Στην ομιλία του, ο Οικουμενικός Πατριάρχης, κ.κ. Βαρθολομαίος, κατά την Εξόδιο Ακολουθία του Πατριάρχου Αντιοχείας, κυρού Ιγνατίου Δ’, στην Βηρυττό, την Κυριακή 9 Δεκεμβρίου, εξήρε την προσωπικότητα και τη γνήσια αγάπη προς το ποίμνιο του μακαριστού Πατριάρχου και τόνισε την ανάγκη ανάδειξης ενός αντάξιου διαδόχου, ο οποίος θα βαδίσει στα ίχνη του και θα τηρήσει αλώβητες της παρακαταθήκες του προκατόχου του.
Διαβάστε εδώ ολόκληρη την ομιλία Οικουμενικού Πατριάρχη και δείτε το σχετικό βίντεο...
“Μακαριώτατοι και τιμιώτατοι αδελφοί Προκαθήμενοι και αγαπητοί εκπρόσωποι των Αγίων κατά τόπους Ορθοδόξων Αυτοκεφάλων Εκκλησιών,
Εξοχώτατε κύριε Πρόεδρε,
Σεβασμιώτατε Τοποτηρητά του Πατριαρχικού Θρόνου της Εκκλησίας της Αντιοχείας,
Ιερώτατοι αδελφοί Αρχιερείς, μέλη της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Αντιοχείας,
Πατέρες, Αδελφοί και Τέκνα εν Κυρίω,
“Μνήμη δικαίων μετ᾿ εγκωμίων[…], ευλογία Κυρίου επί κεφαλήν δικαίου” (Παροιμ. ι΄,7 και 22). Λυπούμενοι ουχί ως οι λοιποί οι μη έχοντες ελπίδα, αλλά μετά συνοχής καρδίας, τελούμεν σήμερον πανδημεί την εξόδιον ακολουθίαν του μακαριστού αδελφού και συλλειτουργού ημών, υμετέρου δε πνευματικού πατρός γενομένου Πατριάρχου Αντιοχείας κυρού Ιγνατίου, συμμετέχοντες εν μια καρδία άπας ο κλήρος και ο λαός, επιλέγοντες μετά του Παροιμιαστού “μακάριος άνθρωπος, ος εύρε σοφίαν, και θνητός, ος είδε φρόνησιν” (Παροιμ. γ΄ 13).
Όμως η εξόδιος αύτη ακολουθία έχει συγχρόνως σταυροαναστάσιμον χαρακτήρα. Κατά την στιγμήν ταύτην του υστάτου αποχαιρετισμού και αδελφικού εν Χριστώ ασπασμού προς τον μακαριστόν Πατριάρχην αισθήματα δεδικαιολογημένης θλίψεως ανθρωπίνης, αλλά και συγκεκρατημένης χαράς διακατέχουν ημάς. Θλίψεως διά την απώλειαν και τον απορφανισμόν από ενός τοσούτον προσφιλούς αδελφού ημών, ο οποίος εκόσμησεν επί δεκαετίας την κορυφήν του πρεσβυγενούς τούτου Πατριαρχείου, και διά το δυσαναπλήρωτον κενόν, το οποίον ούτος καταλιμπάνει, εις μίαν περίοδον κρίσιμον διά τον εν Συρία και εν τη Χώρα ταύτη Λαόν, μάλιστα δε διά το προσφιλές αυτού Ορθόδοξον ποίμνιον.
Η προσωπικότης του Πατριάρχου Ιγνατίου και η γνησία αγάπη αυτού διά τον λαόν ενεψύχουν πάντας πνευματικώς και ηθικώς, διότι εβλέπομεν εις αυτόν την ενσάρκωσιν της αρετής και συγχρόνως του θάρρους και της Ορθοδόξου γενναιότητος, ότι η εν Χριστώ άρρητος ζωή δεν είναι ουτοπία, δεν είναι “βουλή την οποίαν βουλεύονται οι άνθρωποι και διασκεδάζει ο Κύριος” (πρβλ. Ησ. η΄,10), αλλά μία απτή πραγματικότης. Διά τούτο ο αγιώτατος αδελφός ημών κατείχε πάντοτε την πρώτην θέσιν εν τη καρδία των πιστών αδελφών και του λαού της δικαιοδοσίας της Εκκλησίας ταύτης, Ορθοδόξου, ετεροδόξου και ετέρων θεωριών και διδασκαλιών, τέκνων του ενός παντοκράτορος Θεού, του “κτίστου και δημιουργού των απάντων” (Ευχή των Κατηχουμένων Θείας Λειτουργίας των Προηγιασμένων).
