Τον απολογισμό του για το 2014 έκανε στην Πρωτοχρονιάτικη ομιλία του στο Φανάρι, ο Οικουμενικός Πατριάρχης.
Ο κ.κ.Βαρθολομαίος στάθηκε ιδιαίτερα στο διάλογο με τους Ρωμαιοκαθολικούς, αλλά και αναφέρθηκε σε ημερομηνίες-σταθμούς του έτους που μόλις έφυγε.
Αναλυτικά η ομιλία:
«Ιερώτατοι άγιοι αδελφοί,
Εντιμότατε κύριε Πρόξενε της Ελλάδος,
Εντιμολογιώτατοι Άρχοντες της Μητρός Εκκλησίας,
Τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
Εισελθόντες ήδη εις τον νέον ενιαυτόν της χρηστότητος Κυρίου, εν πρώτοις ευχαριστούμεν θερμώς διά τας υποβληθείσας ημίν ευχάς και εορτίους προσρήσεις υπό των προλαλησάντων Ιερωτάτου Μητροπολίτου Νικαίας κυρίου Κωνσταντίνου και Εντιμολογιωτάτου οφφικιαλίου της Μητρός Εκκλησίας κυρίου Ιωάννου Δεμιρτζόγλου. Εν συνεχεία, αισθανόμεθα την ανάγκην να απευθύνωμεν υμίν πάσιν ουχί μόνον τας συνήθεις ευχάς δι᾿ υγείαν και ευημερίαν και εκπλήρωσιν πάντων των προς σωτηρίαν αιτημάτων αλλά κυρίως τον λόγον και την μαρτυρίαν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, εκφρασθέντα και τελειωθέντα και κατά το παριππεύσαν έτος υπό της Μητρός Εκκλησίας διά της ημών Μετριότητος, και συγχρόνως να αναλυθώμεν εις μελλοντικάς προσδοκίας διά το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και διά τον λαόν του Θεού, γνωστάς μόνον τω Κυρίω «ως μήπω πεπραγμένας», τω και τελειούντι ή ματαιούντι διά των παρουσιαζομένων υπ᾿ Αυτού οδών ή προσκομμάτων τους ημετέρους ανθρωπίνους σχεδιασμούς και προγραμματισμούς.
Άλλωστε, διά την Ορθόδοξον Εκκλησίαν και διά τους πιστούς της, εν τη πραγματικότητι δεν υπάρχει χρόνος αλλά αιωνιότης. Παρά ταύτα ο χρόνος είναι εν δώρον του Θεού• είναι ακτίνες αι οποίαι εκχέονται παρά του Θεού και διασκορπίζονται εις τους ανθρώπους. Είναι εργαλείον το οποίον παραδίδει ο Θεός εις τας ανθρωπίνας χείρας, διά να εκδηλώμεν τα συναισθήματα ημών αλλά και διά να καλλιεργώμεν και να οικοδομώμεν τον τρόπον της ζωής και την πνευματικότητά μας. Εν τελική αναλύσει, ο ρέων άστατος χρόνος και ο τρόπος με τον οποίον τον διαχειριζόμεθα θα κρίνη και το μέλλον, και την πορείαν και των προσώπων τα οποία βιούν τον χρόνον και των θεσμών, οι οποίοι διακονούνται εν χρόνω υπό προσώπων, υπό εχόντων το αυτεξούσιον ανθρώπων. Εκ της χρήσεως, λοιπόν, του χρόνου και μόνον, αλλά και εκ των έργων, κρίνεται αν οι βιούντες τον χρόνον άνθρωποι καθίστανται αιώνιοι και καταλείπουν ίχνη εις τους διακονουμένους θεσμούς. Η Μήτηρ Εκκλησία και ημείς προσωπικώς ουδέποτε λησμονούμεν ότι: «εάν τε ζώμεν, τω Κυρίω ζώμεν• εάν τε αποθνήσκωμεν, τω Κυρίω αποθνήσκομεν… εις τούτο γαρ Χριστός και απέθανε και ανέστη και έζησεν ίνα και νεκρών και ζώντων κυριεύση» (Ρωμ. ιδ΄, 8-10).
