Πατριαρχική Θεία Λειτουργία στον Ιερό Ναό Αγίων Πάντων Μονάχου χθες, Κυριακή της Σαμαρείτιδος, προεξάρχοντος του Οικουμενικού Πατριάρχου Βαρθολομαίου.
Ολόκληρη η ομιλία του έχει ως εξής:
Ιερώτατε αδελφέ Μητροπολίτα Γερμανίας και ποιμενάρχα της Θεοσώστου ταύτης Επαρχίας κύριε Αυγουστίνε,
Ιερώτατοι και Θεοφιλέστατοι άγιοι αδελφοί,
Σεβασμιώτατε Καρδινάλιε κύριε Reinhard Marx,
Ευλογημένοι Ορθόδοξοι Χριστιανοί, τέκνα εν Κυρίω αγαπητά,
«Δος μοι ύδωρ πιείν, καγώ ύδατος αλλομένου εμπλήσω σε» (εσπέριον της εορτής).
Ο Θεάνθρωπος Κύριος ημών, συμφώνως προς την μόλις αναγνωσθείσαν ευαγγελικήν περικοπήν, «κεκοπιακώς εκαθέζετο επί την πηγήν -ή το φρέαρ- του Ιακώβ». Καί θα απετέλει ασφαλώς εξωπραγματικήν επιμονήν να επιμένωμεν και ημείς, «πάντες οι ζώντες οι περιλειπόμενοι εις την παρουσίαν του Κυρίου» (πρβλ. Α΄ Θεσσ. δ΄ 17), πολλάκις υποκρινόμενοι, ότι δεν είμεθα κεκοπιακότες εκ της καθημερινής προσωπικής οδοιπορίας μας έκαστος: εκκλησιαστικής διακονίας, επαγγελματικής ενασχολήσεως, οικογενειακών θεμάτων, προσωπικών προβλημάτων υγιείας, διαπροσωπικών σχέσεων προς και μετά των συνανθρώπων, λύπης, στενοχωρίας, ελλείψεως κατανοήσε-ως, κλπ. Διά τούτο καθίσταται περισσότερον από αναγκαίον «να καθήμεθα» ενίοτε. Να καθήμεθα όμως που; Βεβαίως παρά την «Πηγήν». Ουδέποτε, όπως συνήθως πράττομεν, επί την δήθεν ασφάλειαν της Χάριτι δοθείσης -και όχι ιδικής μας- όποιας «εξουσίας» και, ιδίως, επί τα ερέβη των ανθρωπίνων αδυναμιών μας.
Αι αδυναμίαι μας, όπως ο πρότερος βίος της Σαμαρείτιδος Αγίας Φωτεινής, μας οδηγούν πάντοτε εις τον λήθαργον, τον οποίον ακολουθεί ο θάνατος, ο πνευματικός και ο σωματικός. Η Πηγή, η Θεία και η φυσική, όμως δροσίζει. Έχομεν δε πάντοτε οι άνθρωποι ανάγκην «δροσισμού». Να καθήμεθα και να δροσιζώμεθα ενισχυτικώς και ανανεωτικώς εις την και από την Πηγήν της Ζωής, τον Ιησούν Χριστόν.
Ο Κύριος, Θεός αληθινός, αλλά και τέλειος άνθρωπος, έφερεν όλα τα ανθρώπινα ιδιώματα, πλην της αμαρτίας. Είχε τα λεγόμενα αδιάβλητα πάθη, δηλαδή και πεινούσε και διψούσε και εκοπίαζε και επόνει και εθρήνει, ως εις την περίπτωσιν του φίλου Αυτού Λαζάρου, τον οποίον ανέστησεν εκ νεκρών.
