Διαβάστε την ομιλία του Οικουμενικού Πατριάρχου, κ.κ. Βαρθολομαίου, κατά την Εξόδιον Ακολουθίαν του Αειμνήστου Πατριάρχου Σόφιας και πάσης Βουλγαρίας, Μαξίμου, στις 9 Νοεμβρίου. Ο Παναγιότατος, αφού εξέφρασε την τεράστια θλίψη του για την μεγάλη απώλεια για το σώμα της Εκκλησίας, αναφέρθηκε στο πλήθος των δοκιμασίων κατά τη 40χρονη Πρωθιεραρχική διακονία του μακαριστού Πατριάρχη.
«Μακαριώτατοι και τιμιώτατοι Προκαθήμενοι και Ιερώτατοι εκπρόσωποι των κατά τόπους αδελφών Ορθοδόξων Εκκλησιών,
Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε της Δημοκρατίας της Βουλγαρίας,
Εξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ,
Σεβασμιώτατε Μητροπολίτα Βελίκο Τύρνοβο κύριε Γρηγόριε, Αντιπρόεδρε της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Βουλγαρίας,
Πενθηφόρε Λαέ της Βουλγαρίας,
Ουδείς αναβέβηκεν εις τον ουρανόν, ει μη ο εκ του ουρανού καταβάς, ο Υιός του ανθρώπου” (Ιωάν. γ΄,13).
Μετ᾿ αισθημάτων ανθρωπίνης θλίψεως και συνοχής καρδίας προπέμπομεν σήμερον εις την αιωνιότητα πανδημεί τον μακαριστόν εν Πατριάρχαις Μάξιμον, εν μια καρδία σύνολος ο κλήρος και ο λαός.
Όμως, η ε ξ ο δ ι ο ς εν προσευχαίς προπομπή του αποιχομένου αδελφού πλησίον του Δικαίου Κριτού, του καταβάντος εκ του ουρανού ίνα ποιήση το θέλημα του πέμψαντος Αυτόν Πατρός και τελειώση Αυτού το έργον, έχει σταυροαναστάσιμον όψιν. Είναι ε ξ ο δ ο ς και συγχρόνως ε ι σ ο δ ο ς. Έξοδος εκ του φ θ α ρ τ ο υ και παρερχομένου και είσοδος εις το α ι ω ν ι ο ν και άληκτον. Αισθήματα, λοιπόν, δεδικαιολογημένης ανθρωπίνως θλίψεως διά την απώλειαν ενός τοσούτον μακροχρονίως, επί τεσσαρακονταετίαν και πλέον, προσενεγκόντος εαυτόν εις την υπηρεσίαν του λαού Πρωθιεράρχου, χαράς δε διότι μετέστη εκεί όπου “τα πάντα έστηκεν”, όπου βασιλεύει η αγάπη του Θεού, όπου “τα πάντα και εν πάσι Χριστός”. Την στιγμήν ταύτην του υστάτου επί της γης αποχαιρετισμού, τον οποίον ο Μέγας Βασίλειος χαρακτηρίζει κρίσιν, φρονούμεν ότι το κενόν το οποίον καταλείπει ο μακαριστός είναι δυσαναπλήρωτον. Ο αοίδιμος Πατριάρχης μετέστη προς τα ουράνια, μετέστη εις την μακαρίαν εκείνην πόλιν, ένθα δεν υπάρχει χειρότευκτος ναός, αλλά “Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστι και το αρνίον”, και η οποία πόλις “ου χρείαν έχει του ηλίου, ουδέ της σελήνης, ίνα φαίνωσιν αυτή· η γαρ δόξα του Θεού εφώτισεν αυτήν, και ο λύχνος αυτής το αρνίον” (Αποκ. Ιωάν. κα΄, 22-23).
