Ομιλία της Α. Θ. Παναγιότητος κ. κ. Βαρθολομαίου κατά τον σημερινό Εσπερινό της Μνήμης του Αγίου Αποστόλου Βαρθολομαίου στην Ι. Μονή Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή.
Αναλυτικά ολόκληρη η ομιλία του Παναγιωτάτου έχει ως εξής:
Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι αδελφοί,
Εντιμότατε κύριε Γενικέ Πρόξενε της Ελλάδος ενταύθα,
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Πεντηκοστήν εορτάσαντες και Πνεύματος επιδημίαν, ιδού και πάλιν ημείς εις το νοητόν τούτο υπερώον της Πεντηκοστής, απολαμβάνομεν «την του Παρακλήτου Πνεύματος χάριν», τιμώντες τον εορταζόμενον απόστολον Βαρθολομαίον. Ιδού ημείς εις τας αυλάς του ευαγούς τούτου οίκου της αγνής Θεομήτορος, της Ζωοδόχου Πηγής, τας αποτελούσας προέκτασιν της ιεράς αυλής του Φαναρίου, περιστοιχιζόμενοι υπό πλειάδος αδελφών προσφιλεστάτων, και τέκνων ηγαπημένων, ελθόντων εντεύθεν και αλλαχόθεν διά να εορτάσουν με τον Πατριάρχην των τα ονομαστήριά του και να εκφράσουν προσευχητικώς τα ευγενή αυτών αισθήματα αγάπης και σεβασμού.
Αδελφοί Ιεράρχαι, ιερείς και διάκονοι, μοναχοί και μοναχαί, Άρχοντες οφφικιάλιοι, εκπαιδευτικοί, και, διά να ενθυμηθώμεν τους επικαίρους λόγους των Πράξεων, “Πάρθοι και Μήδοι και Ελαμίται … Έλληνες και Ρώσσοι και Γάλλοι και Ουκρανοί και λοιποί”, με την παρουσίαν και την συμπροσευχήν σας κατά την εσπέραν ταύτην, τιμάτε τους αποστόλους Βαρθολομαίον και Βαρνάβαν και τα ονομαστήρια του Οικουμενικού Πατριάρχου, ο οποίος και διά τούτο ευγνωμόνως σας ευχαριστεί και σας καλωσορίζει εις την Βασιλεύουσαν Πόλιν και εις την Μητέρα Εκκλησίαν, ιδιαιτέρως δε απόψε εις εν ιστορικώτατον θεομητορικόν προσκύνημα, το της Ζωοδόχου Πηγής Βαλουκλή – εις το σέβασμα τούτο της Πίστεως του ευσεβούς ημών Γένους, το συνδεόμενον προς τους θρύλους αυτού από Λέοντος του Θρακός μέχρι των κάτω χρόνων και της νεωτέρας λογοτεχνίας, (ας ενθυμηθούμε την Λωξάντραν της Μαρίας Ιορδανίδου), όπου διαζωγραφίζεται η ευλάβεια και η πίστις των προστρεχόντων εις αυτό ευσεβών Ρωμαίων Ορθοδόξων Χριστιανών.
Σας ευχαριστούμεν όλους ολοκαρδίως. Καί βεβαίως δεν έχομεν χρείαν να απευθυνθώμεν προς εσάς «εν ετέραις γλώσσαις», ως οι απόστολοι κατά την ημέραν της Πεντηκοστής, διότι μας αρκεί η γλώσσα της αγάπης, η υπερτέρα πάσης ανθρωπίνης γλώσσης και διαλέκτου, η οποία εκφράζει κατά τρόπον τέλειον όχι μόνον τον λόγον αλλά και την ουσίαν του Θεού, ο οποίος «αγάπη εστί» (Α΄ Ιωάν. δ΄ 16).
Διά της αγάπης απηυθύνθη ο εορταζόμενος απόστολος Βαρθολομαίος εις τα πέρατα• διά της αγάπης, η οποία δεν γνωρίζει διακρίσεις μεταξύ των ανθρώπων, αλλ᾽ αντιμετωπίζει τους πάντας ως τέκνα Θεού και κληρονόμους της βασιλείας Αυτού. Διά τούτο και ο λόγος του εύρεν ανταπόκρισιν και ο σπόρος αυτού εβλάστησε και απέδωκεν εις την Εκκλησίαν του Χριστού «καρπόν εκατονταπλασίονα» (Λουκ. η΄ 8) προς δόξαν Θεού. Διά την αγάπην του Χριστού έδωκεν ο απόστολος Βαρθολομαίος την μαρτυρίαν του Ιησού εν τω κόσμω και, υπό της προς αυτόν αγάπης φλεγόμενος, υπέμεινε το χριστομίμητον μαρτύριον της σταυρώσεως, ημίν «υπολιμπάνων υπογραμμόν ίνα επακολουθήσωμεν τοις ίχνεσιν αυτού» (πρβλ. Α΄ Πετρ. β΄ 21-22).
Ακολουθούντες, λοιπόν, και ημείς εν τω μέτρω των ασθενών ημών δυνάμεων το παράδειγμα αυτού, προσεπαθήσαμεν, εν τω Ιερώ και μαρτυρικώ ημών Κέντρω, και κατά τον διαρρεύσαντα χρόνον από της περυσινής εδώ συναντήσεώς μας, να επιτελώμεν εν αγάπη και διά της αγάπης το πολυεύθυνον έργον της διακονίας μας προς το προσφιλές εδώ ποίμνιόν μας και προς πάντας ανθρώπους, κηρύσσοντες την αγάπην, έργω και λόγω, προς τον κόσμον άπαντα, έχοντες βεβαίαν και αμετάθετον την πίστιν ότι άνευ της αγάπης, τουτέστιν άνευ του Θεού, αποβαίνει κενόν το κήρυγμα και ματαία η πίστις ημών (πρβλ. Α΄ Κορ. ιε΄ 17). Αντιθέτως, η διά της αγάπης προσέγγισις των ανθρώπων ανοίγει τας καρδίας αυτών και τας μεταποιεί εις γην αγαθήν και ετοίμην να δεχθή τον Θεόν• ανοίγει τας ψυχάς των ανθρώπων και προετοιμάζει δι᾽ ειλικρινή και άδολον συνομιλίαν μετά των άλλων ανθρώπων.
Διότι η τελεία αγάπη δεν βάλλει μόνον έξω τον φόβον (πρβλ. Α΄ Ιωάν. δ΄ 18), ως διδάσκει ημάς ο μαθητής της αγάπης, άγιος Ιωάννης ο Θεολόγος, αλλά βάλλει έξω και τας προλήψεις και τας προκαταλήψεις, αι οποίαι πλειστάκις εμφιλοχωρούν εις τας σχέσεις των ανθρώπων και δηλητηριάζουν την μετ᾽αλλήλων επικοινωνίαν. Γνωρίζομεν δε καλώς εκ του παρελθόντος και της ιστορίας ότι πλείσται όσαι των υφισταμένων διαφωνιών και αντιθέσεων, των συγκρούσεων και των σχισμάτων μεταξύ των ανθρώπων, ωφείλοντο εις προλήψεις και προκαταλήψεις, αι οποίαι χρονίζουσαι επέφερον την ψυχρότητα εις τας σχέσεις και ωδήγησαν βαθμιαίως εις την ρήξιν και την απ᾽ αλλήλων διάστασιν.
Δεν λανθάνει, βεβαίως, της προσοχής ημών ότι η αγάπη ενίοτε παρεξηγείται, παρανοείται η και παρερμηνεύεται, θεωρουμένη υπό τινων, εις τινας δε περιπτώσεις δυστυχώς και υπό φίλων και αδελφών, ως αδυναμία, ως αφελής προσέγγισις των πραγμάτων, ως υποχωρητικότης και ενδοτικότης, ως στερουμένη διακρίσεως. Η άνευ διακρίσεων όμως προσφερομένη αγάπη ουδόλως στερείται διακρίσεως, διότι η αληθής και γνησία αγάπη είναι, ως αληθής και γνησία σοφία, «αδιάκριτος και ανυπόκριτος» (Ιακ. γ΄ 18), ενώ η εισάγουσα διακρίσεις αγάπη καθίσταται ιδιοτελής και υποκριτική, ψευδεπίγραφος και νόθος, λογιζομένη εαυτήν σοφωτέραν και συνετωτέραν του Θεού της αγάπης, ο οποίος εν τη Αυτού αγάπη ουδεμίαν ποιείται διάκρισιν μεταξύ των ανθρώπων, αλλά «τον ήλιον αυτού ανατέλλει επί πονηρούς και αγαθούς και βρέχει επί δικαίους και αδίκους» (Ματθ. ε΄ 45-46), προφυλάσσει δε τους ειλικρινώς και ανυποκρίτως αγαπώντας τους αδελφούς αυτών, και προσφέροντας γνησίαν αγάπην, από τας ενέδρας και τας παγίδας του εχθρού της αγάπης διαβόλου.
Με αυτήν την βεβαιότητα αγωνιζόμεθα και ημείς να δίδωμεν πάντοτε την μαρτυρίαν της πίστεως εν αγάπη ανυποκρίτω, έχοντες προς τούτο τρεις άξονας:
Πρώτος άξων, η εν πατρική στοργή μέριμνα διά το ενταύθα προσφιλέστατον ημών ποίμνιον και πάντας τους ευλαβείς προσκυνητάς της Αγίας του Χριστού Μεγάλης Εκκλησίας, του Οικουμενικού μας Πατριαρχείου, οι οποίοι προστρέχουν ενταύθα διά να αρυσθούν νάματα δροσίζοντα τας ψυχάς εκ της Ζωοδόχου και ακενώτου πηγής της Μητρός Εκκλησίας, και διά να λάβουν φως εκ του διηνεκώς φαίνοντος και τον κόσμον φωτίζοντος πνευματικού λύχνου του Φαναρίου.
Επιθυμούντες όπως μη στερήσωμεν της αυτής αγάπης τα απανταχού της οικουμένης ευρισκόμενα λίαν αγαπητά τέκνα του Οικουμενικού Πατριαρχείου, επισκεπτόμεθα ταύτα εν στοργική μερίμνη, χαίροντες μετ᾽ αυτών και συγχαίροντες αυτά διά την πρόοδόν των, άμα δε και διά την μαρτυρίαν της Ορθοδόξου ημών πίστεως, την οποίαν δίδουν εν παντί τόπω της δεσποτείας Κυρίου διά της προς αλλήλους και προς πάντας αγάπης, ως επράξαμεν και κατά την πρόσφατον πατριαρχικήν ημών επίσκεψιν εις την Ιεράν Μητρόπολιν Γερμανίας, δοξάσαντες τον Θεόν διά το επιτελεσθέν εν αυτή σπουδαίον έργον κατά την διαρρεύσασαν πεντηκονταετίαν από της ιδρύσεως αυτής.
Δεύτερον άξονα συνιστά η εν αγάπη επίσκεψις των αδελφών Εκκλησιών, ως των Αυτονόμων Ορθοδόξων Εκκλησιών της Φιλλανδίας και της Εσθονίας και των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών Σερβίας και Αλβανίας, τας οποίας επεσκέφθημεν κατά τους τελευταίους μήνας, επιστηρίζοντες διά της παρουσίας ημών το επιτελούμενον υπό των αδελφών Προκαθημένων αυτών σημαντικώτατον έργον. Εν τω αυτώ πλαισίω μαρτυρίαν αγάπης απετέλεσε και η εν Κωνσταντινουπόλει υπό του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως πρωτευθύνου Εκκλησίας συγκληθείσα και πραγματοποιηθείσα κατά τον παρελθόντα Μάρτιον Σύναξις των Προκαθημένων των Αγιωτάτων Ορθοδόξων Εκκλησιών και η κοινή απόφασις διά την πραγματοποίησιν μετά διετίαν της μακρόθεν προετοιμαζομένης Αγίας και Μεγάλης.