“Δεν προδίδομεν την Ορθοδοξίαν, ως κατηγορούμεθα, ούτε υποστηρίζομεν οικουμενιστικάς αντιλήψεις, αλλά κηρύσσομεν προς τους ετεροδόξους και προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν”, διεμύνησε ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Ακολουθεί ολόκληρο το κείμενο του χαιρετισμού Οικουμενικού Πατριάρχη, κ. κ. Βαρθολομαίου, κατά την υποδοχή του Πατριάρχη Βουλγαρίας κ. Νεοφύτου στην αίθουσα του Θρόνου.
Μακαριώτατε Μητροπολίτα Σόφιας και Πατριάρχα πάσης Βουλγαρίας κύριε Νεόφυτε, μετά των περί Υμάς Ιερωτάτων αδελφών Μητροπολιτών και της τιμίας συνοδείας Υμών, ως ευ παρέστητε εις το ιερόν τούτο παλλάδιον των Ορθοδόξων, «το κατάστικτον τοις μώλωψι και πανσθενουργόν», το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, και την Πόλιν της Θεομήτορος, ένθα ιερουργείται από αιώνων το μυστήριον της καιομένης και μη φλεγομένης Βάτου, το μυστήριον της Υπεραγίας ημών Θεοτόκου, η οποία δεν εφλέχθη δεξαμένη το πυρ της Θεότητος, και ως Προστάτις και Πολιούχος της Εκκλησίας και της Πόλεως ημών ταύτης συνεχίζει να φλέγηται υπέρ της του κόσμου σωτηρίας και διά της «καιομένης» προσευχής Της προς τον Υιόν Της, τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν, διά της οποίας αδιακόπως «φλέγει» τους πιστούς εις αγάπην, ειρήνην, ενότητα, χάριν, χαράν.
Εν τοις αισθήμασι τούτοις της αγάπης, της ειρήνης, της ενότητος και της χαράς Σας υποδεχόμεθα, Μακαριώτατε Αδελφέ.
Της χαράς εκείνης, η οποία «εστί καταθυμίων πλήρωσις, και ηδέων απόλαυσις, και ανιαρών λήθη» (Ιωάννου Χρυσοστόμου, Εις Ησαίαν Α΄, P.G. 56, 100).
Η Μήτηρ Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία υποδέχεται Υμάς, τον άρτι εκλεγέντα Πατριάρχην της πρωτοθυγατρός αυτής Αγιωτάτης Εκκλησίας της Βουλγαρίας μετά βαθυτάτης συγκινήσεως.
Βλέπομεν μετά πολλής ικανοποιήσεως την αγαπητήν θυγατέρα και αδελφήν Εκκλησίαν της Βουλγαρίας να αναπτύσσηται εν Κυρίω και να ευρίσκη το αρχαίον κάλλος αυτής, μετά τας δυσκολίας τας οποίας αντιμετώπισεν ανά τους αιώνας, εσχάτως δε κατά την περίοδον του αθειστικού καθεστώτος της κομμουνιστικής επικρατήσεως.
Χαίρομεν διότι αύτη εξήλθεν ακμαία εκ «της δοκιμασίας της μεγάλης», αν και «τετραυματισμένη και μεμωλωπισμένη» εκ της περιόδου του αντιθρησκευτικού διωγμού. Καί ήδη βαδίζει προθύμως και αποτελεσματικώς την οδόν της πνευματικής αναγεννήσεως.
Η επίσκεψις δε της Υμετέρας Μακαριότητος εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, πέραν της ευρυτέρας σημασίας αυτής, επιβεβαιώνει την ειλικρινή επιθυμίαν αυτής διά την εκκλησιαστικήν ενότητα και συνεργασίαν.
Λοιπόν, ως ευ παρέστητε, Μακαριώτατε Αδελφέ, ως ο νεώτερος κατά την εκλογήν μεταξύ των Ορθοδόξων Προκαθημένων καθώς έρχεσθε προς ημάς διά να τονίσητε και να επανεκφράσητε και Υμείς την εν μυστηρίοις υπάρχουσαν ενότητα του Γένους των Ορθοδόξων Χριστιανών, ενότητα πηγάζουσαν από αυτήν ταύτην την ενότητα των τριών προσώπων της Αγίας Τριάδος, την συγκροτούσαν τον όλον θεσμόν της Εκκλησίας.
