Γιατί η Ρωσία βάζει θέμα αμφισβήτησης του πρωτείου και ποια είναι η αλήθεια σύμφωνα με τον καθηγητή Πανώτη
Του Κώστα Παππά
(από το ένθετο της Δημοκρατίας για την ορθοδοξία)
Ερωτήματα προκάλεσε για άλλη μια φορά η στάση της Ρωσικής Εκκλησίας έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Οι σχέσεις των Ρώσων με το Οικουμενικό Πατριαρχείο στο παρελθόν αλλά και στα νεότερα χρόνια έχουν περάσει από σαράντα κύματα. Η τελευταία απόφαση της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας να αναφερθεί στο πρωτείο του Οικουμενικού Πατριάρχη και ουσιαστικά να το αμφισβητήσει προκαλεί συζητήσεις και κάνει πολλούς αναλυτές να μιλούν για ακόμα ένα περιστατικό που ρίχνει λάδι στη φωτιά στις σχέσεις των δύο Εκκλησιών, οι οποίες δοκιμάζονται σε ένα επίπεδο χρυσών ισορροπιών και διπλωματίας τα τελευταία χρόνια.
Οι δημόσιες τοποθετήσεις εκκλησιαστικών παραγόντων από τη Ρωσική Εκκλησία φαίνεται ότι κινούνται σε βάθος χρόνου, χωρίς να λείπουν από αυτές οι τακτικισμοί. Στο κείμενο αυτό της Συνόδου της Ρωσικής Εκκλησίας, το οποίο τιτλοφορείται «Οι θέσεις του Πατριαρχείου Μόσχας σχετικά με το ζήτημα της υπεροχής στην Καθολική Εκκλησία», γίνεται αναλυτική αναφορά και στο θέμα του Πρώτου στην Ορθόδοξη Εκκλησία, όπου ξεκαθαρίζεται ότι για τη Μόσχα το πρωτείο του Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως είναι τιμητικό και όχι πρωτείο εξουσίας.
«Η Ορθόδοξη Εκκλησία δεν αποδέχεται το δόγμα του παπικού πρωτείου της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας και την αρχή της θεϊκής καταγωγής του πρώτου επισκόπου στην Οικουμενική Εκκλησία.
Οι ορθόδοξοι θεολόγοι έχουν επισημάνει ότι η Εκκλησία της Ρώμης είναι μία από τις αυτοκέφαλες τοπικές Εκκλησίες, η οποία δεν επιτρέπεται να επεκτείνει τη δικαιοδοσία της στο έδαφος των άλλων τοπικών Εκκλησιών» σημειώνεται στο κείμενο που εξέδωσε η ρωσική Σύνοδος. Σε ό,τι αφορά το Οικουμενικό Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως αναφέρεται ότι η Κωνσταντινούπολη «έχει τα πρεσβεία τιμής με βάση τα ιερά δίπτυχα, που αναγνωρίζονται από όλες τις Ορθόδοξες Εκκλησίες.
Το ουσιαστικό περιεχόμενο αυτής της υπεροχής καθορίζεται με συναίνεση των τοπικών Ορθόδοξων Εκκλησιών, όπως εκφράζεται ιδίως από τις προπαρασκευαστικές συνεδριάσεις για τη σύγκληση της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδόξου Εκκλησίας».
Για το θέμα μίλησε στη «δημοκρατία» ο καθηγητής Αριστείδης Πανώτης, ο οποίος έχει ασχοληθεί όσο ελάχιστοι με την εκκλησιαστική Ιστορία και τις διορθόδοξες και διεκκλησιαστικές σχέσεις. Ο κ. Πανώτης, αναφερόμενος στο πρόσφατο αυτό θέμα της απόφασης της Ρωσικής Εκκλησίας για το πρωτείο του Οικουμενικού Πατριάρχη, είπε: «Δεν μας ξενίζει το γεγονός αυτό.
Ξέρουμε πάρα πολύ καλά το ιστορικό παρελθόν. Το αποστολικό κέντρο της νέας Ρώμης, της Κωνσταντινουπόλεως, έχει από τους ιερούς κανόνες την ευθύνη να παρακολουθεί την εκκλησιαστική ζωή σε όλη τη δικαιοδοσία του. Ολες οι Εκκλησίες που είναι στην ανατολική Ευρώπη, για να έχουν μια κανονική χριστιανική υπόσταση, πρέπει να έχουν την έγκριση του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ας πούμε, η ελληνική Εκκλησία συνεστήθη στο κλίμα του Οικουμενικού Πατριαρχείου. Ετσι εκεί υπήγετο και η Εκκλησία της Ρωσίας, η οποία άρχισε να γίνεται πολύ μεγαλύτερη, μια μεγάλη εκκλησιαστική οντότητα, και ζήτησε σιγά σιγά να πολλαπλασιαστούν οι μητροπόλεις και έτσι έγιναν σταδιακά και οι άλλες μητροπόλεις πέραν του Κιέβου και μία εξ αυτών είναι και η Μόσχα ως εξαρχική Μητρόπολη πασών των Ρωσιών.
