Τελέστηκε η ιστορική ενθρόνιση του νέου Μητροπολίτη Σμύρνης Βαρθολομαίου.
Διαβάστε τον ενθρονιστήριο λόγου του…
«Ειρήνην την εμήν δίδωμι υμίν∙ ου καθώς ο κόσμος δίδωσιν, εγώ δίδωμι υμίν»∙ λέγει διά στόματος Ιωάννου του Θεολόγου και Ευαγγελιστού ο Κύριος (Ιωάν. ιδ΄, 27).
Αυτήν την ειρήνην, την πάντα νούν υπερέχουσαν, ευαγγελίζεται θεοπρεπώς και ιερώς, ο μετά φόβου πολλού και εν συντριβή καρδίας ιστάμενος την στιγμήν ταύτην επί του Θρόνου του Αγίου Βουκόλου, Παναγιώτατε Πάτερ και Δέσποτα, Σεβασμιώτατοι Ιεράρχαι, τίμιον Πρεσβυτέριον, εν Χριστώ Διακονία, Λαέ του Κυρίου περιούσιε.
Ευαγγελίζομαι, λοιπόν, ειρήνην εν αγάπη και αγάπην εν ειρήνη. Αυτός είναι ο πρώτος και ο έσχατος λόγος και στόχος του Ορθοδόξου Επισκόπου της ιστορικής πόλεως αυτής, από της ιεράς ταύτης στιγμής κατά την οποίαν παραλαμβάνει από τον Άγγελον της εν Σμύρνη Εκκλησίας (πρβλ. Αποκ. β΄, 8-11) την παρακαταθήκην, διά να την φυλάξη έως της δευτέρας παρουσίας του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού», όταν και «θα απαιτηθή» αύτη παρ᾿ εμού του ελαχίστου.
Ειρήνη τη πόλει ταύτη. Ειρήνη τω λαώ αυτής. Ειρήνη τη Χώρα ταύτη. Ειρήνη τω κόσμω παντί. Ειρήνη πάσιν.
Ομολογών την ειρήνην και την αγάπην ως βίωμα και ως πυξίδα της Επισκοπικής μου διακονίας, διακηρύττω ότι τας αρχάς αυτάς θα φανερώνη η βιοτή και η πολιτεία μου εντός του κήπου της Εδέμ, κατά την τέλεσιν της Θείας Λειτουργίας δηλαδή, και την άσκησιν του εκκλησιαστικού μου έργου, αγκαλιάζων αδιακρίτως πάντα άνθρωπον.
«Ίδε ο άνθρωπος» (Ιωάν. ιθ΄, 5), λοιπόν, Παναγιώτατε, αδύναμος ως ανθρωπίνην σάρκα φορών αλλά και θεοτερπής και εν δυνάμει Χριστού, ως λαβών ήδη νωπήν την Θείαν Χάριν της Αρχιερωσύνης. Έρχομαι εις την αποστολοβάδιστον Σμύρνην, όχι με κατ᾿ άνθρωπον υποσχέσεις και εξαγγελίας, αλλά απλώς εφοδιασμένος με Ορθόδοξον φρόνημα, με ταπείνωσιν και πνεύμα διακονίας εκκλησιαστικής, λειτουργικής, θεολογικής, ανθρωποκεντρικής∙ δηλαδή θεανθρωπίνης. Έρχομαι κομίζων «τα μιμήματα της αληθούς αγάπης− διαδήματα των αληθώς υπό του Θεού και του Κυρίου ημών εκλελεγμένων», κατά την μαρτυρίαν του Ιερομάρτυρος Πολυκάρπου Σμυρνης, γράφοντος προς Φιλιππησίους.
Η διακονία μου, λοιπόν, ως Επισκόπου, και εν τω Ιερώ Κέντρω της Ορθοδοξίας και εν Σμύρνη, θα είναι, πρώτον, διακονία εκκλησιαστική, αποβλέπουσα εις το Χάριτι ζην του λαού και εις την ευστάθειαν της Εκκλησίας και την απρόσκοπτον συνέχισιν της σωτηριώδους αποστολής αυτής. Οι τρόποι και αι μέθοδοι ασφαλώς γνωστοί. Η δυναμική όμως μετά της οποίας θα εφαρμοσθή θα είναι ανταξία της ιστορίας και της παραδόσεως του τόπου τούτου, ήτοι το διακονείν αξίως εν τόπω αγίω και ιστορικώ.