Επέλεξε, λοιπόν, ο Θεάνθρωπος Χριστός να «καθήση» εις ένα τόπον, όπου είχε στήσει την «ενέδραν» Του, διά να θηρεύση μίαν ψυχήν, την οποίαν είχε γνωρίσει ως παντογνώστης ότι θα ήτο δεκτική του κηρύγματός Του. Διά τούτο και όταν έρχεται η Σαμαρείτις, δεν διστάζει ο Κύριος να παραβιάση τα κοινωνικά κατεστημένα της εποχής του, να συνομιλήση και να ζητήση αυτός, ο Κτίστης και Δημιουργός, ύδωρ από την απλήν γυναίκα, την αμαρτωλόν. Αλλά εις την πραγματικότητα αυτό το οποίον εζήτησε δεν ήτο το ύδωρ το αισθητόν αλλά η σωτηρία της ψυχής της. Ο Κύριός μας πολυμερώς και πολυτρόπως τα πάντα «μηχανεύεται» απλώς και μόνον διά την σωτηρίαν των ψυχών μας!
Χάριν αυτής της σωτηρίας καθημερινώς ο Κύριος με ποικίλους τρόπους ζητεί από τον κάθε άνθρωπον ύδωρ. Μας ζητεί ύδωρ, δηλαδή μίαν ευκαιρίαν, διά να μας σώση.
Εις ημάς απομένει, κουρασμένους από την προσωπικήν μας καθημερινήν οδοιπορίαν των μεριμνών του βίου και των δυσκολιών, να ακούσωμεν την φωνήν αυτήν του Κυρίου, ο Οποίος ζητεί από ημάς ύδωρ, δηλαδή την σωτηρίαν μας, και να αρχίσωμεν να συνομιλώμεν μαζί Του, απλά και φυσιολογικά, πρόσωπον προς πρόσωπον, «ως εν εσόπτρω», όπως ομιλούμεν με ένα φίλον μας, με ένα αδελφόν μας, διά να δροσισθώμεν, να ανακουφισθώμεν από τον κάματον της ημέρας, να αναπαυθώμεν από την απονίαν των συνανθρώπων «με ένα λόγον». Να δυνηθώμεν και ημείς εν πίστει να επαναλάβωμεν μετά του εκατοντάρχου: «Ειπέ λόγω», Κύριε, «και ιαθήσεται ο παίς μου» (Ματθ. η΄ 8).
Εν των προβλημάτων, τα οποία αντιμετωπίζει ο κόσμος σήμερον, ακόμη και ο πιστός κόσμος, και ιδιαιτέρως εδώ εις την Δύσιν και εις την ωραίαν χώραν σας την Γερμανίαν, και εδώ εις το Μόναχον των επιστημών, είναι η απώλεια της εννοίας του προσωπικού Θεού, και η θεώρησις, ατυχώς, του Θεού ως μιάς απροσώπου ανωτέρας Δυνάμεως, η οποία δεν αναμιγνύεται εις τα ανθρώπινα, αλλά ευρίσκεται κάπου μακράν ημών. Όμως, ο Θεός είναι κοντά μας, είναι δίπλα μας, είναι πρόσωπον, «εντός ημών εστι», κατά τον ευαγγελιστήν Λουκάν (πρβλ. Λκ. ιζ΄, 20-22), όπως ακριβώς εξ αρχής απεκαλύφθη εις τον Θεόπτην Μωϋσέα: «εγώ ειμι ο ων» (Έξοδ. γ΄ 14). Δηλαδή «Θεός προσωπικός», και όχι μία αόριστος δύναμις.
Εις την Ορθόδοξον Εκκλησίαν μας πιστεύομεν και βιούμεν εντόνως την αλήθειαν ταύτην, γνωρίζοντες ότι ο Κύριός μας είναι Θεός «μεθεκτός» εις τους ανθρώπους. Μετέχομεν δηλαδή και κοινω-νούμεν μετ᾿ Αυτού με την Χάριν του Αγίου Πνεύματος. Διά να γίνη όμως αυτό απαιτείται κάθαρσις νοός και καρδίας, και κυρίως καταλλαγή της συνειδήσεώς μας. Διότι οι άνθρωποι κυρίως, όταν εγγίζη μάλιστα το τέλος, «πληττόμεθα κέντρω της συνειδήσεως» (Ι. Ακολουθία Όρθρου Τρίτης προ της Κυριακής των Βαίων).
