Στον Εσπερινό για τη μνήμη του Αγίου Αποστόλου Ιακώβου του Αδελφόθεου βρέθηκε ο Οικουμενικός Πατριάχης.
Ο κ.κ. Βαρθολομαίος μίλησε στο Μετόχι του Πανάγιου Τάφου στο Φανάρι για τον Αγιο που η Εκκλησία μας τιμά σήμερα.
Αναλυτικά, όσα είπε:
Ιερώτατε Αρχιεπίσκοπε Ανθηδώνος κύριε Νεκτάριε, Επίτροπε του Παναγίου Τάφου ενταύθα,
Ιερώτατοι άγιοι αδελφοί,
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Αισθανόμεθα ιδιαιτέραν χάριν και ευλογίαν αλλά και χαράν, ευρισκόμενοι απόψε εις το χώρον τούτον, τον οποίον ηγίασαν πατέρες και λογάδες του Γένους. Ευρισκόμεθα μάλιστα εις το Ιερόν Μετόχιον τούτο κατά την ημέραν κατά την οποίαν η Χάρις του Κυρίου εξελέξατο την ημετέραν Μετριότητα ως Λύχνον επί την Λυχνίαν της Εκκλησίας Κωνσταντινουπόλεως, από της οποίας και καταβάλλομεν επί 23ετίαν ήδη την ικμάδα ημών ίνα «φωτίζωμεν πάσι τοις εν τη οικία» της ημετέρας ενταύθα και εν τω εξωτερικώ δικαιοδοσίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, αλλά και τη οικουμένη πάση, διακονούντες την «ενότητα της πίστεως εν τω συνδέσμω της ειρήνης» και διακρατούντες τον σταυρόν του Κυρίου, αποβλέποντες δε διά πασών των ενεργειών ημών εις την ευστάθειαν των αγίων του Θεού Εκκλησιών, εις την διαφύλαξιν της πανορθοδόξου ενότητος και απ᾿ αυτής και δι᾿ αυτής της χριστιανικής και εις την επικράτησιν της ειρήνης εν τω κόσμω.
Από της Λυχνίας ταύτης της Κωνσταντινουπόλεως, απευθύνομεν αδελφικόν χαιρετισμόν τιμής και αγάπης προς τον κρατούντα της ομολογίας εις την Αγίαν Γην Μακαριώτατον αδελφόν Πατριάρχην Ιεροσολύμων και πάσης Παλαιστίνης κύριον Θεόφιλον Γ΄, την περί αυτόν σεβασμίαν Ιεραρχίαν, τον κλήρον και τον λαόν, τους φυλάσσοντας ως κόρην οφθαλμού τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου, συγχαίρομεν δε ιδιαιτέρως αδελφικώς την υμετέραν αγαπητήν Ιερότητα, Άγιε Ανθηδώνος κύριε Νεκτάριε, διά το επιτελούμενον εν τοις εν Χάλκη, Φαναρίω και Νεοχωρίω ιεροίς σκηνώμασιν ανακαινιστικόν και το ευρύτερον πολυμερές έργον σας και σας ευχαριστούμεν επί τη προσκλήσει να ευρισκώμεθα απόψε προεξάρχοντες της πανηγύρεως του Αποστόλου.
Bεβαίως, η Χάρις του Ιερομάρτυρος Ιακώβου του Αδελφοθέου μας συνήγαγε σήμερον εις το Ιερόν τούτο Μετόχιον του Παναγίου Τάφου, του πρεσβυγενούς Πατριαρχείου των Ιεροσολύμων, του οποίου πρώτος ποιμήν υπήρξεν ο τιμώμενος μάρτυς και απόστολος.
Η Ιερουσαλήμ, το κέντρον της επί γης εν σαρκί παρουσίας του Χριστού λαμπρύνεται επί τη ιερά πανηγύρει του αγίου. Τού αγίου όστις φέρει επί της ιεράς και τιμίας αυτού κεφαλής το μαρτυρικόν διάδημα, και ως δεύτερος Ααρών εξιλεοί υπέρ ημών τον Θεόν. Μάλιστα δε περισσότερον του Ααρών δύναται να βοηθή ημάς, οι οποίοι απευθυνόμεθα εις αυτόν, καθ᾿ όσον μεγαλυτέραν παρρησίαν κέκτηται προς τον Χριστόν, ως αδελφός και φίλος Αυτού.
