Ιερώτατε Μητροπολίτα Θεσσαλονίκης κύριε Άνθιμε,
Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι αδελφοί,
Εντιμότατε κύριε Δήμαρχε,
Εντιμότατοι κύριοι Πρόεδρε και μέλη του Δημοτικού Συμβουλίου,
Τέκνα ημών εν Κυρίω αγαπητά,
Βαθέως συγκεκινημένοι εδέχθημεν την προσγενομένην εις την ημετέραν Μετριότητα διπλήν τιμήν, αυτήν της ανακηρύξεως εις επίτιμον δημότην της μεγαλωνύμου πόλεως της Θεσσαλονίκης άμα δε και την τιμήν της απονομής του χρυσού μεταλλίου αυτής. Την συγκίνησιν ημών καθιστά έτι μεγαλυτέραν η λαμπρά και επίσημος διά την πόλιν ημέρα της εορτής του πολιούχου και προστάτου αυτής, του μυροχεύμονος και τοις μύροις αυτού πληρούντος πάσαν την οικουμένην αγίου ενδόξου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, και της συμπιπτούσης εορτής της απελευθερώσεως αυτής, η οποία επελέγη διά την απόδοσιν της τοιαύτης τιμής εις ημάς.
Το απονεμηθέν χρυσούν κλειδίον της πόλεως κατά την πρώτην επίσκεψιν, το έτος 1997, της ημετέρας Μετριότητος ως Πατριάρχου εις την περίδοξον πόλιν της Θεσσαλονίκης, είχεν ήδη συνδέσει ημάς μετά της αγιοτόκου και αγιοφρουρήτου πόλεώς σας, τον υφιστάμε-νον όμως αυτόν σύνδεσμον ολοκληροί η αποδιδομένη σήμερον εις ημάς υψίστη τιμή. Από της σήμερον είμεθα ως επίτιμος δημότης της Θεσσαλονίκης εις εξ υμών και χαίρομεν διά τούτο μεγάλως και υπερηφανευόμεθα και ευχαριστούμεν θερμώς.
Αντιλαμβανόμεθα βεβαίως την τοιαύτην τιμήν ουχί μόνον ως προσωπικήν αλλά ως αντανακλώσαν εις τον ιερώτατον θεσμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου τον οποίον ημείς εκπροσωπούμεν και μετά του οποίου η Θεσσαλονίκη αρρήκτως συνδέεται παλαιόθεν ουχί μόνον κανονικώς αλλά και ιστορικώς και ουσιαστικώς διά της κοινής ιστορικής πορείας πολλών αιώνων και διά του έργου και της προσφοράς πλείστων όσων σημαντικών προσωπικοτήτων κοινών και διά τας δύο πόλεις, αυτήν και την Κωνσταντινούπολιν.
Ήδη από του τετάρτου αιώνος λαμπρύνει τον θρόνον της Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας εις Θεσσαλονικεύς, ο άγιος Παύλος ο ομολογητής, ο συναγωνιστής και συνόμιλος του Μεγάλου Αθανασίου. Καί η Κωνσταντινούπολις όμως δεν υστερεί. Προσφέρει εις την Θεσσαλονίκην, κλυδωνιζομένην και αυτήν υπό της Εικονομαχίας, έτερον ομολογητήν, τον άγιον αρχιεπίσκοπον αυτής Ιωσήφ τον Στουδίτην, αδελφόν του περιφήμου ηγουμένου της Μονής του Στουδίου. Θα ακολουθήσουν οι Θεσσαλονικείς αυτάδελφοι άγιοι Κύριλλος και Μεθόδιος, οι οποίοι θα επιλεγούν υπό του μεγάλου Πατριάρχου Φωτίου διά να φωτίσουν τους Σλαβικούς λαούς και να μεταλαμπαδεύσουν εις αυτούς τον βυζαντινόν πολιτισμόν μετ? απολύτου σεβασμού προς την ιδιοπροσωπίαν αυτών.
Εις την πνευματικήν ταύτην άλυσιν την συνδέουσαν τας δύο πόλεις αναρίθμητοι είναι οι χρυσοί αυτής κρίκοι, εν οις οι εκ Κωνσταντινουπόλεως ορμώμενοι αρχιεπίσκοποι Θεσσαλονίκης Ευστάθιος, ο εξέχων φιλόλογος και λόγιος, Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο φιλόσοφος και υπέρμαχος του Ησυχασμού, Συμεών ο μυσταγωγός και μέγας ερμηνευτής της θείας Λειτουργίας και των συμβόλων της θείας Λατρείας, αλλά και οι εν Θεσσαλονίκη γεννηθέντες και εις την βασιλίδα των Πόλεων διαπρέψαντες Νικόλαος ο Καβάσιλας, ο αστρονόμος και φιλόσοφος, και οι Πατριάρχαι Κωνσταντινουπόλεως Ισίδωρος και Φιλόθεος ο Κόκκινος, οι κλείσαντες τον Οικουμενικόν Θρόνον ομού μετά πλείστων άλλων κατά τους νεωτέρους χρόνους, μεταξύ των οποίων και ο πολύς μητροπολίτης Θεσσαλονίκης και εν συνεχεία Οικουμενικός Πατριάρχης Ιωακείμ ο Γ/, αλλά και ο εκ Κωνσταντινουπόλεως καταγόμενος ιδιοφυής μαθηματικός Κωνσταντίνος Καραθεοδωρής, εκ των θεμελιωτών του Πανεπιστημίου της Θεσσαλονίκης.
