Οικουμενικός Πατριάρχης: «Ο αυθεντικός και ειλικρινής διαθρησκειακός διάλογος αναγνωρίζει τις διαφορές μεταξύ θρησκευτικών παραδόσεων και προάγει την ειρήνη… το Πατριαρχείο σκοπεύει να δώσει το παράδειγμα…
δείχνοντας πως οι θρησκευτικοί ηγέτες θα πρέπει να συντηρούν και να προάγουν την ειρηνική συνύπαρξη, τη δικαιοσύνη και την ισότητα», τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης από του βήματος της Διαθρησκευτικής συνάντησης στο Μπαχρέιν.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης επεσήμανε χαρακτηριστικά: «Κάθε διάλογος είναι προσωπικός, αφού περιλαμβάνει την αλληλεπίδραση μοναδικών, αναντικατάστατων ατόμων, των οποίων η προσωπικότητα συνδέεται στενά με τις απαράμιλλες κοινωνικές, πολιτιστικές και θρησκευτικές τους ιδιαιτερότητες. Η αντίθεση στον οικονομικό ή διαθρησκειακό διάλογο συνήθως προέρχεται από τον φόβο και την άγνοια ή τη μισαλλοδοξία στη θρησκευτική διαφορετικότητα. Αντιθέτως, ο αυθεντικός και ειλικρινής διαθρησκειακός διάλογος αναγνωρίζει τις διαφορές μεταξύ θρησκευτικών παραδόσεων και προάγει την ειρηνική συνύπαρξη και συνεργασία μεταξύ λαών και πολιτισμών. Αυτό δεν σημαίνει άρνηση της δικής του πίστης, αλλά μάλλον προσαρμογή και εμπλουτισμό της δικής του ταυτότητας και συνείδησης στην προοπτική ανοίγματος προς τους τρίτους. Μπορεί επίσης να θεραπεύσει και να διαλύσει τις προκαταλήψεις και να συμβάλει στην αμοιβαία κατανόηση και την ειρηνική επίλυση των συγκρούσεων».
Ο κ. Βαρθολομαίος δεν παρέλειψε επίσης να τονίσει ότι προκατάληψη έχει τις ρίζες της στη λανθασμένη κατανόηση του άλλου, το οποίο εξηγεί για ποιον ακριβώς λόγο είναι απαραίτητος ο διάλογος. Διότι μπορεί να διαλύσει τη δυσπιστία και την καχυποψία, επισημαίνοντας ότι οι συναντήσεις και ο διάλογος είναι αποτελεσματικοί μόνο εάν πραγματοποιούνται με πνεύμα εμπιστοσύνης και σεβασμού.
Μέσω του διαλόγου, «καθορίζουμε την ετοιμότητά μας να αγκαλιάσουμε το διαφορετικό. Αυτό το πνεύμα αποτυπώνεται συνοπτικά σε ένα πρόσφατο έγγραφο που εγκρίθηκε από το Οικουμενικό μας Πατριαρχείο και έχει τίτλο For the Life of the World: Towards a Social Ethos of the Orthodox Church (2020): Εκεί, στην παράγραφο 55 διαβάζουμε: γνωρίζοντας ότι ο Θεός αποκαλύπτεται με αμέτρητους τρόπους και με απεριόριστη εφευρετικότητα, η Εκκλησία μπαίνει σε διάλογο με άλλες θρησκείες προετοιμασμένες να εκπλαγούν και να χαρούν από την ποικιλία και την ομορφιά των γενναιόδωρων εκδηλώσεων της Θείας καλοσύνης, της χάρης και της σοφίας σε όλους τους λαούς», σημείωσε.
Μάλιστα, όπως τόνισε ο Οικουμενικός Πατριάρχης το Πατριαρχείο σκοπεύει να δώσει το παράδειγμα, δείχνοντας πως οι θρησκευτικοί ηγέτες θα πρέπει να συντηρούν και να προάγουν την ειρηνική συνύπαρξη, τη δικαιοσύνη και την ισότητα.
Ο Οικουμενικός Πατριάρχης υπογράμμισε ακόμη ότι ως «λειτουργοί της πίστης, πρέπει πάντα να χτίζουμε γέφυρες. Εδώ και περισσότερα από 30 χρόνια στη θητεία μου ως Οικουμενικός Πατριάρχης, αυτές τις αρχές εκτιμούμε όχι μόνο για τη δική μας Εκκλησία και τον Χριστιανισμό συνολικά, αλλά για όλες τις θρησκείες και την ανθρωπότητα γενικότερα».
Ο κ. Βαρθολομαίος, μιλώντας για τη σημασία της διοργάνωσης του διαθρησκευτικού συνεδρίου τόνισε πως στόχο έχει να υπογραμμίσει τη σημασία του διαθρησκειακού διαλόγου και της κατανόησης μεταξύ διαφορετικών πολιτισμών.
Όπως ανέφερε, η εμπειρία συμβίωσης του Χριστιανισμού με τις άλλες θρησκείες δεν ήταν πάντα ειρηνική ή απλή, ιδιαίτερα όταν διαμορφώνεται από την άνοδο του εθνικισμού στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, από τη σύγκρουση των παγκόσμιων γεωπολιτικών δυνάμεων στον 20ο αιώνα και από την άνοδο του θρησκευτικού φονταμενταλισμού στις αρχές του 21ου αιώνα.
«Μια σειρά ιστορικών γεγονότων επαναπροσδιόρισε το παγκόσμιο θρησκευτικό τοπίο, διαμορφώνοντας τη σχέση της Ορθοδοξίας με τον πλουραλισμό των θρησκειών και επαναξιολογώντας τον ρόλο της στην παγκόσμια σκηνή. Στο πλαίσιο αυτό, η Αγία και Μεγάλη Σύνοδος της Ορθόδοξης Εκκλησίας που συγκλήθηκε στην Κρήτη τον Ιούνιο του 2016, αποκτά μεγάλη σημασία: «Ο έντιμος διαθρησκειακός διάλογος συμβάλλει στην ανάπτυξη της αμοιβαίας εμπιστοσύνης και στην προώθηση της ειρήνης και της συμφιλίωσης. Η Εκκλησία αγωνίζεται να κάνει την ειρήνη από ψηλά, πιο αισθητή στη γη. Η αληθινή ειρήνη δεν επιτυγχάνεται με τη δύναμη των όπλων, αλλά μόνο με την αγάπη (Α’ Κορ 13:5). Το λάδι της πίστης πρέπει να χρησιμοποιηθεί για να απαλύνει και να θεραπεύσει τις πληγές των άλλων, όχι για να αναζωπυρώσει νέες φωτιές μίσους» (Encyclical, παρ. 17)», υπογράμμισε χαρακτηριστικά.