Ακολουθεί η ομιλία του Οικουμενικού πατριάρχη στη Στουτγκάρδη, με θέμα «Η μέριμνα της Ορθοδόξου Εκκλησίας διά την οικολογικήν κρίσιν».
Διαβάστε ολόκληρο το κείμενο του παναγιώτατου…
Εξοχώτατε κύριε Πρωθυπουργέ Βάδης-Βυρττεμβέργης κύριε Winfried Kretschmann μετά των εκλεκτών συνεργατών σας, και πάντες οι μετέχοντες εις την τιμητικήν ταύτην εκδήλωσιν διά το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και διά την ημετέραν Μετριότητα,
Ιερώτατε αδελφέ Μητροπολίτα Γερμανίας κύριε Αυγουστίνε,
«Πάντα τα έργα αυτού εν κρίσει… Εάν δε ίδης τον ουρανόν και την εν αυτώ τάξιν, πίστεώς εστιν οδηγός· δείκνυσι γαρ τον τεχνίτην δι᾿ εαυτού… Τη του νού δυνάμει διά των ορωμένων το αόρατον καθορώμεν… Πολλάκις και εν τοις μικροτάτοις η σοφία του Θεού καταφαίνεται», λέγει επικαίρως ο Μέγας Βασίλειος (Εις τον ΛΒ΄ Ψαλμόν, P.G. 30,329B-C), ο «τρανώσας την φύσιν των όντων και κατακοσμήσας τα ήθη των ανθρώπων» (απολυτίκιον της εορτής του).
Ανταποκρινόμενοι εις την επιθυμίαν της υμετέρας Εξοχότητος, αγαπητέ κύριε Πρωθυπουργέ, και πάντων των εκλεκτών παρισταμένων μας, όπως σας απευθύνωμεν λόγον επίκαιρον περί της μαρτυρίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας αλλά και των καταβαλλομένων υπ᾿ αυτής προσπαθειών υπέρ της προστασίας του φυσικού περιβάλλοντος, δανειζόμεθα τον λόγον εκ του ακενώτου θησαυρού της Πατερικής σοφίας της Ορθοδόξου Εκκλησίας μας.
Ο Μέγας Βασίλειος ερμηνεύων, επαναλαμβάνομεν, την «φύσιν των όντων», της Θείας δηλαδή δημιουργίας, επικεντρώνει την οικολογικήν προσπάθειαν εις τρεις εννοίας: εις την δημιουργίαν υπό του Θεού και εις την εν αρμονία συνοχήν των όντων προς άλληλα, εν κρίσει, εν σοφία, και εν δυνάμει. Την θεολογίαν ταύτην της Ορθοδόξου Εκκλησίας της δημιουργίας και της αναγκαιότητος ουχί μόνον συντηρήσεως αλλά και διατηρήσεως της κτίσεως αλωβήτου από πάσης βλαπτικής του ανθρώπου επηρείας, θα εκθέσωμεν προς την αγάπην σας, ενημερούντες εν συνόψει και περιλήψει και διά τας ημετέρας προσπαθείας επί του προκειμένου.
Χαιρόμεθα, λοιπόν, πρωτίστως, διότι δίδεται εις ημάς η δυνατότης επικοινωνίας μαζί σας, με αφορμήν την επίσημον επίσκεψίν μας εις την υπό το Οικουμενικόν Πατριαρχείον Ιεράν Μητρόπολιν Γερμανίας, την συμπληρώσασαν ήμισυν αιώνα ζωής, μαρτυρίας και προσφοράς προς τον εν Γερμανία Ορθόδοξον λαόν, προς τον Χριστιανισμόν και τας καταβαλλομένας προσπαθείας υπέρ της ενότητος αυτού και εν γένει προς την Γερμανικήν κοινωνίαν, τον πολιτισμόν και την έρευναν, διά της ευρυτέρας διαφωτίσεως περί της εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία ελπίδος.