Θεσσαλονίκη και Κωνσταντινούπολις συνεπορεύθησαν επί αιώνας ηνωμέναι διά της κοινής ιστορίας, διά του κοινού πολιτισμού και διά της κοινής πίστεως, η οποία και τα μέγιστα συνέβαλεν ουχί μόνον εις την ανάπτυξιν και εμβάθυνσιν των μεταξύ των δύο πόλεων σχέσεων αλλά και εις την ύπαρξιν κοινών οραματισμών. Ιστορία, πολιτισμός και πίστις αποτελούν τας τρεις συνιστώσας του προσώπου και της ταυτότητος των δύο πόλεων, ουχί ως απολίθωμα του παρελθόντος ανήκον εις τας προθήκας των μουσείων αλλ? ως ζώσαν και δρώσαν πραγματικότητα συνεχίζουσαν και σήμερον, παρά τας επισυμβάσας εξελίξεις, να εμπνέη και να καθοδηγή τους ανθρώπους. Ουδείς δύναται να εξαλείψη την ιστορίαν, ουδείς δύναται να παραγνωρίση την πολιτιστικήν προσφοράν, ουδείς δύναται να αγνοήση την πίστιν, ουδείς όμως δύναται να αμφισβητήση και τον οικουμενικόν προσανατολισμόν πάντων τούτων ο οποίος τα χαρακτηρίζει.
Η ιστορία δεν εξαλείφεται, διότι είναι ταυτόσημος με το όνομά των. Η πολιτιστική προσφορά των δεν παραγνωρίζεται, διότι «και οι λίθοι κεκράξονται» περί αυτής. Η πίστις δεν αγνοείται, διότι αύτη υπήρξε και υπάρχει η κινητήριος δύναμις των ανθρώπων των, η πηγή εμπνεύσεως του πολιτισμού των, η ενθαρρύνασα και συντηρήσασα αυτούς εις τας δυσχειμέρους στιγμάς της ιστορίας αυτών. Θεομητοροσκέπαστος η Κωνσταντινούπολις, αγιοφρούρητος η Θεσσαλονίκη. Η παρουσία του αγίου μεγαλομάρτυρος Δημητρίου, διαρκής και εμφανεστάτη, μαρτυρείται υπό πάντων αδιακρίτως και καθορίζει την πορείαν της προσφιλεστάτης αυτώ πόλεως εις τας λεωφόρους της ιστορίας, χωρίς όμως να στερή της προστασίας αυτού και την οικουμένην, η οποία προσβλέπει προς αυτόν ως «υπέρμαχον της οικουμένης».
Η οικουμενική αυτού τιμή προσδιορίζει και τον οικουμενικόν χαρακτήρα της πόλεως του Μυροβλύτου, ο οποίος ουδέποτε ηλλοιώθη. Διά τούτο και η Θεσσαλονίκη δεν έπαυσε ποτέ να αποτελή πόλον έλξεως δι’ άπαντας και σημείον αναφοράς διά πολλούς. Δεν έπαυσε ποτέ να προσελκύη διά του πλούτου των πνευματικών θησαυρών της και του κάλλους της θέσεως και της φύσεώς της. Δεν έπαυσε ποτέ να αναπαύη τους πάντας διά της φιλοξένου διαθέσεως και ευγενείας των πολιτών αυτής. Δεν έπαυσε ποτέ να προσφέρη φιλοφρόνως τα γενναιόδωρα αισθήματα της καρδίας της εις όσους την πλησιάζουν και να ίσταται αρωγός όσων έχουν ανάγκην.
Μιάς τοιαύτης πόλεως με αξιοθαύμαστον παρελθόν και αξιοζήλευτον μέλλον οι πάντες θα επεδίωκον να είναι δημόται• ημείς έχομεν από σήμερον αυτήν την μεγίστην τιμήν. Καί διά τούτο επιθυμούμεν να εκφράσωμεν διά μίαν εισέτι φοράν τας ολοκαρδίους ευχαριστίας ημών προς τον εντιμότατον Δήμαρχον της Θεσσαλονίκης κύριον Ιωάννην Μπουτάρην, τον Πρόεδρον και το περί αυτόν Δημοτικόν Συμβούλιον. Παρακαλούμεν δε τον κ. Δήμαρχον όπως διαβιβάση προς άπαντας τους Θεσσαλονικείς και από της σήμερον συνδημότας ημών την ευχαριστίαν μας διά την θερμήν υποδοχήν την οποίαν μας επεφύλαξαν κατά τας ημέρας της επισκέψεως και παραμονής ημών εις την πόλιν και διά τας ειλικρινείς και αυθορμήτους εκδηλώσεις σεβασμού και τιμής προς ημάς.
Ανταποδί-δομεν ολοψύχως εις τον σεβασμόν των την αγάπην και την στοργήν της Μητρός Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας και επιδαψιλεύομεν υμίν διά την προσγενομένην τιμήν την πατρικήν και Πατριαρχικήν ημών ευλογίαν. Ευχόμεθα δε η χάρις του Θεού να καθοδηγή πάντας υμάς εις έργα αντάξια της ιστορίας και του ονόματος της Θεσσαλονίκης, εις έργα ειρήνης και προόδου διασφαλίζοντα την ελευθερίαν και αγαστήν συνεργασίαν μετά πάντων διά την ευημερίαν των ανθρώπων.