του Θεοδώρου Καλμούκου
Η 42η Κληρικολαϊκή Συνέλευση της Αρχιεπισκοπής Αμερικής φιλοξενείται τούτη τη φορά από τη Μητρόπολη Νέας Ιερσέης, στην οποία επί δέκα και πλέον έτη αρχιερατεύει ο Μητροπολίτης Ευάγγελος, ο οποίος ξεκίνησε «εξ’ υπαρχής» να οικοδομεί τόσο εκκλησιαστικώς όσο και κτιριακώς την Μητρόπολη.
Έχει φροντίσει μαζί με τους συνεργάτες του, στον βαθμό που του αναλογεί, να επιμεληθεί ακόμα και τις παραμικρές διοργανωτικές και δομικές λεπτομέρειες της Κληρικολαϊκής, ώστε η παρουσία των δύο σχεδόν χιλιάδων συνέδρων και επισκεπτών να είναι όσο το δυνατόν πιο άνετη και πιο ευδόκιμη η συμμετοχή τους.
Συ συνέντευξη του στον «Εθνικό Κήρυκα» ομιλεί τόσο για την Κληρικολαϊκή, το γενικό της θέμα «περί οικογένειας», αλλά και για πολλά άλλα θέματα μείζονος σημασίας με τα οποία οφείλει να ασχοληθεί η Κληρικολαϊκή, ανάμεσα στα οποία πρωταρχική θέσει κατέχει η Ελληνική Παιδεία, Γλώσσα, Ελληνικότητα, το Ελληνικό Κολέγιο και η Θεολογική Σχολή. Τόνισε ότι δεν λογίζεται κληρικός που να μην γνωρίζει την Ελληνική γλώσσα.
Ο Μητροπολίτης Ευάγγελος απάντησε με ευθύτητα και παρρησία σ’ όλες τις ερωτήσεις που του υποβάλλαμε, ακόμα και στις πλέον δύσκολες όπως για το θέμα της ομοφυλοφιλίας των κληρικών, και τους γάμους ατόμων του ιδίου φύλου.
Η συνομιλία μας ξεκίνησε με την ερώτηση πως αισθάνεστε που η 42η Κληρικολαϊκή Συνέλευση συγκαλείται στην Επαρχία σας, στην ιστορική πόλη της Φιλαδέλφειας, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος ο οποίος συμπλήρωσε ήδη δέκα χρόνια ευδόκιμης ποιμαντικής δράσης στη Νέα Ιερσέη, είπε ότι «εν πρώτοις σας ευχαριστώ για την ευκαιρία αυτή της επικοινωνίας μας επ’ ευκαιρία της 42ας Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως της Ιεράς Αρχιεπισκοπής μας, η οποία ως γνωστόν συνέρχεται στην ιστορική πόλη της Φιλαδέλφειας. Δι’ εμέ, ως Ποιμενάρχης τής Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιερσέης, στην δικαιοδοσία της οποίας ανήκει ή Φιλαδέλφεια, και όχι μόνον, αλλά και διά τόν εύλαβέστατον Ιερόν Κλήρον καί τό Θεοφιλές πλήρωμα, τόν εύλαβέστατον λαόν τού Θεού τής Ιεράς Μητροπόλεως μας, αποτελεί υψίστη τιμή».
Πρόσθεσε ότι «δεν οφείλομε να παραμείνομε μόνο στα σεμινάρια και στις ομιλίες που έχουν οριστεί τα οποία είναι σίγουρα καλά και εποικοδομητικά, αλλά θα πρέπει όλοι μας κλήρος και λαός να τολμήσουμε να κοιτάξουμε κατάματα το σήμερα και οραματισθούμε με ενάργεια και ιερή αγωνία το αύριο. Αυτό σημαίνει πως θα πρέπει να συζητηθούν πολλά καί διάφορα ποιμαντικά, διοικητικά, εκπαιδευτικά, επιμορφωτικά θέματα».