Έχοντες, λοιπόν, υπ᾿ όψει, το Παυλικόν «ουδείς γαρ ημών εαυτώ ζη και ουδείς εαυτώ αποθνήσκει» (ο.π. ιδ΄ 7-8), καλούμεθα ως Οικουμενικόν Πατριαρχείον όπως τον αρξάμενον ενιαυτόν καταστήσωμεν ακτίνα της παρουσίας του Χριστού μέσα εις τον κόσμον, έτος αγάπης προς τον Θεόν και προς τον άνθρωπον, έτος ευεργεσίας και φιλανθρωπίας προς όλους. Καί ειδικώς διά τους Ορθοδόξους πιστούς είναι απαραίτητον η Εκκλησία να δύναται να βλέπη προς τον ουρανόν πρωτίστως και είτα προς τον κόσμον, ούτως ώστε να δίδη κατ᾿ αυτόν τον τρόπον φως και ελπίδα εις κάθε ψυχήν, η οποία προσέρχεται προς ημάς τους κληρικούς. Ιδού το χρέος και η ευθύνη της Εκκλησίας και ημών των κληρικών: να πλησιάσωμεν διά να σώσωμεν τον άνθρωπον, τον εγγύς και τον μακράν και να τον οδηγήσωμεν εις εκκλησιασμόν και όχι εις κοσμικισμόν (Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς).
Επισκοπούντες δε τα γεγονότα του μόλις λήξαντος έτους, δοξάζομεν τον Θεόν δι᾿ όσα εχαρίσατο εις το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και εις ημάς και δι᾿ όλας τας ευλογίας τας οποίας επιδαψιλεύει ημίν εις την αδιάκοπον νυχθήμερον προσπάθειαν διά την εκπλήρωσιν της αποστολής αυτού, ήτις συγκεφαλαιούται εις την διά της αγάπης σωτηρίαν «των μικρών τούτων των ελαχίστων».
Επιτραπήτω ημίν σήμερον να σημειώσωμεν επιγραμματικώς ένια εκ των πολλών γεγονότων της ιστορικής πορείας της Μητρός Εκκλησίας κατά το παρελθόν έτος, τα οποία από κοινού, αδελφοί, εβιώσαμεν, και φρονούμεν ότι καταξιώνουν και τον διελθόντα χρόνον αλλά και τα διαδραματίσαντα ρόλον κατ᾿ αυτόν πρόσωπα:
Πρωτίστως, κατά τον μήνα Μάρτιον του 2014, επραγματοποιήθη επιτυχώς, πεποίθαμεν, η Σύναξις των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και εδρομολογήθη η από μακρού αναμενομένη σύγκλησις της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας, χάρις εις τας πρωτοβουλίας της ημετέρας Μετριότητος εν τη οφειλετική μερίμνη ημών διά την διαφύλαξιν και διασφάλισιν της ενότητος της Εκκλησίας, η οποία επιτυγχάνεται όχι με προγραμματισμούς μόνον αλλ᾿ «εν Πνεύματι Αγίω».
Η μετάβασις ημών εν μέση Καθαρά Εβδομάδι εις Ουγγαρίαν και η υπογραφή συμφωνίας μεταξύ του Οικουμενικού Πατριαρχείου και της Κυβερνήσεως της Χώρας ταύτης, διά της οποίας περιγράφεται σαφώς ο ρόλος της εκεί ημετέρας Πατριαρχικής Εξαρχίας έναντι του Κράτους και των λοιπών Ορθοδόξων παρουσιών, υπήρξεν όχι μόνον απλούς σταθμός διά την ορθόδοξον παρουσίαν και διά την ενίσχυσιν αυτής εις την χώραν ταύτην, αλλά γεγονός με ευρυτέρας προεκτάσεις και επιπτώσεις και εν τοις καθ᾿ ημάς ενταύθα, εκκλησιαστικοίς πράγμασιν. Η γενομένη τιμητική υποδοχή της ημετέρας Μετριότητος υπό των αρχών της χώρας και η ευγενής αύτη πρωτοβουλία των διά την αναγνώρισιν του Οικουμενικού Πατριαρχείου ως θεσμού διεθνούς δικαίου καταταδεικνύει την θετικήν στάσιν του Κράτους της Ουγγαρίας έναντι του ιστορικώς ανεγνωρισμένου θετικού ρόλου της Ορθοδοξίας και του Οικουμενικού Πατριαρχείου και εις την περιοχήν ταύτην της Ευρώπης.
