ΦΑΝΑΡΙΟΝ: Το Μήνυμα του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου για την εορτή των Χριστουγέννων.
Τιμιώτατοι εν Χριστώ αδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα,
Συμπορευόμενοι μέ τήν Παναγίαν Παρθένον, τήν ερχομένην «αποτεκείν απορ-ρήτως» τόν προαιώνιον Λόγον, καί ατενίζοντες τήν ετοιμαζομένην νά υποδεχθή τό Θείον Βρέφος Βηθλεέμ, ιδού εφθάσαμεν καί πάλιν τά Χριστούγεννα, έμπλεοι αισθημάτων ευγνωμοσύνης πρός τόν Θεόν τής αγάπης. Η πορεία πρός τήν μεγάλην εορτήν τής κατά σάρκα Γεννήσεως τού Σωτήρος τού κόσμου ήτο εφέτος διαφορετική ως πρός τάς εξωτερι-κάς συνθήκας, λόγω τής σοβούσης πανδημίας. Καί η εκκλησιαστική ζωή, η συμμετοχή τών πιστών εις τάς ιεράς ακολουθίας, η ποιμαντική μέριμνα καί η καλή μαρτυρία εν τώ κόσμω, υπέστησαν τάς συνεπείας τών υγειονομικών περιορισμών. Πάντα ταύτα όμως δέν αφορούν εις τήν εσωτάτην σχέσιν τού χριστωνύμου λαού μέ τόν Χριστόν, εις τήν πίστιν εις τήν πρόνοιαν Αυτού καί τήν αφοσίωσιν εις τό «έν, ού εστι χρεία».
Εις τάς εκκοσμικευμένας κοινωνίας, τά Χριστούγεννα έχουν αποχρωματισθή, κατέστησαν η εορτή τής επιδεικτικής καταναλώσεως καί τής κοσμικότητος, χωρίς υποψίαν ότι κατά τήν αγίαν ταύτην ημέραν τιμώμεν τό «αεί μυστήριον» τής Θείας Ενανθρωπήσεως. Ο χριστιανοπρεπής εορτασμός τών Χριστουγέννων αποτελεί σήμερον πράξιν αντιστάσεως εις τήν εκκοσμίκευσιν τής ζωής καί εις τήν εξασθένησιν ή καί νέκρωσιν τής αισθήσεως διά τό μυστήριον.
Εν τή σαρκώσει τού Λόγου αποκαλύπτεται τό περιεχόμενον, η κατεύθυνσις καί ο σκοπός τής ανθρωπίνης υπάρξεως. Ο παντέλειος Θεός υπάρχει ως τέλειος άνθρωπος, διά νά δυνηθώμεν νά υπάρξωμεν «μέ τόν τρόπον τού Θεού».
«Ο Θεός γάρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Ο άνθρωπος είναι, κατά τήν βαθυστόχαστον έκφρασιν τού Αγίου Γρηγορίου τού Θεολόγου, «θεός κεκελευσμένος», «ζώον θεούμενον». Αυτή είναι η υψίστη τιμή πρός τόν άνθρωπον, η οποία αποδίδει εις τήν ύπαρξίν του ανυπέρβλητον αξίαν. Εν Χριστώ, όλοι οι άνθρωποι καλούνται εις τήν σωτηρίαν.
Ενώπιον τού Θεού, «ουκ ένι Ιουδαίος ουδέ Έλλην, ουκ ένι δούλος ουδέ ελεύθερος, ουκ ένι άρσεν καί θήλυ πάντες γάρ υμείς είς εστε εν Χριστώ Ιησού», θεολογεί θεοπνεύστεως ο Απόστολος Παύλος. Πρόκειται περί μιάς καθοριστικής ανατροπής εις τόν χώρον τής ανθρωπολογίας, εις τήν ιεράρχησιν τών αξιών, εις τήν θεώρησιν τού ήθους. Έκτοτε, όστις θίγει τόν άνθρωπον, στρέφεται κατά τού Θεού. «Ουδέν γάρ όσον άνθρωπος ιερόν, ώ καί φύσεως εκοινώνησεν ο Θεός».