Εις τον Απόστολον Ιάκωβον μετά την Ανάληψίν Του ο Κύριος διά της Θείας Προνοίας Του ανέθεσε τους οίακας της Εκκλησίας Ιεροσολύμων, την οποίαν εποίμανε μετά φρονήσεως, σοφίας και στοργής πολλής ώστε να καταστή λίαν αγαπητός εις πάντας.
Ο Απόστολος Ιάκωβος κατέχει μίαν κεντρικήν θέσιν εις την χορείαν των αγίων αποστόλων της Εκκλησίας. Υπήρξεν εν εκ των προσώπων τα οποία είχον τον Θεόν εν εαυτοίς, έζων τον Θεόν βιωματικώς. Εκ του αποστόλου νυν μεταδίδεται εις ημάς, εις την Εκκλησίαν, διαδοχικώς, η θεολογία του και η εμπειρική γνώσις την οποίαν απέκτησεν από την κοινωνίαν του με τον Χριστόν, η οποία δεν ήτο μόνον κοινωνία πνευματική αλλά και αισθητή, καθότι ήτο και συγγενής Του, κατά το πρόσλημμα της σαρκός.
Ο τέκτων το επάγγελμα, ως αυτός ο ίδιος ο Κύριος, αδελφόθεος Ιάκωβος υπήρξε σάλπιγξ και στόμα του Χριστού, όπως και ο ίδιος ο Χριστός ωνομάσθη «στόμα Θεού» (πρβλ. Ιγνατίου Θεοφόρου, προς Ρωμαίους 8, PG 5, 696A). Υπήρξε λήπτης μηνυμάτων του Αγίου Πνεύματος, τα οποία εν συνεχεία μετέδιδε προς τον λαόν. Ήτο εις εξ εκείνων οι οποίοι εμαρτύρουν δι᾿ εκείνο, «ο εθεασάμεθα, ο είδομεν, ο εωράκαμεν, ο ακηκόαμεν» (πρβλ. Α΄ Ιωάν. α΄, 1-3). Ως εικών του Θεού επί της γης, «κατ᾿ εικόνα και καθ᾿ ομοίωσιν» Αυτού, ο απόστολος μας παραδίδει την γνώσιν του Θεού την οποίαν απέκτησεν. Ούτος μας εδίδαξεν ότι «η φιλία του κόσμου έχθρα του Θεού εστιν˙ ος αν ούν βουληθή φίλος είναι του κόσμου, εχθρός του Θεού καθίσταται» (Ιακ. δ΄, 4-5). Ούτος μας εδίδαξε ποία είναι η αιτία των πολέμων, οι οποίοι μέχρι και σήμερον ταλαιπωρούν αφάνταστα την ανθρωπότητα και συνιστούν την μεγαλυτέραν αμαρτίαν την οποίαν ημπορεί να διαπράξη άνθρωπος: «Πόθεν πόλεμοι και μάχαι εν υμίν; ουκ εντεύθεν, εκ των ηδονών υμών των στρατευομένων εν τοις μέλεσιν υμών» (Ιακ. δ΄, 1-2).
Είναι επίσης ο άγιος απόστολος ο οποίος μας εδίδαξε το μυστήριον του ιερού ευχελαίου, το οποίον αποτελεί μίαν θεολόγον ενέργειαν της Εκκλησίας, καθ᾿ όσον διά της χρίσεως δεν ενεργεί το υλικόν έλαιον αυτό καθ᾿ εαυτό, αλλά το εν τη θέσει του ελαίου Άγιον Πνεύμα.
Αδελφόθεος Ιάκωβος εύρε μαρτυρικόν και τραγικόν θάνατον, κρημνισθείς από του πτερυγίου του ναού, αφού παρρησία ωμολόγησεν ότι «ο Ιησούς κάθηται εν τω ουρανώ εκ δεξιών της δυνάμεως του Πατρός αυτού και μέλλει έρχεσθαι επί των νεφελών του ουρανού κρίναι την οικουμένην εν δικαιοσύνη». Αληθώς, αδελφοί και τέκνα, κάθε ημέρα της επιγείου πορείας της Εκκλησίας μας η οποία παρέρχεται, μας φέρει εγγύτερον εις την ημέραν εκείνην, κατά την οποίαν «εν τω ονόματι Ιησού παν γόνυ κάμψεται επουρανίων και επιγείων και καταχθονίων, και πάσα γλώσσα εξομολογήσεται ότι Κύριος Ιησούς Χριστός εις δόξαν Θεού πατρός» (πρβλ. Φιλιπ. β΄, 10-11).
