Του θεολόγου Γιώργου Βλαντή
Τις τελευταίες ημέρες κληρικοί του Πατριαρχείου Αντιοχείας προβάλλουν διάφορες εξηγήσεις για τη μη συμμετοχή της Εκκλησίας τους στην Αγία και Μεγάλη Σύνοδο, ενίοτε μάλιστα με μια δυσάρεστη επιθετικότητα.
1. Με θλίψη διαπιστώνει κανείς πως μια Εκκλησία εμπερίστατη, η οποία και για τους γνωστούς τραγικούς γεωπολιτικούς λόγους έχει ανάγκη τη συναντίληψη των ομοπίστων της, επιλέγει τη μη μετοχή σε μια μεγάλη εμπειρία ενότητας.
Το ερώτημα που τίθεται (και, επειδή θέλω να λαμβάνω στα σοβαρά την ιστορία και τις ασέβειές της, δεν με ενδιαφέρει αν θα με χαρακτηρίσουν ασεβή) είναι αν η παραίτηση από την ενότητα αποτελεί απλώς επένδυση στη βοήθεια του «ξανθού γένους» και δια τούτο υποταγή στα κελεύσματά του. Η ιδέα του «ρωσικού δάκτυλου» πίσω από τις αποχωρήσεις της τελευταίας στιγμής δείχνει, πάντως, ιδιαιτέρως πειστική, αφού Εκκλησίες της σφαίρας επιρροής της Μόσχας ήταν αυτές που συνέργησαν στην απόπειρα ματαίωσης της Συνόδου.
Γεωπολιτικοί-στρατηγικοί λόγοι ίσως να ωθούν την πολύπαθη Εκκλησία της Αντιόχειας σε μια ορισμένη σύμπλευση με τους επηρμένους από την ισχύ τους ξανθούς ομοπίστους, κρίνω όμως προσβλητικό όχι μόνο η συμπόρευση αυτή να θεολογικοποιείται, αλλά να προβάλλεται και με επιθετικότητα.
2. Δυστυχώς, μεγαλοποιείται εκ μέρους κληρικών της η σημασία της μη υπογραφής ορισμένων κειμένων στη Σύναξη του Ιανουαρίου του 2016 και προκρίνεται μια ανασκοπική ερμηνεία της αντίθεσης σε αυτά με μία εξαιρετικά προβληματική επίκληση της αρχής της «οικονομίας». Ουδέποτε τους περασμένους μήνες η Εκκλησία της Αντιοχείας εξέφρασε ουσιαστική και ρητά εκπεφρασμένη αντίρρηση στη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου στην καθεαυτότητά της και δεν αμφισβήτησε το κύρος της. Αν συνέβαινε κάτι τέτοιο, τα αντανακλαστικά των άλλων Εκκλησιών θα αντιδρούσαν πάραυτα και οι συνήθως καραδοκούντες θα επιχειρούσαν πολύ νωρίτερα τη ματαίωση ή αναβολή του μεγάλου γεγονότος. Η Ιερά Σύνοδος της Εκκλησίας της Αντιοχείας περίμενε μέχρι το «παρά ένα» για την απόφαση μη συμμετοχής. Εκ των υστέρων, ανασκοπικά, προσδίδουν κληρικοί της στις (μη) υπογραφές της βαρύτητα που ούτε οι ίδιοι τότε έδιναν. Η αναφορά σε μια «κατ᾽ οικονομίαν» συμμετοχή στις προετοιμασίες από τον Ιανουάριο και μετά προφανώς φανερώνει μειωμένη επίγνωση του μεγέθους του σχετικού διακυβεύματος.
Η σύγκλιση μιας Συνόδου είναι ζήτημα με πολυποίκιλες παραμέτρους, οι οποίες δεν πρέπει να υποτιμώνται. Προϋποθέτει μακρά προετοιμασία, αμοιβαία δέσμευση και δεν είναι δυνατόν να τινάζεται στον αέρα την τελευταία στιγμή, επειδή κάποιος ισχυρίζεται εκ των υστέρων πως «κατ᾽ ακρίβειαν» δεν τη θέλησε, ενώ άφηνε τους πάντες ως το τέλος με την αίσθηση πως θα συμπράξει.
