Kωνσταντινούπολη, ρεπορτάζ-φωτογραφίες του Νίκου Μαγγίνα
“Ευρισκόμεθα εις την Κωνσταντίνου Πολιν. Και διαλογιζόμεθα ίσως, και δικαίως: “εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται νυν η χριστιανικωτάτη Πολις, την οποίαν ανίδρυσε και ετίμησε δια του ονόματός του ο Μεγας Κωνσταντίνος;” Την απατηλήν και φθοροποιόν σκέψιν και αναλόγους διαλογισμούς, διαψεύδει η Σελίς και το Σημείον των 1700 ετών! Και το σημείον είναι ότι η Εκκλησία συνέχει τον κόσμον δια του Σταυρού”, επισήμανε, μεταξύ άλλων, ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στην ομιλία του κατά την έναρξη των εργασιών ημερίδας που πραγματοποιήθηκε σήμερα, Παρασκευή, στην Κωνσταντινούπολη με την ευκαιρία της επετείου συμπληρώσεων 1700 ετών από την έκδοση του Διατάγματος των Μεδιολάνων.
“Όμως πιστεύομεν ότι η Χαρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η Αγάπη του Θεού και Πατρός και η Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος ουδέποτε μας εγκαταλείπουν. Ιερουργεί την ζωήν μας ο Κυριος μυστικώς, βαθέως, αγιαστικώς, μεταμορφωτικώς, αοράτως”, πρόσθεσε ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Στην ημερίδα παρέστησαν εκπρόσωποι των Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών, o Νούντσιος του Βατικανού στην Άγκυρα, ο οποίος διάβασε μήνυμα του Πάπα Φραγκίσκου, εκπρόσωποι της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας, ο Πρέσβης της Ελλάδος στην Άγκυρα, οι Γενικοί Πρόξενοι της Ελλάδος, της Ιταλίας και της Γαλλίας, διπλωμάτες άλλων χωρών, λειτουργοί θρησκευτικών κοινοτήτων της Πόλης, Ιεράρχες του Οικουμενικού Θρόνου καθώς και πανεπιστημιακοί διδάσκαλοι, ιστορικοί και θεολόγοι.
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της βαρυσήμαντης ομιλίας του Οικουμενικού Πατριάρχη Βαρθολομαίου:
“Ιδού δη τι καλόν η τι τερπνόν, αλλ ἤ το κατοικείν αδελφούς επί το αυτό;” (Ψαλμ. 132), και μάλιστα εν Χριστώ Αναστάντι.
Τουτ’ αὐτό επαναλαμβάνομεν και ημείς, άγιοι και προσφιλέστατοι αδελφοί και συλλειτουργοί εν τω Αναστάντι Κυρίω, εκπρόσωποι των απανταχού της οικουμένης αγίων κατά τόπους Ορθοδόξων Εκκλησιών, εν Χριστώ αδελφοί των λοιπών Εκκλησιών, Εξοχώτατοι και Ελλογιμώτατοι σύνεδροι, έχοντες την χαράν να σας έχωμεν μεθ ἡμών εις την πόλιν μας, εις τας αυλάς της Χάριτος και της ιστορίας, της αληθείας της πίστεως και της εμπραγμάτου βιώσεως του θαύματος, εις τον τόπον τούτον του Αγιάσματος, της δόξης Κυρίου, του παθόντος, σταυρωθέντος, ταφέντος και Αναστάντος εκ νεκρών δια την ημών σωτηρίαν.
Η ημερίς αύτη, της οποίας των εργασιών την έναρξιν εν Χριστώ και εν τω Ονόματι Αυτού κηρύττομεν την στιγμήν ταύτην, σηματοδοτεί μίαν Σελίδα. Όχι απλώς μίαν απλήν καθημερινήν καταγραφήν• αλλά μίαν πραγματικότητα. Κατά τον ισχυρισμόν ατυχώς των πολλών, αι σελίδες της καθημερινότητος και της γραφίδος καταγράφουν την ιστορίαν.