Το τέλος αυτό του πρώτου Αρχιεπισκόπου των Ιεροσολύμων μας διδάσκει τον θρίαμβον του σταυρού, ότι «αύτη εστίν η νίκη η νικήσασα τον κόσμον, η πίστις ημών» εις τον επί σταυρού υψωθέντα. Διά της πίστεως ταύτης εύρε το θάρρος να ομολογήση τον Χριστόν εν μέσω του Συνεδρίου της παρανομίας ο Άγιος Ιάκωβος. Διά της πίστεως ταύτης εις τον σταυρόν ευρίσκουν σήμερον χιλιάδες αδελφοί μας, απανταχού της οικουμένης, και ιδιαιτέρως εις τας χώρας της Μέσης Ανατολής, την δύναμιν να ομολογούν τον Χριστόν και να αποθνήσκουν υπέρ Αυτού.
Διά σταυρικής πορείας κατά την μίμησιν του Αποστόλου της Αγίου Ιακώβου επορεύθη ανά τους αιώνας και πορεύεται την καλήν στρατείαν της η Εκκλησία των Ιεροσολύμων. Δι᾿ αναλόγου και ενίοτε και πλέον εντόνου σταυρικής μαρτυρίας διακονεί την Αγίαν Ορθοδοξίαν, πέραν του τόπου, η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, μιμουμένη αυτή ουχί απλώς τον σταυρόν, αλλά τον πλέον επώδυνον χιαστί σταυρόν του προστάτου της Αγίου Αποστόλου Ανδρέου.
Είναι, λοιπόν, παράλληλος η πορεία των δύο Εκκλησιών μας. Η των Ιεροσολύμων διαφυλάσσει επί αιώνας θυσιαστικώς και σταυρικώς το ιερόν της επί γης παρουσίας του Χριστού, δηλαδή τον Πανάγιον Τάφον, τον Ιερόν Γολγοθάν και την οδόν του μαρτυρίου και κυρίως τον χώρον της Αναστάσεως διδάσκουσα και αναπαύουσα τας ψυχάς του λαού της. Η Μήτηρ Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, την οποίαν ο Πρωτόκλητος Ανδρέας ανίδρυσε και παρέδωκεν εις Στάχυν τον Απόστολον, πέραν της ποιμαντικής μερίμνης αυτής ήσκησε θρίαμβον κεντρικόν, όχι απλώς σταυρικόν αλλά σωτηριώδη διά της μεταδόσεως του ιερού ευαγγελίου εις πόλεις και χώρας και έθνη και λαούς, ακολουθήσασα και εν τούτω το παράδειγμα του Κυρίου, της διαρκούς πορείας αυτής δηλαδή προς τα έθνη. Με θυσίας, διωγμούς και μάστιγας, με χιαστί σταυρόν πολλών εκ των μαρτύρων της επορεύθη και πορεύεται «βαπτίζουσα εις το Όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος», διδάσκουσα τηρείν πάντα όσα ενετείλατο ο Κύριος.
Διά της σταυροαναστασίμου πίστεως, τόσον η Μήτηρ Εκκλησία Κωνσταντινουπόλεως όσον και η σήμερον εορτάζουσα Εκκλησία των Ιεροσολύμων διήλθον διά μέσου των αιώνων εν μέσω διωγμών και κινδύνων υπό των εχθρών της πίστεως, αλλά όχι μόνον δεν απέκαμον, όχι μόνον έμειναν άθικτοι, αλλά εξακολουθούν να φωτίζουν τους λαούς Ανατολής και Δύσεως, να βαδίζουν την ευθείαν οδόν προς την αλήθειαν του Ευαγγελίου.
Δυνάμεθα να αντιπαραβάλλωμεν την πολυτάραχον ιστορίαν των δύο Πατριαρχείων ως θάλασσαν, εις την οποίαν πολλοί χείμαρροι εισέβαλον αλλά δεν κατώρθωσαν να μεταβάλουν το «αλμυρόν» αυτής. Κάθε δύναμις η οποία κινείται εναντίον της Εκκλησίας θα συντριβή εις τον ακρογωνιαίον Λίθον αυτής. Εις τας σκληράς δοκιμασίας αμφοτέρων των Εκκλησιών ανεδείχθη η ζωηφόρος δύναμις του σταυρού. Υπό τας ζωογόνους πτέρυγάς των τα δύο Πατριαρχεία εκάλυψαν και συνείχον επί αιώνας τα τέκνα των, εμπνέοντα εις αυτά την ακαταμάχητον δύναμιν του σταυρού και διατηρούντα αυτά εν πνεύματι ελεύθερα, με αδούλωτον φρόνημα και τον αυχένα της ψυχής αζύγωτον, κλίνοντα μόνον εις τον Κύριον του ουρανού και της γης.