Συγχρόνως, όμως, κατά την στιγμήν ταύτην αισθανόμεθα βαθείαν πνευματικήν χαράν, διότι η Αγιωτάτη Εκκλησία της Αντιοχείας και το πλήρωμα αυτής αποκτούν εις τον ουρανόν ένα έτι θερμόν πρέσβυν και μεσίτην, ενώπιον του Θρόνου του Κυρίου, διότι ο εκλεκτός Αυτού δεν εκοπίασεν εις κενόν (Ησ. ξε΄,23).
Ο προσφιλής αδελφός και συλλειτουργός ημών μετέβη εις τον ουρανόν διά να συνεχίση εκεί την ακατάπαυστον τέλεσιν της θείας μυσταγωγίας, την οποίαν τοσούτον ηγάπησεν ενταύθα και ως κόρην οφθαλμού διεφύλαττεν εμπράκτως, όσον επέτρεπον αυτώ αι σωματικαί του δυνάμεις. Νυν το ασθενές σαρκίον δεν εμποδίζει αυτόν εις την αέναον θείαν ιερουργίαν, αλλά ελεύθερος του βάρους της θνητότητος και της φθοράς μυσταγωγείται υπό του ιδίου του Κυρίου εις την μακαρίαν εκείνην πόλιν, ένθα “Κύριος ο Θεός ο παντοκράτωρ ναός αυτής εστι, και το αρνίον” (Αποκ. κα΄, 22-23). Ήδη ευρίσκεται εν Ιερουσαλήμ επουρανίω, και μυριάσιν αγγέλων” (Εβρ. ιβ΄, 22), “βασιλεί τω μεγάλω παριστάμενος και του εκείθεν φωτός πληρούμενος”, ως λέγει ο εκ των προκατόχων ημών εν τω Θρόνω της Κωνσταντινουπόλεως Άγιος Γρηγόριος ο Θεολόγος περί του αδελφού του Καισαρίου.
Η αφοσίωσις του Πατριάρχου εις την λειτουργικήν ζωήν και η τέλεσις της Θείας Ευχαριστίας, παρά τας δυσχερείας τας οποίας συχνάκις δημιουργούν αι ευθύναι του Πατριαρχικού αξιώματος, ήσαν εν χαρακτηριστικόν του βίου αυτού, το οποίον ηκολούθει αυτόν έως τέλους. Αληθώς ήτο ο κόσμος αυτού, όστις είλκυε πάντας, και η Εκκλησία Αντιοχείας δύναται να καυχάται σήμερον διότι εποίμανεν αυτήν εν τοιούτον πνευματικόν ανάστημα. Ήτο το σέμνωμα και εγκαλλώπισμα της Ιεραρχίας, με διορθόδοξον φήμην και εργασίαν, και αληθής ευλογία Θεού διά το πολύπαθον Σώμα Του, το οποίον υπηρέτησε πλήρης αυταπαρνήσεως και ανιδιοτελείας και εν σεβασμώ απολύτω προς το συνοδικόν σύστημα της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας. Γαλήνιος, νήφων, μετ᾿ ελπίδος εις την Χάριν και το Έλεος του Θεού και χριστιανικής αξιοπρεπείας, αντιμετώπισε την ασθένειαν της σαρκός και του γήρατος και παρέδωκε την ψυχήν του εις τον Χριστόν, τον Οποίον εκ νεότητος ηγάπησε και διηκόνησεν εις το πρόσωπον των αδελφών του ως εκκλησιαστικός ανήρ και ποιμήν.