Ημείς όμως από Χριστού, δι’ Ου και εξ Ου και δι Ὅν τα πάντα εγένετο, εν περιόδοις διωγμών και θλίψεων της Αληθείας, και μέχρι του Μεγάλου Κωνσταντίνου, προ 1700 ετών, δια της εκδόσεως του γνωστού “Διατάγματος των Μεδιολάνων”, δια του οποίου παρεσχέθη εις την Εκκλησίαν η ελευθερία του λατρεύειν τω Κυρίω και δημοσία ομολογείν την πίστιν Αυτώ, τω μόνω αληθινώ Θεώ και Σωτήρι, καταγράφομεν, οι άνθρωποι, κατά καιρούς και εποχάς “πολυμερώς και πολυτρόπως” την Σελίδα της παρουσίας του Θεού εν τη παγκοσμίω κονίστρα. Η Σελίς αύτη επηρεάζεται πάντοτε από την ελευθερίαν του ανθρώπου, καθορίζεται όμως πάντοτε εν τέλει υπό του κυριεύοντος ζώντων και νεκρών Κυρίου.
Δοξολογούντες τον Αναστάντα Χριστόν και ευχαριστούν-τες πάσιν υμίν και ταις αποστειλάσαις υμάς Αγίαις Εκκλησίαις και τοις σεβασμίοις συναδελφοίς Προκαθημένοις αυτών, δια την συμμετοχήν εις την εκδήλωσιν ταύτην αποδόσεως φόρου τιμής προς τον θεόστεπτον Βασιλέα Κωνσταντίνον τον εν ολίγοις αληθώς Μεγαν -“ος εάν θέλη εν υμίν μέγας γενέσθαι, έσται υμών διάκονος” (πρβλ. Ματθ. κ 26-27) κατά το ευαγγελικόν-, ως τον πρώτον παρασχόντα την ελευθερίαν εις την Εκκλησίαν και εις τον άνθρωπον και παύσαντα τούς απηνείς κατ αὐτής διωγμούς, ομολογούμεν ότι η Σελίς αύτη, έκτοτε και μέχρι σήμερον, γέμει πικρών εμπειριών και γεγονότων, παραδοθέντων εις την λήθην, παραμενούσης μόνον της εμπαθούς μνήμης αυτών. Η βιουμένη όμως Σελίς αύτη συγχρόνως “έχει επί το ιμάτιον και επί τον μηρόν αυτού όνομα γεγραμμένον, βασιλεύς βασιλέων και κύριος κυρίων” (Αποκ. Ιωάν. ιθ 16), ο “ποιών καινά πάντα” (αυτ. 21,5).
Η εορταζομένη και τιμωμένη επέτειος αποτελεί αφορμήν, ώστε “αναμηρυκάζοντες” τα γεγονότα, να αναλογισθώμεν και να προβληματισθώμεν όσον αφορά εις την πορείαν του συγχρόνου κόσμου, 1700 έτη αφ’ ότου ο θεοφιλής Βασιλεύς καθιέρωσε πρακτικώς και νομοθετικώς τας βασικάς αρχάς, επί των οποίων στηρίζονται και νυν αι σύγχρονοι Χριστιανικαί κοινωνίαι, και κατ ἐπέκτασιν και αναλογίαν, και σύμπας ο κόσμος.
Παρατηρούμεν, κατά τούς συγχρόνους καιρούς, τα διάφορα κράτη και έθνη, μιμούμενα το εν το έτερον, και μάλιστα κατά την εποχήν ταύτην της λεγομένης “παγκοσμιοποιήσεως”, κατά την οποίαν η ταχύτης και η ποσότης της πληροφορίας και της παραπληροφορήσεως, της αληθείας και της ημιαληθείας μέχρι και αυτής της παραποιήσεως δι εὐτελές και παροδικόν “συμφέρον” των γεγονότων και της ασυστόλου συκοφαντίας προσώπων και καταστάσεων, της δικαιοσύνης και της αδικίας, διατρέχουν “εν μια ροπή” την οικουμένην άπασαν, παρατηρούμεν, λέγομεν, μίαν τάσιν τα πάντα να εμπνέωνται υπό κοσμικωτέρου και μόνον πνεύματος.