3. Το γεγονός πως, ανεξαρτήτως των προφάσεων, η Εκκλησία της Αντιοχείας εξάρτησε την απόφασή της για συμμετοχή ή μη στη Σύνοδο από την προς όφελός της επίλυση της διαφωνίας για το Κατάρ επιτρέπει τη μομφή εναντίον ιθυνόντων της πως προτίμησαν να εργαλειοποιήσουν μια διμερή διαφωνία εις βάρος της πανορθόδοξης ενότητας. Πώς δύναται να κηρύττει κανείς την αυτοπαραίτηση, την κένωση, την αυθυπέρβαση, όταν συναρτά την απόφασή του για συμμετοχή ή μη σε ένα κορυφαίο εκκλησιαστικό γεγονός προς ένα εντελώς δευτερεύον θέμα; Οι εξοικειωμένοι με την κανονική γεωγραφία των Ορθοδόξων Εκκλησιών γνωρίζουν πως ουκ ολίγες είναι οι μεταξύ τους εντάσεις για αντίστοιχα ζητήματα (π.χ. τελευταία μεταξύ των Εκκλησιών Σερβίας και Ρουμανίας· ή το ζήτημα Εκκλησιών όπως η OCA και άλλες). Είναι προς τιμήν των Εκκλησιών αυτών πως δεν χρησιμοποίησαν τη συνοδική διαδικασία ως αφορμή για την επιβολή των θέσεών τους ούτε αρνήθηκαν τη συμμετοχή στο κοινό Ποτήριο για τέτοιους λόγους.
4. Η επίκληση θεολογικών αντιθέσεων σε προσχέδια κειμένων της Συνόδου επίσης δεν αποτελεί λόγο μη συμμετοχής. Προσωπικά θλίβομαι ιδιαιτέρως όταν επικαλείται κανείς δήθεν δογματικούς λόγους π.χ. για το κείμενο περί γάμου (ένα προβληματικό κείμενο, για τους ακριβώς αντίθετους λόγους από αυτούς που επικαλούνται και παρ᾽ ημίν ακραίοι συντηρητικοί). Αυτό δείχνει ότι κάποιοι παραθεωρούν τη μακραίωνη πράξη της Εκκλησίας και αρνούνται να προβούν στις δέουσες θεολογικές συνεπαγωγές. Πέραν τούτου, ειδικά ως προς την περίπτωση του Πατριαρχείου Αντιοχείας, αναρωτιέμαι: Η οικουμενική του ανοικτότητα είναι δεδομένη και πολλαχώς τεκμηριωμένη. Πώς συνάπτεται αυτή με την υιοθέτηση συντηρητικών απόψεων;
Πώς εναρμονίζεται με την οικουμενική πρακτική του σε σχέση, π.χ., με τη Συριακή Ορθόδοξη Εκκλησία (επιμένω σε αυτό το χαρακτηρισμό, διότι αυτή έτσι αυτοπροσδιορίζεται και δεν προκρίνω τον όρο Συροϊακωβιτική); Τι λέει επί τούτου ο ίδιος ο Πατριάρχης Αντιοχείας, ο οποίος είναι μάλιστα και ένας από τους οκτώ Προέδρους του Παγκοσμίου Συμβουλίου Εκκλησιών, εκλεγείς στη Συνέλευση της Ολομέλειας στο Busan το 2013; Πώς αντιδρά η Εκκλησία της Αντιοχείας στις τολμηρές διαθρησκειακές απόψεις διακεκριμένων, κορυφαίων θεολόγων της, όπως ο Μητροπολίτης Βύβλου και Βοτρύων κ. Γεώργιος Khodr; Γιατί, ενώ δεν στέκει αρνητικά σε αυτές, επικαλείται θεολογικές θέσεις κειμένων της Συνόδου για να δικαιολογήσει τη μη συμμετοχή της;
***
Το παλαίφατο Πατριαρχείο Αντιοχείας κομίζει μια εντυπωσιακή σε χρονικό και ποιοτικό βάθος παράδοση. Εμπλουτίζει την ορθόδοξη οικογένεια με τη σοφία της αραβικής του ταυτότητας. Λείπει από τη Σύνοδο. Είθε, έστω και την εσχάτη ώρα, να αναθεωρήσει. Δεν ενδείκνυται κληρικοί του να τορπιλίζουν την ενότητα. Σε κάθε περίπτωση, η μαρτυρική αυτή Εκκλησία πρέπει να είναι στην καρδιά και την προσευχή όλων των Ορθοδόξων.