Ο Μητροπολίτης Ευάγγελος του οποίου η αγάπη και η αφοσίωση για το Οικουμενικό Πατριαρχείο είναι εγνωσμένη, υπογράμμισε ότι «είναι ξεχωριστή ευλογία και τιμή που η Αρχιεπισκοπή μας είναι υπό την κανονική, πνευματική, εκκλησιολογική και διοικητική δικαιοδοσία του σεπτού Κέντρου της Ορθοδοξίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, το οποίο αποτελεί για μας την προστατευτική ασπίδα και τις ιερές μας ρίζες και καταβολές». Πρόσθεσε ότι «όλοι εμείς εδώ οι αρχιερείς, οι ιερείς, τα μέλη του Αρχιεπισκοπικού Συμβουλίου και τα μέλη των Μητροπολιτικών και Κοινοτικών συμβουλίων, ο ιερός κλήρος και ο ένθεος λαός είμαστε η προέκταση της Μητρός Εκκλησίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου και οφείλομε να διατηρούμε και καλλιεργούμε σ’ αυτή τη χώρα τους δεσμούς με την Εκκλησιαστική μας μήτρα, το ορατό κέντρο της ενότητας και της αναφοράς μας, συμμετέχοντες δυναμικά στους αγώνες και τις αγωνίες του σεπτού Προκαθημένου οικουμενικού μας Πατριάρχη για το μέλλον και της οικογενείας και της Ορθοδοξίας».
Πρόσθεσε ότι αποτελεί ξεχωριστή χαρά που τον Οικουμενικό μας Πατριάρχη Βαρθολομαίο εκπροσωπούν δύο εκλεκτοί ιεράρχες ο Μητροπολίτης Καλλιουπόλεως και Μαδύτου κ. Στέφανος ο οποίος τυγχάνει και ο Πρωτοσυγκελεύων του Οικουμενικού πατριαρχείου και ο Μητροπολίτης Βελγίου κ. Αθηναγόρας».
Όταν τον ρωτήσαμε τί πιστεύει για τον σημερινό Οικουμενικό Πατριάρχη Βαρθολομαίο, είπε, «ήταν προορισμένος από τον Θεό να γίνει Πατριάρχης» και συμπλήρωσε «απλώς ρίξτε μία ματιά στα χαρίσματα του, στην δυναμικότητα του, στην ευστροφία του, στην καλλιέργεια του. Είχα την ευκαιρία να τον γνωρίζω πιο πολύ σε μία πρόσφατη επίσκεψη μας στην ιδιαίτερη του πατρίδα την Ιμβρο κι εκεί θαύμασα και τον Πατριάρχη, αλλά και τον άνθρωπο Βαρθολομαίο. Ο Θεός να του χαρίζει έτη πολλά για να συνεχίζει τον ιερόν αγώνα του υπέρ της μεγάλης οικογενείας του, που είναι ολόκληρη η Ορθοδοξία».
Τόνισε για την Κληρικολαϊκή, πως, «αυτές τις μέρες, λοιπόν, Κλήρος και Λαός από ολόκληρη την Αμερική, ως μία ενωμένη και αγαπημένη οικογένεια, με την φώτιση και καθοδήγηση του Παναγίου Πνεύματος, θα εργασθούμε για καλό και ιερό συμφέρον της Εκκλησίας και συγκεκριμένα για τη βελτίωση του πνευματικού, αλλά και του όλου έργου μας, οικοδομώντας επί των έργων των προαπελθόντων, και αγωνιζόμενοι γα την συνεχή πρόοδο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, των Ιερών Μητροπόλων, των Εκκλησιαστικών Κοινοτήτων και την καλύτερη επικοινωνία και συνεργασία μεταξύ πάντων των «αγίων… και μη, των πλουσίων και μη, των ακαδημαϊκώς μορφωμένων και μη, των εντός Εκκλησίας και μη»…, προσευχόμενοι πάντα «υπέρ τής τού κοσμου ζωής καί σωτηρίας δι’ούς ὁ Κύριος απέθανε και Ανέστη».
