Από τον Αριστείδη Πανώτη
Μια συνάντηση που άργησε 525 χρόνια. Άρχοντα Ιερομνήμονα της Μ.τ.Χ.Ε. και ιστορικό της Εκκλησίας!
Πριν λίγες ημέρες συμπληρώθηκε μισός αιώνας από τη Πρώτη Συνάντηση Πάπα και Πατριάρχη στα Ιεροσόλυμα στις 5 και 6 Ιανουαρίου 1964.
Η τελευταία συνάντηση των πρωθιεραρχών της λατινικής Δύσης και της ελληνικής Ανατολής, συνέβη στη Φλωρεντία πριν 525 χρόνια μεταξύ του πάπα της Ρώμης Ευγενίου Δ΄ και του πατριάρχη Κων/πόλεως Ιωσήφ Β΄. Κατά την περίοδο της β΄ χιλιετίας της Εκκλησίας οι σχέσεις μεταξύ των Εκκλησιών της Ρώμης και της Κων/πόλεως είχαν αρνητικά φορτιστεί από πολλά γεγονότα και από οξύτατους πολεμικούς αντίλογους. Για να επικρατήσει και πάλι το κλίμα συμφιλιώσεως χρειάζονταν ρηξικέλευθες πρωτοβουλίες από φωτισμένους και τολμηρούς ταγούς της Εκκλησίας που συνειδητοποιούσαν την κοινή κληρονομιά και το χρέος να στηρίξουν την επανάκτηση της αδελφότητας μέσα στη Μία Εκκλησία.
Στις 21 Σεπτεμβρίου 1963 ο πάπας Παύλος Στ΄ γνωστοποίησε την απόφασή του για προσκύνημα στους Αγίους Τόπους. Η είδηση έκανε το γύρο του κόσμου και ο πατριάρχης Αθηναγόρας όταν ερωτήθηκε δήλωσε πως: «Αν ο Πάπας μας αναγγείλει επίσημα την απόφασή του θα προσκληθεί ζωηρό το ενδιαφέρον μας για αυτήν». Στη σκέψη του η μακρά ποιμαντική εμπειρία του σε χώρους διχασμών είχε εδραιώσει ένα «βίωμα ενότητας», το οποίο συναντήθηκε με το Πανορθόδοξο αίτημα (26-30/9/1963) για ένα Διάλογο «επί ίσοις όροις». Αυτό μεταφέρθηκε στο Βατικανό και έγινε αποδεκτό από τον Πάπα. Αποστέλλεται στο Φανάρι ο π. Πέτρο Ντυπρέ για να ενημερώσει τον Πατριάρχη. Η πλειονότητα των Ορθοδόξων Εκκλησιών συμφωνεί για την συνάντηση, πλην δύο! Διαφωνούν η Ρωσική και η Ελλαδική Εκκλησία, η κάθε μία για διαφορετικούς λόγους. Η πρώτη βρίσκεται υπό σοβιετικό έλεγχο και από το 1948 επιχειρεί να υποκαταστήσει το Οικουμενικό Πατριαρχείο στοχεύοντας σε μια «Κόμιντερ της Ορθόδοξης». Η δεύτερη έχει ήδη βραχυκυκλωθεί από «Ηρακλείδες της Ορθοδοξίας»!
Στις 4 Ιανουαρίου 1964 ο πάπας Παύλος Στ΄ φθάνει στις 5 μ.μ. στα Ιεροσόλυμα μέσω Αμμάν της Ιορδανίας. Όταν ανέρχεται στο Γολγοθά ο Αγιοταφίτης φύλακάς του π. Δανιήλ του προσφέρει λαμπάδα και την ανάβει και προσεύχεται, πρηνής στο σημείο πήξεως του Σταυρού. Όταν εγείρεται αγκαλιάζει τον π. Δανιήλ και του λέγει γαλλικά: «Ευχαριστώ Έλληνες που φυλάξατε δια μέσου τόσων αιώνων αυτόν τον γλυκύτερο τόπο του κόσμου»!