Σας ευχαριστούμεν, είτα, διά την φιλόφρονα και τιμητικήν υποδοχήν σας και διά το ενδιαφέρον και τον σεβασμόν με τα οποία περιβάλλετε το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, αναγνωρίζοντες και τιμώντες εν τη πράξει τον ρόλον και την μακραίωνα εις πάντας τους τομείς της πνευματικής, κοινωνικής και ανθρωπιστικής ζωής προσφοράν αυτού.
Είναι ευρύτερον ασφαλώς γνωστόν εις την παγκόσμιον κοινήν γνώμην, ότι η συμβολή εις την αντιμετώπισιν του οικολογικού λεγομένου προβλήματος ετέθη ως μία εκ των αμέσων προτεραιοτήτων της Ορθοδοξίας διά της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και της ημετέρας Μετριότητος προσωπικώς, συνεχισάσης το ήδη επιδειχθέν ζωηρόν και έμπρακτον ενδιαφέρον του αοιδίμου προκατόχου ημών Οικουμενικού Πατριάρχου Δημητρίου, δραστηριοποιηθέντος και εις τούτο, με αποκορύφωσιν την ανακήρυξιν της ημέρας ενάρξεως του εκκλησιαστικού έτους, της 1ης Σεπτεμβρίου εκάστου έτους, ως ημέρας αφιερωμένης εις την προσευχήν διά την διάσωσιν του περιβάλλοντος και εις την διαφύλαξιν της δημιουργίας.
Διά της διοργανώσεως διεθνών συνεδρίων επί των περιβαλλοντικών προβλημάτων των θαλασσών εις Πάτμον, εν έτει 1995, και Μαύρην Θάλασσαν, εν έτει 1997, αλλά και ετέρων αναλόγων εν συνεχεία προσπαθειών εν Βαλτική, εν Αδριατική, εν Αμαζονίω και αλλαχού, ενισχύσαμεν προσωπικώς εξ αρχής την προσπάθειαν διαλόγου και συνεργασίας των θρησκειών και των ειδικών επιστημόνων, με στόχον την από κοινού αντιμετώπισιν της οικολογικής κρίσεως.
Ακολουθούσαι το παράδειγμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου και τη παροτρύνσει και προτροπή ημών προσωπικώς, πολλαί υπαγόμεναι υπό την εκκλησιαστικήν δικαιοδοσίαν αυτού Ιεραί Μοναί αποδεικνύουν εμπράκτως την συμβατότητα της Ορθοδόξου παραδόσεως και της προστασίας της φύσεως. Επί παραδείγματι, εις την Ιεράν Μονήν Χρυσοπηγής εις Χανιά Κρήτης πραγματοποιούνται οικολογικαί καλλιέργειαι, η διαχείρισις των ανηκουσών εις αυτήν δασικών εκτάσεων γίνεται με οικολογικάς μεθόδους, ενώ εκ παραλλήλου εφαρμόζονται προγράμματα διαχειρίσεως απορριμμάτων και προωθείται η περιβαλλοντική ευαισθησία και εκπαίδευσις. Ανάλογοι προσπάθειαι καταβάλλονται και υπό άλλων Ιερών Μονών διά την προστασίαν του μοναδικού παγκοσμίως χώρου φυσικής, ιστορικής και πολιτιστικής κληρονομίας του φυσικού περιβάλλοντος, περί του οποίου έχουν εκδηλώσει ζωηρόν ενδιαφέρον πολλοί διεθνείς οργανισμοί.
Σημειωτέον, ότι ήδη από των πρώτων ετών της Πατριαρχικής ημών διακονίας παρέσχομεν την συμβολήν ημών εις στοχευμένας σχετικάς οικολογικάς και περιβαλλοντολικάς προσπαθείας. Ενδεικτικώς, αναφέρομεν την υποστήριξιν της κινήσεως του «Παγκοσμίου Ταμείου διά την Φύσιν», «WWF Ελλάς» εναντίον της εκτροπής του Αχελώου, ενός μεγάλου ποταμού εις την περιοχήν της Θεσσαλίας, η οποία θα είχε επιπτώσεις εις την φύσιν.
