ΤΟ ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙ ΣΤΗΝ ΑΘΗΝΑ!
Πριν τη μάχη στο Βαλτέτσι, στις διάφορες συμπλοκές με τους Έλληνες, οι Τούρκοι έστελναν βοήθεια στους δικούς τους από την Τριπολιτσά. Γι’ αυτό, ο Κολοκοτρώνης υποστήριζε ότι έπρεπε να κυριευθεί με κάθε τρόπο η έδρα του πασά. Την απευθείας επίθεση όμως τη θεωρούσε δύσκολη, γιατί οι Έλληνες δεν είχαν αρκετό στρατό ούτε κανόνια. Πρότεινε λοιπόν να πιάσουν όλες τις δύσβατες και οχυρές θέσεις από γύρω και να αποκλείσουν την πρωτεύουσα, ώστε να αναγκαστεί να παραδοθεί.
Οι άλλοι αρχηγοί όμως διαφωνούσαν, γιατί δεν είχαν συλλάβει τον στρατηγικό νου του Κολοκοτρώνη. Παρακινούσαν και τον Κολοκοτρώνη να πάει μαζί τους.
Μα ο Γέρος επιμένει.
–Όχι, τους λέει, δεν πάω πουθενά.
–Και τι θα κάνεις εδώ μόνος σου στα ψηλώματα; Θα χαθείς, θα σε φάνε τ’ αγρίμια.
–Αν χαθώ, ας με φάνε τ’ αγρίμια του τόπου μου, που με γνωρίζουν…
«Κι έμεινα μόνος στο Χρυσοβίτσι[1] με τ’ άλογό μου», διηγείται αργότερα ο ίδιος.
Όταν είδε το τελευταίο μπαϊράκι των δικών μας να χάνεται στον ορίζοντα, τα μάτια του βούρκωσαν κι ένας κόμπος τον έπνιγε στον λαιμό. Πιο πέρα ήταν ένα εκκλησάκι της Παναγίας. Πλησίασε, μπήκε μέσα, γονάτισε.
–Παναγία μου, είπε και τα μάτια του έτρεχαν. Βοήθησε κι αυτή τη φορά τους Έλληνες να ψυχωθούν.
Και βγαίνοντας τραβάει για την Πιάνα. Στο δρόμο συναντάει τον ξάδερφό του, τον Αντώνη Κολοκοτρώνη, με εφτά ανεψίδια του. «Έτσι εγινήκαμε εννιά και το άλογό μου δέκα», διηγείται.
Στην Πιάνα και στην Αλωνίσταινα[1] του είπαν πως δεν υπάρχει κανένας. Όλοι έφυγαν.
–Ας μην είναι κανένας, αποκρίθηκε. Ο τόπος σε λίγο θα γιομίσει παλληκάρια. Ο Θεός, πρόσθεσε με φωνή σταθερή, υπέγραψε τη λευτεριά της Ελλάδας και δεν θα πάρει πίσω την υπογραφή του!