Ανάλογοι ήσαν και αι εντυπώσεις τας οποίας εκομίσαμεν εκ των συναντήσεων ημών μετά των αρχών της Γερμανίας και της Αυστρίας, εις το πλαίσιον των εκείσε Πατριαρχικών και αποστολικών επισκέψεων ημών, επί τη συμπληρώσει ημίσεος αιώνος από της ιδρύσεως των εν ταίς χώραις ταύταις Ιερών Μητροπόλεών μας, αποδειξασών την εκτίμησιν την οποίαν τρέφουν διά το Οικουμενικόν Πατριαρχείον και την παράδοσιν, την οποίαν τούτο εκπροσωπεί, παράδοσιν την οποίαν και οι λαοί αυτών επί Βυζαντίου είχον προσλάβει, διά της παρουσίας της εκ Κωνσταντινουπόλεως Αγίας Βασιλίσσης Θεοφανούς, και διά τούτο αισθάνονται, τρόπον τινά, ότι εις το πρόσωπον της ημετέρας Μετριότητος, του Οικουμενικού Πατριάρχου, αναγνωρίζουν, τιμούν και ενισχύουν την παράδοσιν ταύτην.
Μετ᾿ αισθημάτων συγκινήσεως ενθυμούμεθα τας στιγμάς τας οποίας εβιώσαμεν πλησίον του πολυαρίθμου ποιμνίου της Ιεράς Μητροπόλεως Γερμανίας και δόξαν αναπέμπομεν εις τον εν Τριάδι Θεόν δι᾿ όσα θαυμαστά και εξαίσια εκεί χάριτι Αυτού επετελέσθησαν, διό και επί τη ευκαιρία ταύτη αποστέλλομεν θερμόν εόρτιον και συγχαρητήριον χαιρετισμόν εις τον αδελφόν Ιερώτατον Μητροπολίτην Γερμανίας κύριον Αυγουστίνον.
Εκ παραλλήλου, αι τρεις αύται επισκέψεις κατέδειξαν και τας θετικάς επιπτώσεις, τας οποίας έχει διά τας εκείσε Ιεράς Μητροπόλεις και Εξαρχίαν του Οικουμενικού Θρόνου η συνεργασία μετά των ετεροδόξων• σημειούμεν ιδιαιτέρως τας παραχωρήσεις Ναών και εκτάσεων διά τας λατρευτικάς ανάγκας της Ορθοδόξου Εκκλησίας και όχι μόνον. Καί εις μεν την Ιεράν Μητρόπολιν Γερμανίας το έργον είναι επιμεμαρτυρημένον και άξιον θαυμασμού -μεγάλου-, διά δε την Ιεράν Μητρόπολιν Αυστρίας οφείλομεν και πάλιν να εξάρωμεν τας προσπαθείας του Ιερωτάτου αδελφού κυρίου Αρσενίου, όστις δυναμικώς εργάζεται διά την οργάνωσιν της κατ᾿ αυτόν Επαρχίας, έχων ως παράδειγμα τα όσα είδε και εβίωσε κατά την διακονίαν αυτού εις τας Ιεράς Μητροπόλεις Γερμανίας και Γαλλίας.
Την καλήν αυτήν συνεργασίαν μετά των ετεροδόξων και δη των ΡΚαθολικών ενίσχυσε και η αδελφική συνάντησις μετά του Πάπα Ρώμης Φραγκίσκου εις Ιεροσόλυμα, εξ αφορμής της συμπληρώσεως πεντηκονταετίας από της προηγουμένης συναντήσεως εις την Αγίαν Γην του αοιδίμου προκατόχου ημών Πατριάρχου Αθηναγόρου μετά του Πάπα Παύλου του Στ΄, την οποίαν ηκολούθησε, κατόπιν επί τούτω ειδικής τιμητικής προσκλήσεως της αυτού Αγιότητος προς ημάς, η μετάβασις ημών εις Ρώμην προς ενίσχυσιν των προσπαθειών υπέρ της ειρηνεύσεως της Μέσης Ανατολής, ομού με τον προκαθήμενον της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και τους Προέδρους του Ισραήλ και της Παλαιστινιακής Αρχής.