Μετά λύπης διαπιστούμεν οι σύγχρονοι άνθρωποι και μάλιστα οι “κληθέντες κλήσει αγία”, μίαν ετέραν πραγματικότητα, αντι της προσδοκωμένης και ασφαλώς επιθυμουμένης “οθνείας αλλοιώσεως”. Πλέον συγκεκριμένως: αι παραδόσεις εγκαταλείπονται ολονέν και περισσότερον• η πίστις θεωρείται ως προσωπική τις υπόθεσις και καταβάλλεται προσπάθεια να τεθή εις το περιθώριον της κοινωνίας• τα ιδανικά και αι αξίαι -αι δυνάμεις δηλαδή αι οποίαι συνέχουν και διασώζουν τα έθνη ανά τούς αιώνας- περιφρονούνται• η παιδεία πλήττεται και αποχριστιανοποιείται και εκκοσμικεύεται• η νομοθεσία απομακρύνεται από τας χριστιανικάς αρχάς, αι οποίαι απετέλεσαν ανέκαθεν, και μάλιστα από του Μεγάλου Κωνσταντίνου και εντεύθεν, το θεωρητικόν υπόβαθρον της νομοθεσίας• η αμαρτία πλέον δεν θεωρείται “κακόν” και ενδύεται το ένδυμα της διαφορετικότητος, δηλαδή της απλής διαφορετικής προσωπικής επιλογής• η ανηθικότης συμπορεύεται και καλύπτεται υπό το περιφρονητικόν και αιτιολογικόν, αληθώς ειπείν, πλέγμα της αδυναμίας της ανθρωπίνης σαρκός και η ηθική του Κυρίου Ιησού περιθωριοποείται• αγνοείται το “Κυριε Ελέησον”, δηλαδή αυτό τούτο το περιεχόμενον της πίστεως και της ζωής.
Παρά την απογοητευτικήν ταύτην πορείαν των ανθρωπείων, η οποία είναι πλέον εμφανής εις τον εκκοσμικευόμενον οσημέραι δυτικόν λεγόμενον “κόσμον” και πολιτισμόν, διατηρείται εις τα έγκατα και εις τα σπλάγχνα αυτού του δυτικού κόσμου, εις την διάρθρωσιν και εις την δομήν του, εις την διοίκησιν και την νομοθεσίαν του, εις την τέχνην και εις τας αξίας του, το ήθος και το πνεύμα της Εκκλησίας, το ήθος και το πνεύμα του Αγίου Βασιλέως Κωνσταντίνου του Μεγάλου, το ήθος και το πνεύμα του ευαγγελικού λόγου. Ο,τι καλόν και δίκαιον υπάρχει σήμερον εις τας ολονέν και περισσότερον εκκοσμικευομένας πολιτείας και κοινωνίας είναι το ειλημμένον από το Ευαγγέλιον και την Εκκλησίαν.
Τα βασικά ανθρώπινα δικαιώματα, δια τα οποία οι πάντες δήθεν εργάζονται λαοί, έθνη, κοινωνίαι, άνθρωποι, αδελφοί, -τα οποία συνήθως βιούνται ατυχώς εμπειρικώς δια του αντιευαγγελικού και αντιχριστιανικού πλέγματος του “οφθαλμόν αντι οφθαλμού και οδόντα αντι οδόντος”-, αποτελούν α ξ ι α ς της Εκκλησίας, αξίας τας οποίας ο δίκαιος Άναξ, ο Μεγας Κωνσταντίνος, ενεφύτευσεν εις την διοίκησιν και την δομήν του κράτους του, διότι διείδε και προείδεν ότι μόνον ούτω θα ηδύνατο τούτο να προκόψη και να διατηρηθή συνημμένον και ειρηνικόν. Τας ιδίας αυτάς α ξ ι α ς παρέλαβεν εν τη ουσία και ο σημερινός κόσμος, με την διαφοράν ότι ήλλαξεν απλώς τούς τίτλους και ότι ο “άνθρωπος” διακηρύττει πλέον και επισήμως “ότι δεν πιστεύει εις τον Θεόν” και ότι “η εποχή του Χριστιανισμού έχει ήδη παρέλθει”!