Οι άνθρωποι, όπως και η Σαμαρείτις, «λαθείν σπουδάζομεν», ακόμη και κατά την ώραν της αυτοκριτικής μας, και αναζητούμεν δικαιολογίας διά να αιτιολογήσωμεν πράξεις μας, πάθη μας, αδυναμίας μας, την παράβασιν των εντολών του Θεού, την αθέτησιν της δυναμικής της αγάπης και την αντικατάστασιν αυτής με το πάθος, την ενπάθειαν, (το εν ημίν, το κυριεύον ημάς εσωτερικόν μας πάθος), την εμπάθειαν την οποίαν κατεδίκασεν ο Κύριός μας.
Η Ορθόδοξος Εκκλησία μας είναι το σώμα του ζώντος Χριστού, παρατεινομένου εις τους αιώνας. Δι᾿ ημάς τους ορθοδόξους χριστια-νούς, Χριστός και Εκκλησία ταυτίζονται απολύτως. Όπου ο Χριστός, εκεί και η Εκκλησία. Καί όπου η Εκκλησία, εκεί και ο Χριστός.
Διά πάντας ημάς δε η Μήτηρ Αγία του Χριστού Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, το Οικουμενικόν μας Πατριαρχείον, παρά τας ιστορικάς εναλλαγάς και τας περιπετείας των χρόνων και των καιρών, τους οποίους ο Κύριός μας «έθετο εν τη ιδία εξουσία», παρά την κατά την κοσμικήν έννοιαν αδυναμίαν του, είναι η προσωπική μας πηγή, το προσωπικόν φρέαρ του Ιακώβ, ο Ίδιος ο Κύριος Ιησούς Χριστός, άνευ ουδεμιάς αμφιβολίας και δισταγμού.
Είναι το Πατριαρχείον μας το μοναδικόν φρέαρ του Ιακώβ, το παρέχον διά Χριστού ύδωρ αλλόμενον εις ζωήν αιώνιον. Είναι τόπος όχι μόνον ιστορικής σημασίας. Είναι κυρίως χώρα των ζώντων, χώρος προσωπικής σωτηρίας καί αγιασμού δι᾿ άπαν το γένος των Ορθοδόξων, ίνα μη είπωμεν και όλων των χριστιανών.
Αδελφοί και τέκνα φωτόμορφα της Εκκλησίας,
Εις την Παλαιάν Διαθήκην, εις την παλαιοδιαθηκικήν γην του Ισραήλ, διακρινομένην διά την σπάνιν του τρέχοντος ύδατος, αναφέρονται υπάρχοντα πολλά φρέατα, πολλαί πηγαί, αλλά μεταξύ αυτών διακρίνεται μία Πηγή, εν Φρέαρ, το της σημερινής Ευαγγελικής περικοπής. Το μοναδικόν Φρέαρ του Ιακώβ, το παρέχον ύδωρ εις ζωήν αιώνιον, τόπος καθοριστικής ιστορικής εμπειρίας διά το γένος των εβραίων. Τα υπόλοιπα φρέατα, υπό των Προφητών συχνάκις ονομάζονται «φρέατα συντετριμμένα», δηλαδή κατωλισθημένα, διότι και το ύδωρ το οποίον περιέχουν είναι θολόν, ανθυγιεινόν και επιβλαβές διά την υγείαν και δεν πίνεται.