Με δεδομένο ότι η γενική κατευθυντήρια γραμμή του γενικού θέματος, αλλά και των επί μέρους θεμάτων ορίζονται από την Αρχιεπισκοπή απευθείας, ρωτήσαμε τον Μητροπολίτη Ευάγγελο πώς και σε ποίο βαθμό συμμετείχε η Μητρόπολη στην διοργάνωση της Κληρικολαϊκής και ποία θα είναι τα σημεία που θα την σημαδεύσουν. Στην απάντησή του υπογράμμισε ότι «η διοργάνωση μίας τέτοιας Συνελεύσεως στην οποίαν θα συμμετάσχουν περίπου δύο χιλιάδες εκπρόσωποι των ανά την Αμερική Εκκλησιαστικών Κοινοτήτων, συμπεριλαμβανομένης και της Εθνικής Φιλοπτώχου Αδελφότητος, δεν είναι καθόλου εύκολη υπόθεση. Είναι πολλοί οί παράγοντες οί οποίοι εργάζονται εδώ καί πολλούς μήνες. Από πλευράς Αρχιεπισκοπής την φροντίδα έχει ο κατά πάντα ικανός, γενικός και εκτελεστικός διευθυντής, κ. Ιερώνυμος Δημητρίου, και από πλευράς, της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιερσέης, ο κ. Μιχαήλ Καρλούτος και η κ. Αναστασία Μάικλς, στους οποίους ανέθεσα την φροντίδα για την διοργάνωση των διαφόρων εκδηλώσεων και τη φιλοξενία των επισκεπτών μας στη Φιλαδέλφεια».
Τόνισε ακόμα πως «εκτός από τις ευχαριστίες μου προς τούς δύο προαναφερθέντες, ευχαριστώ και τους ιερείς της Μητροπόλεώς μας καθώς και τα Εκκλησιαστικά Συμβούλια τών Κοινοτήτων μας, ιδιαιτέρως δέ τόν Κληρον τής άμεσης περιφέρειας της Φιλαδελφείας και τούς εκκλησιαστικούς και κοινοτικούς παράγοντες οι οποίοι ως μία οικογένεια έχοντας τον Χριστόν εν τω μέσω αυτών, εργάστηκαν καί εργάζονται ώστε, αυτή ή Κληρικολαϊκή Συνέλευση των Πιστών να είναι κατά πάντα και διά πάντα ευδόκιμη και να παραμείνει βιωματικά ανεξίτηλη στις καρδιές όλων μας».
Αναφορικά πόσες κοινότητες θα συμμετάσχουν από τις μέχρι τώρα εγγραφές και πόσοι σύνεδροι, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος είπε, «δεν γνωρίζω τον ακριβή αριθμό των κοινοτήτων διότι καθώς γνωρίζετε οι εγγραφές συνεχίζονται, αλλά από την πληροφόρηση που έχω μέχρι αυτή τη στιγμή που ομιλούμε οι εγγραφές των συνέδρων συμπεριλαμβανομένης και της Φιλοπτώχου Αδελφότητας έχουν ξεπεράσει τις 1,400» και συμπλήρωσε πως «είναι περισσότερες από ποτέ πράγμα το οποίο με ενθουσιάζει πάρα πολύ. Έχει ήδη γεμίσει το ξενοδοχείο, δεν υπάρχουν άλλα δωμάτια και χρησιμοποιούμε και τα γειτονικά ξενοδοχεία τα οποία είναι λίγα μόλις μέτρα πιο πέρα. Με ξεχωριστή επίσης χαρά σας λέγω ότι η συμμετοχή των Κοινοτήτων και εκπροσώπων της Ιεράς Μητροπόλεως Νέας Ιερσέης φθάνει σχεδόν στο 100%».
Στην ερώτηση εκτός από το γενικό θέμα «περί Οικογενείας», ποία άλλα θέματα που αφορούν την Εκκλησία θα συζητηθούν ή οφείλουν κατά τη γνώμη σας να συζητηθούν και να ληφθούν αποφάσεις, είπε πως, «το «περί οικογενείας» θέμα είναι ιερό διότι πρόκειται για έναν Θεϊκό θεσμό. Η οικογένεια είναι η κατ’ οίκον Εκκλησία μέσα στην οποία συνεχίζεται η Λειτουργία των πιστών και η οποία βιώνοντας την παρουσία του Θεού, συνεχίζει διά των μελών της τον ευαγγελισμό και των υπολοίπων συγγενών, φίλων, συνεργατών ακόμα και αγνώστων. Πιστεύω ότι η Οικογένεια έχει την δυνατότητα να επιτελέσει ποιμαντικό έργο».
Στην επισήμανση του «Ε.Κ.» πως όλα αυτά καλά περί οικογένειας, αλλά δεν νομίζετε ότι θα πρέπει να συζητούν κι άλλα θέματα, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος, είπε, «βεβαίως, είναι αναγκαίο σ’ αυτές τις Συνελεύσεις να συζητούνται και διοικητικής και οικονομικής φύσεως θέματα διότι είς τήν χώρα πού ζούμε, η επιτυχία του έργου ενός ζωντανού οργανισμού, εξαρτάται από τις διοικητικές ικανότητες των ηγετών ή των «πρώτων» αν προτιμάτε, και φυσικά των ταλαντούχων υφισταμένων τους. Επίσης από την υγιή οικονομική κατάσταση εξαρτάται η ουσιαστική πορεία και καρποφορία του επιτελούμενου έργου».