Δεύτερον, η διακονία του Μητροπολίτου Σμύρνης θα είναι θεολογική. Άλλωστε, η θεολογία και η εκκλησιαστική παιδεία της πόλεως αυτής από των αρχαιοτάτων χρόνων και μέχρι σήμερον, καθώς και η θύραθεν παιδεία της, η ιωνική, υπήρξαν και είναι τα κύρια χαρακτηριστικά της. Η θεολογία της διακονίας μου δεν θα έχη τι το οθνείον και το ξένον. Είναι η Ορθόδοξος. Είναι η Θεολογία της Μιάς, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας. Είναι η Θεολογία της σωτηρίας. Είναι η θεολογία της αποκεκαλυμμένης αληθείας∙ η θεολογία της χαράς, ώστε και η των αδελφών μου χαρά να είναι πεπληρωμένη (πρβλ. Ιωάν. ιε΄, 11)∙ είναι η θεολογία των εσχάτων, τα οποία κείνται εν χειρί του αναλλοιώτου μόνου κραταιού Θεού∙ προσευχόμενος, «εν παντί καιρώ και εν πάση ώρα», μετά του Θεολόγου Ιωάννου «έρχου, Κύριε Ιησού» (Αποκ. κβ΄, 20)∙ «ελθέ ο Μόνος προς τον μόνον και σκήνωσον εν εμοί, ότι μόνος ειμί καθάπερ οράς» (Αγίου Συμεών Νέου Θεολόγου, Ευχή μυστική)∙ «φώτισον μου τον νούν τω φωτί της γνώσεώς σου» (Ευχή Αποδείπνου)∙ και οδήγησον καρδίαν και διάνοιαν και λογισμόν και σκέψιν εις το επιτελείν το Θέλημά Σου το Άγιον.
Παναγιώτατε, αδελφοί και πατέρες,
Κατά την ιεράν ταύτην στιγμήν, ο προσωπικός Επισκοπικός μου λόγος έρχεται από τα βάθη των αιώνων και των γενεών της ευλογημένης ταύτης Ιωνικής γης. Διακηρύττω, λοιπόν, μετά του Σμύρνης Πολυκάρπου, ότι «ομολογώ το μαρτύριον του σταυρού»∙ ότι θα είμαι «ζηλωτής περί το καλόν»∙ ότι «θα απέχωμαι των σκανδάλων και των ψευδαδέλφων και των εν υποκρίσει φερόντων το όνομα του Κυρίου, οίτινες αποπλανώσι κενούς ανθρώπους»∙ ότι «ουδέποτε θα μεθοδεύω τα λόγια του Κυρίου προς τας ιδίας επιθυμίας»∙ αιτούμενος «τον παντεπόπτην Θεόν μη εισενεγκείν με εις πειρασμόν…»∙ και ότι «θα πειθαρχώ τω λόγω της δικαιοσύνης και θα υπομένω πάσαν υπομονήν» -ως υπέμενον και οι προ εμού-, «πεπεισμένος ότι ούτοι πάντες ουκ εις κενόν έδραμον, αλλ’ εν πίστει και δικαιοσύνη, και ότι εις τον οφειλόμενον αυτοίς τόπον εισί παρά τω Κυρίω, ου γαρ τον νυν ηγάπησαν αιώνα, αλλά τον υπέρ ημών αποθανόντα και δι’ ημάς υπό του Θεού Αναστάντα» (πρβλ. Ιερού Πολυκάρπου, επιστολή προς Φιλιππησίους).
Έχουσα, λοιπόν, η ταπεινότης μου τοσούτον περικείμενον αυτής νέφος μαρτύρων, διά να επαναλάβω τους λόγους του Αποστόλου Παύλου (Εβρ. ιβ΄, 1)∙ έχουσα ακόμη η ελαχιστότης μου «Σμύρνης τον ποιμένα Βουκόλον θυηπόλον άγρυπνον και θανόντα ποίμνης φύλακα», ο οποίος την εποίμανεν αληθώς θεοτερπώς με την «υψούσαν ταπείνωσιν, την καθαρότητα νοός, την ανυπόκριτον αγάπην, την πίστιν και την ελπίδα την ειλικρινή» (βλ. ιεράν ακολουθίαν του), αναλαμβάνω από σήμερον την ευθύνην της κατά Χριστόν ποδηγετήσεως εις σωτηρίαν και όψιν Χριστού του μικρού Ορθοδόξου εν Σμύρνη λήμματος. Αυτή είναι η μόνη επαγγελία, ο μόνος ευαγγελισμός, η μόνη διαθήκη, την οποίαν συνάπτω, και την οποίαν εξαγγέλλω εν «εκκλησία μεγάλη» (Ψαλμ. κα΄, 26)∙ εν εκκλησία ζώντων και νεκρών.