Η Μήτηρ μας Εκκλησία, το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, ως διαυγής Πηγή του Ορθοδόξου Δόγματος και του Ορθοδόξου Ήθους, ως άλλο Φρέαρ του Ιακώβ, έχει την πληρότητα της αγνότητος της σωστικής αληθείας. Αυτή η πραγματικότης της γνησιότητος και αυθεντικότητος του ζειδώρου Φρέατος της Μητρός Μεγάλης Εκκλησίας μας επιφορτίζει με το καθήκον να ρίπτωμεν το προσωπικόν μας άντλημα εις το στόμιον της δογματικής διδασκαλίας της, της διδασκαλίας του Σωτήρος Χριστού, ούτως ώστε να λαμβάνωμεν το ζωηφόρον ύδωρ, το οποίον μας συνακολουθεί μέχρι του αδεκάστου Κριτηρίου του Δικαίου Κριτού, ο Οποίος θα βεβαιώση απλώς εν δικαιοσύνη την αιωνίαν σωτηρίαν μας ή την αιωνίαν καταδίκην μας.
Αδελφοί και Πατέρες και Τέκνα,
Ερχόμενοι από του Φρέατος και της Πηγής του Ιακώβ, του ακενώτου Φρέατος της Χάριτος της Μητρός Εκκλησίας μας της Κωνσταντινουπόλεως, σας επισκεπτόμεθα και σας μεταφέρομεν, εδώ εις τους Αγίους Πάντας του Μονάχου, εις όλους τους εδώ ορθοδόξους χριστιανούς και πιστούς μας, «γνώσεως νάματα», «ρήματα ζωής αιωνίου», «ρείθρα ιαμάτων άφθονα», «άβυσσον ελέους», «σπλάγχνα οικτιρμών αγάπης» και στοργής, και σας προσκαλούμεν προς την Άφθονον Πηγήν της Μητρός Εκκλησίας διά να λάβετε «ύδωρ του πιείν». Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον, η βιοτή του Σταυρού και κήρυξ της Αναστάσεως Εκκλησία, υπάρχει και θα υπάρχη. Όπως εις το παρελθόν και εις το παρόν. Όπως εις το παρόν και εις το μέλλον. Δεν είναι ιδικόν μας κατασκεύασμα. Είναι θεανθρώπινον σώμα και έχει την σφραγίδα της αιωνιότητος. Εστήρικται και τεθεμελίωται επί την πέτραν. Η δε Πέτρα είναι ο Χριστός, ο Λίθος ο ακρογωνιαίος.
Πόσοι κατά το παρελθόν, αλλά και κατά το παρόν, δεν επεχείρησαν μανιωδώς και λυσσωδώς, όπως τότε «η κουστωδία των στρατιωτών», των φυλασσόντων τον Τάφον του Χριστού, να σφραγίσουν, να κλείσουν άπαξ και διά παντός το Φρέαρ της Μεγάλης Εκκλησίας, διά να πίνουν οι άνθρωποι εκ των ιδικών των συντετριμμένων φρεάτων. Εις μάτην και κενώς εκοπίασαν και κοπιάζουν. Το Φρέαρ υπάρχει και θα υπάρχη, η Μεγάλη του Χριστού Εκκλησία, καθημαγμένη και τεταπεινωμένη, ολιγάριθμος, Εκκλησία των του Χριστού πενήτων, «κατεστιγμένη τοις μώλωψιν, αλλά και πανσθενουργός», μεμωλωπισμένη και αείποτε τεθεραπευμένη, εκ των ήλων πολυηκισμένη και διά της Θείας Χάριτος ακεραιουμένη, συνεχίζει, μηδέν έχουσα η ιδία, παρά μόνον τον θησαυρόν της Χάριτος εν τω οστρακίνω σώματί της· συνεχίζει, λέγομεν, να προσδίδη αισθητώς και ευλάλως ιαματοφόρον αφθαρσίαν και τεκμήριον αναστάσεως και μαρτυρίαν αναγεννήσεως εις τους πιστούς, τους εγγύς και τους μακράν· και εις τον κόσμον άπαντα· να πλουτίζη τους πάντας· να ανακουφίζη σωστικώς κάθε κοπιώντα και πεφορτισμένον από τα διάφορα ανθρωποπαγή συστήματα και σχήματα άνθρωπον.