Όμως, πέραν των δραστηριοτήτων τούτων, πάντοτε ως ο πρώτος Επίσκοπος της Ορθοδόξου Εκκλησίας, υπομιμνήσκομεν πανταχού και πάντοτε, διά πράξεως και θεωρίας, διά συγκεκριμένων ενεργειών αλλά και δι᾿ ημετέρων εκάστοτε ομιλιών, το πνευματικόν υπόβαθρον της συγχρόνου περιβαλλοντικής κρίσεως και επισημαίνομεν ότι το πρότυπον ζωής και ανθρώπου, αποτελεί και την απάντησιν αλλά και την λύσιν του προβλήματος, εφ᾿ όσον ήθελε συνειδητοποιήσει ο κόσμος τας τρεις ανωτέρω περιγραφομένας υπό του μεγάλου Πατρός Βασιλείου αρχάς της φύσεως των όντων, δηλαδή της εν κρίσει, εν σοφία και εν δυνάμει δημιουργίας αυτών και της ευθύνης του ανθρώπου όπως εν κατανοήσει της σοφίας και της δυνάμεως της αρμονίας ταύτης συντηρήση αυτά εν συνέσει κρίσεως.
Γνωρίζομεν εκ της Βίβλου, ότι ο Θεός έπλασε τον κόσμον εξ αγάπης προς τον άνθρωπον και διά την ευημερίαν και ευφροσύνην αυτού. Τον εδημιούργησεν ως παράδεισον, δηλαδή τέλειον, μη έχοντα «σπίλον ή ρυτίδα ή τι των τοιούτων» (πρβλ. Εφεσ. ε΄ 27). Συγχρόνως ο Θεός έθεσε τον κόσμον εις την διάθεσιν του τελειοτέρου των δημιουργημάτων Του, του ανθρώπου, του Αδάμ και της Εύας, «εργάζεσθαι και φυλάσσειν αυτόν» (Γεν. β΄ 15), μετά της εντολής «από παντός ξύλου του εν τω παραδείσω φάγη, από δε του ξύλου του γινώσκειν καλόν και πονηρόν ου φάγεσθε απ᾿ αυτού, η δ᾿ αν ημέρα φάγητε απ᾿ αυτού θανάτω αποθανείσθε» (ο. π. β΄ 15-17).
Παραλλήλως, επαναλαμβάνομεν, ότι ο Θεός εδημιούργησε τον κόσμον εν σοφία και εν αρμονία, διά μόνου του Λόγου Του, διά της δυνάμεώς Του δηλαδή, της υπερβαινούσης πάσαν γνώσιν και έννοιαν, αλλά και εν κρίσει, εν συνέσει δηλαδή.
Η δημιουργική Θεία Δύναμις, η Σοφία του Θεού, και η Κρίσις του Θεού αποτελούν συγχρόνως και μίαν εντολήν του Θεού προς τον εργάτην και φύλακα του κόσμου άνθρωπον να διαχειρίζηται τα της περιβαλλούσης και τρεφούσης αυτόν «διά των καρπών αυτής» κτίσεως, καθορών εκ των ορωμένων τον Αόρατον, «την αιδιον αυτού δύναμιν και θεότητα», αλλά και την κρίσιν Αυτού, ότι «εν σοφία», «εν συνέσει» και «κρίσει αληθινή» επήγαγεν ημίν και δι᾿ ημάς τα πάντα. Ο άνθρωπος όμως «μεταλαβών της εικόνος» (του Θεού) και μη φύλαξας» αυτήν, εξέπεσε της θείας δόξης και της θείας σοφίας, με αποτέλεσμα να καταστή «φθαρτός» και «θνητός» και να περιορισθή εις την «πεπερασμένην» ανθρωπίνην γνώσιν και κρίσιν. Διά τούτο και ως «φθαρτός» και «μικρός» ο άνθρωπος φοβείται τον θάνατον. Εκ του φόβου του θανάτου κυριευμένος και εν τη προσπαθεία του να «νικήση τον θάνατον», παρεμβαίνει συνεχώς διά ασυνέτων ενεργειών αυτού, θανατηφόρως θα ελέγομεν, επί της αρμονίας της κτίσεως αλλά και της ασφαλείας της ιδίας της ζωής και υποστάσεώς του, με αποτέλεσμα να έχωμεν οδηγηθή σταδιακώς εις την σημερινήν οικολογικήν κρίσιν, διά την προστασίαν και διαφύλαξιν της οποίας κτίσεως και υποστάσεως καταβάλλομεν οι βουλόμενοι και δυνάμενοι «προσπαθείας», «ίνα μη το κακόν αθάνατον γένηται».