Τόνισε ακόμα πως «ως Εκκλησία του 21 αιώνα πρέπει είμαστε σύγχρονοι με τους καιρούς. Ομως, δεν πρέπει να λησμονούμε το γεγονός ότι δεν είμαστε μία κοινή Οργάνωση, άλλα Εκκλησία, Σώμα Χριστού και το έργο μας είναι και ιερό και θεσμικό. Οι πιστοί χρειάζονται ποιμένες, πατέρες οι οποίοι να μπορούν να ηγούνται, να εμπνέουν, να αναλαμβάνουν πρωτοβουλίες, να τολμούν. Δεν μπορούμε να επαναπαυόμαστε στη ροή του χρόνου, πρέπει να είμαστε πριν από τα χρόνο γιατί αλλιώς θα χάσουμε τη ζωή. Η Ενορία, ή Μητρόπολη, η Αρχιεπισκοπή οφείλουν να είναι τα πνευματικά κέντρα γαλουχήσεως όλων. Αν η Εκκλησία δεν παράγει πνευματικούς καρπούς τότε δεν θά μπορέσει νά προσφέρη καί πνευματικό οικοδομητικό έργο τό οποίο θά βελτιώσει την πορεία των ανθρώπων μας και των οικογενειών μας. Ο πνευματικός αγώνας χρειάζεται ποιμαντική υποστήριξη. Οπότε, καλά είναι τα κοινά καί γνωστά θέματα, αλλά πρέπει νά δεσπόζουν τά πνευματικά αν θέλουμε νά λέμε πώς μία Κληρικολαϊκή είναι όντως μία Εκκλησιαστική και όχι μία Εταιρική (corporate), επαγγελματική Συνέλευση».
Όταν τον ρωτήσαμε νομίζετε πως θα ήταν καλό να αλλάξει η συχνότητα σύγκλησης της Κληρικολαϊκής κι αντί κάθε δύο χρόνια να γίνεται κάθε τρία ή κι ακόμα κάθε τέσσερα χρόνια, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος είπε πως «η προσωπική μου άποψη, αλλά και της ολομέλειας της τοπικής Κληρικολαϊκής Συνελεύσεως της Ιεράς Μητρόπολεως Νέας Ιερσέης είναι η τριετία για λόγους οικονομικούς και όχι μόνον».
Στην ερώτηση πόσο όμοια και πόσο διαφορετική είναι η Κληρικολαϊκή ως θεσμός σήμερα από ότι ήταν τα περασμένα χρόνια, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος τόνισε πως «η Κληρικολαϊκή Συνέλευση έχει πολλές και διαφορετικές διαστάσεις. Οι συμμετάσχοντες, ανά διετία, προς το παρόν, μέσα στη καρδιά του καλοκαιριού, διαθέτουν πολύτιμο χρόνο, προβαίνουν σε έξοδα, διακόπτουν ακόμα και τις διακοπές τους για την Εκκλησία. Γιατί; Διότι αισθάνονται την ανάγκη να ανταποκριθούν και να εκπληρώσουν την ιερή ευθύνη που νιώθουν ως μέλη της Εκκλησίας. Η παρουσία Κλήρου και Λαού οφείλετε στην ευσέβεια τους η οποία είναι προϊόν της πίστεώς τους. Έχουν οραματισμούς για το μέλλον της Έκκλησίας η οποία δέν βρίσκετε σε μία αμιγώς Ορθόδοξη χώρα. Οι οραματισμοί προκαλούν και προβληματισμούς. Πολλοί από μας γεννηθήκαμε και γαλουχηθήκαμε από Ορθόδοξους γονείς «εν παιδεία και νουθεσία Κυρίου», καί διδαχθηκαμε από εὐσεβείς διδασκάλους. Σήμερα, τά πραγματα έχουν άλλαξει. Οι μικτοί γάμοι έχουν αυξηθεί κατά πολύ. Οι νέοι γονείς, εκτός από την καθημερινή φροντίδα των παιδιών τους έχουν και άλλα ένδιαφέροντα, έπαγγελματικά, κοινωνικά καί άλλα, πού δέν τούς έπιτρέπουν νά προσφέρουν αύτά πού προσέφεραν οι γονείς της δεκαετίας τού 1920,30,40,50, 60, 70, 80 ακόμη και του 1990. Γι’ αυτόν το λόγο, ἡ επιλογή του θέματος «Οικογένεια» ως κύριο θέμα είναι πολύ σοφή διότι διά της μελέτης και εφαρμογής των αποφασισθέντων και διαφόρων προγραμμάτων που θα τεθούν σε εφαρμογή, θα μπορέσουμε όλοι, Κλήρος και Λαός νά διαφωτίσουμε τούς νέους γονείς, υπενθυμίζοντας τους πως η παρουσία του Θεού στη ζωή τους κα στη ζωή των παιδιών τους είναι πολύ πιο πολύτιμη από τα εγκόσμια».
