“Η Εκκλησία, όταν ομιλή, το πράττει διά να υπερασπισθή τον άνθρωπον, τον «ηγαπημένον του Θεού». Επίσης, δύναται να σιωπά διά τον ίδιον λόγον”, τόνισε μεταξύ άλλων ο Οικουμενικός Πατριάρχης Βαρθολομαίος στο χαιρετισμό του στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε την Πρωτοχρονιά στο Φανάρι, όπου και ομίλησε παρουσία πλήθους πιστών.
Αναλυτικά όσα είπε:
Ιερώτατοι και προσφιλέστατοι άγιοι αδελφοί,
Εξοχώτατε Πρέσβυ κύριε Ευάγγελε Σέκερη, Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος ενταύθα,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες,
Τέκνα της ημών Μετριότητος εν Κυρίω αγαπητά,
Ολοθύμως ευχαριστούμεν τους προλαλήσαντας διά τον μεστόν λόγον και τας εορτίους ευχάς, πρώτον τον Ιερώτατον Μητροπολίτην Νικαίας κύριον Κωνσταντίνον, ομιλήσαντα εκ προσώπου της σεβασμίας Ιεραρχίας του Θρόνου, και είτα τον Άρχοντα Ιερομνήμονα κύριον Αντώνιον Χατζόπουλον, εκ μέρους των οφφικιαλίων της Μητρός Εκκλησίας και της ενταύθα Ομογενείας.
Ομοθυμαδόν, εν λειτουργική συνάξει και εν χαρά πεπληρωμένη, εισήλθομεν εις τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου, εν τω πανιέρω Πατριαρχικώ Ναώ του Αγίου Μεγαλομάρτυρος Γεωργίου του Τροπαιοφόρου, εν Φαναρίω, εδώ, εις τόπον μαρτυρίας και μαρτυρίου, ευχαριστίας και διακονίας, κληρονόμοι και φύλακες των πατρώων παραδόσεων, της ορθής και αμωμήτου ημών πίστεως, της ορθής δοξολογικής λατρείας του Θεού και της κατά Χριστόν ορθοπραξίας.
Δι᾿ ημάς τους ορθοδόξους πιστούς, η Πρωτοχρονιά συμπίπτει με την εορτήν της κατά Σάρκα Περιτομής του Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού και την ιεράν μνήμην του Αγίου Βασιλείου, και αυτό δίδει εις το χαρμόσυνον τούτο γεγονός ιδιαίτερον πνευματικόν και πανηγυρικόν χαρακτήρα. Όλαι αι χριστιανικαί εορταί συνδέονται αρρήκτως με τέλεσιν Θείας Λειτουργίας. Κατά τας εορτάς, βιούται η άρρητος φιλανθρωπία του Θεού, αποκαλύπτεται το βάθος των πραγμάτων, ο χρόνος γίνεται αιωνιότης, καιρός κοινωνίας της ζωής, ανοίγει η πύλη του ουρανού, διαλύεται η αχλύς των βιωτικών μεριμνών.
Το Ευαγγέλιον της «συγκαταβάσεως του Σωτήρος τω γένει των ανθρώπων», και της απελευθερώσεως του ανθρώπου και της κτίσεως όλης εκ της φθοράς, καθώς και ο ένθεος, εκκλησιαστικός, ασκητικός και βαθέως θεολογικός λόγος του ουρανοφάντορος Αρχιεπισκόπου Καισαρείας της Καππαδοκίας Βασιλείου του Μεγάλου, του φιλοθέου και φιλανθρώπου, του φιλερήμου, κοινωνικού και πτωχοτρόφου, ηχεί και εφέτος μέσα εις ένα πλήρη αντιφάσεων κόσμον, όπου η αφόρητος εξαθλίωσις αναριθμήτων ανθρώπων συνυπάρχει με την προκλητικήν σπατάλην των κατεχόντων, όπου εις την ισοπεδωτικήν παγκοσμιοποίησιν ανθίσταται ακραίως και βιαιομαχών ο θρησκευτικός φονταμενταλισμός, όπου οι θιασώται της ιδιονομίας της οικονομίας και της τεχνολογικής αναπτύξεως δεν φαίνεται ότι πτοούνται από την σφοδράν αντίδρασιν των οικολογικών κινημάτων και της κοινωνίας των πολιτών, όπου εκτυλίσσονται πρωτοβουλίαι και συζητήσεις περί ειρήνης, ενώ συγχρόνως ανθεί η παραγωγή και το εμπόριον καταστροφικών όπλων. Ο νέος ενιαυτός ευρίσκει αμετρήτους ανθρώπους να αδιαφορούν διά τα μείζονα και τα αληθή, διά την δικαιοσύνην και την αλληλεγγύην, και να ενδιαφέρωνται ζωηρώς διά τα ατομικά των δικαιώματα και την ευδαιμονιστικήν αυτοπραγμάτωσίν των. Στατιστικαί έρευναι αποκαλύπτουν ότι ατονεί βαθμηδόν το αισθητήριον διά το μυστήριον, και ότι μειούται συνεχώς ο αριθμός των ατόμων με κοινωνικόν και αγαπητικόν προσανατολισμόν.