Όμως, παρά τας “κραυγάς ταύτας”, ο Χριστιανισμός, η Αλήθεια, όχι μόνον δεν έχει παρέλθει, αλλά οσημέραι ανδρούται, δυναμούται και ωριμάζει, επιβεβαιουμένου καθημερινώς του Παυλικού λόγου “ου δε επλέονασεν η αμαρτία, υπερεπερίσσευσεν η χάρις, ίνα ώσπερ εβασίλευσεν η αμαρτία εν τω θανάτω, ούτω και η χάρις βασιλεύση δια δικαιοσύνης εις ζωήν αιώνιον δια Ιησού Χριστού του Κυρίου ημών” (Ρωμ. ε ,20-21).
Οι σύγχρονοι πολιτειακοί θεσμοί, παρά τας συχνάκις κινδυνώδεις μεταρρυθμίσεις, αι οποίαι ενίοτε δυναμιτίζουν και αυτά ταύτα τα θεμέλια της κοινωνίας, ως η παρατηρουμένη έλλειψις σεβασμού προς τον ιερόν θεσμόν της οικογενείας, η νομική αναγνώρισις και θεσμοθέτησις σοβαρών και θανασίμων αμαρτιών και μη φυσιολογικών καταστάσεων (πρβλ. Ρωμ. α ,25-32), είναι βαθέως εμπεποτισμένοι, οι πολιτειακοί θεσμοί ούτοι, υπό του Ευαγγελίου του Χριστού και υπό του αίματος των Μαρτύρων της Εκκλησίας.
Ο Μεγας Κωνσταντίνος “έβαψε” βαθέως το κράτος του με την βαφήν του Χριστού, ώστε να μη είναι δυνατόν να εξαλειφθή με την πάροδον των αιώνων. Διηρωτήθημεν όμως διατί;
Κρίνομεν και κρινόμεθα, λησμονούντες το Κυριακόν “μη κρίνετε ίνα μη κριθήτε”. Νομίζομεν εν τη ανθρωπίνη αθλιότητί μας ότι όλα έρχονται και παρέρχονται και λησμονούνται, επιλανθανόμενοι ότι Εκείνος “τα πανθ ὁρᾷ” και “ετάζει καρδίας και νεφρούς”. Τα ανθρώπινα πάντα μάταια (Ιωάννης ο Δαμασκηνός) και αληθώς “ρους ποταμού, σκια, καπνός, ενύπνιον και άνθος χόρτου πέφυκεν … η παρούσα τερπνότης” (Άγιος Ανδρέας Κρήτης). Η βαφή όμως της Αληθείας “κραταιά ως ο θάνατος”. Και η βαφή αύτη του Χριστού δια του Μεγάλου Κωνσταντίνου δεν θα ηδύνατο να μείνη εάν δεν είχε προηγηθή η β α φ η “γραφίδι ανεξιτήλω” του ιερού τούτου εδάφους της Πολεως του, όπως και πάσης της οικουμένης, δια του αίματος των Αγίων Μαρτύρων, των μεγάλων και αναριθμήτων, των πλείστων εν ανωνυμία “εν όρεσι και σπηλαίοις και ταις οπαίς της γης”, και εν “πλαξί” κοιμητηρίων, των μεγάλων και αναριθμήτων εκείνων ηρώων της πίστεως, δια της θυσίας των οποίων η Εκκλησία αυξάνεται, τρέφεται, ειρηνεύει και στερεούται.