Υπογράμμισε επίσης πως «μόνον αν καλλιεργήσουμε των πνευματική συνείδηση των γονέων, θα μπορέσουμε ως Εκκλησία να καλλιεργήσουμε και την Ελληνορθόδοξη συνείδηση, το φρόνημα και το ήθος μέσα στις νεανικές και αγνές καρδιές των παιδιών μας. Γι’ αυτούς τούς λόγους, πιστεύω πώς, άν καί κάθε Κληρικολαϊκή των παρελθόντων δεκαετιών ήταν όντως ιερές Συνελεύσεις, οι οποίες αντιμετώπιζαν θέματα και προβληματισμούς των ημερών εκείνων, οι σημερινές έχουν ένα ξεχωριστό χαρακτήρα διότι ασχολούμεθα με πολύ πιο δύσκολα θέματα και σύγχρονους προβληματισμούς που δεν υπήρχαν τότε, και αν δε τους χειριστεί σωστά η Εκκλησία σήμερα, το αύριο της οικογένειας και της Εκκλησίας θα είναι πολύ πιο δύσκολο και ό μή γένοιτο, ανορθόδοξο. Το σήμερα είναι το αύριο των παιδιών μας διότι άπο αυτά θα εξαρτηθεί το μέλλον, η πρόοδος και η προσφορά της εν Αμερική Ελληνορθοδόξου Εκκλησίας μας όχι μόνον προς εμάς τους Ορθοδόξους, αλλά και προς την αμερικανική κοινωνία».
Στην ερώτηση νομίζετε ότι η Κληρικολαϊκή οφείλει να ασχοληθεί με την Ελληνική Παιδεία, τη Γλώσσα, την Ελληνικότητα γενικά, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος στου οποίου τη Μητρόπολη έχουν ιδρυθεί πέντε Ημερήσια Ελληνικά σχολεία τα τελευταία χρόνια επί ποιμαντορίας του, είπε, «η Ελληνική γλώσσα και Παιδεία είναι ένα θέμα που με προβληματίζει όσον δεν μπορείτε νά φανταστείτε. Η αγωνία μου είναι μεγάλη διότι βλέπω πώς οι προσπάθειες μας ως Εκκλησίας και Ομογένειας, αν και είναι πολλές, δεν είναι αρκετές» και συμπλήρωσε «οφείλουμε όλοι μας ανεξαίρετα Αρχιεπίσκοπος, Μητροπολίτες, ιερείς, κοινοτικά συμβούλια, δάσκαλοι, γονείς να ξεκινήσουμε από αυτή εδώ την Κληρικολαϊκή μία καινούργια εκστρατεία, ένα εγερτήριο σάλπισμα για την Ελληνική Παιδεία, για τον Πολιτισμό, για την Ελληνικότητα, όπως την βίωσε και βιώνει το Οικουμενικό Πατριαρχείο ως την πολιτιστική σάρκα της Ορθοδοξίας».
