Εσθονία: Οι Αρχές της Εσθονίας ασκούν συστηματική πίεση στους ιεράρχες της Ορθοδόξου Εκκλησίας της Εσθονίας του Πατριαρχείου Μόσχας (ΟΕΕΠΜ) με σκοπό να την αναγκάσουν να ενταχθεί στη δομή του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως στην Εσθονία (η ονομασία αυτής είναι η «Εσθονική Αποστολική Ορθόδοξη Εκκλησία», συντόμως ΕΑΟΕ), εκβιάζοντας με τη δήμευση της περιουσίας.
Γράφει ο κ. Διογένης Βαλαβανίδης, Πρόεδρος «ΚΕΝΤΡΟΥ ΠΡΟΣΤΑΣΙΑΣ ΤΗΣ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΗΣ ΤΑΥΤΟΤΗΤΟΣ»
Μία τέτοια συμπεριφορά είναι εξ απόψεως θρησκευτικής απαράδεκτη, διότι πρόκειται περί προκλήσεως σχίσματος. Τούτο είναι εξ απόψεως ηθικής απαράδεκτο, διότι πρόκειται περί εκβιασμού. Τούτο είναι απαράδεκτο και εξ απόψεως αμιγώς νομικής, διότι η Εκκλησία στην Εσθονία είναι χωρισμένη από το κράτος.
Δεν θα αποδώσει αγαθούς καρπούς αυτή η πολιτική. Το σχήμα της «ενώσεως» της κανονικής πλειοψηφίας με τη σχισματική μειοψηφία είχαν ήδη προσπαθήσει να εφαρμόσουν στην Ουκρανία με την «Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας» να γίνει πραγματικότητα. Στην Εσθονία η κατάσταση είναι παρόμοια: σύμφωνα με τα επίσημα στατιστικά στην ΟΕΕΠΜ ανήκει η συντριπτική πλειοψηφία των Ορθοδόξων χριστιανών της χώρας, δηλαδή 170 χιλ., ενώ στην ΕΑΟΕ 6 φορές λιγότεροι, μόλις 27 χιλ.
Μά, πως έγινε ώστε στην Εσθονία συνυπάρχουν ταυτοχρόνως δύο Ορθόδοξες εκκλησιαστικές δικαιοδοσίες; Άλλωστε οι Ιεροί Κανόνες κελεύουν: «μή εν τη πόλει δύο επίσκοποι ώσιν» (8ος Καν. της Α΄ Οικουμ. Συν.). Αλλά και βάσει της αποφάσεως της Συνόδου των Πατριαρχών της Ανατολής το 1593, με την οποία καθιδρύθηκε το Πατριαρχείο Μόσχας, η εξουσία του Πατριάρχη Μόσχας εξαπλώθηκε όχι μόνον επί της Ρωσίας, αλλά επίσης και επί «υπερβορείων», δηλαδή «βορείων» χωρών. Η Ρωσική Ορθοδοξία υπήρχε στο έδαφος της σύγχρονης Εσθονίας μέχρι την κατάκτησή της από τη Λουθηρανική Σουηδία, όταν δε ο Ρώσος τσάρος Πέτρος Α΄ ανακτούσε αυτά τα εδάφη, εκεί σταδιακά και με πολύ αργούς ρυθμούς, αλλά ανεπιστρεπτί άρχισε να αποκαθίσταται η Ορθοδοξία, επίσης πλήρως υπό τη δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Η πρώτη επαρχία, απλώς ένα βικαριάτο, ιδρύθηκε στην Εσθονία μόλις το 1917. Ωστόσο, αμέσως μετά την ανεξαρτησία της Εσθονίας ο Άγιος Ομολογητής Πατριάρχης Πασών των Ρωσιών Τύχων παραχώρησε το καθεστώς Αυτονομίας στην Εκκλησία της Εσθονίας. Όμως, το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως χωρίς οιαδήποτε συζήτηση και πολύ περισσότερο συγκατάθεση της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας με ειδικό Τόμο δημιούργησε το 1923 στην Εσθονία οικεία αυτού μητρόπολη, επικαλούμενο προσωρινές δυσκολίες στις σχέσεις με τη Μητέρα Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία. Αν και το 1940 αποκαταστάσθηκε η