Το αίμα των Μαρτύρων, ο Σταυρός και η Θυσία• η απάρνησις του κόσμου και των του κόσμου• η Αδελφότης και κυρίως η Φιλία -“υμάς δε είρηκα φίλους, ότι πάντα α ήκουσα παρά του Πατρός μου εγνώρισα υμίν” (Ιωάν. ιε 15-16)-• η Αγάπη, η οποία “έξω βάλλει τον φόβον”, τον κάθε φόβον, και μάλιστα εκείνον του θανάτου, έφεραν εις την Εκκλησίαν την Ειρήνην, η οποία σημαντικώς και πρακτικώς εν συνεχεία εχαρίσθη δια του τιμωμένου επετειακώς Διατάγματος των Μεδιολάνων. Τα παθήματα των Αγίων Μαρτύρων, και των αδίκως βαλλομένων ανά τούς αιώνας, άχρι του νυν, τα οποία είχον και έχουν υπογραμμόν εις το μαρτύριον τον ίδιον τον Κυριον Ιησούν, τον “εσμυρνισμένον” κατά τούς πολλούς, τον παθόντα υπέρ ημών “ίνα επικαλουθήσωμεν τοις ίχνεσιν Αυτού”(πρβλ. Α Πέτρ. β 22), παρέσχον και δίδουν εις την Εκκλησίαν τον ιλασμόν, την σωτηρίαν, την ειρήνευσιν, μετά τούς τρεις αιώνας των φοβερών διωγμών.
“Αμεταμέλητα γαρ τα χαρίσματα και η κλήσις του Θεού” (Ρωμ. ια ,29-30).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας τελειούται δια του πάθους. Δια του μαρτυρίου των τέκνων της, τα οποία μόνον ούτως αποδεικνύουν την ειλικρίνειαν της αγάπης των προς τον Θεόν. Προηγείται, λοιπόν, το αίμα των Μαρτύρων και ακολουθεί η ελευθερία του θρησκεύειν την οποίαν διεκήρυξεν ο Μεγας Κωνσταντίνος. Προηγούνται τα πάθη των Αγίων Αποστόλων και ακολουθούν τα υπό των βασιλέων χορηγηθέντα δικαιώματα. Προηγούνται τα δάκρυα των εορταζομένων Αγίων Μυροφόρων της χαράς και του παραληρήματος της Αναστάσεως. Ο Κυριος καλεί τον Απόστολον των Εθνών Παύλον, υποδεικνύων αυτώ “όσα δει παθείν υπέρ του Ονόματός Του” (πρβλ. Πραξ.θ 16), τον δε Άγιον Κωνσταντίνον δια του νικηφόρου και λαμπροφόρου Σημείου του Τιμίου Σταυρού.
Αληθώς “του Σταυρού τον τύπον εν ουρανώ εθεάσατο και ως ο Παύλος την κλήσιν ουκ εξ ανθρώπων εδέξατο, ο εν βασιλεύσιν Απόστολος” του Κυρίου Μεγας Κωνσταντίνος.
Ο Μεγας Κωνσταντίνος αντικρύσας εις τον “ιταλικόν” ουρανόν τον Τιμιον Σταυρόν λάμποντα μετεμορφώθη. Και μετ αὐτοῦ και άπασα η ζωη της Αυτοκρατορίας και διαχρονικώς της ανθρωπότητος. Το όραμα-πραγματικότης αύτη του διαρκώς παρόντος Σταυρικού Σημείου, σιωπηλού και συγχρόνως κραυγάζοντος, είναι ανάλογον του πορευομένου εις Δαμασκόν Αποστόλου των Εθνών Παύλου “όπως εάν τινας εύρη της οδού όντας, άνδρας τε και γυναίκας, δεδεμένους αγάγη εις Ιερουσαλήμ” (Πραξ. θ ,2-3). Μηπως και ημείς μέχρι της σήμερον δεν “καταδιώκομεν” τούς αντίθετα απλώς φρονούντας ημίν και υπομένοντας καρτερικώς και θέλομεν να τούς ίδωμεν “δεδεμένους” επί του Σταυρού ουχί του Θεανθρώπου Χριστού, -όπερ ασφαλώς το ευκταίον και επιδιωκτέον δια την σωτηρίαν αυτών και ημών των ιδίων-, αλλά της ημετέρας ανθρωπίνης αδυναμίας και μοχθηρίας;
