών πίστεως, η αλήθεια τού Θεού, ο Χριστός ως η Αλήθεια, ελευθερώσει ημάς (πρβλ. Ιω. 8, 32). Γένοιτο!