δικαιοδοσία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, το 1941 με την χιτλερική κατοχή επανέρχεται εκεί η Κωνσταντινούπολη. Δεν είναι ανάγκη να εξηγήσουμε στους Έλληνες, τους Σέρβους και τους λοιπούς Ορθοδόξους χριστιανούς το ηθικό υπόβαθρο της εμπράκτου συνεργασίας με τις γερμανικές δυνάμεις κατοχής. Το 1944 ο Μητροπολίτης Ταλλίνης Αλέξανδρος Πάουλους δραπέτευσε από την Εσθονία ακολουθώντας τα χιτλερικά στρατεύματα, για να εγκατασταθεί στη Στοκχόλμη, όπου υπό τη διεύθυνσή του άρχισε να λειτουργεί η μη αναγνωρισμένη από κανένα «Ιερά Σύνοδος Στοκχόλμης», διότι αποκαταστάθηκε στην Εσθονία η δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας. Επί πολλά χρόνια ποίμανε την επαρχία της Ταλλίνης ο γόνος της Εσθονίας μελλοντικός Πατριάρχης Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Αλέξιος Β΄ Ρίντιγκερ. Το 1978 η υπό την προεδρία του Πατριάρχη Δημητρίου Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως κήρυξε ανενεργό τον Τόμο του 1924. Φαινόταν ότι τέθηκε τέρμα στην ιστορία της ελληνικής παρουσίας στην Εσθονία.
Ωστόσο, μετά την ανεξαρτησία της Εσθονίας το 1990 ηγέρθη το ζήτημα της αποκαταστάσεως της εκκλησιαστικής περιουσίας και παραλλήλως εμφανίσθηκε κόμμα του εθνικιστικά διακείμενου ευαγούς κλήρου, που επεδίωκε να λάβει στην κατοχή του αυτή την περιουσία. Οι αποσκιρτήσαντες από τη Ρωσική Εκκλησία σχισματικοί ανακοίνωσαν ότι υπάγονται στη «Σύνοδο της Στοκχόλμης», κάτι που ήταν εξ ιεροκανονικής απόψεως παράλογο, διότι μετά τον θάνατο του Μητροπολίτη Αλεξάνδρου Πάουλους δεν υπήρχε πρό πολλού στη «Σύνοδο», και μάλιστα μη αναγνωρισμένη από κανένα,οικείος αυτών ιεράρχης.
Οι διεφθαρμένες Αρχές της Εσθονίας παραχώρησαν στους σχισματικούς τεράστια περιουσία της Ρωσικής Ορθοδόξου Εκκλησίας, αν και νομικά δεν είχαν επί τούτω κανένα δικαίωμα, διότι η «Σύνοδος» ήταν θεσμός αλλοδαπής και μη επισκοπικός, και σύμφωνα με τον τότε ισχύοντα νόμο της Εσθονίας δεν μπορούσε να διεκδικεί την περιουσία. Αυτό όμως περιφρονήθηκε. Το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως σύντομα έδειξε ζωηρό ενδιαφέρον για την περιουσία και επίσης συνέδραμε στη «νομιμοποίηση» των Εσθονών σχισματικών. Τον Φεβρουάριο 1996 η υπό την προεδρία του Πατριάρχη Βαρθολομαίου Ιερά Σύνοδος του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως ενέταξε τη «Σύνοδο της Στοκχόλμης» υπό τη δικαιοδοσία του και επανενεργοποίησε τον Τόμο του 1923, δηλαδή αποκατέστησε τη δικαιοδοσία του στην Εσθονία. Στην περί απενεργοποιήσεως του Τόμου απόφαση του 1978 αποδόθηκε η αναδρομική ισχύ. 22 χρόνια αργότερα, τον Οκτώβριο 2018, ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος εφάρμοσε το ίδιο τέχνασμα, εκ των υστέρων «καταργώντας» την Πράξη παραχωρήσεως της μητροπόλεως Κιέβου στη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Μόσχας.