Ο διώκτης Σαύλος μετεβλήθη εις τον υπέρ πάντας κορυφαίον ζηλωτήν Μαθητήν του Χριστού και δια του κηρύγματός του ήλλαξε την οικουμένην. Ο Βασιλεύς Κωνσταντίνος δια του αληθούς εν πλήρει μεσημβρία οράματος του Τύπου του Τιμίου Σταυρού μετεβλήθη εις αναμορφωτήν της Οικουμένης. Όχι μόνον έπαυσε τούς αδίκους διωγμούς κατά της Εκκλησίας και της εικόνος του Θεού, του ανθρώπου, αλλά και δια του έργου του επέτυχε να εισχωρήσουν εις την ιδεολογίαν και την ζωήν της τότε αυτοκρατορίας και του κόσμου τα χριστιανικά δόγματα και τα ευαγγελικά εντάλματα, και επέφερε μίαν βαθείαν τομήν εις την παγκόσμιον ιστορίαν, χωρίς να το προγραμματίση η να το επιδιώξη. Ουκ εξ ανθρώπων την κλήσιν εδέξατο, και ιδού εν “βασιλεύσιν” Απόστολος. Οξύμωρον το σχήμα• Θεού το δώρον! Αποστολή και Πορεία!
Οι άνθρωποι δια να πιστεύσωμεν πάντοτε “σημείον επιζητούμεν” (Ματθ. ις 4). Και λησμονούμεν, ότι ου δοθήσεται ημίν σημείον, παρά μόνον το σημείον Ιωνά του Προφήτου, του επιζήσαντος εν τη κοιλία του θαλασσίου κήτους και μαρτυρήσαντος την Ανάστασιν. Αυτό το Σημείον, λάμπον λαμπρότερον ηλίου καθορώμεν και εορτάζομεν. Και δεν λησμονούμεν ότι το σημείον, το κάθε σημείον, δίδεται• λαμβάνεται, ουδέποτε προγραμματίζεται• είναι κλήσις και δωρεά και χάρις και έλεος και αποστολή και διαρκής πορεία.
Δια του Μεγάλου Κωνσταντίνου και του ριζοσπαστικού δια την εποχήν έργου του, ο Δεσπότης Θεός εισήλθεν εις τα σπλάχνα του κοσμικού κράτους και το εζωοποίησεν, το πριν διεφθαρμένον και σεσηπός. Και απεδείχθη ότι οι διώκται “εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία• φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου” (Ρωμ. α , 21-24). Και, τέλος, ότι μόνον ο Κυριος ζωοποιεί “τούς νεκρούς”, τούς κάθε είδους νεκρούς, και “καλεί τα μη όντα ως όντα” (Ρωμ. δ ,17).
Είναι χαρακτηριστικόν της προϋπαρχούσης και βασιλευούσης φθοράς, ότι το κοσμικόν κράτος “του μοναρχήσαντος Αυγούστου επί της γης”, υπεδέχθη το Βρέφος Ιησούν δια της σφαγής χιλιάδων αθώων νηπίων.
Και ενώ έκτοτε, από της ενανθρωπήσεως του Κυρίου, “η πλάνη πέπαυται” και βασιλεύει η Θεία Χαρις και η Θεία Αγάπη και η Θεία Δικαιοσύνη, δεν είναι δυνατόν να λεχθή ασφαλώς ότι τα πάντα, παρά τας προόδους της ανθρωπότητος, εν τη υπ οὐρανόν μετεβλήθησαν. Και σήμερον, παρά την πάροδον δύο χιλιάδων ετών από της Ενανθρωπήσεως του Χριστού και της μιαιφονίας του νομίζοντος τότε εαυτόν “κοσμοκράτορα” Ηρώδου, ο φόνος χιλιάδων νηπίων τυγχάνει, δυστυχώς, νομικώς ανεγνωρισμένος εις τας πλείστας “χριστιανικάς” Χωρας.