Ο προκείμενος διά τελευταίαν φοράν ενώπιον ημών μακαριστός Πατριάρχης κατηύθυνε τους οίακας της Εκκλησίας Βουλγαρίας εις μίαν ιδιαιτέρως δυσχερή δι᾿ αυτήν χρονικήν περίοδον. Διήλθε πολλάς περιπετείας και δοκιμασίας κατά την παρελθούσαν τεσσαρακονταετίαν της Πρωθιεραρχικής διακονίας του. Όμως, ανταπεξήλθε γενναίως εις τας δυσχερείας με αποστολικόν θάρρος, επιμονήν και υπομονήν, με κόπους και δάκρυα, και κυρίως με πολλήν προσευχήν. Ήρθη εις το ύψος των περιστάσεων και διά της διακρινούσης αυτόν συνέσεως, σοφίας, γνώσεως καλής της ασταθείας της ανθρωπίνης φύσεως και της ματαιότητος των εγκοσμίων πραγμάτων -“μεταβληταί γαρ αι καταστάσεις του παρόντος βίου”, “ύδατα και θάλασσα” (Μεγάλου Βασιλείου, Περί του μη προσηλώσθαι τοις βιοτικοίς, και Εις την αρχήν των Παροιμιών)-, και μειλιχιότητος, λέγομεν, ηγωνίσθη ο μακαριστός Πατριάρχης ως καλός κυβερνήτης του εκκλησιαστικού σκάφους, προκειμένου να διέλθη τούτο ηνωμένον και αλώβητον την “λαίλαπα του χειμώνος και τον κλύδωνα των κυμάτων”, ως θα έλεγε προσφυώς και ο εν Αγίοις προκάτοχος ημών Γρηγόριος ο Θεολόγος, και να οδηγηθή εις τα γαλήνια ύδατα της ειρήνης του Κυρίου, προς το ανέσπερον φως της Βασιλείας του Θεού, εις κοινήν χαράν και αγαλλίασιν πάντων ημών των Ορθοδόξων. Ο Πατριάρχης Μάξιμος είχε πάντοτε ενώπιον αυτού, κατά τας πολλάς διακυμάνσεις της Πατριαρχίας του, το παράδειγμα των Αγίων και το εβίωνεν εν τη καθημερινή δραστηριότητι αυτού, “ότι ουδείς τρυφών, ουδέ κολακευόμενος των στεφάνων της υπομονής ηξιώθη, αλλά πάντες διά μεγάλων θλίψεων πυρωθέντες το δοκίμιον επεδείξαντο”· και, ακόμη, ότι “ουχ ο απορών των αναγκαίων καρτερικός, αλλ᾿ ο εν αφθονία της απολαύσεως εγκαρτερών τοις δεινοίς” (Μεγάλου Βασιλείου, Επιστολή 139, Αλεξανδρεύσι, και εις τους Αγίους Τεσσαράκοντα Μάρτυρας). Δι᾿ αυτό και επολιτεύθη καλώς εν αγάπη, εν υπομονή, εν χρηστότητι.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, το Κέντρον ενότητος και συντονισμού του Ορθοδόξου κόσμου, έπραξε παν το επ᾿ αυτώ κατά την περίοδον της πατριαρχίας του κεκοιμημένου Αδελφού, διά να συμπαρασταθή αυτόν εις τας προσπαθείας του διά την ενότητα της Εκκλησίας και την θεραπείαν του ταλανίσαντος αυτήν προ δεκαετίας και πλέον σχίσματος, διά να συνεχίση ούτος απροσκόπτως την ευθύνην της πνευματικής διακονίας των της λαχούσης αυτώ Εκκλησίας πραγμάτων. Η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, άλλωστε, απέδωκεν εν έτει 1945ω την αυτοκεφαλίαν εις την ευλογημένην και ανθούσαν σήμερον ταύτην Εκκλησίαν και εν έτει 1961ω ανύψωσεν εις την τιμήν της Πατριαρχικής αξίας τον εκάστοτε Προκαθήμενον αυτής, διά των οποίων κανονικών πράξεων ήρχισε μία φωτεινή πορεία ειρήνης, ενότητος, καταλλαγής, αγάπης. Αυτήν την πορείαν εσυνεχίσαμεν και ημείς, εργασθέντες από κοινού αδελφικώς μετά του μεταστάντος, λογιζόμενοι τούτο δίκαιον, πρόσφορον και πολλαχώς λυσιτελές διά τον Ορθόδοξον Βουλγαρικόν Λαόν, ο οποίος από ημέρας εις ημέραν εμφανίζει μείζονα προκοπήν και επάνθησιν εις την πίστιν και την ευσέβειαν. Καί σήμερον το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως πνευματική μήτηρ και αδελφή της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Βουλγαρίας, “εν τη χαρά και ταίς λύπαις”, συμμετέχει εις την θλίψιν αυτής διά την απώλειαν του αρχιποιμένος της, και εκφράζει διά της ημετέρας Μετριότητος τας θερμάς συλλυπητηρίους αυτού ευχάς προς την σεβασμίαν Ιεραρχίαν, τον κλήρον και τον λαόν, προς την πολιτικήν ηγεσίαν, και πάντες “συμπάσχομεν εαυτοίς και αλλήλοις” επί τω χωρισμώ.
