Μη ομόσαι όλως…
Η πρόσφατη επιλογή δημοτικών και περιφερειακών αρχόντων, όπως του κ. Κ. Πελετίδη στην Πάτρα, του κ. Γ. Καμίνη στην Αθήνα και της κας Ρ. Δούρου στην Αττική, να δώσουν πολιτικό όρκο κατά τις τελετές αναλήψεως των καθηκόντων τους επανέφερε στο προσκήνιο της δημόσιας συζητήσεως το ζήτημα της θρησκευτικής ορκοδοσίας, η οποία στασιάζεται ως προς τη χρησιμότητά της…
Ως όρκος νοείται η επίσημη και πανηγυρική βεβαίωση με την επίκληση του θείου ή γενικότερα του θρησκεύματος του ενδιαφερόμενου, που αφορά στην αλήθεια ή αναλήθεια ορισμένου γεγονότος ή την ακριβή εκτέλεση ορισμένης υπηρεσίας.
Ετσι, ο όρκος συνιστά πράξη κατεξοχήν θρησκευτική, η οποία συνυφαίνεται αρρήκτως με τη θρησκευτική συνείδηση του ανθρώπου. Και τούτο, διότι η επίκληση του θείου επιφέρει αφύπνιση του θρησκευτικού συναισθήματος και, με τον τρόπο αυτό, εγείρει την ηθική ευαισθησία του ατόμου, επομένως και την αποστροφή του προς το ψεύδος, η οποία προκαλείται, κατά τον ακαδημαϊκό Κ. Δεσποτόπουλο, είτε «αυθορμήτως εκ της ψυχικής ανατάσεως, ή και απλώς εκ του μεταφυσικού φόβου, συμφυών προς το θρησκευτικόν συναίσθημα».
Τον καθορισμό των περιπτώσεων που η ορκοδοσία είναι υποχρεωτική, καθώς και τον προσδιορισμό του τύπου του όρκου αφήνει το Σύνταγμα στον κοινό νομοθέτη. Σύμφωνα με το άρθρο 13 § 5 Σ. «κανένας όρκος δεν επιβάλλεται χωρίς νόμο που ορίζει και τον τύπο του».
Η διάταξη αυτή σημαίνει, αφενός, ότι ο κοινός νομοθέτης μπορεί να καταργήσει κάθε είδους όρκο και να τον αντικαταστήσει με άλλες διαβεβαιώσεις ή εγγυήσεις της αξιοπιστίας του μάρτυρα ή του διαδίκου ή του ενδιαφερομένου και αφετέρου, ότι η πρωτοβουλία για την επιβολή ορκοδοσίας είναι κρατική και όχι θρησκευτική ή εκκλησιαστική. Δεν είναι η Εκκλησία και μάλιστα η Ορθόδοξη που ζητάει την καθιέρωση του όρκου, αφού την αποκρούει για λόγους θεολογικούς. Αντιθέτως, το Κράτος θέλησε ιστορικώς να «αξιοποιήσει» τη θρησκευτική συνείδηση των διαδίκων, των μαρτύρων ή των διοικουμένων για τους δικούς της δικονομικούς ή διοικητικούς σκοπούς.
Το ζήτημα απασχόλησε την Εκκλησία της Ελλάδος και το 1989. Τότε ο αείμνηστος Πατρινός Παναγιώτης Λώης, τελωνειακός το επάγγελμα, ζήτησε από τη Σύνοδο, ενόψει της παραπομπής του στο Πλημμελειοδικείο Πατρών με την κατηγορία ότι «αρνήθηκε τον όρκο της μαρτυρίας του», να λάβει επίσημη θέση στο πρόβλημα του θρησκευτικού όρκου. Πράγματι, τον Σεπτέμβριο 1989 η Σύνοδος ανέθεσε στη νομοκανονική επιτροπή την εξ υπαρχής έρευνα του θέματος, την οποία ανέλαβε να διεξάγει ο τότε Γραμματέας της, πρωτοπρεσβύτερος Ευάγγελος Μαντζουνέας, ο οποίος θεμελίωσε σε σχετική εισήγησή του την αντίθεση του όρκου με την ορθόδοξη διδασκαλία.
Στην ίδια κατεύθυνση, ο Αρχιμ. Κύριλλος Κωστόπουλος, ιεροκήρυκας της Μητροπόλεως Πατρών και επιφυλλιδογράφος της «Πελοποννήσου», παρατηρεί ότι «μέσα στα όρια της αγαπητικής εν ελευθερία κοινωνίας των προσώπων ημπορεί να εύρει ο πιστός την αντοχή να αποκαλύψει και να εκφράσει την αλήθεια ενώπιον Θεού και ανθρώπων χωρίς όρκους και επιορκίες» («Achaiki Iatriki», Απρίλιος 2014, σ. 67).
Δεν χωρεί αμφιβολία ότι για όποιον πρεσβεύει θρησκεία που δεν επιτρέπει τον όρκο ή δηλώνει άθεος ή άθρησκος, η υποχρεωτική ορκοδοσία συνιστά εξαναγκασμό σε πράξη που έρχεται σε σύγκρουση με τις θρησκευτικές ή αγνωστικιστικές του πεποιθήσεις και συνεπώς, προσβάλλει το συνταγματικώς κατοχυρωμένο δικαίωμά του στη θρησκευτική ελευθερία. Εξ αυτού, οι μάρτυρες, στο πλαίσιο της πολιτικής δίκης, έχουν πλέον, ήδη από το 2002, τη δυνατότητα από τον νόμο να επιλέξουν εάν θα δώσουν θρησκευτικό ή πολιτικό όρκο, ενώ στο πλαίσιο της ποινικής δίκης η σχετική δυνατότητα θεσμοθετήθηκε μόλις το 2012.
Εξάλλου, η συνήθως τυπική και μάλλον ασύνειδη επίκληση του θείου δεν προσδίδει, φρονώ, αφ’ εαυτής αυξημένη αξιοπιστία είτε στις καταθέσεις των μαρτύρων είτε στη διαβεβαίωση των αρχόντων περί συνεπούς εκπληρώσεως των καθηκόντων τους.
Επιβάλλεται, επομένως, η πλήρης και σαφής αποδέσμευση του όρκου από τον θρησκευτικό του χαρακτήρα και η αντικατάστασή του σε όλα τα επίπεδα από την απλή διαβεβαίωση στην τιμή και τη συνείδηση του ατόμου, αφού η εξακολούθηση της ισχύος του ούτε τον πραγματικό σκοπό της θεσπίσεώς του εξυπηρετεί και το δικαίωμα στην ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως πολυτρόπως διακινδυνεύει…