Χριστούγεννα είναι όλη η θεανθρωπίνη ζωή τής Εκκλησίας, εν τή οποία ο Χριστός διηνεκώς βιούται ως ο Ήν, ο Ών καί ο Ερχόμενος. Ο «εν αγκάλαις τής Μητρός» είναι ο «εν τοίς κόλποις τού Πατρός», τό παιδίον Ιησούς είναι ο σταυρωθείς, αναστάς καί εν δόξη αναληφθείς εις τούς ουρανούς, ο δίκαιος κριτής καί ο Βασιλεύς τής δόξης. Αυτό τό ανέκ-φαντον μυστήριον δοξάζομεν εν ψαλμοίς καί ύμνοις, αυτό διακονούμεν, διακονηθέντες καί διακονούμενοι συγχρόνως υπ αυτού. Αυτό διετύπωσε θεοπνεύστως, «επομένη τοίς Αγίοις Πατράσιν», η εν Χαλκηδόνι Δ Οικουμενική Σύνοδος
. Τό «δόγμα τής Χαλκηδόνος», τόν υπέρ λόγον καί έννοιαν τρόπον τής προσλήψεως τής σαρκός τού κόσμου υπό τού Λόγου τού Θεού, «ψάλλει» διά τής αρχιτεκτονικής εκφραστικής, τής οργανώσεως τού ιερού χώρου, τού εντυπωσιακού τρούλλου, ο οποίος απεικονίζει τήν τά πάντα συνέχου-σαν θείαν φιλανθρωπίαν καί συνάπτει τά ουράνια καί τά επίγεια, διά τών εικόνων καί τού διακόσμου, διά τής μοναδικής θεολογικής γλώσσης τής εκπάγλου φωτοχυσίας, ο πανίερος ναός τής τού Θεού Σοφίας εν τή Πόλει τών Πόλεων, τό καύχημα τής Ορθο-δοξίας καί τό κλέϊσμα τής οικουμένης.
Εν μέσω περιστάσεων καί θλίψεων πολλών, ηχεί σήμερον η λιγυρά φωνή τού «αγγέλου Κυρίου», τού «ευαγγελιζομένου χαράν μεγάλην… παντί τώ λαώ, ότι ετέχθη ημίν σήμερον σωτήρ, ός εστι Χριστός Κύριος». Εορτάζομεν τά Χριστούγεννα, προσευ-χόμενοι διά τούς εν κινδύνοις καί ασθενείαις αδελφούς ημών. Θαυμάζομεν τήν αυτοθυσίαν τών ιατρών καί τών νοσηλευτών καί πάντων τών συμβαλλόντων εις τήν αντιμετώπισιν τής πανδημίας. Χαίρομεν διαπιστούντες, ότι ο ασθενών προσεγγίζεται υπ αυτών ως ιερόν πρόσωπον καί δέν μετατρέπεται εις αριθμόν, περιστατικόν, αντικείμενον, απρόσωπον βιολογικήν μονάδα.
Ως ελέχθη προσφυέστατα, η «λευκή μπλούζα» τών ιατρών είναι «ένα άσπρο ράσο», εκφράζει τήν παραίτησιν από τό «εμόν» χάριν τού αδελφού, τό «ζητείν τά τού ετέρου», τήν ολικήν αφιέρωσιν εις τόν πάσχοντα. Εις αυτό τό «άσπρο ράσο» καί εις τό ράσον τού κληρικού, σύμβολον αμφότερα θυσίας καί διακονικού πνεύματος, η έμπνευσις καί η κινητήριος δύναμις είναι η αγάπη, η οποία είναι πάντοτε δώρον τής θείας χάριτος, ποτέ αποκλειστικώς ιδικόν μας κατόρθωμα.
Η επικίνδυνος πανδημία εκλόνισε πολλά αυτονόητα, απεκάλυψε τά όρια τού τιτανισμού τού συγχρόνου «ανθρωποθεού» καί ανέδειξε τήν δύναμιν τής αλληλεγγύης. Ομού μέ τήν αδιαμφισβήτητον αλήθειαν, ότι ο κόσμος μας αποτελεί ενότητα, ότι τά προβλήματά μας είναι κοινά, καί η λύσις των απαιτεί σύμπραξιν καί συμπόρευσιν, ανεδείχθη εξόχως η αξία τής προσωπικής συμβολής, τής αγάπης τού Καλού Σαμαρείτου, η οποία υπερβαίνει τό ανθρώπινον μέτρον.