Ενώπιον των πρωτογνώρων απειλών κατά του ανθρωπίνου προσώπου και της ακεραιότητος της δημιουργίας, η Εκκλησία καλείται σήμερον να δώση την καλήν μαρτυρίαν αυτής, ενώπιον Θεού και ανθρώπων. Η Εκκλησία, όταν ομιλή, το πράττει διά να υπερασπισθή τον άνθρωπον, τον «ηγαπημένον του Θεού». Επίσης, δύναται να σιωπά διά τον ίδιον λόγον. Είναι αδύνατον όμως να παραμένη αδρανής έναντι της κραυγής των αδικουμένων και του στεναγμού της κτίσεως.
Η Εκκλησία ποτέ δεν ηγνόησε τον κόσμον, αλλά και ποτέ δεν εταυτίσθη με αυτόν.
Προφανέστατα, η ευαισθησία και το ενδιαφέρον διά τον άνθρωπον και τας περιπετείας του δεν οδηγεί εις εκκοσμίκευσιν της Εκκλησίας, εις ένα «εκσυγχρονισμόν» της, εν τη εννοία της αναποφεύκτου υιοθετήσεως υπ᾿ αυτής αρχών και μεθόδων δράσεως, ξένων προς το Ευαγγέλιον και την Παράδοσιν των Πατέρων. Πως θα ηδύνατο να «εκσυγχρονισθή» ο Σταυρός του Χριστού, η ζωηφόρος Ανάστασις, η Θεία ευχαριστία και η χριστιανική άσκησις, η μετάνοια και η συγχώρησις, η ουδέποτε εκπίπτουσα αγάπη; Η Εκκλησία του Χριστού, πιστή εις τον Κύριον αυτής, όστις «ουκ ήλθε διακονηθήναι, αλλά διαδιακονήσαι» (Ματθ. κ’, 28), ζη ως «διακονική Έκκλησία». Αγιάζει την ζωήν των πιστών διά των ιερών μυστηρίων της. Ακούει το «άνθρωπον ουκ έχω» των τραγικών θυμάτων της πολεμικής βίας, των διώξεων, των διακρίσεων, της κοινωνικής αδικίας και της εκμεταλλεύσεως.
[irp posts=”393126″ name=”Παρέμβαση Οικουμενικού Πατριάρχη για τους πλειστηριασμούς και το δικαίωμα στη στέγη”]
Συμπαρίσταται, ανακουφίζει, παρηγορεί, τρέφει, αγωνίζεται κατά της αδικίας, σώζει την ελπίδα διά την ζωήν, κρατά ανοικτήν την πύλην του ουρανού. Διακηρύσσει θαρσαλέως ότι, εξ επόψεως χριστιανικής, ο υποτιμών τον άνθρωπον υποτιμά τον ίδιον τον Θεόν, και ο μη αγαπών τον άνθρωπον είναι αδύνατον να αγαπά τον Θεόν.