Είπε ακόμα «προσωπικώς ευχαριστώ όλους όσοι αγωνίζονται υπέρ της αθάνατης Ελληνικής γλώσσας, την μεταλαμπάδευση του Ελληνικού μας Πολιτισμού και την καλλιέργεια ωών Ελληνικών ιδεών και ηθών στις νεανικές ψυχές των παιδιών μας πού είναι γεννημένα καί μεγαλωμένα μεν εδώ, αλλά μέσα στις φλέβες τους ρέει αίμα Ελληνικό. Αν πραγματικά πιστεύουμε πως το αθάνατο Ελληνικό Εθνος γέννησε μεγάλους και τρανούς και πως έδωσε το φως της σοφίας και της γνώσεως στον κόσμο, τότε, ας υψώσουμε το ανάστημα μας και ας αναλάβουμε τις ευθύνες μας αλλάζοντας πορεία πλεύσεως, στηρίζοντας τό έργο των Κοινοτικών Ημερησίων και Απογευματινών σχολείων, και των αφοσιωμένων διδασκάλων οι οποίοι από αγάπη πολλή προσφέρουν τον εαυτόν τους για τη διδαχή των μαθητών τους».
Στην ερώτηση πως τα τελευταία χρόνια έκλεισαν στην Νέα Υόρκη τέσσερα Ημερήσια Ελληνικά Σχολεία και πως αισθάνθηκε ως ιεράρχης και ως άνθρωπος, είπε, «το μόνο που ήθελα να σας πω είναι μακάρι να μπορούσατε να δείτε μέσα στην καρδιά μου το μέγεθος της πληγής της γι’ αυτό το θέμα» και τόνισε «διερωτώμαι πού παγαίνομε ως Ομογένεια, ως Ελληνισμός, διότι μιλούμε για τη Νέα Υόρκη, την μητρόπολη του Ελληνισμού της Αμερικής».
Στην ερώτηση που πηγαίνει η Θεολογική Σχολή, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος είπε, πως «αν δεν συνειδητοποιήσουμε πως το μέλλον της Ορθοδοξίας και της Ελληνικότητας της Ιεράς Αρχιεπισκοπής εξαρτάται από την μοναδική Ελληνορθόδοξη Θεολογική Σχολή στο Δυτικό ημισφαίριο, τότε δεν θα υπάρχει στο μέλλον λόγος συγκλήσεων Κληρικολαϊκών Συνελεύσεων» και συμπλήρωσε «νομίζω πως καταλαβαινόμαστε με αυτά που σας λέγω».
Όταν τον ρωτήσαμε αν το Ελληνικό Κολέγιο όπως είναι έχει λόγο ύπαρξης, είπε, «ναι, αλλά πρέπει να μετατραπεί αποκλειστικά σε κέντρο προ-Θεολογικών και Ελληνικών Σπουδών» και τόνισε «να παύσει να έχει την ψευδαίσθηση όπως έχει δομηθεί σήμερα και λειτουργεί μέσα στην κορυφαία πανεπιστημιούπολη των Ηνωμένων Πολιτειών, τη Βοστώνη ότι μπορεί να συναγωνιστεί με ένα BostonUniversity ή Harvard ή ένα από τα πολλά ανώτατα εκπαιδευτήρια της Αμερικής. Ιδρύθηκε μ’ ένα μοναδικό σκοπό, ας επανέλθει λοιπόν σε αυτόν και που είναι η εκπαίδευση Διδασκάλων των Ελληνικών και Θρησκευτικών οι οποίοι θα προσφέρουν στην αποστολή και το έργο της Ιεράς Αρχιεπισκοπής, των Ιερών Μητροπόλεων και των Εκκλησιαστικών Κοινοτήτων της Αμερικής και συνάμα να προετοιμάζει τους φοιτητές για την είσοδο τους στη Θεολογική Σχολή να γίνουν ιερείς. Μ’ άλλα λόγια πρέπει το Ελληνικό Κολέγιο να βρει τον λόγο της ύπαρξης του».
Στην επισήμανση του «Ε.Κ.» ότι αμφότερα τα Σχολεία, Ελληνικό Κολέγιο και Θεολογική Σχολή στοιχίζουν 12 εκατομμύρια δολάρια το χρόνο για τη λειτουργία τους για 200 φοιτητές πάνω-κάτω και στα δύο. Μήπως εδώ πρόκειται για δυσανάλογα μεγέθη, είπε, «θα έλεγα πως αυτά τα 12 εκατομμύρια πιάνουν τόπο αν ο σκοπός της Σχολής είναι η Ελληνορθόδοξη εκπαίδευση και πνευματική κατάρτιση Ελληνορθόδοξων κληρικών με εκκλησιαστικό ήθος, με Ορθόδοξο φρόνημα, με εκκλησιαστική και ιερατική συνείδηση και αγάπη και ολοκληρωτική αφοσίωση για την Εκκλησία».