Ο μακαριστός Πατριάρχης Αντιοχείας διηκόνησε και εποίμανε την Αγιωτάτην Εκκλησίαν της Αντιοχείας εν μια ιδιαιτέρως δυσχειμέρω περιόδω. Καθ᾿ όλην όμως την περίοδον ταύτην ανταπεξήλθεν επαξίως εις όλας τας δυσχερείας και έδωκε μίαν μαρτυρίαν ταπεινώσεως, αγάπης, θυσίας, τιμιότητος και δικαιοσύνης. Αντιμετώπισεν όλα τα δεινά, τα οποία επέπεσον, ιδιαιτέρως κατά τα τελευταία έτη της ζωής αυτού, εις την Εκκλησίαν και τον αγαπητόν εν Λιβάνω και εν Συρία λαόν, με τρόπον ευαγγελικόν και ήθος υψηλόν, εβίωσε τα παθήματα του λαού ως ιδικά του και υπήρξεν η παρηγορία του. Ήρθη εις το ύψος των περιστάσεων και εκράτησεν αλώβητον το κύρος της Εκκλησίας τόσον εις τον λαόν της, όσον και εις παν καλοπροαίρετον μέλος της διεθνούς κοινότητος. Ο μακαριστός Πατριάρχης, γνήσιος εκφραστής της Αυτοαληθείας, του Κυρίου και Θεού ημών Ιησού Χριστού, απέδειξεν ότι η Εκκλησία δεν περιορίζεται εντός των στενών εθνικών ορίων, αλλά εναγκαλίζεται πάντα άνθρωπον και μοχθεί διά την επικράτησιν της ειρήνης, της δικαιοσύνης και της αγάπης και της καταλλαγής μεταξύ όλων των ανθρώπων και ότι η Εκκλησία είναι η αληθινή πηγή παραμυθίας του λαού. Είναι αυτή η οποία δεν τον εγκαταλείπει εις τας θλίψεις του, δεν διαψεύδει τας ελπίδας και προσδοκίας του, διότι αρχηγός της είναι ο ίδιος ο Κύριος, τον οποίον τοσούτον ηγάπησεν ο μακαριστός Πατριάρχης και μετ’ Αυτού παρέμενε πάντοτε ηνωμένος διά της προσευχής, διακηρύσσων με το θάρρος της γνώμης του προς την παγκόσμιον κοινήν γνώμην προς πάσαν κατεύθυνσιν ότι “ανδρείος εν ασεβείαις συκοφαντεί πτωχούς” (Παροιμ. κη΄, 3), εκφράζων τοιουτοτρόπως μίαν πραγματικότητα. Εμόχθησε διά τον λαόν, έζησεν ως εις απλούς πιστός, με λιτότητα και άκραν εγκράτειαν, ηγωνίσθη όλαις δυνάμεσι διά την ανακούφισίν του, διά την προστασίαν του, διά την επίλυσιν των ζωτικών προβλημάτων του με τρόπον δίκαιον και βιώσιμον. Όλοι όσοι έσχομεν το προνόμιον να γνωρίσωμεν εκ του σύνεγγυς τον μακαριστόν Πατριάρχην Ιγνάτιον εθαυμάσαμεν την σεμνότητα και το θάρρος του, τον εν πτωχεία πλούτον του, την εν νηστεία τρυφήν του, την εν σιωπή πολλάκις και προσευχή ευγλωττίαν του, τον στεντόρειον λόγον του οσάκις έκρινεν ο ίδιος σκόπιμον και την μέριμνάν του “περί ονόματος, αυτό γαρ σοι διαμενεί ή χίλιοι μεγάλοι θησαυροί χρυσίου” (Σοφ. Σειράχ μα΄,12). Πράος, ταπεινός και ειρηνικός, ανεδείχθη υπόδειγμα βίου δι᾿ όλον τον λαόν. Ο Κύριος κατά την αψευδή υπόσχεσίν Του επέβλεψεν “επί τον ταπεινόν και ησύχιον και τρέμοντα τους λόγους” (Ησ. μς΄, 2) Αυτού και εχαρίτωσε τον μακαριστόν Πατριάρχην διά πολλών χαρισμάτων, καταστήσας αυτόν πηγήν ανακουφίσεως πνευματικής, αγιασμού και ευλογίας διά την Εκκλησίαν Του. Περί αυτού ίσχυον οι λόγοι του προκατόχου ημών εν τω Πατριαρχικώ Θρόνω Κωνσταντινουπόλεως Ιερού Χρυσοστόμου διά τον Άγιον Μελέτιον, Πατριάρχην Αντιοχείας: “Ου διδάσκων μόνον, ουδέ φθεγγόμενος, αλλά και ορώμενος απλώς, ικανός ην άπασαν αρετής διδασκαλίαν εις την των ορώντων ψυχήν εισαγαγείν”.