Η Υμετέρα Θειοτάτη Παναγιότης, ευρισκομένη προ ενός περίπου έτους προσκυνηματικώς εις τους ιερούς αυτούς χώρους, διεκήρυττε, μεγάλη τη φωνή, ότι η πόλις της Σμύρνης «…ουδέποτε έπαυσε να ζη στην καρδιά μας, την καρδιά του γένους μας…. Υπάρχει, στο φως που έρχεται από τα επέκεινα, από τα βάθη των αιώνων… και φωτίζει και τις ψυχές μας για να κατανοούν «μυστήρια Θεού», τα οποία δεν είναι αντιληπτά με τους αισθητούς οφθαλμούς μας».
Σήμερον, η Μήτηρ Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία διά της Υμετέρας Φωνής και κλήσεως, Παναγιώτατε, με καλείτε εις διακονίαν και εις την ευλογημένην αυτήν περιοχήν• αυτήν την γην την οποίαν ηγάπησαν βαθύτατα όσοι έζησαν εδώκαι την εξύμνησαν όσον ολίγας κορυφαίοι παγκοσμίως λογοτέχναι• αυτήν την γην, η οποία τόσον πολύ ηυλογήθη παρά Θεού, ώστε να βλαστάνη όχι μόνον κάθε λογής «ξύλον κάρπιμον ποιούν καρπόν» (Γεν. α΄, 11), αλλά και να γεννά ποίησιν, λογοτεχνίαν, τέχνην, πολιτισμόν, πνεύμα. Αισθάνομαι βαρείαν την πνευματικήν ευθύνην, λόγω της μεγάλης ιστορικής κληρονομιάς, αλλά και της αγιότητος, την οποίαν μεταφέρει αυτός ο τόπος.
Οι αρχαίοι Ίωνες, οι κάτοικοι αυτής της περιοχής κατά την εγγυτέραν προχριστιανικήν περίοδον, ανέπτυξαν ένα μοναδικόν και ανεπανάληπτον πολιτισμόν εξακτινούμενον εις όλα τα μήκη και πλάτη της Μεσογείου. Οι Ίωνες ανέκαθεν ήσαν φορείς του οικουμενικού πνεύματος. Αυτό το οικουμενικόν πνεύμα, το οποίον ευρίσκετο εις τα σπάργανα της προχριστιανικής φιλοσοφίας, μετά την έλευσιν του Χριστού και το υπερώον της Πεντηκοστής, βιούται εντός της Εκκλησίας, και μάλιστα υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως πανενότης της ανθρωπίνης φύσεως εν Χριστώ, άνευ φυλετικής διαφοράς και διακρίσεως∙ όπου «τα πάντα και εν πάσι Χριστός», κατά τον Απόστολον (Κολ. γ΄, 11). Αυτό το οικουμενικόν πνεύμα, το πνεύμα της Μεγάλης Εκκλησίας, είναι το πνεύμα της του Θεού Σοφίας, περιβεβλημένον πάντοτε με το διάδημα της ευπρεπείας.
Εξ άλλου, η Ιωνική διάλεκτος εχάρισεν εις ολόκληρον την ανθρωπότητα ωρισμένους από τους πολυτιμωτέρους λογοτεχνικούς θησαυρούς, καθώς ήτο η βασική γλώσσα της επικής ποιήσεως και του Ομήρου, του επιγράμματος και των πρώτων πεζογράφων της Ιωνικής λογογραφίας. «Στις όχθες του ιστορικού ποταμού Μέλη της Σμύρνης γεννιέται ο ποιητής των αιώνων Όμηρος, κι’ εκεί ατενίζουν το φως ο Βίων και ο Μίμνερμος και άλλοι λυρικοί και επικοί ποιητές. Γι’ αυτό δίκαια η Ιωνία ονομάζεται «χώρα της ποιήσεως», γράφει ο σοφός Σμυρνιός Χρήστος Σολομωνίδης (Θωμά Κοροβίνη, «Σμύρνη: Μια πόλη στη λογοτεχνία», Μεταίχμιο, Αθήνα 2005, σελ. 15).