Αποτίοντες τον ύστατον φόρον τιμής και αναγνωρίσεως εις τον Πατριάρχην Μάξιμον, ενούμεν τας προσευχάς ημών υπέρ αναπαύσεως της ψυχής αυτού, ειρήνης δε και ευημερίας του Βουλγαρικού Λαού και πνευματικής αυξήσεως και προόδου αυτού. Ιδιαιτέρως δεόμεθα όπως ο “εν Ιερουσαλήμ επουρανίω και μυριάσιν αγγέλων” (Εβρ. ιβ΄,22) υμνούμενος άγιος Θεός ημών φωτίση τα μέλη της Ιεραρχίας της Εκκλησίας της Βουλγαρίας όπως αναδείξωσιν άξιον διάδοχον του μακαριστού Πατριάρχου, ο οποίος θα εργασθή με σύνεσιν, ζήλον, αποστολικόν φρόνημα, αυταπάρνησιν και αγάπην διά την πνευματικήν ανόρθωσιν του λαού και διά την ενότητα της Εκκλησίας.
Αδελφοί και Πατέρες εν Κυρίω,
Η αποστολή της Εκκλησίας σήμερον είναι κεφαλαιώδης και σωτήριος διά τον λαόν. Διότι, ως πολιτεία των χριστιανών, ως κοινωνία των πιστών, διά του σπόρου της πίστεως, διά του ηρωισμού των τέκνων της, και προ παντός διά του ενεργούντος εν αυτή Αγίου Πνεύματος, μεταμορφώνει τους θεσμούς, την ζωήν, τους ανθρώπους, τους αναγεννά, τους αφθαρτοποιεί, τους ανοίγει την πύλην της αιωνιότητος. Όπως ο Λόγος του Θεού και Κύριος ημών Ιησούς Χριστός προσέλαβε χάριν ημών την ανθρωπίνην φύσιν “και κατήλθεν εκ του ουρανού” διά να την θεώση, δηλαδή “να την αναβιβάση εις τον ουρανόν”, ούτω και η Αγιωτάτη Εκκλησία της Βουλγαρίας, την οποίαν εποίμανεν επί μακρόν ο μακαριστός Πατριάρχης Μάξιμος, έστω και πτωχή και με πολλάς εισέτι πληγάς εις το σώμα της, ως χριστιανική κοινωνία και θεανθρώπινος οργανισμός, επιδρά εις τον λαόν, τον εναγκαλίζεται, τον χαροποιεί, τον αγιάζει, τον θεώνει, τον σώζει. Κατ᾿ αυτόν τον τρόπον η Ορθόδοξος Εκκλησία πλουτίζει την ιστορίαν του Βουλγαρικού Έθνους, ζωογονεί την ύπαρξίν του, δίδει προσανατολισμόν εις τον πολιτισμόν του, και είναι εις θέσιν, ως δύναμις πνευματική, να δώση ζωήν εις τα ξηρά οστά (Ιεζεκ. 471,1).
Είθε ο πλαστουργός, συντηρητής και κυβερνήτης του παντός Κύριος, του Οποίου “η κρίσις δικαία εστί”, καθότι “ου ζητεί το θέλημα Αυτού, αλλά του πέμψαντος Αυτόν Πατρός” (πρβλ. Ιωάν. ε΄ 30-31), να αποδώση εις τον κοιμηθέντα αδελφόν “κατά δικαίαν κρίσιν” τον μισθόν του καλού και φρονίμου οικονόμου της εμπιστευθείσης αυτώ αρχιερατικής χάριτος και Πατριαρχικής αξίας, η δε μνήμη του να παραμένη αιωνία ενώπιον του Εσφαγμένου Αρνίου, Ω η δόξα και το κράτος και η τιμή και η προσκύνησις και η ευλογία εις τους αιώνας των αιώνων. Αμήν».