Καί διερωτάται ο κόσμος; Πως κατορθώνει την μαρτυρίαν αυτής ταύτην η Μεγάλη Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως; Η απάντησις είναι μία και απλή: Ο Σταυρός ήτο και είναι ο ασίγητος άμβων της Μητρός Εκκλησίας, και ευρισκόμενοι επ᾿ αυτού εργαζόμεθα αόκνως, ομιλούμεν, κηρύττομεν και θεολογούμεν την αυθεντικότητα της Εκκλησίας. Διακονούμεν με αυτοθυσιαστικόν ήθος την ενότητα πασών των Ορθοδόξων Εκκλησιών του Θεού, καλούμενοι δε παρεμβαίνομεν διακριτικώς και φιλανθρώπως, όταν και όπου πρέπει, κατά τας αδηρίτους επιταγάς των περιστάσεων. Καί αντλούντες εκ του πολυχεύμονος τούτου Φρέατος της θεοτεύκτου σοφίας, μετουσιούμεν το παρελθόν και το μεταβάλλομεν εις ελπίδα του μέλλοντος, εφ᾿ όσον εκ του Οικουμενικού Πατριαρχείου «παίδευσις, φρόνησις, ευγένεια, δόξα και πάσα αρετή. Ανατολή και Δύσις, Άρκτος και Μεσημβρία, ο τετραπέρατος κόσμος σταυροειδώς ενταύθα (εν τη Μητρί Εκκλησία) συνάπτεται» (Ιωσήφ Βρυέννιος).
Αλλά και οι κλάδοι της Μεγάλης Εκκλησίας, δηλαδή κάθε Εκκλησία, κάθε Μητρόπολις, κάθε ενορία, όπως η ιδική σας η επ᾿ ονόματι των Αγίων Πάντων τιμωμένη εν Μονάχω, είναι ένας ευσκιόφυλλος κλάδος, μία πηγή ύδατος αλλομένου, αντλουμένου εκ της ακενώτου Πηγής του Φαναρίου, εις ζωήν αιώνιον.
Ιερώτατε και πολυφίλητε αδελφέ άγιε Γερμανίας κύριε Αυγουστίνε,
Ο λόγος του Κυρίου προς την Σαμαρείτιδα περί της Πηγής του «ζώντος ύδατος», επιβάλλει εις την ημετέραν Μετριότητα, τον Πατριάρχην της Μητρός Εκκλησίας, τον συνδεόμενον από νεαράς ηλικίας μετά της υμετέρας φίλης Ιερότητος και εκτιμώντα εμπειρικώς το έργον και την κληρικήν διακονίαν σας καθ᾿ όλην την παρελθούσαν πεντηκονταετίαν εν τω πνευματικώ αγρώ της Γερμανίας, διακονίαν θυσιαστικήν ταυτιζομένην σχεδόν προς την ίδρυσιν της Ιεράς ταύτης Μητροπόλεως, να εκφράση χάριτας τω Παναγάθω Θεώ διά την δικαίωσιν των προσδοκιών του Οικουμενικού Πατριαρχείου και του ενταύθα λαού του Θεού, διότι διά της τεθείσης, ως εργαλείου διακονίας, επί των στιβαρών ώμων σας Θείας Χάριτος, απεδώκατε, ως άλλη πηγή Ορθοδόξου μαρτυρίας, διά της αξιοποιήσεως των πολλών ταλάντων σας και της δημιουργικής δυναμικής σας, «καρπόν πολύν», εκατονταπλασίονα του παραληφθέντος προ τριακονταετίας περίπου. Ιδού δε η Ορθόδοξος πίστις και Εκκλησία εν τη μεγάλη ταύτη Χώρα αποτελεί ενέχυρον σωτηρίας του λαού, στύλον και εδραίωμα και θεμέλιον της αληθείας, απολαύουσα κύρους και εκτιμωμένη υπό τε των αρχών και υπό του κοινωνικού συνόλου της Γερμανίας και αποτελεί παραπηγήν της αστειρεύτου και ζειδώρου Πηγής του περικλύτου Φαναρίου.
