Του Μανώλη Κείου
Πληθώρα μηνυμάτων προς πάσα κατεύθυνση περιελάμβαναν οι ομιλίες του Οικουμενικού Πατριάρχου στην Φρανκφούρτη. Μηνύματα προς τους ισχυρούς και αλαζόνες, προς τους κληρικούς για την αποστολή τους, ενώ συνδύασε τα δύο προηγούμενα μιλώντας και για τους κληρικούς που αποκτούν εξουσία και ξεχνούν την αποστολή τους!
Μίλησε ακόμη για τους πιστου΄ς άλλων δογμάτων ή θρησκειών, αλλά ιδιαίτερη εντύπωση πάντως προκάλεσε η αναφορά του πέραν από τον Άγιο Γρηγόριο τον Θεολόγο και τον Όσιο Σεραφείμ του Σαρώφ και στον… Γκάντι και στο πως έβλεπε εκείνος το Χριστό και τους Χριστιανούς….
Δείτε τα σημαντικότερα αποσπάσματα των ομιλιών του:
-Οι διαθέτοντες ευμάρειαν και οι πλησίον αυτών δεν θα πρέπει να παρασύρωνται εις σκέψεις υπερηφανείας και λογισμούς αλαζονείας, διότι τοιαύται σκέψεις και λογισμοί ωδήγησαν τους ανθρώπους κατά την Παλαιάν Διαθήκην εις την σχεδίασιν της ανεγέρσεως πύργου υψηλού, ο οποίος να εγγίζη τον ουρανόν. Αλλ᾽ ο τοιούτος πύργος, ο πύργος της Βαβέλ, ουδέποτε ωλοκληρώθη εξ αιτίας της συγχύσεως των γλωσσών των υπερηφάνων κατασκευαστών αυτού, παρέμεινε δε ως τεκμήριον της αλαζονείας εις την οποίαν οδηγεί τους ανθρώπους η κατά κόσμον ισχύς και δύναμις, ιδία όταν αδιαφορούν διά το γεγονός ότι εκτός των πλουσίων η των ισχυρών υπάρχουν και ασθενείς και ενδεείς συνάνθρωποί των οι οποίοι χρήζουν βοηθείας και στηρίξεως υπ᾽ αυτών.
-Πολλάκις αναζητούμεν τας αιτίας της συγχρόνου οικονομικής κρίσεως, η οποία ταλανίζει πλείστους όσους αδελφούς μας εν τη ευημερούση εν συγκρίσει προς άλλας χώρας του κόσμου Ευρώπη. Μας διαφεύγει όμως ότι μία εκ των σημαντικωτέρων αιτιών ταύτης είναι η πλεονεξία των εχόντων οι οποίοι, φοβούμενοι την ελάττωσιν των αγαθών αυτών, αρνούνται να προσφέρωσί τι εξ αυτών εις τους έχοντας ανάγκην αδελφούς των
-ο οικονομικός παράγων δεν είναι ο μόνος όστις καθορίζει την ζωήν του ανθρώπου, ούτε αυτός από τον οποίον εξαρτάται κατ᾽ απόλυτον τρόπον η ευτυχία και ευημερία αυτού. Αυτή εξαρτάται πρωτίστως από την σχέσιν του προς τον δημιουργόν αυτού Θεόν, άνευ της ευλογίας του οποίου ο άνθρωπος και προοδεύων δεν αισθάνεται ευτυχής, δεν αισθάνεται ικανοποιημένος, δεν αισθάνεται πλήρης
-Οφείλομεν δε οι κληρικοί να απτώμεθα «των αχράντων» μυστηρίων και να διακονώμεν τας εικόνας του Θεού «κεχραμέναις παλάμαις», ώστε διά πάντων των έργων μας να υμνήται και να υπερυψώται ο Κύριος.Γνωρίζομεν οι πάντες ασφαλώς, εξ ιδίας προσωπικής πείρας έκαστος, ότι εις την σημερινήν υλόφρονα εποχήν η ιερατική διακονία είναι αληθής σταυρός, καθ᾿ όσον η πεπτωκυία ανθρωπότης δεν ανέχεται ευχαρίστως το κήρυγμα του Σταυρού του Χριστού, θεωρούσα τούτο αναχρονιστικήν μωρίαν και δεσμευτικόν παράγοντα διά την ζωήν της εγκοσμίου ελευθεριότητος.
–Ημείς οι κληρικοί, φορείς κατά χάριν, επαναλαμβάνομεν, πνευματικής εξουσίας και βασιλείας, οφείλομεν σταυρούσθαι και υπέρ των πιστών ημών αποθνήσκειν.
Ο Σταυρός του Κυρίου είναι καύχημα δι᾿ ημάς τους κληρικούς. Καύχημα όχι μόνον διά το παρελθόν αλλά και διά το παρόν και διά το μέλλον, διότι διά του Σταυρού ο κληρικός βιώνει την διπλήν νέκρωσιν, την μίαν ότι ο κόσμος, δηλαδή τα βιοτικά πράγματα, ο έπαινος παρά των ανθρώπων, η δορυφορία και η δωροφορία, η δόξα, ο πλούτος, άπαντα τα δοκούντα είναι λαμπρά, ταύτα νεκρά γέγονε διά τον κληρικόν, και την άλλην, ότι και αυτός ο ίδιος ο κληρικός είναι νεκρός διά τον κόσμον, διότι δεν επιθυμεί εκείνα τα οποία συνδέονται και εκφράζονται δι᾿ αυτού. Διότι ζη και δέον να ζη εν τη Χάριτι.
–Η ιερωσύνη είναι δάκρυ, είναι μύρον, είναι ταφή του «εγώ» και ανάστασις του «συ». Το «εγώ» και το «συ» έχουν μίαν κοινήν «συνισταμένην» και «ενδελέχειαν»: την αγάπην
-Οφείλομεν οι κληρικοί να είμεθα υπόδειγμα και παράδειγμα κενωτικής αγάπης, θυσίας ηδονών του κόσμου και υπερκεράσεως του «εγώ», μεταβάλλοντες αυτό εις «συ», ταυτιζόμενοι δηλαδή «κατά πάντα και διά πάντα» με το σώμα των πιστών μας, ως ενιαίον Θεανθρώπινον σώμα του Αναστάντος Κυρίου Ιησού.
-Οδηγούμεθα πολλάκις και ημείς οι κληρικοί υπό της πυξίδος του εγωισμού και ουχί της κενωτικής αγάπης προς τον ποιμαινόμενον, με κατάληξιν να τον προβληματίζωμεν περί της αληθείας του κηρύγματός μας και να τον οδηγώμεν εις την απώλειαν και ουχί εις την οικοδομήν και την σωτηρίαν. Πολλάκις οι κληρικοί λησμονούμεν την αποστολήν μας και πορευόμεθα άνευ αγάπης θεοποιούντες τον κόσμον και την ύλην και την σάρκα. Πορευόμεθα «καθώς και οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα» (Α΄ Θεσσ. δ΄ 13-14) και καθιστάμεθα «οδηγοί τυφλών», διότι «αγαπώμεν την δόξαν των ανθρώπων μάλλον υπέρ την δόξαν του Θεού», ίνα μετά Ιωάννου του Θεολόγου είπωμεν.
Την αλήθειαν ταύτην εκφράζει ο Ιερός Χρυσόστομος, παραλληλίζων την πολιτείαν του κληρικού προς το θαύμα. «Η πρώτη αποτέλεσμα ανθρωπίνων ιδρώτων, η δευτέρα γυμνήν επιδείκνυσι την Χάριν […] τα σημεία καθ᾿ εαυτά όντα ου σώζει τους ποιούντας, η δε πράξις καθ᾿ εαυτήν ούσα, ουδενός ετέρου δείται προς σωτηρίαν του κεκτημένου» (πρβλ. Συνάξεως γενομένης εν τη παλαιά Εκκλησία, P.G. 51, 80-82), διότι, προσθέτει ο μέγας εκείνος εν Αρχιεπισκόποις Κωνσταντινουπό-λεως, ο Χριστός κατά την ημέραν εκείνην «τα έπαθλα δίδωσι τοις τα προστάγματα αυτού πεποιηκόσι. Τούς μακαρίους εκείνους θαυμάζομεν, ου διά τα σημεία, αλλ᾿ ότι πολιτείαν επεδείξαντο αγγελικήν. Πολιτεία ορθή και χωρίς των σημείων απολήψεται τους στεφάνους» (πρβλ. Περί κατανύξεως Α΄, P.G. 47, 407-408), καθότι εις κληρικός, ως ο Μωϋσής και ο Νώε, «ορθώς ζων δήμον ολόκληρον εξαρπάσαι δυνήσεται της οργής του Θεού» (Ότι επικίνδυνον τοις λέγουσι, P.G. 50, 661-662).