Παράλληλος της Ιωνικής διαλέκτου είναι και η περίφημος Αττική διάλεκτος, η οποία είναι η γλώσσα της κλασσικής παιδείας δι’ όλον τον πολιτισμένον κόσμον και το θεμέλιον επί του οποίου εδράζεται τόσον ο ημέτερος ρωμαικός-ελληνικός, αλλά και ο σύγχρονος ευρωπαικός πολιτισμός.
Οι Ίωνες είναι, λοιπόν, αι θεμελιωταί του ημετέρου και κατ’ επέκτασιν του ευρωπαικού πολιτισμού και από τα βάθη των αιώνων η Σμύρνη και η πέριξ αυτής περιοχή ανεδείχθη εις λίκνον του πνεύματος. Άρρητος πνευματική ευωδία του τόπου αυτού «είναι η γλυκειά ιωνική ατμόσφαιρα, είναι η κρυφή, χαμένη θαλπωρή της μυστικής του κόσμου σάρκας… είναι η αγνή Ιωνική πνοή ενός νοσταλγημένου πολιτισμού…» (Πρόλογος Αγγέλου Σικελιανού εις την «Αιολική γη» του Ηλία Βενέζη).
Μετά τον εκχριστιανισμόν της Σμύρνης και της περιοχής της, κατά τον δεύτερον Επίσκοπον Σμύρνης Ιερόν Πολύκαρπον, «η βεβαία της πίστεως ρίζα, εξ αρχαίων καταγγελλομένη χρόνων μέχρι του νυν διαμένει και καρποφορεί εις τον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν» (Προς Φιλιππησίους, Χρίστου Κρικώνη, Αποστολικοί Πατέρες, τομ. Α΄, Θεσσαλονίκη: University Studio Press, 1995, σελ. 184). Η παράδοσις αύτη της πίστεως και της αγάπης και της ειρήνης εις την Σμύρνην, εν καιροίς ευφόροις και εν καιροίς δυσχειμέροις, άρχεται από του Ιερομάρτυρος Πολυκάρπου και εκτείνεται εις όλους τους αιώνας, μέχρι των εις ολόκληρον την Ιωνίαν κατά διαφόρους καιρούς τελειωθέντων ηρώων της πίστεως και του Γένους των Ορθοδόξων. Αυτήν την παράδοσιν περιγράφει και ο μεγάλος πεζογράφος της «Γαλήνης» και του «Νούμερο 31328» Ηλίας Βενέζης, ο Κυδωνιεύς, γράφων χαρακτηριστικώς: «είμαστε ένας αληθινά πονεμένος, πολυβασανισμένος, πολυπικραμένος λαός. Έχουμε πίσω μας, έχουμε μέσα μας και μας παρακολουθούν αυτοί οι αιώνες της ανήκουστης οδύνης μας» (Ηλία Βενέζη, Γαλήνη, «Βιβλιοπωλείον της Εστίας», Αθήνα 1971, σελ. 14-15). Και μαζί με τον Σμυρνιόν ποιητήν Γεώργιον Σεφέρην, με το όνομα του οποίου τιμάται και σήμερον οδός της πόλεως αυτής, αναπολούμεν όλοι μας κι᾿ αυτό το δειλινό: «…Περάσαμε κάβους πολλούς, πολλά νησιά, τη θάλασσα που φέρνει την άλλη θάλασσα… Δυστυχισμένες γυναίκες κάποτε με ολολυγμούς κλαίγανε τα χαμένα τους παιδιά κι άλλες αγριεμένες γύρευαν το Μεγαλέξαντρο και δόξες βυθισμένες στα βάθη της Ασίας. Αράξαμε σ’ ακρογιαλιές γεμάτες αρώματα νυχτερινά με κελαηδίσματα πουλιών, νερά που αφήνανε στα χέρια τη μνήμη μιάς μεγάλης ευτυχίας…», (Γ. Σεφέρη, Αργοναύτες, Μυθιστόρημα δ΄).
