Οικουμενικός Πατριάρχης: Η γνησία πίστις εις τον Θεόν είναι ο αυστηρότερος κριτής του θρησκευτικού φανατισμού
«Οι μεγάλοι ήρωες της πολιτικής είναι οι αγωνισταί της ειρήνης. Ημείς συνεχίζομεν να τονίζωμεν τον ειρηνοποιητικόν ρόλον των θρησκειών, εις μίαν εποχήν κατά την οποίαν ασκείται κριτική εις τας θρησκείας, επειδή, αντί να αναδεικνύωνται δυνάμεις ειρηνης, αλληλεγγύης και καταλλαγής, τροφοδοτούν τον φανατισμόν και την βίαν «εν ονόματι του Θεού: Πρόκειται περί αλλοτριώσεως της θρησκευτικής πίστεως και όχι περί συμφυούς με αυτήν φαινομένου. Η γνησία πίστις εις τον Θεόν είναι ο αυστηρότερος κριτής του θρησκευτικού φανατισμού. Αι θρησκείαι είναι οι φυσικοί σύμμαχοι όλων των ανθρώπων, οι οποίοι αγωνίζονται διά την ειρήνην, την δικαιοσύνην και την προστασίαν της κτίσεως από την ανθρωπογενή καταστροφήν», τονίζει μεταξύ άλλων στο μήνυμά του για τα Χριστούγεννα ο Οικουμενικός Πατριάρχης κ.Βαρθολομαίος.
Διαβάστε το χριστουγεννιάτικο μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίου:
+ Β Α Ρ Θ Ο Λ Ο Μ Α Ι Ο Σ ΕΛΕΩ ΘΕΟΥ ΑΡΧΙΕΠΙΣΚΟΠΟΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΕΩΣ – ΝΕΑΣ ΡΩΜΗΣ
ΚΑΙ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΣ ΠΑΤΡΙΑΡΧΗΣ ΠΑΝΤΙ ΤΩ ΠΛΗΡΩΜΑΤΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
ΧΑΡΙΝ, ΕΛΕΟΣ ΚΑΙ ΕΙΡΗΝΗΝ ΠΑΡΑ ΤΟΥ ΕΝ ΒΗΘΛΕΕΜ ΓΕΝΝΗΘΕΝΤΟΣ ΣΩΤΗΡΟΣ ΧΡΙΣΤΟΥ
Τιμιώτατοι εν Χριστώ αδελφοί Ιεράρχαι και πεφιλημένα τέκνα,
Άνωθεν ευδοκία εορτάζομεν και εφέτος εν ψαλμοίς και ύμνοις και ωδαίς πνευματικαίς την κατά σάρκα Γέννησιν του προαιωνίου Υιού και Λόγου του Θεού, την φανέρωσιν δηλονότι του μυστηρίου του Θεού και του ανθρώπου. Κατά τον Άγιον Νικόλαον Καβάσιλαν, τα τελούμενα εις την Θείαν Λειτουργίαν είναι «τής ενανθρω-πήσεως του Κυρίου μυσταγωγία», το δε εν τοις προοιμίοις αυτής δοξολογικόν «Ευλογημένη η Βασιλεία του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος» μαρτυρεί «ότι διά της ενανθρωπήσεως του Κυρίου πρώτον εμάνθανον οι άνθρωποι ως είη τρία πρόσωπα ο Θεός» [1]. Ο ιερός πατήρ διακηρύττει ότι ο Κύριος και Σωτήρ ημών Ιησούς Χριστός «τόν αληθινόν άνθρωπον και τέλειον και τρόπων και ζωής και των άλλων ένεκα πάντων πρώτος και μόνος έδειξεν» [2].