Πάντοτε δε μετά τον σταυρόν ακολουθεί η Ανάστασις. Το σκότος και την προσωρινήν έκλειψιν του ηλίου ακολουθεί η εκ του θεοδέγμονος Τάφου θεία φωτοφάνεια και φωτοχυσία, η έλλαμψις του αγίου φωτός, η οποία μεταδίδεται εις πάσαν την Εκκλησίαν, και το ευσεβές πλήρωμα αυτής νικητηρίους ύμνους αναμέλπει τω τα ημέτερα οικονομούντι Θεώ. Εις το θέλημα Αυτού ουδέν ανθίσταται. Τούτο άλλωστε μαρτυρεί και το αδιάψευστον γεγονός ότι εκ του Ιερού Μνήματος του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού το Άγιον Φως εξέρχεται και φωτίζει και πληροί χάριτος και αιωνιζούσης ζωής τους πιστεύοντας εις Αυτόν.
Το ίδιον φως εξέρχεται εκ της αγίας Τραπέζης εκάστου ορθοδόξου ναού και φωτίζει τον ευσεβή λαόν, καθ᾿ ότι εις εκάστην αγίαν Τράπεζαν επαναλαμβάνονται λειτουργικώς η ζωή, το πάθος, η σταυρική θυσία, η ταφή και η Ανάστασις του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού. Αυτό το φως ωδήγει και τον τιμώμενον σήμερον πρώτον ιεράρχην της αγίας Πόλεως. Αυτός ο ιεράρχης και απόστολος καλεί ημάς σήμερον διά των λόγων του ίνα, «αποθέμενοι πάσαν ρυπαρίαν και περισσείαν κακίας εν πραότητι», δεχθώμεν «τον έμφυτον λόγον τον δυνάμενον σώσαι τας ψυχάς ημών» (πρβλ. Ιακ. α΄, 21-22).
Ακόμη και εάν είναι αδύνατον εις όλους μας να μεταβώμεν εις τα Ιεροσόλυμα και να ίδωμεν ιδίοις οφθαλμοίς τον Πανάγιον Τάφον του Κυρίου, δυνάμεθα να ακολουθήσωμεν την οδόν της άνω Ιερουσαλήμ εν μετανοία και εξομολογήσει• δυνάμεθα να κρούωμεν την θύραν του Κυρίου εν ευσπλαγχνία και ελεημοσύνη• δυνάμεθα να εισερχώμεθα εν δικαιοσύνη εις έκαστον ορθόδοξον ναόν και εν καθαρά καρδία και ακαταγνώστω συνειδότι να μεταλαμβάνωμεν των αγίων μυστηρίων και να ενούμεθα τω σαρκί παθόντι, σταυρωθέντι, ταφέντι και αναστάντι Χριστώ.
Ικετευτικώς κατά την εσπέραν ταύτην, αδελφέ άγιε Ανθηδώνος κύριε Νεκτάριε, μαζί σας και με τον προσελθόντα λαόν του Θεού, προσευχόμεθα εις τον ιστορικόν και αγιασμένον τούτον χώρον:
Άγιε μαθητά και αδελφέ του Κυρίου, ιερεύ και απόστολε, προφήτα άμα και δίκαιε και μαρτυρίω κοσμούμενε, πρέσβευε ίνα μη στερηθώμεν ποτέ της θείας δόξης και τιμής, αλλ᾿ ίνα εξακολουθήσωμεν το θείον έργον, μιμούμενοι το πάθος σου, και αξιωθώμεν και ημείς όπως διακηρύξωμεν μετά του αποστόλου Παύλου: «τον αγώνα τον καλόν ηγώνισμαι, τον δρόμον τετέλεκα, την πίστιν τετήρηκα· λοιπόν απόκειταί μοι ο της δικαιοσύνης στέφανος» (Β΄ Τιμ. δ΄, 7-8). Αμήν.