Λέγων ταύτα, δηλώ σαφώς ότι εις την διακονίαν συμπεριλαμβάνεται ασφαλώς και η προβολή της πνευματικής και πολιτιστικής κληρονομίας της Σμύρνης, η οποία εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας βιούται ως παρόν και ως φως, το οποίον μας αποκαλύπτει την «ουράνιον πραγματικότητα» παρούσαν∙ και βεβαιώνει ότι η καθημερινή βίωσις της ζωής του Κυρίου δεν περιορίζεται χρονικώς∙ δεν αποτελεί μίαν «φαντασίαν» ή μίαν «ιδέαν», ούτε μίαν ενδοκοσμικήν αναμονήν βελτιώσεως των βιοτικών συνθηκών∙ αλλά είναι εν γεγονός πραγματοποιούμενον εντός των ιστορικών συμβάντων και γεγονότων.
Εδώ εις την Σμύρνην, προ τριών αιώνων ανιδρύθη η περίπυστος Ευαγγελική Σχολή, η κορωνίς των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων της καθ’ ημάς Ανατολής. Η Ευαγγελική Σχολή ήταν «ο φωτεινός φάρος ολόκληρης της Μικρασίας, ο περίλαμπρος ναός της γνώσεως, που είχε στη μετώπη του ως έμβλημα και ως οικόσημο το «Αρχή σοφίας φόβος Κυρίου» (Θωμά Κοροβίνη, ε.α., σελ. 215). Αυτός ο φόβος του Κυρίου ήτο η κινητήριος δύναμις, η οποία ωδήγησε τους Σμυρναίους να μεγαλουργήσουν εις όλους τους τομείς, έχοντες την ευλογίαν του Κυρίου, ο οποίος επιβλέπει «επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους του» (πρβλ. Ησαίου 66, 2).
Παναγιώτατε,
Ταύτα λέγων, δηλώνω ότι η αρχομένη εν ευλογίαις και προσευχαίς όλων των παρισταμένων ορατώς και αοράτως, ιδιαιτέρως των μακαριστών γονέων μου Νικολάου και Ελένης και του πατρός αυτής, δούλου του Θεού Μιχαήλ, δι᾿ ούτινος το όνομα ενεγράφην εις την Εκκλησίαν των πρωτοτόκων, Αρχιερατική μου διακονία αληθώς εις ουδέν έτερον στοχεύει, παρά μόνον εις την σωτηρίαν των εμπεπιστευμένων εμοί ψυχών και εις την τήρησιν αρρήκτου του συνδέσμου του Αγίου Πνεύματος εν τη Μητρί Εκκλησία.
Γνωρίζω ότι ο δρόμος ανοίγεται έμπροσθέν μου δύσκολος, αλλά το τέλος είναι η συνάντησις μετά του ηγαπημένου Νυμφίου της Εκκλησίας μας, τον Οποίον εκ νεότητος επόθησα και εις Αυτόν αφιέρωσα τας ασθενείς ψυχικάς και σωματικάς μου δυνάμεις.
Ενώπιον της Σεπτής Κορυφής Σας και πάντων, ομολογώ ότι η διακονία μου η εκκλησιαστική και εδώ εις την Σμύρνην ουδέποτε θα κινηθή ως οραματιστού ανθρωπίνων επιδόσεων ή ως τυπικού ευστρόφου αξιωματούχου. Ο σεσαρκωμένος, εσταυρωμένος και αναστημένος Λόγος του Θεού θα είναι το Πρόσωπον της υπερτάτης αγάπης μου. Ο αγών των Αγίων προκατόχων μου θα δίδη τον παλμόν και τον ρυθμόν των σκιρτημάτων της καρδιάς μου. Η ψηλάφησις των μυστικών πτυχών και των αγιοπατερικών εκείνων διαστάσεων «ου βλεφάροις, αλλά καρδίας πόθω» (Μεγαλυνάριο Κυριακής του Αντιπάσχα) θα αποτελή εισχώρησιν της ταπεινότητός μου εις τα άδυτα του Ιερού Θυσιαστηρίου, διά να παρακολουθώ όχι «αγώνας στίβου», αλλά διά να ιερουργώ Ευχαριστιακήν τελετουργίαν, ένα άδολον, δηλαδή, και ατέρμονα διάλογον αγάπης με τον Κύριον και μίαν διακριτικήν προσφοράν διακονίας προς τον αδελφόν Του και αδελφόν μας, τον συνάνθρωπον. Η Αρχιερατική μου διακονία, Παναγιώτατε, θα είναι μία ποίησις όχι βεβαίως λογοτεχνική, αλλά πρωτίστως και κυρίως εκκλησιαστική, λειτουργική, κενωτική. Μία υμνωδία που θα προσφέρεται ως θυμίαμα εύοσμον, ως θυσία εις τον Θρόνον του υπερουσίου Θεού, ως προσφορά προς τον συνάνθρωπον.