Την Κυριακή Προ των Φώτων, 5 Ιανουαρίου 1964, φθάνει στα Ιεροσόλυμα με τη συνοδεία του μέσω Ρόδου και Αμμάν και ο πατριάρχης Αθηναγόρας. Προσκυνά στον Πανάγιο Τάφο και ανέρχεται στο Ελληνορθόδοξο Πατριαρχείο. Στις 9 μ.μ. μεταβαίνει στο κτήριο της παπικής αντιπροσωπείας και εκεί τον υποδέχθηκε με δάκρυα στα μάτια ο πάπας Παύλος Στ΄! Και οι δύο ανοίγουν αυθόρμητα τις αγκαλιές τους και δίνουν τον εν Χριστώ ασπασμό! Οι παριστάμενοι κλαίνε και ριγούν. Σε λίγο οι δύο προχωρούν στην επίσημη αίθουσα υποδοχής όπου είναι τοποθετημένοι δύο ισοϋψείς θρόνοι. Στην αριστερή πλευρά κάθισε ο Πάπας και πρόσφερε την δεξιά τιμητική θέση στον Πατριάρχη. Παρέμειναν εκεί αρχικά κεκλεισμένων των θυρών μόνοι επί 14 λεπτά. Όπως μου διηγήθηκε αργότερα ο Πατριάρχης, ο Πάπας με αγάπη και ταπείνωση εξέφρασε την αγαλλίασή του για εκείνη τη στιγμή και πρόσθεσε πως δεν πρέπει τα θλιβερά περιστατικά του παρελθόντος να δεσμεύουν τη πορεία προς τα εμπρός της Εκκλησίας. Ο Πατριάρχης ευχαρίστησε τον Πάπα για τις σκέψεις του και τόνισε την απόλυτη συμφωνία του για την εφαρμογή ενός κοινού προγράμματος προς αναθέρμανση της πληγωμένης αγάπης από τις εκατέρωθεν πολεμικές και τις πολλές παρερμηνείες της κοινής πίστεως.
Ακολούθως έγιναν οι συστάσεις των ακολουθιών τους και η προσφώνηση του Πατριάρχη ελληνικά. Αυτή επισήμανε πως η νύκτα της διαιρέσεως πρέπει να παρέλθει και να ανατείλει η Ημέρα της αρχαίας ενότητας με την αναζήτηση νέων τρόπων γεφυρώσεως του χάσματος της διαιρέσεως. Μετά άρχισε η ανάγνωση της «αρχιερατικής προσευχής» του Ιησού. (Ιωάννη κεφ.17) ελληνικά και λατινικά που έκλεισε με την από κοινού απαγγελία της Κυριακής προσευχής, δηλαδή του «Πάτερ ημών». Τέλος, ο Πάπας πρόσφερε στον Πατριάρχη Ευχαριστιακά σκεύη και μέσα σε θερμές εκδηλώσεις ιεραρχών, πρεσβευτών και δημοσιογράφων που παρέστησαν, έληξε η πρώτη Συνάντηση Πάπα και Πατριάρχη.