Κατωρθώσατε, αδελφέ, διά της ευόρκου και πολλάκις υπό αντιξόους συνθήκας διακονίας σας, προσωπικώς, να αναδείξητε και να κατοχυρώσητε τον ρόλον του Οικουμενικού Πατριαρχείου και την μαρτυρίαν αυτού ως μιάς ακριβώς ζωογόνου και ζωοτρόφου Πηγής και ως Φρέατος μαρτυρίας «περί της εν ημίν ελπίδος».
Ούτως αποτιμώντες την προσφοράν σας, Ιερώτατε αδελφέ, χαίρομεν και συγχαίρομεν η Μήτηρ Εκκλησία μετά του κλήρου και του ποιμνίου σας, ότι πραγματούται εν τω προσώπω και τη προσφορά σας η ρήσις του Παροιμιαστού «άνδρα ιλαρόν και δότην ευλογεί ο Θεός» (Παροιμ. 22,8), διότι «εν πάση δόσει αγαθή», κατά την διαρρεύσασαν πεντηκονταετίαν, ιλαρώσατε το πρόσωπόν σας διά του θαυμαζομένου υπό των πολλών εκκλησιαστικού και πνευματικού σας έργου.
Έντεινε, λοιπόν, αδελφέ, και κατευοδού και ποιμενάρχευε φιλοθέως, συνεχίζων την ιεράν διακονίαν, «εν οις έμαθες και επιστώ-θης, ειδώς παρά τίνος έμαθες … τα ιερά γράμματα» (πρβλ. Β΄ Τιμ. γ΄ 14), δηλαδή παρά της κοινής πάντων ημών μητρός Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως και της τροφού Θεολογικής Σχολής της Χάλκης.
Λοιπόν, αδελφοί και τέκνα, Ορθόδοξοι Χριστιανοί του Μονάχου και όλης της Γερμανίας,
Ταύτα από της Μητρός Εκκλησίας και της ημετέρας Μετριότητος ευαγγελιζόμενοι, σας ευλογούμεν και σας καλούμεν:
Δεύτε λάβετε φως εκ του ανεσπέρου φωτός της Αναστάσεως και της Μητρός σας Εκκλησίας. Φως και μόνον φως. Φως το οποίον διαλύει τα σκότη και τα ερέβη της κακίας και του μίσους και του πάθους των ανθρώπων. Φως αγάπης Χριστού. Φως αναστάσεως, ελπίδος, ζωής και προσμονής. Φως ιλαρόν αγίας δόξης.
Δεύτε, τέκνα αγαπητά, αντλήσατε ύδωρ ζωής μετ᾿ ευφροσύνης εκ του αθανάτου Φρέατος της Μητρός σας Μεγάλης του Χριστού Εκκλησίας. «Καί όσοι μη έχετε αργύριον, βαδίσαντες εις τας αυλάς ταύτας του Κυρίου τας τεταπεινωμένας και διά τούτο θεοελκτικάς, αγοράσατε και φάγετε και πίεσθε άνευ αργυρίου και τιμής οίνον και στέαρ» (πρβλ. Ησ. 55, 1). Δηλαδή, Σώμα και Αίμα Χριστού «εις άφεσιν αμαρτιών και εις ζωήν αιώνιον», και ασφαλώς όχι εις κρίμα ή εις κατάκριμα «ψυχοβλαβούς πλεονεξίας».
Τού Αναστάντος Κυρίου ημών η Θεία Χάρις, η Ειρήνη και ο Αγιασμός είησαν μαζί σας και μετά των αγαπητών σας οικείων, ταίς πρεσβείαις της Υπεραγίας ημών Θεοτόκου, της οποίας το άγιον όνομα ουδέποτε να παύσετε επικαλούμενοι, διότι άπειρος υπάρχει η δύναμις της μεσιτευτικής Της δεήσεως προς τον φιλάνθρωπον Κύριον ημών Ιησούν Χριστόν.
Χριστός ανέστη!