Η πρόσληψις της ανθρωπίνης φύσεως εν τώ προσώπω του Υιού και Λόγου του Θεού και η διάνοιξις της οδού της κατά χάριν θεώσεως εις τον άνθρωπον προσδίδουν εις αυτόν ανυπέρβλητον αξίαν. Η λήθη αυτής της αληθείας οδηγεί εις μείωσιν του σεβασμού προς το ανθρώπινον πρόσωπον. Η άρνησις του υψηλού προορισμού του ανθρώπου όχι μόνον δεν τον απελευθερώνει, αλλά οδηγεί εις ποικίλας συρρικνώσεις και διχασμούς. Άνευ συνειδήσεως της θείας προελεύσεώς του και της ελπίδος της αιωνιότητος, ο άνθρωπος δυσκολεύεται να παραμείνη ανθρώπινος, αδυνατεί να διαχειρισθή τας αντιφάσεις της «ανθρωπίνης καταστάσεως».
Η χριστιανική κατανόησις της ανθρωπίνης υπάρξεως προσφέρει λύσιν των προβλημάτων, τα οποία δημιουργούν η βία, ο πόλεμος και η αδικία εις τον κόσμον μας. Ο σεβασμός του ανθρωπίνου προσώπου, η ειρήνη και η δικαιοσύνη είναι δώρον του Θεού, η εγκαθίδρυσις όμως της κομισθείσης υπό του Χριστού ειρήνης απαιτεί συμμετοχήν και συνεργίαν των ανθρώπων. Η χριστιανική τοποθέτησις εις το θέμα του αγώνος διά την ειρήνην συγκροτείται διά των λόγων του Σωτήρος Χριστού, ο οποίος ευαγγελίζεται την ειρήνην, χαιρετά με το «Ειρήνη υμίν» και παροτρύνει τους ανθρώπους να αγαπούν τους εχθρούς των [3]. Η εν Χριστώ αποκάλυψις χαρακτη-ρίζεται ως «ευαγγέλιον της ειρήνης» [4]. Αυτό σημαίνει ότι δι᾿ ημάς τους Χριστιανούς, η οδός προς την ειρήνην είναι η ειρήνη, ότι η μη βία, ο διάλογος, η αγάπη, η συγχώρησις και η καταλλαγή έχουν προτεραιότητα απέναντι εις άλλας μορφάς επιλύσεως διαφορών. Με σαφήνειαν περιγράφεται η θεολογία της ειρήνης εις το κείμενον του Οικουμενικού Πατριαρχείου «”Υπέρ της του κόσμου ζωής”. Το κοινωνικό ήθος της Ορθοδόξου Εκκλησίας» (2020): «Τίποτε δεν αντιτίθεται περισσότερο στο θέλημα του Θεού για τα πλάσματά Του που έχουν δημιουργηθεί κατ᾿ εικόνα και καθ᾽ομοίωσή Του, από τη βία που ασκείται εναντίον του πλησίον… Μπορούμε ορθά να ισχυριστούμε ότι η βία αποτελεί την κατ᾿ εξοχήν αμαρτία. Πρόκειται για την τέλεια αντίθεση μεταξύ της κτιστής μας φύσης και της υπερφυσικής μας κλήσης προς αναζήτηση της αγαπητικής ένωσης με τον Θεό και τον πλησίον μας… Η ειρήνη αποτελεί μία πραγματική αποκάλυψη της βαθύτερης πραγματικότητας της δημιουρ-γίας σύμφωνα προς το θέλημα του Θεού, και της μορφής όπως την σχεδίασε Εκείνος κατά τις αιώνιες βουλές Του»[5].
Η ειρήνη δεν είναι δεδομένη και αυτονόητος, αλλά χρέος, κατόρθωμα, διαρκής μέριμνα και αδιάκοπος αγών διά την διατήρησίν της. Δεν υπάρχουν αυτοματισμοί και μόνιμοι συνταγαί. Απέναντι εις τας εκάστοτε απειλάς της ειρήνης απαιτείται εγρήγορσις, βούλησις διά λύσιν των προβλημάτων διά μέσου του διαλόγου. Οι μεγάλοι ήρωες της πολιτικής είναι οι αγωνισταί της ειρήνης. Ημείς συνεχίζομεν να τονίζωμεν τον ειρηνοποιητικόν ρόλον των θρησκειών, εις μίαν εποχήν κατά την οποίαν ασκείται κριτική εις τας θρησκείας, επειδή, αντί να αναδεικνύωνται δυνάμεις ειρηνης, αλληλεγγύης και καταλλαγής, τροφοδοτούν τον φανατισμόν και την βίαν «εν ονόματι του Θεού: Πρόκειται περί αλλοτριώσεως της θρησκευτικής πίστεως και όχι περί συμφυούς με αυτήν φαινομένου. Η γνησία πίστις εις τον Θεόν είναι ο αυστηρότερος κριτής του θρησκευτικού φανατισμού. Αι θρησκείαι είναι οι φυσικοί σύμμαχοι όλων των ανθρώπων, οι οποίοι αγωνίζονται διά την ειρήνην, την δικαιοσύνην και την προστασίαν της κτίσεως από την ανθρωπογενή καταστροφήν.