Η Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως, ως αδελφή φιλόστοργος της Αντιοχειανής Εκκλησίας, συμμετέχει εις την θλίψιν αυτής διά την απώλειαν ενός αληθώς πνευματοφόρου ανδρός και εκλεκτού ποιμένος, του οποίου ο φάρυγξ εμελέτησεν αλήθειαν, ήσαν δε εβδελυγμένα εις αυτόν χείλη ψευδή” (πρβλ. Παροιμ. η΄ 7) και ο οποίος επί τοσαύτα έτη καθωδήγησε το πολυπαθές αυτής ποίμνιον εις νομάς σωτηρίους, εις την οδόν του Κυρίου και του αγίου θελήματός Του. Εκφράζομεν τας θερμάς συλλυπητηρίους ημών ευχάς προς άπαντα τα μέλη της Ιεράς Συνόδου και τον λαόν της Αγιωτάτης Εκκλησίας της Αντιοχείας, τον εν Συρία και εν Λιβάνω.
Θεωρούμεν χρέος της ημετέρας Μετριότητος κατά την στιγμήν ταύτην του υστάτου ασπασμού προς τον αγιώτατον αδελφόν ημών, τον οποίον θα προσφέρωμεν εντός ολίγου άπαντες, να ενώσωμεν και ημείς τας διαπύρους ημών ευχάς μετά τας ιδικάς του θεοπειθείς ευχάς υπέρ της ειρήνης του εκλεκτού λαού της Εκκλησίας ταύτης και όλης της ευαισθήτου ταύτης περιοχής της Μέσης Ανατολής. Απευθύνομεν εις τον Θεόν θερμήν δέησιν και προσευχήν να φωτίση τους κοσμοκράτορας και ισχυρούς της γης, ώστε η επίλυσις των προβλημάτων της ευρυτέρας περιοχής ταύτης να γίνη μετά δικαιοσύνης και σεβασμού εις την ιστορίαν των λαών και φυλών αυτής, εν τη αγάπη πάντοτε του ενός Θεού, καθότι “αίσθησις δικαίων εύοδος· εν αγαθοίς δικαίων κατώρθωσε πόλις, στόμασι δε ασεβών κατεσκάφη” (Παροιμ. ια΄ 9-11). Θεωρούμεν ασφαλώς χρέος της παγκοσμίου κοινότητος την διαφύλαξιν και προστασίαν της ανθρωπίνης κυρίως και πρωτίστως ζωής, και είτα των πνευματικών και ιστορικών κέντρων και εθνικών και θρησκευτικών μνημείων του ευρυτέρου τούτου χώρου, ένθα επάτησαν οι άχραντοι πόδες του “Αχωρήτου” Κυρίου, της “Χώρας των Ζώντων”, των περικαλλών αρχαίων Ναών και Μονών και λοιπών θρησκευτικών χώρων λατρείας, τα οποία η ευσέβεια και η πίστις ανήγειρεν ανά τους αιώνας ως διαχρονικά μνημεία πιστότητος και αγάπης προς τον Θεόν των όλων. Μετά βαθυτάτης θλίψεως πληροφορούμεθα εκ των μέσων γενικής ενημερώσεως ότι καταστρέφωνται κατά την σύγχρονον ταύτην εποχήν, εις την οποίαν πάντες ομιλούν διά τον σεβασμόν των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, όσα μετά μυρίων κόπων έκτισαν οι μεγάλοι Άγιοι, οι ευσεβέστατοι άρχοντες και οι πιστότατοι προπάτορες αυτού του λαού, γεγονός διά το οποίον ιδιαιτέρως εθλίβετο και εστενοχωρείτο, ως γνωρίζομεν, και ο μακαριστός Πατριάρχης. Αληθώς “μνήμη δικαίου μετ᾿ εγκωμίων”, Σοί δε, μακαριστέ αδελφέ Πατριάρχα Αντιοχείας, “αρκέσει η μαρτυρία” του λαού σου, και νυν όψει “τω φωτί εν αληθεία”, τω Κυρίω καθώς εστιν, τω κραταιώ και δυνατώ και παντοδυνάμω και έχοντι εξουσίαν ζωής και θανάτου.
Ευχόμεθα ο πανάγαθος Θεός να δεχθή τας μεσιτείας αυτού και πάντων ημών κατά την στιγμήν ταύτην της παρουσίας του ενώπιον του Θρόνου Του, να παύση τας καταστροφάς, να χαρίση ειρηνικήν κατάστασιν και να διασώση την ζωήν και την ειρήνην του συνανθρώπου -ανεξαρτήτως δόγματος ή θρησκευτικής πεποιθήσεως ή φυλής ή εθνικότητος-. Διαπύρως δεόμεθα, μετά του προκοιμηθέντος Πατριάρχου, ίνα διαφυλάττη αυτόν τον λαόν, ο οποίος μετά συγκινήσεως και συντριβής καρδίας αποχαιρετά σήμερον τον Πατριάρχην του και αναμένει μετ᾿ ελπίδος την συνάντησιν αυτού εις την ανέσπερον βασιλείαν της άνω Ιερουσαλήμ, από πάσης ορατής και αοράτου επιβουλής. Εκ καρδίας ευχόμεθα επίσης ίνα διατηρή το φρόνημα αυτού υψηλόν, αδούλωτον και μαρτυρικόν, ως θέλει τούτο η μακραίων παράδοσις αυτού, αλλά και οι θυσιαστικοί αγώνες αυτού διά την ελευθερίαν.
Ιδιαιτέρως δεόμεθα όπως ο Θεός φωτίση άπαντα τα μέλη της προσφιλούς Ιεραρχίας της Εκκλησίας διά να αναδείξουν ένα αντάξιον διάδοχον του μακαριστού Πατριάρχου, ο οποίος θα βαδίση επί τα ίχνη των ποδών αυτού και θα συνεχίση το έργον του, φυλάττων τας παρακαταθήκας του και ζωντανήν πάντοτε την μνήμην του μακαρίου ανδρός. Ευχόμεθα από τούδε οι ποιμαίνοντες την Αγιωτάτην Εκκλησίαν της Αντιοχείας να ρυθμίζουν την ζωήν των και να κατοπτρίζωνται πάντοτε εις το φωτεινόν παράδειγμα του μεταστάντος Πρωθιεράρχου, διότι “κάτοπτρόν εστι πνευματικόν η των αγαθών ανδρών μνήμη και της μακαρίας ζωής αυτών ιστορία”, κατά τον μέγαν της Εκκλησίας ημών Πατέρα Ιωάννην τον Χρυσόστομον.
Είθε ο πολυέλεος Θεός ημών να αποδώση εις τον κοιμηθέντα εν Κυρίω αδελφόν και συλλειτουργόν ημών τον μισθόν του καλού και φρονίμου οικονόμου της εμπεπιστευμένης αρχιερατικής χάριτος, ότι “παρ’ Αυτώ πηγή ζωής και εν τω φωτί Αυτού οψόμεθα φως” (πρβλ. Ψαλμ. λε΄,10), η δε μνήμη του να παραμένη αιωνία ενώπιον του δικαίου Κριτού.
Παρακαλούμεν τον μακαριστόν αδελφόν ημών εκ καρδίας να δέεται διηνεκώς όπως τα εν τη ευλογημένη πρεσβυγενεί Εκκλησία ταύτη τέκνα του μένουν αμετακίνητα εν οις έμαθον και επιστώθησαν (Β´ Τιμ. γ΄, 14) παρ᾿ αυτού και ίνα αξιωθώμεν άπαντες του θείου Ελέους και αναφαιρέτου αγιασμού, εν Χριστώ Ιησού τω Κυρίω ημών, Ω η δόξα και το κράτος και η σοφία και η ζωή και η ανάστασις εις τους απεράντους αιώνας των αιώνων. Αμήν”.
{youtube}VG4n1bCnUu8{/youtube}