Στις 9.50 π.μ. της 6 Ιανουαρίου, εορτή των Θεοφανείων, ο Παύλος Στ΄ ανταπέδωσε την επίσκεψη του στο κατάλυμα του Πατριάρχη. Αντήλλαξαν και πάλι σαν παλαιοί γνώριμοι ένθερμα τον εν Χριστὠ ασπασμό και συνομίλησαν και πάλι μόνοι. Αναλογίστηκαν τις δυσκολίες για την άρση των παρεξηγήσεων και συμφώνησαν να βρεθεί η «συγκλίνουσα οδός» που θα αποκαταστήσει προοδευτικά την ενότητα Ρωμαιοκαθολικών και Ορθοδόξων. Μετά ο Πάπας εξήρε την απαρχή μίας ευλογημένης συμπορείας και συνεχίστηκε η ανάγνωση της «αρχιερατικής προσευχής» που κατέληξε στην από κοινού απαγγελία ελληνικά και λατινικά του «Πάτερ ημών». Ο Πάπας ερωτά ευγενικά τον Πατριάρχη: «Αγιώτατε, θα θέλατε να ευλογήσουμε μαζί την Οικουμένη;» Ο Πατριάρχης απήντησε:
“Ευχαρίστως”! Και ευλόγησαν τους παριστάμενους και τον κόσμο για πρώτη φορά μετά από αιώνες. Ο πατριάρχης Αθηγαγόρας τότε πρόσφερε στον Πάπα πολύτιμο αρχιερατικό εγκόλπιο, διάσημο της αναγνωριζόμενης διαχρονικά αρχιερωσύνης του επισκόπου της Ρώμης γιατί παρά τα 1000 χρόνια του χωρισμού ουδέποτε καταστάθηκε έκπτωτος συνοδικά ο Ρώμης ως αιρετικός για να εκλεγεί στη καθέδρα του ορθόδοξος επίσκοπος! Τότε Παύλος Στ΄ έβγαλε τη «στόλα» του και ο Πατριάρχης του φόρεσε το εγκόλπιο, ενώ οι παριστάμενοι. με έκδηλη συγκίνηση αναφωνούσαν με χειροκροτήματα: το «Άξιος»! «Άξιος»!
Έκτοτε οι δύο πρώτες αυτές Συναντήσεις λογίζονται ως Ιερές και Χριστοθέλητες πράξεις αφού εγκαινίασαν την πορεία του Διαλόγου της Αγάπης. Ας σημειωθεί ότι επί μισό αιώνα προσκομίστηκαν στην Ιστορία της Εκκλησίας άλλες έξη (6) Επανασυναντήσεις Πάπα και Πατριάρχη και εγκαινιάστηκαν οι συνεορτασμοί των εκατέρωθεν θρονικών εορτών στις οποίες κατατέθηκαν σπουδαία κείμενα και επί πλέον έγιναν: η Άρση των Αναθεμάτων και η Επανακομιδή πολλών ιερών λειψάνων στην Ορθοδοξία και εκδηλώθηκε δημόσια η ταυτότητα θέσεων για την παγίωση της ειρήνης, την προστασίας της φύσεως, καθώς και η καταδίκη της βίας και της πείνας και πολλές άλλες κοινές θετικές παρεμβάσεις που καταγράφηκαν ως θετικά βήματα στην σύγχρονη Εκκλησιαστική Ιστορία.
Μετά από μία δεκαπενταετία Διαλόγου Αγάπης, στις 29 Μαΐου 1980 με Πανορθόδοξη απόφαση συνεστήθη και ο Θεολογικός Διάλογος στην νήσο Πάτμο, αφού πέρασε από Συμπληγάδες «ιερών εξετάσεων» εκ μέρους των αντιφρονούντων. Η Διμερής θεολογική Επιτροπή από μέλη των δύο Εκκλησίες κατέθεσε αξιόλογα κείμενα συγκλήσεων που πήραν το όνομά τους από το όνομα του τόπου που συντάχθηκαν και αποτελούν πλέον σταθερές βάσεις για την επέκταση του Θεολογικού Διαλόγου. Όμως δεν. είναι ακόμη εύκολο αυτά να τα κατανοήσουν όσοι είναι δεμένοι με τη μεθοδολογία της αντιρρητικής τακτικής του παρελθόντος και προσπαθούν να τα διαβάλουν με διάφορες «θνητές φλυαρίες». Όμως στην Ιστορία της Εκκλησία δεν καταγράφονται γνώμες όσων μονολογούν με σοφιστίες και διάφορα προσωπεία . Η συμπορεία μισού αιώνα δείχνει πως παρά τις δυσκολίες είναι δυνατή η αναπνοή και από τους δύο πνεύμονες της αυτής Εκκλησίας, «ίνα ο κόσμος πιστεύσει» ( Ιω. ιζ΄ 23).
Α.Π.
Οι φωτογραφίες από το Αρχείο του Αριστείδη Πανώτη