–Δεν επιτρέπεται εις ημάς τους κληρικούς, η αρχή, «ώσπερ ο πλούτος τους ου προσέχοντας εκτραχηλίζειν είωθεν[…]» να μας «άγη εις απόνοιαν», ουδέποτε δε «το μέγεθος της αρχής και της φύσεως ημάς εις λήθην άγειν, ότι θνητοί εσμεν» (πρβλ. Ιερού Χρυσοστόμου, Εις Ιωάννην ΞΣΤ΄ και Εις τον Δανιήλ Β΄ P.G. 59, 365 και 56, 204).
-Ενδεικτικόν της σχέσεως ιερωσύνης, χάριτος και ήθους είναι και το λεχθέν υπό του γνωστού ινδού φιλοσόφου και πολιτικού Γκάντι: «Θαυμάζω αληθώς τον Χριστόν, αλλά δεν εκτιμώ καθόλου τους χριστιανούς» και τούτο, διότι έβλεπε την τεραστίαν ανακολουθίαν πίστεως και ήθους της καθημερινότητος των Χριστιανών, εκείνων τους οποίους εγνώρισε και συνανεστράφη. Εάν ούτω πρέπει να συμπεριφέρωνται οι απλοί χριστιανοί πιστοί, ας αναλογισθώμεν πως πρέπει να συμπεριφε-ρώμεθα ημείς οι κληρικοί, ώστε να καθιστάμεθα, επαναλαμβάνομεν, η «ζύμη» η οποία καλείται να «ζυμώση όλον το φύραμα», δηλαδή να σώση τον κόσμον.
-Σείς, αδελφοί, ζώντες και διακονούντες υπό την ιδιότητα του κληρικού εις την φιλοξενούσαν υμάς και την Ιεράν Μητρόπολίν μας, τας Ενορίας και τας Κοινότητάς της, και τους πιστούς της, χώραν της Γερμανίας, τους ομοπίστους μας Ορθοδόξους, θα έχητε πολλάκις διαπιστώσει περιπτώσεις αληθούς αναζητήσεως του Θεού εκ μέρους εντοπίων συνανθρώ-πων μας ανατεθραμμένων δι᾿ ετέρων θρησκευτικών δοξασιών ή αχρωματίστων θρησκευτικώς. Ως άλλοι παράλυτοι του Ευαγγελικού αναγνώσματος αναμένουν και εκείνοι την ευλογημένην στιγμήν να τύχουν της ελπιζομένης πνευματικής ανορθώσεώς των και να αγκυροβολήσουν εις τον υπήνεμον λιμένα της σωτηρίας. Διά τούτο, «ιστάμενοι επί της θείας φυλακής» της ιερωσύνης: «καθαρθώμεν τας αισθήσεις και οψόμεθα τω απροσίτω φωτί της Αναστάσεως, Χριστόν εξαστράπτοντα και χαίρετε φάσκοντα τρανώς ακουσώμεθα» ως άνθρωποι του Θεού και ως δυνάμενοι να οδηγήσωμεν ασφαλώς εις θεογνωσίαν πάντα βουλόμενον. Μόνον τότε θα «ενδυθώμεν αφθαρσίας ευπρέπειαν», δοξάζοντες τον αναστάντα εκ νεκρών μόνον ευλογητόν και υπερένδοξον Θεόν των Πατέρων ημών.