Η προσπάθεια, λοιπόν, και το ενδιαφέρον της Ορθοδόξου Εκκλησίας διά το περιβάλλον είναι απόρροια αγάπης και ενδιαφέροντος διά τον πάροικον –μόνιμος κάτοικος και Κύριος “πάντων των περάτων της γης και των εν θαλάσση μακράν” είναι ο Δημιουργός Θεός και μόνον- πολίτην της γης, τον άνθρωπον, και διά την ικανοποίησιν των βιοτικών αναγκών του, αι οποίαι πηγάζουν μεν από την συντήρησιν «της σαρκός», αποβλέπουν όμως εις την σωτηρίαν της ψυχής, «τη θεία και ζωοποιώ εμπνεύσει».
Ασφαλώς, οφείλομεν να ομολογήσωμεν, προς εαυτούς και αλλήλους, εν ειλικρινεία και εντιμότητι, ότι διά την απειλουμένην οικολογικήν καταστροφήν δεν ευθύνεται ασφαλώς η τεχνολογική πρόοδος, ή μόνον αυτή, αλλά πρωτίστως και κυρίως ο αλλοτριωθείς υπό του πειρασμού και των ενστίκτων κυριαρχίας επί των πάντων και, ως εκ τούτου, «ξένος του Θεού» καταστάς, άνθρωπος, ο οποίος, μετά την «πτώσιν» και την αποπομπήν εκ του «παραδείσου της τρυφής», έχει απολέσει τον προσανατολισμόν αυτού και την «ζωοποιόν πνεύσιν» και κινούμενος διά της και εκ της «α-λογίας» αυτού αναζητεί την ολοκλήρωσιν αυτού εις το «κτάσθαι» και εις το «έχειν» και όχι εις το «ευ είναι».
Ηχούν, λοιπόν, λίαν επίκαιροι και σήμερον οι λόγοι του ετέρου μεγάλου Πατρός της Ορθοδόξου ημών Εκκλησίας, του Γρηγορίου του Θεολόγου «μη φοβηθής την πρόοδον[…] φοβήθητι την αλλοτρίωσιν» (Λόγος ΚΕ΄, PG 35, 1224).
Δυστυχώς, πολλοί των σημερινών ανθρώπων αρνούνται να δεχθούν τον Θεόν ως δημιουργόν και κυρίαρχον και κυβερνήτην του σύμπαντος και πηγήν της ζωής αυτού, με την αιτιολογίαν ότι δεν δύνανται να Τον συλλάβουν διά των αισθήσεων αυτών. Λησμονούμεν οι άνθρωποι την μόνην πραγματικότητα, την διά του εμπνευσμένου φθόγγου εκφραζομένην, ότι «τη του νού δυνάμει διά των ορωμένων τον αόρατον καθορώμεν».