Αληθώς, εκλήθημεν να διακονήσωμεν την Εκκλησίαν εις καιρούς και χρόνους λίαν δυσκόλους και εις περιστάσεις ουχί λίαν ευνοικάς, παρά την εξέλιξιν της επιστήμης και της τεχνολογίας, εις καιρούς πολέμων και ακαταστασίας και αγωνίας περί των ελευσομέ-νων, κατά τους οποίους τους ανθρώπους, τους πιστούς ημών και σύνολον τον κόσμον, «περιέσχον συντριμμοί θανάτου» (πρβλ. Β΄ Βασιλ. 22, 5).
Εκλήθημεν να διακονήσωμεν την «κλήσιν» και την «πίστιν», να νικήσωμεν «θανάτω τον θάνατον», να μαρτυρήσωμεν το θεοπαράδοτον αναστάσιμον έργον της εν Χριστώ σωτηρίας, έκαστος από της σκοπιάς εις ην έθετο ημάς ο Αρχηγός της Πίστεως και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός.
Μακαριώτατε,
Κληρικός εγνωσμένης ευσεβείας, παιδιόθεν αφωσιωμένος εις την διακονίαν της Εκκλησίας, απολαύων της αγάπης, του σεβασμού και της εκτιμήσεως κλήρου και λαού, του εκκλησιαστικού εν Βουλγαρία πληρώματος και των έξω, εκλήθητε να αποτελέσητε διά την Υμετέραν Εκκλησίαν και διά τον ευσεβή Βουλγαρικόν Λαόν στύλον και εδραίωμα.
Προσωπικώς και ως Οικουμενικόν Πατριαρχεί-ον βαθέως εκτιμώντες τον χριστοειδή χαρακτήρα, την ανεπιτήδευτον ευλάβειαν, την εκκλησιαστικότητα του φρονήματος, το ασκητικόν του βίου και την ειλικρίνειαν των λόγων και των ενεργειών Υμών, αποβλέπομεν προς Υμάς ως ένα πολύτιμον συνεργόν εις το έργον διακονίας εις ο εκλήθημεν παρά Κυρίου.
Ωσαύτως, αναμένομεν να συνεχισθή η οικοδομηθείσα επί της Πατριαρχίας του μακαρίου προκατόχου Υμών Μαξίμου προσπάθεια συσφίγξεως των σχέσεων των δύο ημών Εκκλησιών και των ακαταλύτων δεσμών ενότητος αυτών, οι οποίοι άλλωστε εσφυρηλατήθησαν επί αιώνας και μάλιστα κατά την περίοδον των ησυχαστών Πατριαρχών αμφοτέρων των Εκκλησιών.
Δεσμοί εδραζόμενοι, πέραν της κοινής πίστεως και πνευματικής κληρονομίας, εις τους κοινούς Αγίους και μάρτυρας. Η Εκκλησία Βουλγαρίας δύναται μάλιστα να καυχάται διότι κατά τους εσχάτους καιρούς ανεδείχθη εν αυτή πληθύς νεομαρτύρων, γνωστών και ανωνύμων, αληθινών ομολογητών της πίστεως ημών, οι οποίοι διά του αίματός των επότισαν το τανύρριζον δένδρον αυτής και εστερέωσαν τα θεμέλια αυτής και οι οποίοι αποτελούν κτήμα και καύχημα και χαράν απάντων των Ορθοδόξων και ασφαλείς οδοδείκτας διά την επίτευξιν του σκοπού της άνω κλήσεως, της βασιλείας των ουρανών.
Είναι αληθές, ότι αι συνθήκαι υπό τας οποίας έζησαν, κυρίως κατά τον παρελθόντα αιώνα, αι Ορθόδοξοι Εκκλησίαι δεν υπεβοή-θουν την μεταξύ αυτών συνεργασίαν και την καλλιέργειαν της εν Χριστώ ενότητος αυτών.