Η Εκκλησία συμπαρίσταται ενεργώς, έργω καί λόγω, πρός τούς εμπεριστάτους αδελφούς καί προσεύχεται διά τήν ενίσχυσιν αυτών, τών συγγενών καί τών υπευθύνων διά τήν περίθαλψιν, διακηρύττουσα συγχρόνως, ότι η θεραπεία τού ασθενούς, ως προσωρινή νίκη επί τού θανάτου, παραπέμπει εις τήν εν Χριστώ υπέρβασιν καί τελικήν κατάργησιν αυτού.
Δυστυχώς, η υγειονομική κρίσις δέν επέτρεψε τήν ανάπτυξιν τών δράσεων, αι οποίαι είχον προβλεφθή διά τό 2020, «έτος ποιμαντικού ανακαινισμού καί οφειλετικής μερίμνης διά τήν νεολαίαν». Ελπίζομεν, ότι κατά τό επερχόμενον έτος θά καταστή δυνατή η πραγματοποίησις τών προγραμματισθεισών εκδηλώσεων διά τήν νέαν γενεάν. Γνωρίζομεν εκ πείρας ότι, εφ όσον οι νέοι καί αι νέαι προσεγγισθούν μέ κατανόησιν καί αγάπην, αποκαλύπτουν τάς δημιουργικάς των δυνάμεις καί συμμετέχουν μέ ενθουσια-σμόν εις τά δρώμενα. Τελικώς, η νεότης είναι μία ιδιαιτέρως «θρησκευτική» περίοδος τής ανθρωπίνης ζωής, μέ όνειρα, οράματα καί βαθείας υπαρξιακάς αναζητήσεις, μέ ζώσαν τήν ελπίδα ενός νέου κόσμου αδελφοσύνης. Αυτήν τήν «καινήν κτίσιν», τούς «καινούς ουρανούς καί γήν καινήν … εν οίς δικαιοσύνη κατοικεί», ευαγγελίζεται η Εκκλησία τού Χριστού, αυτήν εικονίζει εν τή πορεία πρός τά Έσχατα.
Αγαπητοί αδελφοί καί ευλογημένα τέκνα,
Εν τή Εκκλησία, ο άνθρωπος ανακαινούται όλος, δέν «βοηθείται» απλώς, αλλά «αληθεύει», βιώνει τόν ένθεον προορισμόν του. Ως διεκήρυξεν η Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος τής Ορθοδοξίας, εις τήν Εκκλησίαν «έκαστος άνθρωπος αποτελεί μοναδικήν οντότητα, προωρισμένην εις προσωπικήν κοινωνίαν μετά τού Θεού». Έχομεν τήν θεόσδοτον βεβαιότητα, ότι ο παρών βίος δέν είναι ολόκληρος η ζωή μας, ότι τό κακόν καί αι αρνητικότητες δέν έχουν τόν τελευταίον λόγον εις τήν ιστορίαν. Ο Σωτήρ ημών δέν είναι ένας «από μηχανής Θεός», ο οποίος παρεμβαίνει καί εξαφανίζει τά δεινά, ενώ ταυτοχρόνως καταλύει τήν ελευθερίαν μας, ωσάν αύτη νά ήτο «καταδίκη», εκ τής οποίας χρήζομεν απαλλαγής. Δι ημάς τούς Χριστιανούς ισχύει τό απαράμιλλον Πατερικόν: «Βουλομένων γάρ, ου τυραννουμένων τό τής σωτηρίας μυστήριον». Η αλήθεια τής εν Χριστώ ελευθερίας δοκιμάζεται διά τού Σταυρού, ο οποίος είναι η οδός πρός τήν Ανάστασιν.
Εν τώ πνεύματι τούτω, συνεορτάζοντες μετά πάντων υμών εν θεαρέστω φρονή-ματι τά Χριστούγεννα καί τάς λοιπάς εορτάς τού Αγίου Δωδεκαημέρου, ευχόμεθα εκ τού ιερού ημών Κέντρου τού Φαναρίου, όπως ο συγκαταβάς τώ γένει τών ανθρώπων Σωτήρ χαρίζηται υμίν υγιείαν, τήν πρός αλλήλους αγάπην, προκοπήν εν παντί έργω αγαθώ, καί πάσαν άνωθεν ευλογίαν, εν τώ ανατέλλοντι νέω έτει καί εν πάσαις ταίς ημέραις τής ζωής υμών. Γένοιτο!
Χριστούγεννα βκ
Ο Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν ευχέτης πάντων υμών