Ταύτα υποσχόμενος ενώπιον Θεού και ανθρώπων, υποβάλλω άπαξ έτι ευλαβείς ευχαριστίας προς τον Αυθέντην και Δεσπότην μου, προς τους αδελφούς Ιεράρχας και προς τον λαόν του Θεού∙ ευχαριστώ θερμώς και ιδιαιτέρως τους εξ Ελλάδος και απανταχόθεν της οικουμένης απογόνους των Σμυρναίων και τα σωματεία των, οι οποίοι με τιμούν σήμερον με την παρουσίαν των. Τιμάτε, αδελφοί, και τιμώμεν όλοι μαζί την μνήμην των πατέρων μας και των προγόνων μας. Τιμώμεν την ελπίδα και την προσφορά τους. Ψηλαφώμεν… Και τι δεν ψηλαφώμεν αλήθεια; Και προσδοκώμεν όλοι μαζί «ανάστασιν νεκρών και ζωήν του μέλλοντος αιώνο ς».
Δηλώνω, τέλος, κατά τον πλέον επίσημον τρόπον ότι εν τη ασκήσει της ανατεθείσης μοι κληρουχίας ταύτης των πατέρων μας θα συνεργασθώ εν ειλικρινεία και εντιμότητι, «όλη ψυχή και διανοία», ως ο έχων τον πρώτον λόγον της τιμής, κυρίως όμως της ευθύνης και ως λόγον καλούμενος να αποδίδω παντί τω αιτούντι περί της εν εμοί ελπίδος, μετά του ήδη εκλεγένετος ως βοηθού Επισκόπου της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος και προσωρινώς εις την διάθεσιν της ελαχιστότητός μου τεθέντος Εψηφισμένου Επισκόπου Ερυθρών κυρίου Κυρίλλου και μετά του τη πρωτοβουλία της Παναγιότητός Σας ιδρυθέντος και υπό την προεδρείαν του Εντιμοτάτου κυρίου Γεωργίου Θεοδωρίδου τελούντος «Συνδέσμου……» και πάντων των μελών αυτού και της ενταύθα Ορθοδόξου Κοινότητος∙ θα συνεργασθώ μετά παντός βουλομένου οικειοθελώς, ανεπιτηδεύτως και ειλικρινώς από παντός τόπου συμπαρίστασθαι εις το ενταύθα αμιγώς εκκλησιαστικόν και λειτουργικόν και ευρύτερον απτόμενον της σωτηρίας των ορθοδόξων πιστών έργον.
Παναγιώτατε,
«Οίδα πόθεν ήλθον και που υπάγω» (Ιωάν. η΄, 14). Γνωρίζω ακόμη ότι «ελεγχθήσομαι» «εν τη ημέρα Κυρίου» «περί αμαρτίας και περί δικαιοσύνης και περί κρίσεως» (Ιωάν. ις΄, 8). Πιστεύω ακραδάντως εις τον Υιόν Θεού, Τον θεωρώ εκ δεξιών Όντα του Πατρός και αεί συνόντα και εις την ταπεινήν διακονίαν μου∙ και πιστεύω ακόμη ότι «ο άρχων του κόσμου τούτου κέκριται» (Πρβλ. Ιωάν. ις΄, 8-11). Ιδού θύρα μοι ηνέωκται∙ ιδού το στάδιον∙ ιδού ο αγών διακονίας.
Πορεύομαι ως ο Νέστωρ εν τω σταδίω τον εκκλησιαστικόν αγώνα. Εν τω αγώνι τούτω, διά των ευχών της Υμετέρας Θειοτάτης Παναγιότητος και πάντων των αδελφών, έστω μοι Κύριος, ο Θεός των πατέρων ημών, βοηθός και σκεπαστής και συναρωγός εν παντί. Αμήν.