Η ανθρωπότης τιμά εφέτος την 75ην επέτειον της Οικουμενικής Διακηρύξεως των δικαιωμάτων του ανθρώπου (10 Δεκεμβρίου 1948), η οποία αποτελεί σύνοψιν των θεμελιωδών ανθρωπιστικών ιδεωδών και αξιών, «τό κοινόν ιδανικόν, εις το οποίον πρέπει να κατατείνουν όλοι οι λαοί και όλα τα έθνη». Τα δικαιώματα του ανθρώπου, κεντρικόν σημείον αναφοράς των οποίων είναι η προστασία της ανθρωπίνης αξιοπρεπείας και των ατομικών, κοινωνικών, πολιτισμικών, οικονομικών και περι-βαλλοντικών όρων της, κατανοούνται εις την αρχικήν δυναμικήν των, εάν αναγνωρισθούν ως θεμέλιον και κριτήριον της παγκοσμίου ειρήνης, την οποίαν συνδέουν με την ελευθερίαν και την δικαιοσύνην. Εν τη εννοία ταύτη, το μέλλον των δικαιωμάτων του ανθρώπου και της ειρήνης συνδέεται και με την συμβολήν των θρησκειών εις την υπόθεσιν του σεβασμού και της πραγματώσεώς των.
Με τοιαύτας σκέψεις και εόρτια αισθήματα, εν πλήρει βεβαιότητι ότι η ζωή της Εκκλησίας καθ᾿ εαυτήν αποτελεί αντίστασιν εις τον απανθρωπισμόν, από όπου και αν αυτός προέρχεται, καλούντες πάντας υμάς εις τον καλόν αγώνα της οικοδομής ενός πολιτισμού ειρήνης και καταλλαγής, εις τον οποίον ο άνθρωπος θα βλέπη εις το πρόσωπον του συνανθρώπου του τον αδελφόν και τον φίλον και όχι τον επίβουλον και τον εχθρόν, και υπενθυμίζοντες εις υμάς πάντας, αδελφοί και τέκνα, ότι τα Χριστούγεννα είναι καιρός αυτογνωσίας και ευχαριστίας, αποκαλύψεως της διαφοράς μεταξύ Θεανθρώπου και «ανθρωποθεού», συνειδητοποιήσεως του «μεγά-λου θαύματος» της εν Χριστώ ελευθερίας και της ιάσεως του «μεγάλου τραύματος» της αλλοτριώσεως από τον Θεόν, κλίνομεν ευλαβώς το γόνυ ενώπιον της κρατούσης εν ταις αγκάλαις αυτής τον σαρκωθέντα Λόγον Θεομήτορος Μαριάμ, μεταφέροντες δε προς υμάς την ευλογίαν της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, ευχόμεθα αίσιον, υγιηρόν, εύκαρπον, ειρηνικόν και ευφρόσυνον τον επερχόμενον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου.
Χριστούγεννα ‚βκγ’
† Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος προς Θεόν ευχέτης πάντων υμών
1. Εις την Θείαν Λειτουργίαν, ΙΒ’, PG 150, 392D.
2. Περί της εν Χριστώ ζωής, ΣΤ΄, PG 150, 680C.
3. Βλ. Ματθ, ε’, 44.
4. Εφεσ. στ’, 15.
5. § 42, 43 και 44.