Εν τω σημείω τούτω επιθυμούμεν να επισημάνωμεν την κεντρικήν σημασίαν, την οποίαν έσχε διά τον θεσμόν του Οικουμενικού Πατριαρχείου η επίσημος επίσκεψις προς αυτό, κατά την παρελθούσαν Θρονικήν μας Εορτήν, του Αγιωτάτου Πάπα Ρώμης και αι οργανωθείσαι εν τω Ιερώ ημών Κέντρω επί τη ευκαιρία εκδηλώσεις.
Σύντρεις αι κατά το λήξαν έτος συναντήσεις αύται της ημετέρας Μετριότητος μετά της Αυτού Αγιότητος στόχον και σκοπόν έσχον την Χρυσοστομικήν ρήσιν: «τούτο μάλιστά εστι χάρις, το μη διαιρείσθαι, αλλ᾿ εφ᾿ ενί κείσθαι θεμελίω» (Εις Α΄Κορινθίους, P.G. 61,72), καθότι «εις την ενότητα εκάλεσε της πίστεως, φησίν. Τουτέστιν, έως αν δειχθώμεν πάντες μίαν πίστιν έχοντες. Τούτο γαρ εστιν ενότης πίστεως, όταν πάντες εν ώμεν, όταν πάντες ομοίως τον σύνδεσμον επιγινώσκωμεν. Μέχρι τότε εργάζεσθαι χρη (η υπογράμμισις ημετέρα)… Όταν δε πάντες ομοίως πιστεύωμεν, τότε ενότης εστίν» (πρβλ. Ιερού Χρυσοστόμου, Εις Εφεσίους ΙΑ΄, P.G. 62,83).
Ιδιαιτέραν πνευματικήν χαράν και συγκίνησιν, προς τούτοις, προσέφερον αι επισκέψεις ημών τόσον εις την γενέτειραν ημών νήσον Ίμβρον, όσον και εις τας τέσσαρας Ι. Μητροπόλεις της Θράκης, κληρουχίας και ταύτης τιμίας του Οικουμενικού Πατριαρχείου, κατά την οποίαν επίσκεψίν μας διεπιστώσαμεν ιδίοις όμμασι την αγάπην και τον σεβασμόν με τα οποία ο πιστός λαός αυτής περιβάλλει την Μητέρα Εκκλησίαν, προς την οποίαν έχει πάντοτε εστραμμένα τα όμματα ως προς την πηγήν της εκκλησιαστικής και πνευματικής ζωής αυτού, της οποίας το διαυγές πνευματικόν και ζων ύδωρ εξέρχεται από τα βάθη των αιώνων και ρέει ποταμηδόν και σήμερον.
Ομοίως, λίαν καρποφόροι ήσαν και αι Πατριαρχικαί ημών επισκέψεις εις την ιστορικήν νήσον Κέρκυραν προσφάτως, επί τη εορτή του μεγάλου και θαυματουργού πολιούχου αυτής Αγίου Σπυρίδωνος, κατά Ιούνιον δε εις Ύδραν και εις Αθήνας, διά το εκεί οργανωθέν Οικολογικόν Συμπόσιον.
