Από τον Νίκο Ελευθερόγλου
Η τραγωδία με τον Έλληνα ομογενή στη Βόρειο Ήπειρο, τον οποίο οι Αλβανοί εκτέλεσαν εν ψυχρώ, δυστυχώς δεν είναι το μοναδικό περιστατικό που δείχνει ότι αυτό το έθνος χρόνια τώρα υποστέλλει τη σημαία.
Θες γιατί συνηθίσαμε να πορευόμαστε μακάριοι όλα αυτά τα χρόνια της ψεύτικης ευδαιμονίας; Θες γιατί τα κλαδιά λησμόνησαν ότι, αν δεν ποτίσεις τις ρίζες, θα ξεραθούν και τα ίδια; Θες γιατί φταίνε οι πολιτικές αλλά και οι πνευματικές ηγεσίες του τόπου που μες στη μαλθακότητα και την αδιαφορία τους μετέτρεψαν έναν ολόκληρο λαό σε πνευματικά ανάπηρο; Όποια εκδοχή και αν αποδεχτούμε, το αποτέλεσμα παραμένει ένα: Αυτό το έθνος συνεχώς μικραίνει και συρρικνώνεται.
Όταν, αντί να θυμόμαστε ότι αυτός ο μικρός λαός ο μέγας έφτασε μέχρι την Άγκυρα, μαθαίνουμε στα παιδιά μας μόνο την ήττα και την καταστροφή της Ιωνίας, τι περιμέναμε; Όταν δεν τους διδάσκουμε ότι οι Τούρκοι δεν έριξαν τον Ελληνικό Στρατό στη θάλασσα, αλλά δολοφόνησαν μόνο αμάχους, αναπτύσσουμε μια κουλτούρα φόβου.
Όταν βγάζαμε από το πολιτικό λεξιλόγιό μας της «Βόρειο Ήπειρο», τι διδάσκουμε; Οτι όχι μόνο δεν διεκδικούμε, αλλά -το χειρότερο όλων- ότι εγκαταλείπουμε τους αδελφούς μας. Όταν χάνουμε τη μισή Κύπρο, όταν γκριζάραμε το Αιγαίο, τι πιστεύουμε ότι θα συμβεί στο μέλλον αυτού του τόπου; Σίγουρα δεν είναι λύση ο πόλεμος, αλλά είναι η παράδοση; Όμως από το «μη πόλεμος» εμείς περάσαμε ως ιδεολογία την υποστολή κάθε εθνικού δικαίου.
Κανείς δεν έχει ακούσει την ιστορική και διαχρονική φράση «αν θέλεις να έχεις ειρήνη να προετοιμάζεσαι για πόλεμο»; Με τη λογική ενός ψευτοπροοδευτισμού αποδεχτήκαμε τους βιαστές της Ιστορίας και τους παραχαράκτες της ως κυρίαρχους στη γειτονιά μας και στο σπίτι μας. Στο πλαίσιο μιας φαντασιακής άποψης, ότι είμαστε οι μεγάλοι «παίκτες» στα Βαλκάνια, βάζουμε το ένα αυτογκόλ πίσω από το άλλο.
Και το χειρότερο, ακουμπήσαμε ξανά σε συμμάχους που με την πρώτη ευκαιρία θα μας πουλήσουν πάλι, αν τα συμφέροντά τους αλλάξουν. Λες και αυτός ο τόπος, αυτός ο λαός δεν έχει ποτέ σημειώσει στο διάβα των αιώνων νίκες. Λες και δεν ήταν οι Έλληνες αυτοί που άναψαν τα «φώτα» στην Ευρώπη και στον κόσμο. Στον φόβο μας να μη μας κατηγορήσουν σαν εθνικιστές, διαγράψαμε από το λεξιλόγιό μας και από την εκπαίδευση των παιδιών μας κάθε έννοια πατριωτισμού.
Λες και το να πιστεύεις στην πατρίδα σου και στις δυνατότητες του δικού σου λαού αποτελεί ντροπή. Αλλά πείτε μου έστω και έναν λαό στην Ιστορία του πλανήτη που επιβίωσε λησμονώντας την ταυτότητά του. Έναν που δεν πάτησε σε αυτήν για να αλλάξει τη μοίρα του.
Εμείς, όμως, πορευόμαστε πλέον χωρίς «ταυτότητα», χωρίς σημαία, χωρίς από κάπου να κρατά η σκούφια μας, λες και γεννηθήκαμε σήμερα και πορευόμαστε στο άγνωστο με βάρκα την ελπίδα.
Την ώρα που άπαντες γύρω μας επιστρέφουν σε έναν περίεργο και ύποπτο εθνικισμό, εμείς συμπεριφερόμαστε λες και μας έχουν καλέσει σε τσάι. Με «comme il faut» λογικές που κάνουν τους άλλους να ξεσαλώνουν.
Είναι ώρες που πιστεύω ότι τελικά μας ψεκάζουν, καθώς σε τίποτε πλέον δεν αντιδρούμε. Ο,τι και να ακούμε, ό,τι και να συμβαίνει γύρω μας. Και το χειρότερο θα είναι ότι, όταν ξυπνήσουμε, θα είναι πολύ αργά για δάκρυα…