Το φαινόμενον τούτο περιγράφει επίσης αναγλύφως και πέραν πάσης αμφισβητήσεως και ο Απόστολος των Εθνών Παύλος διά των εξής χαρακτηριστικών: «τα γαρ αόρατα αυτού από κτίσεως κόσμου τοις ποιήμασι νοούμενα καθοράται, η τε αίδιος αυτού δύναμις και θειότης, εις το είναι αυτούς αναπολογήτους, διότι γνόντες τον Θεόν ουχ ως Θεόν εδόξασαν ή ευχαρίστησαν, αλλ᾿ εματαιώθησαν εν τοις διαλογισμοίς αυτών, και εσκοτίσθη η ασύνετος αυτών καρδία· φάσκοντες είναι σοφοί εμωράνθησαν, και ήλλαξαν την δόξαν του αφθάρτου Θεού εν ομοιώματι εικόνος φθαρτού ανθρώπου και πετεινών και τετραπόδων και ερπετών.[…] οίτινες μετήλλαξαν την αλήθειαν του Θεού εν τω ψεύδει, και εσεβάσθησαν και ελάτρευσαν τη κτίσει παρά τον κτίσαντα, ος εστιν ευλογητός εις τους αιώνας· αμήν» (Ρωμ. α΄ 20-26).
Η Ορθόδοξος Εκκλησία διά του Οικουμενικού Πατριαρχείου αυτήν την αποστολικήν και πατερικήν αλήθειαν κηρύττει και διδάσκει. Ουδέν πλέον. Καταβάλλει δε προσπαθείας διά να επανέλθη η συστενάζουσα και συνωδίνουσα κτίσις, μαζί με τον επ᾿ αυτής παροικούντα άνθρωπον, εις το «καθ᾿ ομοίωσιν», το οποίον απωλέσθη, να επανεύρη δηλαδή τον πολύτιμον «θησαυρόν», ο οποίος εχαρίσθη και εδωρήθη εις τον άνθρωπον.
Είναι ανάγκη, λοιπόν, σήμερον ο άνθρωπος να απομακρυνθή από την βασικήν αιτίαν, η οποία ευθύνεται διά την καταστροφήν του περιβάλλοντος. Καί η αιτία αύτη είναι ο εγωκεντρισμός, η αμαρτία εις την θεολογικήν γλώσσαν. Δυστυχώς, η αιτία αύτη υπεισέρχεται ενίοτε και εις την προσπάθειαν των ανθρώπων να αντιμετωπίσουν την κρίσιν αυτήν. Ενώ θα έπρεπε άπαντες να συστρατεύσωμεν τας δυνάμεις ημών και να αγωνισθώμεν ηνωμένοι προς την κατεύθυνσιν της σωτηρίας εκ του μεγάλου τούτου κινδύνου, συχνάκις βλέπομεν το φαινόμενον έκαστος και το αυτονομούμεν εις την περιοχήν της ειδικότητος ημών, έχοντες την πεποίθησιν ότι μόνον εκ του ιδικού μας χώρου θα προέλθη η σωτηρία· ούτω δημιουργούμεν την ιδίαν ημών γλώσσαν και τον ίδιον ημών χώρον, εις τον οποίον δεν είναι δυνατόν να εισέλθουν οι ειδικοί άλλων περιοχών, με αποτέλεσμα να δημιουργήται η σύγχυσις της Βιβλικής Βαβέλ και να κυριαρχή πάλιν ο εγωκεντρισμός και η ασυνεννοησία. Δεν δυνάμεθα δηλαδή και εις τον τομέα της προσπαθείας αυτής να τιθασεύσωμεν εαυτούς και το υπερφίαλον «εγώ» μας, τοποθετούντες εαυτούς εν τη αφελότητι ημών εις την θέσιν «του πάντα δυναμένου Θεού».
Φίλοι συμπορευόμενοι εις τον αγώνα της προστασίας της κτίσεως,
Ο κόσμος μας, ατυχώς, ζη και πορεύεται εις μίαν περίοδον συγχύσεως και ταραχής. Ο κυριαρχούμενος υπό του ευδαιμονισμού και της αδιαφορίας, της υποκρισίας και του ψεύδους, της φιλαυτίας και της ελλείψεως πνευματικών αξιών και ηθικών αρχών άνθρωπος του πλανήτου μας, καθίσταται οσημέραι επικίνδυνος διά τον εαυτόν του, διά τον συνάνθρωπόν του, αλλά και διά το περιβάλλον του.
Ο κόσμος ευρίσκεται και οδηγείται καθημερινώς, λόγω της ακηδίας των πολλών και των ιθυνόντων τας τύχας του ηγετών και τοποθετούντων εαυτούς εις την θέσιν «χειροποιήτων θεών», εις το χείλος μιάς οικολογικής καταστροφής. Συγχρόνως έχουν απελευθερωθή αι δυνάμεις εκείναι του σκότους, ως τας περιγράφει το Βιβλίον της Αποκαλύψεως, αι οποίαι δύνανται να φέρουν τον πυρηνικόν όλεθρον, κατά τους λόγους του Αποστόλου Πέτρου: «στοιχεία δε καυσούμενα λυθήσονται, και γη και τα εν αυτή έργα κατακαήσεται» (Β΄Πετρ. γ΄ 10).
Ο κόσμος, επαναλαμβάνομεν διά πολλοστήν φοράν, είναι έργον της αγάπης, της προνοίας και της φιλανθρωπίας του Θεού και μόνον με την αγάπην του ανθρώπου και με την «εν κρίσει», δηλαδή εν συνέσει, χρήσιν αυτού, -ως απαύγασμα της σοφίας και της δυνάμεως του Θεού-, δύναται να σωθή και να εκπληρώση τον προορισμόν αυτού.
Η Ορθοδοξία παρέχει εις τον άνθρωπον την δυνατότητα της εξόδου από όλα τα προβλήματα, και από το πρόβλημα της οικολογικής κρίσεως, μέσω μιάς διαφορετικής θεωρήσεως των πραγμάτων. Διαρρηγνύων τον φαύλον κύκλον της επιθυμίας διά την εγωιστικήν απόκτησιν πραγμάτων με σκοπόν την ηδονήν, ήτις αναποφεύκτως θα καταλήξη εις τον πόνον και εις νέας επιθυμίας, ο άνθρωπος αναλαμβάνει με χαράν τον εκούσιον πόνον, τον οποίον μετατρέπει εις πηγήν επιθυμίας των θείων πραγμάτων, επιθυμίαν διαρκή και αυξανομένην επ᾿ άπειρον. Η Ορθόδοξος ζωή και άσκησις δεν είναι τόσον εν σύνολον εναρέτων πράξεων, όπως συχνάκις φρονούμεν ότι είναι η χριστιανική ζωή, όσον εις νέος τρόπος υπάρξεως, όστις αποστρέφεται την έλξιν των ειδώλων του κόσμου τούτου, διά να στραφή προς τον Θεόν. Όταν λοιπόν ασκή τις την νηστείαν και την εκούσιον νέκρωσιν των ηδονών εις την ορθόδοξον πρακτικήν, ως τρόπον ζωής, δύναται να επανεύρη τον παραδείσιον τρόπον ζωής, να μιμηθή το κατά δύναμιν τους ασωμάτους αγγέλους και να απαλλαγή από κάθε επιβλαβές διά την κοινωνίαν και το περιβάλλον του πάθος.
Αι συνέπειαι της αμαρτίας και της καταστρατηγήσεως της φύσεως εις την «παρά-φύσιν» δεν περιορίζονται μόνον εις τον διαπράττοντα αυτήν άνθρωπον. Είναι οντολογικαί και κοσμολογικαί και επηρεάζουν ολόκληρον την ανθρωπότητα.
Συνεπώς, η Ορθόδοξος ασκητική ζωή είναι αφ᾿ εαυτής μία τοποθέτησις και μία απάντησις εις το λεγόμενον οικολογικόν πρόβλημα. Εάν οι άνθρωποι, αρχίζοντες βεβαίως εκ των χριστιανών, εγκολπωθώμεν και εφαρμόσωμεν την ζωήν ταύτην, δεν θα υφίσταται τοιούτον πρόβλημα. Η άσκησις, μέσω της εκουσίας και όχι νοσηράς κακοπαθείας, εμβάλλει «βιαίως» τον κατά φύσιν έλλογον νόμον εις το σώμα, το οποίον πάσχει τον «παρά φύσιν» νόμον του θανάτου και του δίδει την δυνατότητα να επανεύρη την αίσθησιν της ευταξίας και της ωραιότητος της δημιουργίας. Εξ ολοκλήρου εστραμμένος προς τον Θεόν ο άνθρωπος εγκαινιάζει μίαν νέαν σχέσιν με το φυσικόν περιβάλλον αυτού, η οποία δεν είναι πλέον μία εκμετάλλευσις διά την ικανοποίησιν της επιθυμίας αυτού, αλλά μία αρμονική χρήσις κατά το μέτρον της αναγκαίας χρείας.
Η συνετή αυτή και προσεκτική χρήσις της φύσεως και των δυνατοτήτων της, η εγκράτεια και η λιτότης, ο σεβασμός εις το περιβάλλον, εντός της Ορθοδόξου Εκκλησίας, δεν είναι απόρροια μιάς ιδεολογίας, αλλά συνέπεια της αλλαγής νοοτροπίας και τρόπου ζωής και της επιστροφής όλων των δυνάμεων της ψυχής εις συγκαταλλαγήν μετά του Θεού και της δημιουργίας του.
Την αρχήν ταύτην ουδέποτε έχομεν παύσει μέχρι σήμερον να διακηρύττωμεν και να επισημαίνωμεν από του Οικουμενικού Πατριαρχείου και διά το φλέγον πρόβλημα της οικονομικής κρίσεως, η οποία πλήττει σήμερον πολλάς χώρας της Ευρώπης, απειλούσα την ενότητα αυτής. Πάντοτε και πανταχού κηρύττομεν και επισημαίνομεν ότι διά την έξοδον εκ της ως αδιεξόδου πολλάκις εμφανιζομένης ή παρουσιαζομένης κρίσεως ταύτης είναι απαραίτητος η αλλαγή νοοτροπίας και ήθους.
Καί τούτο, διά τους πολιτικούς άνδρας είναι κατανοητόν ως αποκατάστασις της σχέσεως εμπιστοσύνης πολίτου και κράτους, της απαλλαγής από του συνδρόμου της φοροαπαλλαγής, της αποδόσεως εις τον Καίσαρα των του Καίσαρος. Σήμερον γίνεται μία τεραστία προσπάθεια διά να αποκτήσουν οι πολίται μίαν νέαν νοοτροπίαν εις τας σχέσεις των μετά του κράτους, εις την οποίαν αι χώραι της Δυτικής Ευρώπης, και ασφαλώς η Γερμανία, αποτελούν αξιομίμητα υποδείγματα. Βεβαίως τούτο δεν είναι ευχερές, διότι υπάρχουν και τεράστιαι διαφοραί εις τας ιστορικάς καταβολάς, τας κοινωνικάς συνθήκας κλπ.
Όμως, το βασικώτερον διά την έξοδον από την κρίσιν δεν είναι μόνον η αλλαγή νοοτροπίας ως προς τας σχέσεις με το κράτος. Είναι η αλλαγή τρόπου ζωής και ήθους. Είναι χαρακτηριστικόν ότι ο σύγχρονος άνθρωπος έχει διδαχθή να καταναλίσκη συχνάκις περισσότερον των όσων χρειάζεται και να αποβλέπη απλήστως και ασυνέτως εις το συνεχώς «κτάσθαι» και «απολαμβάνειν» και όχι εις το αρμονικόν «ευ είναι», προσπαθών διά της ασυναισθήτου εις αυτόν αδυναμίας του να νικήση την δύναμιν του Θεού και εν τη α-σοφία του την Σοφίαν του Θεού, ήτις «εθεμελίωσε τον οίκον» (πρβλ. Παροιμ. θ΄ 1), τον κόσμον μας.
Επί πλέον, λησμονεί ο σύγχρονος άνθρωπος, ότι το υπέρτατον ιδανικόν δι᾿ αυτόν δεν είναι η οικονομική άνεσις και η ευημερία, αλλά η ελευθερία. Η ελευθερία, η οποία, όταν είναι συνυφασμένη με την λύπην και την δυστυχίαν, δεν είναι ελευθερία, αλλά δουλεία. Η μεγάλη αλήθεια την οποίαν ευαγγελίζεται καθ᾿ ημέραν ο Χριστιανισμός είναι ότι τα πάντα αξιολογούνται συμφώνως προς την αξίαν των, όχι εκ του χρώματος ή του σχήματός των, αλλά αναλόγως προς το νόημά των και κρίνονται όχι ως προς τα εξωτερικά φαινόμενα, αλλά ως προς την ουσίαν.