Εκτιμώντας δικαίως το συμβεβηκός ως αντικανονική εισπήδηση στο οικείο κανονικό έδαφος η Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία διέκοψε την ευχαριστιακή κοινωνία με το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Γιά την αλήθεια, αποκαταστάθηκε αυτή μετά τις συνομιλίες τον Απρίλιο του ίδιου έτους: για λόγους άκρας οικονομίας αποφασίσθηκε να γίνει αποδεκτή η συνύπαρξη στην Εσθονία δύο δικαιοδοσιών (ρωσικής και ελληνικής), ενώ στους κληρικούς και τις ενορίες παραχωρήθηκε το δικαίωμα να προσδιορίσουν μόνοι τους σε ποιά δικαιοδοσία επιθυμούν να υπάγονται. Έλαβε χώρα και η συνεννόηση ότι και οι δύο εκκλησιαστικές δομές θα συνεργάζονται με τις εσθονικές Αρχές με σκοπό να απολαμβάνουν όλοι οι Ορθόδοξοι χριστιανοί της Εσθονίας ίσα πολιτικά δικαιώματα, συμπεριλαμβανομένων και εκείνου της περιουσίας. Αυτός ο όρος ουδέποτε εφαρμόσθηκε, διότι με επιμονή του ελληνικής δικαιοδοσίας Μητροπολίτη Ταλλίνης Στεφάνου οι αμφισβητούμενοι ναοί, που κάποτε κτίσθηκαν από τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία, της παραχωρήθηκαν το 2004 όχι ως ιδιοκτησία…αλλά για ενοικίαση πενήντα ετών. Ενοικιάζεται και ο τεράστιος ιερός καθεδρικός ναός Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι στην Ταλλίνη, καθώς και το μεγαλύτερο ιερό σέβασμα της εσθονικής Ορθοδοξίας η ιερά γυναικεία μονή Πιούχτιτσι.
Το 2022 οι εσθονικές Αρχές άρχισαν να ασκούν πιέσεις στον Προκαθήμενο της ΟΕΕΠΜ Μητροπολίτης Ταλλίνης και Εσθονίας Ευγένιο, αποδίδοντας σε αυτόν δήθεν δημόσιες τοποθετήσεις υπέρ του πολέμου στην Ουκρανία. Ο Ιεράρχης κλήθηκε για συζητήσεις στο υπουργείο Εσωτερικών, δέχθηκε απειλές να καταργηθεί η άδεια διαμονής του και τέλος του ανακοίνωσαν το 2024 ότι δεν του ανανεώνουν την άδεια διαμονής και ο ιεράρχης αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τη χώρα. Η Βουλή της Εσθονίας προτίθεται να εξισώσει το Πατριαρχείο Μόσχας με τρομοκρατικές οργανώσεις, και από την ΟΕΕΠΜ και την ιερά μονή Πιούχτισι, η οποία υπάγεται απευθείας στον Πατριάρχη Μόσχας και Πασών των Ρωσιών Κύριλλο, απαίτησαν «νά διακόψουν επειγόντως τις σχέσεις» με το Πατριαρχείο Μόσχας και υπαχθούν στη δικαιοδοσία της Κωνσταντινουπόλεως. Διεξάγοντας πόλεμο κατά της δήθεν υπαρκτής απειλής, οι Αρχές κατέφυγαν στον εκβιασμό να δημεύσουν την περιουσία, καταγγέλλοντας τη σύμβαση μίσθωσης…Το Δημαρχείο της Ταλλίνης κατήγγειλε επιδεικτικά τη σύμβαση μίσθωσης με τα γραφεία της μητροπόλεως Ταλλίνης της ΟΕΕΠΜ.
Τι συμβαίνει στην Εσθονία; Υπό την υπαγόρευση των ΗΠΑ οι εσθονικές Αρχές προσπαθούν να καταστρέψουν την ΟΕΕΠΜ, εξαναγκάζοντας να υπαχθεί υπό τη δικαιοδοσία του Πατριαρχείου Κωνσταντινουπόλεως. Επ’ονόματι της φανταστικής «ρωσικής απειλής» το κράτος κατέστη εργαλείο της πολιτικής των ΗΠΑ και του αντικανονικού επεκτατισμού του Φαναρίου.
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος