Στην Αίθουσα του Θρόνου στο Φανάρι ο νέος Μητροπολίτης Αδριανουπόλεως, Αμφιλόχιος, διάβασε τον χειροτονιτήριο λόγο του.
Αναλυτικά, τα όσα είπε:
Παναγιώτατε και πανσέβαστέ μοι, Πάτερ και Δέσποτα,
Σεβασμιώτατοι άγιοι Αρχιερείς,
Ιερέ των Κληρικών και μοναχών κατάλογε,
αγαπητοί εν Χριστώ αδελφοί,
«Ίδιον αρχιερέως το προσφέρειν δώρα τω των όλων Θεώ. Τούτου χάριν ο Μονογενής ενανθρωπήσας, και την ημετέραν φύσιν αναλαβών, ταύτην υπέρ ημών προσενήνοχε»1, λέγει ο Κύρου Θεοδώρητος διερμηνεύων τον μέγα τον εθνών Απόστολον2. Καί κατά πρώτον μεν δώρα λέγει αυτήν την φρικωδεστάτην και αναίμακτον ιερουργίαν εν δευτέροις δε, παν τι το καθ΄ εαυτόν∙ βίον, πολιτείαν, έργα, λόγια, καρδίαν, νούν, χαρίσματα, τάλαντα, ψυχήν και υπόστασιν. Ταύτα πάντα, ως θυσίαν και ολοκάρπωμα υπό του αρχιερέως προσφέρονται Κυρίω τω Θεώ καθ’ ημέραν και εν τω βίω ολοκλήρω.
Συνέχει με ο λόγος και δειλιών διαλογίζομαι: «Τι ανταποδώσω τω Κυρίω περί πάντων, ων ανταπέδωκέ μοι;»3∙ τι ανταποδώσω τη Μεγάλη Εκκλησία περί πάντων ων εδωρήσατό μοι; τι ανταποδώσω Σοι τω Πρώτω της Οικουμένης Ιεροθύτη και Δεσπότη περί πάντων ων εχαρίσατό μοι; Πτωχός ειμι εγώ και πένης, και ου δυνάμαι κατ’ αξίαν προφέρειν δωρήματά τε και αγιστείας τω των όλων Δεσπότη. Ενδεής και εξουθενημένος και η ισχύς μου εγκατέλειπέ με και ου δύναμαι το της Αρχιερωσύνης έμπονον βαστάζειν. Τετάρακται η καρδία μου, και εσαλεύθησαν οι πόδες μου και έμφοβος εγενόμην διά της ευεργεσίας το υπερβάλον και της Πατριαρχικής Σου καρδίας το ευσυμπάθητον και αγαπητικόν.
Τι δώση μοι ψαλτήριον τερπνόν δεκάχορδον και κιθάραν ηδυμελίφθογγον; Τις δανείση μοι φωνήν ηδύμολπόν τε και λυγηρά; Τις κατασκευάση σάλπιγγαν χαλκίνην; Τις προσφέρη μοι γλώτταν ευδίνητον υπέρ κάλαμον γραμματέως οξυγράφου διά να παραστήσω της δωρεάς το αμήχανον, της ευλογίας το δυσεξαρίθμητον και εν ταυτώ της ευχαριστίας το άπειρον.
Διπλήν και πολλαπλήν αισθάνομαι, την ιεράν και μοναδικήν ταύτην ώραν, την δωρεάν του Δεσπότου, αλλά και την τιμήν και την ευεργεσίαν και την ευθύνην. Κατεστάθην σήμερον, απείρω Θεού συγκαταβάσει και Πατριαρχική Σου παρακελεύσει Επίσκοπος της Πρωταρίστου Εκκλησίας και τέκνον Σον, τέκνον Πατρός περιφανούς, του αγγέλου της κατά την Βασιλίδα των Πόλεων Εκκλησίας, του αστέρος του τηλαυγούς και υπεράλλου, του Οικουμενικού Πατριάρχου και κοινού Πατρός πάντων ημών!!!
Ευχαίς και ικεσίαις Σαίς και των αγίων Αρχιερέων επεφοίτησε προ μικρού το ακτιστοσυμπλαστουργοσύνθρονον και τελεταρχικόν Πνεύμα, το Πνεύμα της αληθείας επ’ εμέ τον μικρόν εν αδελφοίς πολλοίς και έχρισέ με ελαίω αγαλλιάσεως πνευματικώ και εισήγαγέ με εις τα ενδότερα του καταπετάσματος, εις τα άγια των αγίων, εις την πληρότητα των χαρισμάτων και περικεκάλυψέ με τη της αρχιερωσύνης χάριτι.
Δυσβάστακτος, ως άχθος αρούρης, επέπεσεν επί των ασθενικών ώμων μου ο γόμος διά τε το της αρχιερατικής τιμής μέγα υπούργημα, όσον δε και διά της υπό της Σης Σεπτής των Ορθοδόξων Κορυφής ανατεθείσης εν Αθήναις εκπροσωπήσεως και Διευθύνσεως του εκείσε Πατριαρχικού Γραφείου. Την βαρυτάτην ευθύνην την συνέχουσαν την εμήν καρδίαν επιτείνει το γεγονός της διαδοχής εν τη Μητροπολιτική Καθέδρα της αγιωτάτης Επαρχίας Αδριανουπόλεως σειράς ευμεγέθους και κραταιάς Αρχιερέων αναλωσάντων την εαυτών ψυχήν εις το γεώργιον του Κυρίου προς δόξαν Αυτού και της Μεγάλης Εκκλησίας˙ εις δε, το εν Αθήναις Γραφείον Εκπροσωπήσεως τον πολυσέβαστον μοι Γέροντα Μητροπολίτην Περγάμου Ιωάννην, τον την Θεολογίας γίγαντα εν τοις καθ’ ημάς χρόνοις, τον έμπλεον σοφίας και πείρας, ου της τυχούσης εν τοις θύραθεν και ιδία τοις εκκλησιαστικοίς.
Ένδον του πεφιλημένου και παμποθήτου μοι οίκου των του Χριστού πενήτων, εν ω τα φοβερά και θαυμάσια τελεσιουργούνται επί πλείους αιώνας διά την ενότητα, ευστάθειαν και ευζωίαν της Μιάς, Αγίας Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας, σύνεγγυς του αγίου Θυσιαστηρίου του Πανσέπτου και ταπεινομόρφου Πατριαρχικού Ναού, της ποτνίας της Θεομήτορος Παμμακαρίστου εικόνος, των χαριτοβρύτων λειψάνων των αρχιεπισκόπων Κων/πόλεως Ιωάννου του Χρυσοστόμου και Γρηγορίου του Θεολόγου και των σκηνωμάτων των αγίων: Ευφημίας της Πανευφήμου, Θεοφανούς της Βασιλίσσης και Σολωμονής της Μητρός των Μακκαβαίων παίδων, υπισχνούμαι και καθομολογώ και ομνύω εξ όλης καρδίας και ισχύος και δυνάμεως, την έως εχάτης μου αναπνοής και ικμάδος αφοσίωσιν και υπακοήν εις την αγίαν του Χριστού Μεγάλην Εκκλησίαν και Σε τον Αυτής Πρώτον, τον κοινόν ημών Δεσπότην και Πατέρα, τον Οικουμενικόν Πατριάρχην.
Έτι δε, διαπρυσίω και γεγονυία τη φωνή διαβεβαιώ, διακηρύττω και φθέγγομαι την έως τερμάτων καταδάνησιν των πενιχρών και ανεπαρκών δυνάμεων της εμής ουδενίας υπέρ της κατευοδόσεως και υπερασπίσεως των αμεταπτώτων ιεροκανονικών θυσιαστικών ευθυνών της Πανιέρου και Πρώτης των Ορθοδόξων Καθέδρας. Της Αποστολικής αυτής βάσεως και κοινής Μητρός των Ορθοδόξων επί της οποίας τεθεμελιώθησαν αι ανά την Οικουμένην Εκκλησίαι, και όχι μόνον εθεμελιώθησαν, αλλά και απηρτίσθησαν και ανετράφησαν και ηυξήθησαν και δεν ελησμονήθησαν και δεν απεχωρίσθησαν της μερίμνης, της θυσίας, του πόθου και του μόχθου και της εξαντλήσεώς Της.
Εξ αύτής της πνευματεμόρφου μερίμνης και του σταυροαναστασίμου άλγους αναζωούται και ανακαινίζεται το πενιχρόν Φανάριον και αναχωνεύει τα δυσαχθή και αναμορφώνει τα απερίτεχνα, και καθηδύνει τα πικρά, και μεγεθύνει τα ολίγα, και βαστάζει το βάρος της ανά την Οικουμένην Εκκλησιαστικής ολότητος και επιμερίζει το σύνολον, και συνάγει τα διεστώτα, και περικρατεί την ενότητα εν τω συνδέσμω της αγάπης, και φρυκτωρεί την αγιότητα, και ουκ αφίσταται των παραδεδομένων, και ανανεοί το παρελθόν εμφανίζον το μέλλον και το επέκεινα αύριον διαισθανόμενον το αναγκαίον και προρόν τον ποθούμενον και ελπιζόμενον, τον πάλιν ερχόμενον Κύριον της δόξης τον Σωτήρα ημών Ιησούν Χριστόν.
Εις αυτό το θαύμα της Εκκλησίας, αυτήν την επιβεβαίωσιν της αληθείας, αυτήν την διαρκή και αένανον αύραν του Παναγίου Πνεύματος, την επιπαφλάζουσαν εις το σπηλαιώδες και φατνικόν Φανάριον, το νέον και εν ταυτώ αρχέγονον υπερώον το διαγγέλον εις τον περίγειον κόσμον την Ευαγγελικήν σωτηρίαν και συνάγον εις το Πρόσωπον του Προκαθημένου της ευθύνης και της διακονίας Ποιμένος αυτού, του Αρχιεπισκόπου της Βασιλίδος, της Κωνσταντινουπόλεως, όλην την ζωήρητον πίστιν εισέρχομαι ως έσχατος, ίνα μαθητεύσω, ίνα εμποτισθώ εκ των ναμάτων του, ίνα μεθύσω εκ του ακράτου ποτηρίου του, ίνα φωτισθώ εκ του φωτός του, ίνα ταυτισθώ μετά της πείρας του, ίνα εναρμονισθώ εις το αιωνίον μελώδημα του, ίνα μεταδώσω εξ αυτού εις τους πέριξ και έγγιστα ο,τι άγιον, ο,τι σωτήριον.
Περισσότερον η άλλοτε σήμερον έχομεν ανάγκην του ήθους, της αρετής, των αρχών και των πιστευμάτων της Μεγάλης Εκκλησίας. Της Μητρός και προστάτιδος Εκκλησίας όλων των ορθοδόξων, εξαιρέτως δε των Ρωμηών, όπως Αυτή νοεί και πιστεύει την Ρωμηοσύνην εις υπερεθνικήν διάστασιν και βάσιν, εις ενοτικήν προοπτικήν και αρχοντικήν μεγαλωσύνην.
Αυτήν την αποβολήν του επαρχιωτισμού και την ένδυσιν της Καθολικότητος εφρόνει και εμαρτύρει διαχρονικώς το Οικουμενικόν Πατριαρχείον αυτήν καταθέτει και κληροδοτεί και σήμερον εις πείσμα των μικροψύχων, προς καινισμόν του σώματος του Χριστού εις δόξαν του Τρισαγίου Θεού.