Ιδιαιτέρως υπογραμμίζομεν την επίσκεψιν της ημετέρας Μετριότητος και την ομού μετ᾿ άλλων αδελφών Προκαθημένων τέλεσιν των εγκαινίων του μεγαλοπρεπούς Ιερού Καθεδρικού Ναού της Αναστάσεως του Κυρίου εν Τιράνοις. Υπογραμμίζομεν το γεγονός διά να σημειώσωμεν εμφαντικώς ότι την Αγιωτάτην Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Αλβανίας -όπως και την Αυτόνομον Ορθόδοξον Εκκλησίαν της Εσθονίας- ανέστησε κυριολεκτικώς και άνευ τινός υπερβολής εκ της τέφρας αυτών ο Αγιώτατος Αποστολικός και Πατριαρχικός Οικουμενικός Θρόνος, διά της επιλογής και αποστολής εκείσε των πλέον καταλλήλων Ιεραρχών, συγκεκριμένως δε των αδελφών Μακαριωτάτου Αρχιεπισκόπου Τιράνων και πάσης Αλβανίας κυρίου Αναστασίου και Ιερωτάτου Μητροπολίτου Ταλλίνης και πάσης Εσθονίας κυρίου Στεφάνου.
Δεν επαύσαμεν καθ᾿ όλον το παριππεύσαν έτος -και ασφαλώς δεν θα παύσωμεν-, να διαδηλώμεν εις πάσαν κατεύθυνσιν την θλίψιν ημών διά τας συνεχιζομένας αδίκους διώξεις των χριστιανών, ιδιαιτέρως εις την Μέσην Ανατολήν, αλλά και εις άλλας περιοχάς του πλανήτου, αι οποίαι έχουν ως αποτέλεσμα την δραματικήν συρρίκνωσιν αυτών εις τους τόπους ένθα ιδρύθη η Εκκλησία του Κυρίου και εβάδισαν οι Απόστολοι και οι Άγιοι και οι ασκηταί της Χριστιανικής ημών πίστεως. Το μήνυμα τούτο, άλλωστε, απηυθύναμεν και διά της επί τοις Χριστουγέννοις Πατριαρχικής Αποδείξεως ημών, καλέσαντες τους πάντας εις κατάπαυσιν της βίας και της τρομοκρατίας και εις διάλογον ειρήνης. Ελπίζομεν και ευχόμεθα κατά το νέον έτος να ανατείλη ο ήλιος της ειρήνης και της δικαιοσύνης και εις τας περιοχάς ταύτας, να παύσουν οι πόλεμοι και οι διωγμοί, να επιστρέψουν οι πρόσφυγες εις τας πατρίδας των και αι διαφοραί να λυθούν με διάλογον και ειρηνικά μέσα. Πάντως, διαπιστούμεν και σήμερον, ότι το δένδρον της πίστεως συνεχίζει να ποτίζεται διά του αίματος των πιστών χριστιανών, αναδεικνύονται δε καθ᾿ ημέραν νέοι μάρτυρες της αγάπης του Κυρίου.
Καί διά το ανατέλλον έτος προγραμματίζομεν πολλά με κεντρικόν στόχον την προετοιμασίαν διά την σύγκλησιν κατά το προσεχές έτος της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας εν τω Ναώ της του Θεού Ειρήνης, εν τω οποίω συνήλθε και η Β΄ Οικουμενική Σύνοδος υπό την προεδρείαν του Κωνσταντινουπόλεως Αγίου Γρηγορίου του Θεολόγου.
Σκεπτόμεθα και ετέρας πολλάς εκκλησιαστικάς και πνευματικάς εξορμήσεις προς την οικουμένην. Επιθυμούμεν και δι᾿ αυτών την δόξαν και μόνον της Εκκλησίας και δι᾿ αυτήν εργαζόμεθα και κοπιώμεν μετά των τιμίων συνεργατών ημών «μη διδόντες τοις κροτάφοις ημών ανάπαυσιν και τοις βλεφάροις ημών νυσταγμόν». Ο δε δεσπόζων της Οικουμένης Κύριος πεποίθαμεν ότι θέλει ενεργήσει και κατά την ημετέραν καλήν ταύτην πρόθεσιν, κυρίως όμως κατά το πολύ ῎Ελεος και την Χάριν Αυτού επί την Κωνσταντινουπολίτιδα Εκκλησίαν. Όθεν, Αυτώ και μόνω η Δόξα και το Κράτος και η Τιμή και η Προσκύνησις και η Ευχαριστία σήμερον και πάντοτε και εις τον αιώνα του αιώνος. Αμήν.»