Αυτό πέρασε μέσα στην πολιτική ζωή της Ρωσίας και περιεβλήθη με την τσαρική ιδεολογία, η οποία θεώρησε την Εκκλησία της Ρωσίας ένα εργαλείο για δική της υπόθεση και γι’ αυτό μετά το 1917 η Εκκλησία της Ρωσίας υπέστη μεγάλο διωγμό.
Σε αυτή την περίοδο συνέβησαν και τρομερά γεγονότα μέσα στην Εκκλησία της Ρωσίας, τα οποία ελπίζαμε ότι θα είχαν συνετίσει, αλλά αυτό μάλλον δεν συνέβη. Την εποχή του διωγμού συνέβησαν φοβερά εκκλησιαστικά γεγονότα εκεί, άρχισαν να δημιουργούνται Εκκλησίες πιο προτεσταντίζουσες και αυτό κλόνισε τους απανταχού Ρώσους. Αυτά έτσι πολύ σύντομα για την ιστορία της Εκκλησίας της Ρωσίας. Ξέρετε, η Εκκλησία έχει καθορισμένα από τις οικουμενικές συνόδους τα όρια, δεν μπορεί ο Κωνσταντινουπόλεως να παρέμβει στην Εκκλησία της Αφρικής, της Αντιοχείας ή των Ιεροσολύμων. Η Εκκλησία της Ρωσίας λοιπόν, αφού ευεργετήθηκε αρκετά, άρχισε να διεκδικεί μια εξέχουσα θέση, αλλά η εξέχουσα θέση δεν καθορίζεται ούτε πληθυσμιακά ούτε από τον πλούτο. Δεν μπορεί λοιπόν να υπάρξει ποτέ αμφισβήτηση της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, του κανονικού πρωτείου της μητέρας Εκκλησίας όλων. Αυτό μερικές φορές οι Ρώσοι το ξέχασαν και δημιούργησαν και δημιουργούν θέματα, έτσι και το κείμενο αυτό είναι άνευ ουσίας γιατί όλα στην Εκκλησία ρυθμίζονται κατά το κανονικό δίκαιο και όχι από τις ιμπεριαλιστικές απόψεις διάφορων παραγόντων, οι οποίοι εμπλέκονται ως πολιτικές επιδιώξεις στα εκκλησιαστικά πράγματα».
Ο Πούτιν, η KGB και η τραγωδία
Στην ερώτηση για το αν μπορεί το κείμενο αυτό της συνόδου της Εκκλησίας της Ρωσίας να επιβαρύνει τις σχέσεις μεταξύ Κωνσταντινούπολης και Μόσχας ο κ. Πανώτης απάντησε: «Δεν μπορεί αυτή τη στιγμή να συμβεί κάτι, γιατί η Εκκλησία της Ρωσίας έχει εσωτερικά πολύ σοβαρά προβλήματα, υπάρχει το μεγάλο ουκρανικό θέμα, εξαιτίας του οποίου υπάρχει διχασμός με τους Ουκρανούς. Αν το Πατριαρχείο, το οποίο συγκρατείται μέχρι τώρα, τους αναγνωρίσει, τι θα κάνει η Μόσχα;
Πρέπει να ξέρετε και κάτι ακόμα, ο ρωσικός λαός είναι πιστός όχι τόσο στους ηγέτες του εκεί πέρα όσο στο Οικουμενικό Πατριαρχείο. Αυτό το έζησα ο ίδιος όταν επρόκειτο να πάει ο Πατριάρχης Αθηναγόρας στη Ρωσία, σε μια εποχή δύσκολη μέσα στο σοβιετικό καθεστώς, και φοβήθηκαν οι Σοβιετικοί τις αντιδράσεις του λαού υπέρ του Πατριάρχη και εναντίον των τοπικών επισκόπων, διότι οι περισσότεροι από αυτούς, όπως απεδείχθη, ήταν όργανα της KGB γιατί, αν δεν ήταν όργανα, δεν προάγονταν. Αν, τώρα, ο Κύριλλος θέλει να παίξει με τον Πούτιν παρόμοια τραγωδία, ας την παίξει, εις βάρος της Ρωσίας θα είναι. Δεν είναι εύκολα πράγματα τα εκκλησιαστικά. Αλίμονο σε εκείνον που δεν τα ξέρει».