Στην ερώτηση αν οφείλουν οι ιερείς να γνωρίζουν καλώς και τις δύο γλώσσες, ελληνική και αγγλική, είπε, «χωρίς καμία αμφιβολία. Δέν είναι δυνατόν εμείς οι ίδιοι να μην γνωρίζουμε «τί προσευχώμεθα». Πώς θά μπορέσωμε νά έπικοινωνήσωμε με τις «Ελληνικές ψυχές» των ανθρώπων μας οι οποίοι δεν καταλαβαίνουν αγγλικά, ή προτιμούν τις ιερές Ακολουθίες στη γλώσσα των πατέρων μας; Πώς θά νουθετήσει, κατηχήσει, γαλουχήσει, παρηγορήσει, μίαν ψυχή ένας ιερεύς που δεν γνωρίζει την Ελληνική; Κι ακόμα πως είναι δυνατόν ένας Ελληνορθόδοξος κληρικός να μην γνωρίζει απταίστως τη γλώσσα της Καινής Διαθήκης, των Συνόδων, των Πατέρων, της Υμνολογίας, του Οικουμενικού Πατριαρχείου, της Εκκλησίας εν πάση περιπτώσει;».
Αναφορικά πώς και γιατί διπλασιάστηκε ο οικονομικός προϋπολογισμός της Αρχιεπισκοπής στα τελευταία 15 χρόνια, είπε, «διότι έχουν δημιουργηθεί πολλά προγράμματα και διακονίες οι οποίες σκοπό έχουν την ανάπτυξη των διαφόρων μέσων διά των οποίων όλοι, Κληρικοί και Λαϊκοί, εργαζόμαστε μέσα στους γοργούς ρυθμούς του σήμερα, για το αύριο».
Όταν τον ρωτήσαμε ως συνοδικός Ιεράρχης γνωρίζετε πόσα χρήματα έχει η Αρχιεπισκοπή ως Αποθεματικά Κεφάλαια; (Όχι η Ηγεσία των 100 και το Ταμείο Πίστη), αλλά η Αρχιεπισκοπή αφ’ εαυτής, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος, απάντησε, πως «εάν δεν με απατάει η μνήμη μου, όχι δεν γνωρίζω» και συμπλήρωσε «δεν θυμάμαι να έχει λεχθεί τέτοιο πράγμα».
Στην ερώτηση θα χειροτονούσατε κάποιον ιερέα εγνωσμένο κίναιδο (ομοφυλόφιλο), είπε «αυτό υπάγεται μέσα σ’ αυτά που θεωρώ αυτονόητα στα οποία η απάντηση είναι όχι, οπότε το θέμα αυτό υπάγεται στα ευκόλως εννοούμενα τα οποία παραλείπονται».
Όταν τον ρωτήσαμε αν έλθει κάποιος ενορίτης και σας πει ότι είναι ομοφυλόφιλος ή παντρεμένος με άνδρα, θα τον κοινωνήσετε, ο Μητροπολίτης Ευάγγελος, είπε, «ισχύει αυτό που σας είπα και στην προηγούμενη ερώτηση σας».
Στην ερώτηση πόσο σας απασχολεί το θέμα των Μοναστηριών με τον π. Εφραίμ; Πού ανήκουν τα περιουσιακά τους στοιχεία; Πώς συνδέονται με την Αρχιεπισκοπή; Τί σχέση έχει η Αρχιεπισκοπή με αυτούς; Αν γίνει κάποιο σκάνδαλο ποίος θα πληρώσει; Πού βρίσκεται η έρευνα που είχε ξεκινήσει το Αρχιεπισκοπικό Συμβούλιο, είπε πως «οι απαντήσεις σ’ αυτές τις ερωτήσεις είναι οι ίδιες που σας είχα δώσει σε μία προηγούμενη συνέντευξη μας πως το θέμα των μοναστηριών είναι ένα πολύ μεγάλο και πολύπλοκο θέμα και επειδή συνεχίζεται η μελέτη του δεν θα ήταν σωστό να έλεγα οτιδήποτε τώρα». Συμπλήρωσε πως «αυτό που θα ήθελα να πω είναι ότι για να προσφέρουν τα μοναστήρια φως πρέπει να έχουν και καλές Ορθόδοξες βάσεις και το έργο τους να είναι Ορθόδοξο ούτως ώστε Ορθοδόξως να καθοδηγούν τους προσκυνητές».