Ο άνθρωπος κρίνεται όχι εκ της ιδιότητος ή της περιουσίας του, όχι «κατ᾿ όψιν» δηλαδή, αλλά «κατά την καρδίαν» αυτού, η οποία είναι η «δικαία κρίσις». Ταυτίζεται, δηλαδή, με την εσωτερικήν ελευθερίαν, την οποίαν προσφέρει η παραμονή πλησίον του Θεού.
Συνεπώς, η Ορθόδοξος Εκκλησία προτιμά να λύση το πρόβλημα της προσωπικής ευθύνης εκάστου ανθρώπου διά την οικολογικήν και την οικονομικήν κρίσιν, τοποθετούσα τούτο εις την σωτηριολογικήν και πνευματικήν αυτού διάστασιν. Η συμμετοχή του ανθρώπου εις την κίνησιν αυτήν είναι μία σιωπηρά και βιωματική μαρτυρία διά την δυνατότητα αποκαταστάσεως αρμονικής σχέσεως με την φύσιν, προσφέροντος το παράδειγμα της ζωής αυτού.
Ενώπιον του όγκου των επικινδύνων δι᾿ όλους τους ανθρώπους ρυπογόνων παραγόντων μία και μόνη δύναμις είναι δυνατόν να αντισταθή: Η συνείδησις του ανθρώπου. Η συνείδησις είναι η μόνη δύναμις, η οποία ημπορεί να συγκρατήση τον άνθρωπον από της διαπράξεως μιάς κρυφής ρυπογόνου πράξεως ή μιάς μικράς ή μεγάλης καταστροφικής του περιβάλλοντος ενεργείας.
Ο ρόλος του Οικουμενικού Πατριαρχείου είναι να ευαισθητοποιήση αυτήν την συνείδησιν. Δεν έχομεν την δυνατότητα να λάβωμεν διοικητικά ή νομικά μέτρα περιορισμού της βλάβης του περιβάλλοντος. Δεν έχομεν προφανώς τα υλικά μέσα να επανορθώσωμεν τας ήδη γενομένας εις το φυσικόν περιβάλλον βλάβας. Προσπαθούμεν λοιπόν να αφυπνίσωμεν την συνείδησιν των εχόντων τα μέσα και τον τρόπον συνανθρώπων μας και των εν υπεροχή εξουσίας όντων να πράξουν ο,τι δύνανται, είτε μικρόν εν τω πλαισίω της ατομικής ενεργείας είτε μέγα εν τω πλαισίω της συλλογικής προσπαθείας μιάς Κυβερνήσεως ή άλλου διεθνούς και τοπικού φορέως.
Καί κατακλείομεν τον λόγον με την προσευχήν: «στώμεν καλώς, στώμεν μετά φόβου» ενώπιον της αβεβαιότητος της ύλης, και παρακαλούμεν τον Δημιουργόν πάσης της κτίσεως να ανοίξη την κραταιάν Αυτού χείρα και να επισκεφθή τον κόσμον. Τότε, και μόνον τότε, «τα σύμπαντα πλησθήσονται χρηστότητος» (Ψαλμ. ργ΄ 28). Αμήν.
Σας ευχαριστούμεν διά την υπομονήν και ευχόμεθα εις όλους τον φωτισμόν του Θεού διά να συμβάλη έκαστος κατά το μέτρον των δυνατοτήτων αυτού εις την επίλυσιν του ζωτικού τούτου προβλήματος, με την ελπίδα να ανατείλη εν καλλίτερον και πλέον ευοίωνον μέλλον διά την ανθρωπότητα, διά τας γενεάς του αύριον.