Κατακλείων την αφιλότεχνον αναφοράν μου επιτρεψατέ μου Παναγιώτατε Δέσποτα, όπως στρέψω τον λόγον εις την αναθρεψαμένην με εν πνεύματι Μονήν της Αγίας Παρασκευής, την Μονήν της μετανοίας μου, την περιποιουμένην διά της Σης περισσής στοργής, φροντίδος και προστασίας και μνησθώ εν ταυτώ -μετ’ ευχαριστίας καρδιακής και χρεώσεως- του μακαριστού και αοιδίμου Γέροντός μου, Αρχιμανδρίτου Δαμασκηνού, του εν αγιότητι βίου μεμαρτυρημένου, δι’ ο,τι επροσέφερε μοι, ιδιαιτέρως δε, διά την ορθοφροσύνην του εις το μυστήριον της Εκκλησίας.
Προσέτι, ευχαριστώ όλη τη εν Χριστώ ημών Μοναχική Αδελφότητι διά την αγάπην και ανοχήν της προς εμέ. Εξαιρέτως δε, μνημονεύω των αγαπητών εν Χριστώ παραδελφών μου, του Γέροντος και Καθηγουμένου Αρχιμανδρίτου Χρυσοστόμου και του Μητροπολίτου Καμερούν Γρηγορίου, οι οποίοι απαρτίζουν το όλον της ψυχής μου.
Επισυνάπτω συγχρόνως, την εκ βαθέων ευγνωμοσύνην μου εις τον προ ολίγου εκδημήσαντα προς Κύριον Μητροπολίτην Μεγάρων και Σαλαμίνος κυρόν Βαρθολομαίον, τον σεσοφισμένον και άρχοντα της Εκκλησίας, τον χειροτονήσαντά με και διδάξαντά με την αγάπην και το πάθος διά την Μεγάλην Εκκλησίαν, και το χωρίς και μακράν αυτής ανούσιον της εν Χριστώ ζωής.
Μνημονεύω επίσης, του εξ απαλών ονύχων πνευματικού μου Πατρός, Ιερομονάχου Κυρίλλου, του Μπουραζερίτου, του μορφώσαντός μου τον εις Χριστόν και κατά Χριστόν πόθον.
Στρέφω συνάμα και την ευχαριστίαν μου προς τους αγαπητούς μου γονείς, τον προαπελθόντα πατέρα μου Μιχαήλ και την παρισταμένην πολυσέβαστον μητέρα μου Παρασκευήν, την μεγάλως κοπιάσασαν δι’ εμέ, τον μακαριστόν αδελφόν μου Γεώργιον και την εξαιρέτως αγαπώσαν με αδελφήν μου Αναστασίαν.
Καταθέτων δε, τας οφειλάς προς πάντας τους συμμετέχοντας εις την χαράν ταύτην επαναφέρω τον λόγον προς Σε και πάλιν Παναγιώτατε, Πάτερ και Δέσποτα και παρακαλώ, όπως εύχησθε εκτενώς διά την κατάστεψιν των κατ’ εμέ υπό της πνοής και της χάριτος του παναγίου Πνεύματος διά πρεσβειών της Κυρίας Θεοτόκου, της αγίας οσιοπαρθενομάρτυρος Παρασκευής και πάντων των Αγίων, ώστε να ανταποκριθώ έστω και δι’ ολίγων εις τας επ’ εμοί ελπίδας της Εκκλησίας και της Υμετέρας Θεοτιμήτου Παναγιότητος.
_______________________________
1. Θεοδωρήτου Επισκόπου Κύρου, ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΗΣ ΠΡΟΣ ΕΒΡΑΙΟΥΣ ΕΠΙΣΤΟΛΗΣ,PG 82, 736 Α.
2. «πας γαρ αρχιερεύς εις το προσφέρειν δώρά τε και θυσίας καθίσταται∙ όθεν αναγκαίον έχειν τι και τούτον ο προσενέγκη», Εβρ. η΄, 2.
3. Ψλμ., ριστ’, 3