Ο Μεγας Κωνσταντίνος “μακροθυμήσας επέτυχε της επαγγελίας” (Εβρ. ς 15-16), ως ο Πατριάρχης Αβραάμ. Οι Νερωνες και οι Διοκλητιανοί και οι Ηρώδεις και οι κάθε εποχής “κοσμοκράτορες” “περιβεβλημένοι δόξαν και πορφύραν” ως ο “πλούσιος” της Ευαγγελικής περικοπής, λησμονούν και καταδιώκουν• δεν μακροθυμούν• και εν τέλει “φονεύουν” ανηλεώς τον “πτωχόν” Λαζαρον, τον λιμώττοντα και τρεφόμενον εκ των ψιχίων της τραπέζης, ως η αποτεθησαυρισμένη εικών εν τω Ιερώ Ναώ του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου Προπόδων Ταταούλων, εν τη πόλει ημών, χαρακτηριστικώς απεικονίζει. Διο και δεν επέτυχον και δεν επιτυγχάνουν “της επαγγελίας”. Την “επαγγελίαν” επιτυγχάνουν εκείνοι “οις δέδοται”, τοις “μη κατέχουσι την αλήθειαν εν αδικία” (πρβλ. Ρωμ. α ,19).
Κωνσταντίνος ο Βασιλεύς απηρνήθη τα “δικαιώματα” της ισοθεΐας, τα οποία του παρείχε το αξίωμά του και η ιδεολογία της εποχής. Εκέρδισεν όμως τον Ε ν α και εκληρονόμησε την βασιλείαν των ουρανών.
Αδελφοί και Πατέρες,
Ευρισκόμεθα εις την Κωνσταντίνου Πολιν. Και διαλογιζόμεθα ίσως, και δικαίως: “εις ποίαν κατάστασιν ευρίσκεται νυν η χριστιανικωτάτη Πολις, την οποίαν ανίδρυσε και ετίμησε δια του ονόματός του ο Μεγας Κωνσταντίνος;” Την απατηλήν και φθοροποιόν σκέψιν και αναλόγους διαλογισμούς, διαψεύδει η Σελίς και το Σημείον των 1700 ετών! Και το σημείον είναι ότι η Εκκλησία συνέχει τον κόσμον δια του Σταυρού• ότι η πίστις δεν είναι εν κοινωνικόν φαινόμενον η μία απλή ιδεολογία. Είναι η αγιαστική Χάρις, η Χάρις του επισκεπτομένου αενάως και αθορύβως και συμπορευομένου, ως “πυρ”, ως “αύρα λεπτή”, ως “ανώνυμος μεταξύ ανωνύμων” και επωνύμων, θα ελέγομεν, μεταξύ “των ποιούντων το θέλημα Αυτού” αλλά και “των αθετούντων τα δικαιώματα αυτού” η ως Εκείνος ευδοκεί, τούς εν τω Υπερώω της Σιών “φοβισμένους” μαθητάς, τούς ανθρώπους όλων των αιώνων και των εποχών, η αέναος Χάρις του Αναστάντος Κυρίου, του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος.
Και οι Χριστιανοί “κατέχονται μεν ως εν φρουρά τω κόσμω, αυτοί δε συνέχουσι τον κόσμον” (Ανωνύμου, Επιστολή προς Διόγνητον 6, P.G. 2,1176C). Δια τούτο, ως χριστιανοί, δεν εκλυόμεθα, δεν απελπιζόμεθα. Γνωρίζομεν ότι οι άνθρωποι αστοχούμεν εις τας κρίσεις, εις τας σκέψεις, εις τούς προγραμματισμούς, εις τας ιδεολογίας μας, εις τα φρονήματά μας. Η Εκκλησία δεν αστοχεί, δεν καταργείται, ακόμη και αν τα χριστιανικά κράτη καταλύωνται, ακόμη και αν η ιδία ζη και πολιτεύεται “εν αιχμαλωσία”, ενίοτε δεινή, ακόμη και εάν ανθρωπίνως καταπολεμήται. Η Εκκλησία ευρίσκεται εν τω κόσμω, διακονεί τον κόσμον, δεν κυριεύεται από τον κόσμον, δια τούτο και “το κακόν” δεν την εγγίζει. Το πνεύμα νικά την σάρκα. Χριστός γαρ βασιλεύει εις τούς αιώνας. Υπέρ δε πάντα νικά Εκείνος.
Με την βιωματικήν ταύτην αίσθησιν της δυνάμεως της Εκκλησίας, καλούμεθα εις μίμησιν εις την εργασίαν της αρετής Κωνσταντίνου του Βασιλέως και ισαποστόλου και αγίου, δια να καταλείψωμεν και ημείς ίχνη και αγαθήν υπόμνησιν και τα έργα να προπορευθούν ενώπιον του Κυρίου ως προπομπός κατά την ημέραν εκείνην την “μεγάλην και φοβεράν”, η οποία αρχίζει από τούδε, κλείεται κατά την ημέραν της εκδημίας και τελειούται δια της φωνής του Κυρίου: “Δεύτε οι ευλογημένοι του Πατρός μου, κληρονομήσατε την ητοιμασμένην υμίν βασιλείαν” (Ματθ. κε 34).
Κατά τας ανεξιχνιάστους βουλάς του Κυρίου καταξιωθέντες να καταστώμεν “εργάται του Αμπελώνος” Του και συνεχισταί του έργου των Αποστόλων και των Ιεραρχών, καλούμεθα εν Ονόματι πάντοτε Εκείνου, άνευ ανθρωπίνων προγραμματισμών, “καθ ἡμέραν καταργουμένων”, να εργασθώμεν προς μεταποίησιν και ανάπλασιν της κοινωνίας, του “μικρού” η του “μεγάλου” ποιμνίου και ανάδειξιν και μεταποίησιν ημών εις υιούς και θυγατέρας φωτός Χριστού.
Είναι αληθές, ότι αι σύγχρονοι κοινωνικαί δομαί συμπαρασύρουν ενίοτε, ως μη ώφελε, και ημάς τούς ποιμένας της ποίμνης Χριστού, όσους ευρισκόμεθα “εσώτερον” της θείας Αυτού “παρεμβολής”, εις απογοήτευσιν ένεκα της καταστάσεως, εις την οποίαν ευρίσκεται ο κόσμος, λόγω της απομακρύνσεως αυτού εκ των “πηγών του σωτηρίου” της ζωής. Μετριάζεται η αγαπητική δύναμις των ψυχών μας και αδυνατίζεται η όλη ψυχή και διανοία αφιέρωσίς μας εις την αγάπην του Χριστού.
Όμως πιστεύομεν ότι η Χαρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού και η Αγάπη του Θεού και Πατρός και η Κοινωνία του Αγίου Πνεύματος ουδέποτε μας εγκαταλείπουν. Ιερουργεί την ζωήν μας ο Κυριος μυστικώς, βαθέως, αγιαστικώς, μεταμορφωτικώς, αοράτως.
Με τας σκέψεις αυτάς κηρύσσομεν την έναρξιν των εργασιών της Ημερίδος ταύτης, δεόμενοι του Κυρίου όπως δίδη ημίν πάσι και ταις Εκκλησίαις ημών και τω κόσμω παντι σημείον εις αγαθόν, ίνα καταγράφωμεν σελίδας αναφοράς, σελίδας διακονίας, ώστε να μεγαλύνεται και να τιμάται, δια των πρεσβειών της Κυρίας των Αγγέλων, των Μαρτύρων και των αληθώς ολίγων “μεγάλων” της Πιστεως μας και της Ιστορίας, ως των Μεγάλου Κωνσταντίνου και Βασιλείου του Μεγάλου, το έργον της Εκκλησίας και δοξάζεται ο Κυριος, ο ευαγγελιζόμενος ημίν ανάστασιν και ζωήν. Αμήν.