Εσχάτως όμως αι συνθήκαι αύται έχουν βελτιωθή και η επιθυμία μεγαλυτέρας ενότητος και συνεργασίας έχει ανδρωθή. Εις τούτο συνετέλεσαν πολλοί, μη προβλέψιμοι ανθρωπίνως και αστάθμητοι παράγοντες, καθώς και η προετοιμαζομένη Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, η προπαρασκευή της οποίας, ακόμη και όταν ανέδειξε περιπτώσεις διαφωνίας, συνανέδειξε και αποδεικνύει και την επιθυμίαν της υπερβάσεως των δυσχερειών και της συσφίγξεως των ακαταλύτων και ειλικρινών πνευματικών δεσμών, οι οποίοι συνδέουν αδιαρρήκτως τας επί μέρους Ορθοδόξους Εκκλησίας προς αλλήλας και προς το πρώτον μεταξύ αυτών Οικουμενικόν Πατριαρχείον.
Αι τοπικαί Ορθόδοξοι Εκκλησίαι είναι ηνωμέναι εν Χριστώ και εν Πνεύματι Αγίω και κοινωνούν εκ του αυτού Ποτηρίου, ώστε ορθόν και πρέπον είναι να είπωμεν ότι αι επί μέρους διαφωνίαι μεταξύ αυτών δεν αναιρούν την εν Χριστώ ενότητά των.
Ως εκ τούτου, αξιολογούμεν, ότι αι καταβαλλόμεναι προσπάθειαι γεφυρώσεως των μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών διαφορών δεν είναι προσπάθειαι επιτεύξεως της ήδη υφισταμένης αδιασαλεύτου ενότητος, αλλά προσπάθειαι περαιτέρω εμβαθύνσεως και εδραιώσεως αυτής, ως και επιτεύξεως μιάς ομοιομόρφου κατά το εφικτόν αντιμετωπίσεως των διαφόρων ανακυπτόντων θεμάτων.
Αντιθέτως, αι μεταξύ των κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών και των ετεροδόξων συζητήσεις και οι διάλογοι έχουσι μεν ως απώτατον στόχον αυτών την εκπλήρωσιν της βουλήσεως και εντολής του Κυρίου “ίνα πάντες εν ώσιν” (Ιωάν. 17, 21), συμβάλλουν δε το γε νυν έχον εις την κοινωνικήν συνεργασίαν και εις την μαρτυρίαν τη αληθεία, επί τω σκοπώ της αλληλοκατανοήσεως και της εν καιρώ αποδοχής και υπό των ετεροδόξων της μιάς Ορθοδόξου πίστεως.
Δεν αποσκοπούν, ως εγράφη και εν Βουλγαρία και αλλαχού, εις την δημιουργίαν ενός κοινώς αποδεκτού «συνονθυλεύματος» δοξασιών. Δηλαδή, δεν επιδιώκεται διά της λεγομένης οικουμενικής κινήσεως η αποδοχή μιάς «χριστιανικής συγκρητιστικής ομολογίας», αλλά η εμβάθυνσις εις την Χριστιανικήν Ορθόδοξον πίστιν και εις την κοινωνικήν συνεργασίαν των επικαλουμένων το όνομα του Χριστού.
Δεν φοβούμεθα, ως εικός, οι Ορθόδοξοι, οι έχοντες το πλήρωμα της αληθείας, ότι θα επηρεασθώμεν εκ των απόψεων των ετεροδόξων αδελφών ημών επί των δογματικών θεμάτων.
Ακολουθούμεν απλώς την μακράν εκκλησιαστικήν παράδοσιν, την συγκεφαλαιουμένην εις την συμβουλήν του Αγίου Ιωάννου της Κλίμακος, και συζητούμεν άνευ χρονικού περιορισμού μετά των ζητούντων παρ᾿ ημών καλοπροαιρέτως λόγον περί της εν ημίν ελπίδος: «Εν τοις μεν κακοθελώς ημίν μαχομένοις απίστοις, ή κακοπίστοις, μετά πρώτην και δευτέραν νουθεσίαν παυσώμεθα.