Όντως, η αδιάσπαστος συνάφεια και ενότης της αγάπης προς τον Θεόν και της ου ζητούσης τα εαυτής αγάπης προς τον πλησίον είναι το υψηλότερον ήθος, το οποίον εγνώρισεν η ανθρωπότης εις την ιστορικήν της πορείαν. Εν Χριστώ, ο πιστός έλαβε πολλά, «τα πάντα», και δίδει πάμπολλα, «τα πάντα τοις πάσι». Το «λαμβάνειν», το δώρημα της Θείας χάριτος, και το «διδόναι», η θυσιαστική αγάπη, είναι η ουσία της ταυτότητος του καινοποιηθέντος, εν Χριστώ και εν τη Εκκλησία Του, ανθρώπου.
Η Εκκλησία του Χριστού, προγευομένη εν τη Θεία Ευχαριστία και εν τη ζωή της αγάπης και της διακονίας του ανθρώπου και του κόσμου, της εσχατολογικής τελειώσεως των πάντων, και εικονίζουσα αυτήν, πορεύεται προς την Βασιλείαν του Θεού, η οποία είναι η παντελής φανέρωσις και η τελεία αποκάλυψις αυτών, τα οποία ζώμεν καθ᾿ οδόν, εν Εκκλησία και ως Εκκλησία. «Ιησούς Χριστός, χθες και σήμερον ο αυτός και εις τους αιώνας» (Εβρ. ιγ’, 8).
Όταν απουσιάζη η πίστις εις την αιωνιότητα, τότε όλη η ζωή και η δράσις μας έχει το στίγμα της ματαιότητος. Το να δίδωμεν εις την ζωήν μας ο,τι νόημα επιθυμούμεν, δεν είναι γνησία ελευθερία. Δεν υπάρχει αληθής ελευθερία χωρίς την Αλήθειαν και έξω από την Αλήθειαν, η οποία δι᾿ ημάς είναι «πρόσωπον», ο ενανθρωπήσας, σταυρωθείς και αναστάς, ανελθών εις τους ουρανούς και πάλιν ερχόμενος Λόγος του Θεού, «η ελπίς ημών». Χωρίς αυτήν την ζωοπάροχον ελπίδα συρρικνούνται αι δημιουργικαί δυνάμεις του ανθρώπου. Ο έγκλειστος εις τον εαυτόν του, ο αυτόνομος «ανθρωποθεός», δεν έχει προοπτικήν και μέλλον.
Τιμιώτατοι αδελφοί και τέκνα εν Κυρίω,
Έρχονται και παρέρχονται αι γενεαί των ανθρώπων και εν τη ευλογημένη Πόλει των Πόλεων σώζονται, χάριτι του αγαθοπαρόχου Θεού της αγάπης, τα τιμαλφή του Γένους, η πίστις, το ήθος και ο πολιτισμός της Ορθοδοξίας. Παρελαύνουν ενώπιον ημών, κατά την εόρτιον και ιεράν αυτήν στιγμήν, αι φωτειναί μορφαί των προκατόχων ημών Πατριαρχών και πάντων των ευόρκως διακονησάντων την Μητέρα Εκκλησίαν, πάλαι τε και επ᾿ εσχάτων. Εν συγκινήσει βαθεία και κατανύξει τους μνημονεύομεν και τους ευγνωμονούμεν.
Εις δε πάντας υμάς τους παρόντας, τους συνεορτάζοντας και συμπνευματιζομένους, και εις τα εγγύς και τα μακράν φωτόμορφα τέκνα της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, απευθύνομεν εγκάρδιον εόρτιον χαιρετισμόν και ευχόμεθα, διά τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος του Κυρίου, υγιείαν κατ᾿ άμφω, ομόνοιαν και ειρήνην, την εις αλλήλους αγάπην και δαψιλή καρποφορίαν εν έργοις αγαθοίς, επικαλούμενοι εφ᾿ υμάς, μεσιτεία και πρεσβείαις του ουρανοφάντορος Βασιλείου του Μεγάλου, του σήμερον εν ευλαβεία και ευχαριστία, εν ψαλμοίς και ύμνοις εορταζομένου και τιμωμένου, ου τα ρήματα και τα έργα και τα τίμια λείψανα πάσης αγιότητος πλήρη υπάρχουσι, την ζείδωρον χάριν και το αμέτρητον έλεος του Θεού και Κυρίου των όλων.
Χρόνια πολλά και ευλογημένα!