Εν δε τοις την αλήθειαν μαθείν βουλομένοις, το καλόν ποιούντες, έως αιώνος μη εκκακώμεν. Πλην, και προς στηριγμόν ημών της καρδίας εν αμφοτέροις χρησώμεθα» (Κλίμαξ, Λόγος ΚΣΤ΄, περί διακρίσεως, 2,11).
Διά της τακτικής ταύτης δεν προδίδομεν την Ορθοδοξίαν, ως κατηγορούμεθα, ούτε υποστηρίζομεν οικουμενιστικάς αντιλήψεις, αλλά κηρύσσομεν προς τους ετεροδόξους και προς πάντας την Ορθόδοξον αλήθειαν.
Ο Άγιος Ιωάννης ο Χρυσόστομος δογματίζει ότι ο Θεός «αεί μεθ᾿ ημών διαλέγεται». Επομένως και ημείς οι οποίοι θέλομεν να πορευώμεθα κατά το υπόδειγμα Αυτού οφείλομεν να διαλεγώμεθα μετά πάντων όσων επιθυμούν και θέλουν να ακούσουν τας απόψεις, τας πεποιθήσεις, την πίστιν και τα δόγματα της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας. Εάν παύσωμεν να διαλεγώμεθα μετ᾿ αυτών, παρακούομεν την εντολήν του Θεού όπως μαθητεύωμεν πάντα τα έθνη (πρβλ. Ματθ. κη΄, 19).
Έχομεν δι᾿ ελπίδος ότι η Αγιωτάτη Ορθόδοξος Εκκλησία της Βουλγαρίας υπό την Υμετέραν πεπνυμένην καθοδήγησιν, Μακαριώτατε, θα συμμετέχη, κατά παράδοσιν και πανορθόδοξον εν Διασκέψεσιν απόφασιν, εις τους διορθοδόξους και διαχριστιανικούς διαλόγους και θα συμβάλλη διά της γνώσεως και της σοφίας των εκπροσώπων αυτής εις την διάδοσιν της ακραιφνούς και σωτηριώδους Ορθοδόξου πίστεως, ακόμη δε και ότι οι πιστοί Υμών διά του ζήλου αυτών θα συμβάλλουν εις την αποφυγήν τυχόν παρεκκλίσεων από του πατροπαραδότου και σωτηριώδους δόγματος.
Η Χάρις του Αγίου Πνεύματος, η οποία κατηύθυνε τας ψήφους των αγίων Αρχιερέων της Αγιωτάτης κατά Βουλγαρίαν Εκκλησίας εις την εκλογήν Υμών εις τον περίκλυτον Θρόνον αυτής, ευχόμεθα φιλαδέλφως να κατευθύνη την Υμετέραν Μακαριότητα εις ορθήν, Από της ιεράς έδρας της Μητρός αυτού Εκκλησίας, απευθύνομεν χαιρετισμόν και ευλογούμεν άπαντα τον Ορθόδοξον λαόν της Βουλγαρίας και επικαλούμεθα επ’αυτόν την Χάριν του Κυρίου, ίνα ακολουθών την οδόν του Ευαγγελίου, απολαύση τα αγαθά της παρούσης και της μελλούσης ζωής.
Μακαριώτατε,
Η Εκκλησία ημών η Ορθόδοξος συνεχίζει ταπεινουμένη την σωστικήν πορείαν και την διακονίαν των όσων αυτοθελήτως εκζητούν την Χάριν του Κυρίου. Ημείς, οι ταπεινοί διάκονοι αυτής, θα συνεχίσωμεν την εκδαπάνησίν μας, «αφορώντες εις τον της πίστεως αρχηγόν και τελειωτήν» (Εβρ. 12, 2), τον Εσταυρωμένον και Αναστάντα Ιησούν Χριστόν, Ωι μόνω η δόξα και το κράτος εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν.