Του Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου: † Μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἰωάννου τοῦ Ἡσυχαστοῦ, μαθητοῦ τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ὁ Ἡσυχαστής ἔζησε κατά τόν 8ο αἰώνα μ.Χ. καί ἦταν μαθητής τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Δεκαπολίτου († 20 Νοεμβρίου). Ἀπό νεαρή ἡλικία ἐζήλωσε τόν ἀσκητικό βίο καί ἀπῆλθε πρός τόν Ἅγιο Γρηγόριο τόν Δεκαπολίτη, ἴσως στόν Ὅλυ-μπο, γενόμενος μοναχός καί διδασκόμενος τά τῆς μοναχικῆς πολι-τείας. Ἡ ὑπακοή του πρός τόν διδάσκαλό του κατέστη περιβόητη, γι’ αὐτό δέ καί ὁ Ἅγιος Γρηγόριος ἔχαιρε καί ἐδόξαζε τόν Θεό. Μετά τό θάνατο τοῦ διδασκάλου του, κατά τό παράδειγμα αὐτοῦ, περιέτρεχε ξένους τόπους καί κατόπιν ἦλθε στά Ἱεροσόλυμα, ὅπου καί προσκύνησε τούς Ἁγίους Τόπους. Ἐδῶ ἐκκλαιεργήθησαν ἐντός του περισσότερο οἱ πηγές τῆς εὐσεβοῦς κατανύξεως καί ἡ ἀφοσίωσή του πρός τόν Θεό προσέλαβε νέα δύναμη καί φλόγα.
Ὁ Ὅσιος Ἰωάννης ἐγκαταβίωσε στή μονή τοῦ Χαρίτωνος, ὅπου καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Σάββα τοῦ στρατηλάτου, τοῦ Γότθου.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔ¬ζη¬σε κατά τούς χρόνους τῆς βα¬σι¬λεί-ας τῶν αὐτοκρατόρων Οὐάλεντος (364-378 μ.Χ.) καί Οὐαλεντινι-ανοῦ (364-374 μ.Χ.) καί καταγόταν ἀ¬πό τή χώ¬ρα τῶν Γότ¬θων. Ἀ¬πό παι¬δί ἦ¬ταν Χρι¬στι¬α¬νός καί ὄ¬χι μό¬νο ἀ¬πο¬στρε¬φό¬ταν τίς τρο¬φές πού ἀ-πέ¬με¬ναν ἀ¬πό τίς θυσίες στά εἴ¬δω¬λα, ἀλ¬λά ἐ¬μπό¬διζε ὅ¬σους ἤ¬θε¬λαν νά δο¬κι¬μά¬σουν αὐ¬τά. ῎Ετσι ἔγινε σέ πολλούς πρόξενος σωτηρίας. Ἀ¬φοῦ συ¬νο¬μώ¬τη¬σαν ἐ¬να¬ντί¬ον του οἱ εἰ¬δω¬λο¬λά¬τρες, τόν ἐ¬ξό¬ρι¬σαν μέ τή βί¬α ἀ¬πό τήν πό¬λη. Με¬τά ἀ¬πό κά¬ποι¬ο χρό¬νο καί ἐ¬νῶ ὁ Ἀ¬θα¬νά¬ρι¬χος, ὁ ἄρ-χο¬ντας τῶν Γότ¬θων, ἐξε¬κί¬νη¬σε δι¬ω¬γμό κα¬τά τῶν Χρι¬στι¬α¬νῶν, ἀ¬φοῦ τόν συ¬νέ¬λα¬βαν, τόν ἐκτύ¬πη¬σαν. Στή συ¬νέ¬χει¬α τόν ἔδεσαν στόν ἄ¬ξο¬να τῆς ἅ¬μα¬ξας καί τόν ἐκρέμασαν σέ ἕνα δοκάρι. Ἐ¬πει¬δή δέν ἐπεί¬σθη¬κε νά δο¬κι¬μά¬σει ὅ, τι ἀ¬πέ¬μει¬νε ἀ¬πό τή θυ¬σί¬α στά εἴ¬δω¬λα ὁ¬δη¬γή¬θη¬κε στόν πο¬τα¬μό. Καί κεῖ, ἀ¬φοῦ τοῦ ἔδεσαν ξύ¬λο με¬γά¬λο στόν τρά¬χη¬λο, τόν ἔριξαν στόν ποταμό Μουσαῖο. Καί ἔ¬τσι ὁ Ἅγιος Μάρτυς Σάββας ἔλαβε τόν στέφανο τοῦ μαρτυρίου καί τῆς δόξας.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀκακίου Β΄, ἐπισκόπου Μελιτηνῆς.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος ἔζησε κατό τό πρώτο ἥμισυ τοῦ 5ου αἰῶνος μ.Χ. καί καταγόταν ἀπό τήν Μελιτηνή τῆς Ἀρμενίας. Διετέλεσε ἀναγνώστης τῆς ἐκεῖ τοπικῆς Ἐκκλησίας καί διδάσκαλος τοῦ Ὁσί-ου Εὐθυμίου τοῦ Μεγάλου, τόν ὁποῖο σέ ἡλικία μόλις τριῶν ἐτῶν, ὅταν ὁ Ὅσιος ἔχασε τόν πατέρα του, ἡ χήρα μητέρα του τόν παρέ-δωσε στόν εὐλαβῆ Ἐπίσκοπο τῆς Μελιτηνῆς Εὐτρώϊο.
Ὁ Ἅγιος διακρίθηκε γιά τό ὀρθόδοξο ἦθος του καί τούς ἀγῶ-νες του κατά τῶν δυσσεβῶν αἱρετικῶν. Παρέστη στήν Γ΄ Οἰκουμε-νική Σύνοδο, τό ἔτος 431 μ.Χ., πού συγκλήθηκε στήν Ἔφεσο, καί ὑπεστήριξε θερμά τήν ὀρθόδοξη διδασκαλία περί τῶν δύο ἐν Χρι-στῷ φύσεων καί τῆς Ἀειπαρθένου Μαρίας ὡς Θεοτόκου ἐναντίον τοῦ Νεστορίου. Στά Πρακτικά τῆς Συνόδου διεσώθηκε σύντομη ὁμι-λία τοῦ Ἁγίου κατ’ αὐτήν, στήν ὁποία ὑποστηρίζει τήν περί δύο φύ-σεων ἐκκλησιαστική διδασκαλία .
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος συνδεόταν στενά διά πνευματικῆς φιλίας μέ τόν Ἅγιο Κύριλλο Ἀλεξανδρείας καί ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος εἶχε δίκηο νά συστήσει στόν Ἐπίσκοπο Πέτρο τῶν Σαρακηνῶν νά ἀκολουθή-σει κατά πάντα τρόπο στή Σύνοδο τούς Ἁγίους Κύριλλο καί Ἀκά-κιο, πού ἦσαν Ὀρθόδοξοι Ἐπίσκοποι καί ἀγωνίζονταν κατά τῆς ἀσεβείας.
Ὁ Ἅγιος Ἀκάκιος, ἀφοῦ ἐργάσθηκε γιά τή διάδοση καί στε-ρέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ὑπῆρξε Θαυματουργός, ἐκοιμή-θηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 445 μ.Χ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῆς ὁσίας μητρός ἡμῶν Ἀθανασίας, τῆς ἐξ Αἰγίνης, τῆς Θαυματουργοῦ.
Ἡ Ὁσία Ἀθανασία ἐγεννήθηκε στή νῆσο Αἴγινα ἀπό γονεῖς εὐσεβεῖς κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. καί εἶχε ἀκατάσχετη κλίση στά θεῖα. Οἱ γονεῖς της ὅμως, ὁ Νικήτας καί ἡ Εἰρήνη, τήν ἐνύμφευσαν παρά τή θέλησή της. Λίγες ἡμέρες μετά τό γάμο ὁ σύζυγός της ἐφο-νεύθηκε ἀπό βάρβαρους πειρατές, πού ἐκείνη τήν περίοδο ἐπέδρα-μαν στήν Αἴγινα.
Τότε ἡ Ὁσία ἐθεώρησε κατάλληλη τήν εὐκαιρία, ἀφοῦ ἔμεινε χήρα, νά ἐκπληρώσει τόν ἱερό της πόθο γιά τή μοναχική πολιτεία. Καί ἐνῶ τήν Ἁγία τήν ἀπασχολοῦσε τό θέμα αὐτό, ἔφθασε στήν Αἴγινα πρόσταγμα βασιλικό, διά τοῦ ὁποίου διατάσσονταν ὅλες οἱ ἀνύμφευτες γυναῖκες καί οἱ χῆρες νά παντρευτοῦν ἄνδρες ἐθνικούς. ῎Ετσι λοιπόν ἡ Ἀθανασία, παρά τή θέλησή της, ἦλθε σέ δεύτερο γά-μο.
Ἡ Ὁσία, φροντίζοντας πάντοτε γιά τή σωτηρία τῆς ψυχῆς της, προσευχόταν ἀδιάλειπτα καί προσέφερε ἀφειδῶς ἀπό τά πλού-τη της στούς ἐνδεεῖς καί πάσχοντες. ῞Υστερα δέ ἀπό κάποιο χρονικό διάστημα ἔπεισε τό σύζυγό της νά γίνει μοναχός, ἄν καί ἦταν ἐθνι-κός. Αὐτός, ἀφοῦ πρόκοψε στίς ἀρετές, μετά ἀπό λίγο χρόνο παρέδωσε τήν ψυχή του στόν Κύριο.
Τότε ἡ Ὁσία διεμοίρασε τήν περιουσία της στούς πτωχούς καί ἀφοῦ παρέλαβε καί ἄλλες εὐσεβεῖς γυναῖκες, κατέφυγε σέ ἀσκητή-ριο, ὅπου ἐζοῦσε μέ αὐστηρή ἄσκηση καί νηστεία. Στόν τόπο αὐτό ὑπῆρχε ὡραιότατος καί πανάρχαιος ναός τοῦ Ἁγίου Πρωτομάρτυ-ρος Στεφάνου. Μετά παρέλευση τεσσάρων ἐτῶν ἡ Ὁσία προχειρί-σθηκε ἡγουμένη τοῦ ἀσκητηρίου, ἀλλά ἀνεχώρησε σέ τόπο ἥσυχο καί ἄγνωστο καί ἐκεῖ μέ τίς συνασκήτριές της ἀγωνιζόταν τόν καλό ἀγώνα καί ἐτρεφόταν ἀπό τό ἐργόχειρο πού ἔκανε.
Ἀπό ἐκεῖ ἐπισκέφθηκε τό Βυζάντιο, ὅπου ἀσκήτεψε ἑπτά χρόνια, καί ἐπέστρεψε πάλι στόν τόπο τῆς ἡσυχίας αὐτῆς. ῾Η Ὁσία Ἀθανασία προαισθάνθηκε τήν κοίμησή της δώδεκα ἡμέρες πρίν, γεγονός πού ἀνεκοίνωσε στίς μοναχές καί γιά τό ὁποῖο ἐξέφρασε μέ τήν προσευχή της τίς εὐχαριστίες της στόν Κύριο. Ἐφρόντισε δέ νά γίνει ἐκλογή τῆς ἡγουμένης τους, γιά νά ἐξακολουθήσει ἀπρόσκο-πτα ἡ συμβίωσή τους καί νά διατηρηθεῖ ὁ σύνδεσμος τῆς ἀδελφικῆς τους ἀγάπης. Τήν ἡμέρα τῆς κοιμήσεώς της ἐκάλεσε κοντά της τίς μοναχές, τούς ἀπηύθηνε λόγια παρηγορητικά καί συνετά, τίς παρε-κάλεσε νά διατηρήσουν πάντοτε μιά ψυχή καί μιά καρδιά, ἔψαλε κατόπιν αὐτή, ἔψαλαν καί ἐκεῖνες -εἶχε δέ ἐξομολογηθεῖ καί κοινω-νήσει τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων τήν προηγούμενη- καί ἔπειτα παρέδωσε τό πνεῦμα της μέ γαλήνη, δηλώνοντας πρός ὅσες παρευ-ρίσκονταν, ὅτι τίς περιμένει ἐκεῖ ἐπάνω.
Ἡ εἴδηση τοῦ θανάτου της ἔφερε πολλούς ἀπό τούς κατοίκους τοῦ νησιοῦ στό ἀσκητήριο. Ἐκεῖ ἐγονάτισαν μπροστά στό ἱερό λείψανό της, πενθώντας καί κλαίοντας, ὅλοι ὅσοι εἶχαν δεχθεῖ ἀπό τά χέρια της βοηθήματα καί ἀπό τά λόγια της παρηγοριά, ἀρκετοί δέ ἄρρωστοι ἐθεραπεύθησαν τήν ὥρα τοῦ ἐνταφιασμοῦ της.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ματθαίου ἤ Ματθία.
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος ἤ Ματθίας ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. καί συνέδεσε τό βίο του μέ τήν Ὁσία Ἀθανασία. Ὅταν ἡ Ὁσία ἀπεφάσισε νά μονάσει σέ τόπο ἥσυχο, ἐχρησιμοποίησε ὡς συνεργό τόν Ματθαῖο, ὁ ὁποῖος τούς ἐπήγαινε τά ἀπαραίτητα γιά τή συντή-ρησή τους, τά ὁποῖα προμηθευόταν μέ τά ἐργόχειρα πού ἐπωλοῦσε.
Σ’ αὐτόν τόν μακάριο Ματθαῖο ἦλθε ἕνας ἄνθρωπος, πού ὅλες του οἱ κλειδώσεις ἦταν παραλυμένς. Ὁ Ὅσιος τόν ἐλυπήθηκε, ἔβγαλε τό μανδύα πού ἐφοροῦσε καί τόν ἔβαλε στούς ὤμους τοῦ παράλυτου. Τότε ἔτριξαν φοβερά τά κόκκαλά του καί ἀμέσως ὁ ἄνθρωπος ἐθεραπεύθηκε. Ἕναν ἄλλον ἄνθρωπο, πού ἀπό διαβολι-κή ἐνέργεια τό πρόσωπό του εἶχε παραμορφωθεῖ, τόν ἐσταύρωσε μέ τό χέρι του καί τοῦ ἐχάρισε τή θεραπεία.
Ὁ Ὅσιος Ματθαῖος, ἀφοῦ διέλαμψε μέ θαύματα καί σημεῖα στόν τόπο τῆς ἡσυχίας καί τῆς ἀσκήσεως, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Κοσμᾶ, ἐπι-σκόπου Χαλκηδόνος, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς καταγόταν ἀπό τήν Κωνσταντινούπολη καί ἔζησε τόν 9ο αἰώνα μ.Χ. Ἀφιέρωσε τόν ἑαυτό του στόν ἀσκητικό βίο στόν ὁποῖο διακρίθηκε μέ τή θεάρεστη πολιτεία του συνασκού-μενος μετά τοῦ Ὁσίου Αὐξεντίου. Γιά τίς ἀρετές του ἐτιμήθηκε μέ τό ἀξίωμα τῆς θείας ἱερωσύνης καί κατέστη Ἐπίσκοπος τῆς ᾿Εκκλησίας τῆς Χαλκηδόνος.
Εὑρεθείς ἀντιμέτωπος πρός τούς εἰκονομάχους, ἐπειδή δέ ἐπιεζόταν ἀπό τούς κρατοῦντες νά καταδικάσει τή διδασκαλία περί τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί ἔμενε ἀνένδοτος, ἐξοριζόταν ἀπό τόπου σέ τόπο. ῎Ετσι ἔλαβε καί τόν στέφανο τῆς ὁμολογίας.
Ὁ Ἅγιος Κοσμᾶς ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη καί τό τίμιο λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ναυκρατίου τοῦ Στουδίτου, τοῦ Ὁμολογητοῦ.
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος, ὁ Ὁμολογητής, ἔζησε κατά τόν 9ο αἰώ-να μ.Χ. Ἦταν θερμός ὑπερασπιστής τῆς προσκυνήσεως τῶν ἱερῶν εἰκόνων καί γι’ αὐτό ὑπέστη διωγμούς καί ἐξορίες ἐπί αὐτοκράτρος Λέοντος τοῦ Ε΄ (8130 820 μ.Χ.). Ὅταν ἀπέθανε ὁ αὐτοκράτορας Θεόφιλος (829-842 μ.Χ.) ἐπέστρεψε στή μονή τοῦ Στουδίου, πού ἦταν διαλελυμένη, καί κατά τό ἔτος 842 μ.Χ. ἐξελέγη ἡγούμενος αὐτῆς ἀπό τούς συναθροισθέντες μοναχούς.
Ὁ Ὅσιος Ναυκράτιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 847 μ.Χ. καί τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στή μονή τοῦ Στουδίου, ὅπου ἐτελεῖτο καί ἡ Σύναξη αὐτοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου, τοῦ ἐν ἀσκηταῖς περιβοήτου, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἀπό τήν παιδική του ἡλικία ἐπόθησε τόν ἀσκητικό βίο καί ἀφοῦ ἐπιέσθηκε πολύ ἀπό τούς γονεῖς του, γιά νά νυμφευθεῖ, ἀποσκίρτησε ἀπό τό θέλημα αὐτῶν καί κατέφυγε σέ μοναστήρι, ὅπου ἐκάρη μοναχός. Στήν ἀρχή τοῦ ἀνατέθηκε τό διακόνημα τοῦ μαγείρου καί ἡ φύλαξη τοῦ πυλῶνος. Ἀφοῦ διῆλθε τό στάδιο ὅλων τῶν διακονημάτων προσφέροντας στούς ἀδελφούς καί διδάσκοντας τους μέ τήν ὑπακοή καί την ταπείνωσή του, ἐξελέ-γη ἀπό τούς πατέρες τῆς μονῆς ἡγούμενος αὐτῆς. Ἐπειδή ὅμως ὁ Ὅσιος δέν ἐπιθυμοῦσε τήν πρόσκαιρη δόξα τῶν ἀνθρώπων καί τή ματαιότητα τοῦ βίου, ἔφυγε κρυφά ἀπό τό μοναστήρι καί ἐγκατα-στάθηκε σέ τόπο ἔρημο καί ἥσυχο, ὅπου συνέχισε τό ἔργο τῆς προ-σευχῆς καί τῆς ἀσκήσεως. Ἐκεῖ ἐκαλλιέργησε τίς ἀρετές καί ἀξιώ-θηκε ἀπό τόν Ἅγιο Θεό τοῦ χαρίσματος τῆς θαυματουργίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ἀφοῦ ἔφθασε σέ βαθύ γῆρας, ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη .
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Εὐθυμίου, Φωτιστοῦ τῆς Καρελίας.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Θαυματουργός τοῦ Ἀρχαγγέλσκ, ὅπως καλεῖται στά ἀρχαῖα χειρόγραφα ἡμερολόγια, ἐγεννήθηκε τό δεύτε-ρο ἥμισυ τοῦ 14ου αἰῶνος μ.Χ. Περί τό ἔτος 1400 πῆγε στά βόρεια, γιά νά διάγει ἀναχωρητικό βίο, ἀλλά ἀργότερα, περιστοιχισμένος ἀπό μαθητές πού ἤθελαν νά ἀκολουθήσουν τήν ἴδια κλήση, γύρω στό 1410 ἵδρυσε στίς ὄχθες τῆς Μαύρης Θάλασσας, στήν Καρελία, μονή ἀφιερωμένη στόν Ἅγιο Νικόλαο.
Στήν ἀρχή τίποτα δέν εὐνοοῦσε τήν ἀνάπτυξη τοῦ μοναχικοῦ βίου σέ ἐκείνη τήν περιοχή, ὅπου κατοικοῦσαν ἄνθρωποι μέ πρωτό-γονες συνήθειες. Ἀλλά ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἤξερε νά εἶναι σταθερός καί πιστός στή βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι παρέμεινε στήν περιοχή καί ἐργάσθηκε γιά τή στερέωση τοῦ μοναχικοῦ βίου καί τή διάδοση τῆς πίστεως.
Ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1435 καί ἐνταφιάσθηκε στή μονή τῆς Καρελίας, ὅπου εἶχαν ἐνταφιασθεῖ καί οἱ μαθητές του Στέφανος ὁ Ἀσκητής, Ἠσαΐας καί Νικάνωρ.
Ἡ ἀναγνώριση τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ Ὁσίου Εὐθυμίου ἐπραγματοποιήθηκε τό ἔτος 1647. Στό Ἡμερολόγιο τῆς Ἀδελφότητος τοῦ Ἁγίου Γερμανοῦ τῆς Ἀλάσκας μνημονεύεται ὡς «Φωτιστής τῆς Καρελίας» μαζί μέ τούς Ἁγίους Ἀντώνιο καί Εὐτυχῆ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ζωσιμᾶ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἐγεννήθηκε περί τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. στό χωριό Τολούβι τῆς ἐπαρχίας Νόβγκοροντ τῆς Ρωσίας. Ἀπό τήν παιδική τοῦ ἡλικία ἀγάπησε τό μοναχικό βίο. Γι’ αὐτό ἀκολούθησε τήν ὁδό τῆς ἀσκήσεως καί ὁ Ἅγιος Θεός τόν ἀξίωσε νά συναντηθεῖ μέ τόν Ἅγιο Γερμανό († 30 Ἰουλίου) καί νά μαθητεύσει κοντά στόν Ὅσιο Σαββάτιο († 27 Σεπτεμβρίου). Περί τό ἔτος 1436 ὁ Ὅσιος Ζω-σιμᾶς ἐγκαταστάθηκε στά νησιά τοῦ Σολόφκι καί ἐκεῖ ἀγωνίσθηκε σκληρά τόν πνευματικό ἀγώνα. Ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1478.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἀντωνίου καί Φήλικος, τῶν ἐκ Ρωσίας.
Οἱ Ὅσιοι Ἀντώνιος καί Φῆλιξ τοῦ Κορέλ ἔζησαν κατά τόν 15ο αἰώνα μ.Χ. καί ἀσκήτεψαν στή μονή τοῦ Ἁγίου Νικολάου, πού εἶχε ἱδρύσει ὁ Ὅσιος Εὐθύμιος, ὁ Φωτιστής τῆς Καρελίας. Ἐργά-σθηκαν ἱεραποστολικά γιά τή διάδοση τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ καί τή στερέωση τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί ἐκοιμήθησαν μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου νεομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ ράπτου, τοῦ ἐξ Ἰωαννίνων καί ἐν Κωνσταντινουπόλει ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Νεομάρτυς Ἰωάννης ἐγεννήθηκε στό χωριό Τέροβο Ἰωαννίνων ἀπό φιλόθεους καί εὐσεβεῖς γονεῖς. Ἐγκατασταθείς στά Ἰωάννινα ἐξασκοῦσε τό ἐπάγγελμα τοῦ ράπτου. Μετά τό θάνατο τῶν γονέων του ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη ἐπί Πατριάρχου Ἱερε-μίου Α΄ (1525-1545) καί ἐπί σουλτάνου Σουλεϊμάν τοῦ Β΄ (1520-1560). Περικοσμούμενος μέ ψυχικές καί σωματικές ἀρετές ἐκίνησε τό φθόνο τοῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι τόν ἐπίεζαν νά γίνει Μουσουλμά-νος. Ὁ Ἰωάννης ὅμως ἀπέκρουε τίς δελεαστικές προτάσεις τῶν Τούρ-κων καί ἀπεφάσισε νά μαρτυρήσει γιά τήν ἀγάπη του στόν Χριστό. Ἔτσι προσῆλθε στόν πνευματικό του καί ἀφοῦ ἐξομολογήθηκε, ἐδήλωσε τόν πόθο του γιά τό μαρτύριο. Ὁ πνευματικός τόν ἀπέτρε-ψε κατ’ ἀρχήν καί ἔτσι ὁ Ἰωάννης ἀνέβαλε τήν ἐκτέλεση τῆς ἀποφά-σεώς του. Συγκινηθείς ἀπό τήν ἀνάμνηση τῶν Παθῶν τοῦ Κυρίου κατά τήν Μεγάλη Πέμπτη, προσῆλθε καί πάλι στόν πνευματικό του καί ἐζήτησε τήν εὐχή καί τήν εὐλογία του γιά τό μαρτύριο. Ἀφοῦ ἀπετράπη γιά δεύτερη φορά ἀπό τόν πνευματικό, ἐπανῆλθε μέ στα-θερή ἀπόφαση τήν ἑπόμενη ἡμέρα τῆς Μεγάλης Παρασκευῆς καί ἀφοῦ ἐδήλωσε ὅτι εἶδε ὅραμα, κατά τό ὁποῖο ἐχόρευε μέσα σέ φλό-γες μεγάλης φωτιᾶς, ἔλαβε ἀπό τόν πνευματικό του τήν ποθούμενη εὐλογία. Μεταβαίνοντας στό ἐργαστήριό του, εἶδε νά ἔρχονται κοντά του οἱ Τοῦρκοι πού τόν προέτρεπαν νά ἀλλαξοπιστήσει, οἱ ὁποῖοι αὐτή τή φορά τόν ἐσυκοφαντοῦσαν λέγοντες ὅτι ὅταν ἦταν στά Τρίκαλα, ἀρνήθηκε τόν Χριστό. Ὁ Νεομάρτυς τούς ἀπάντησε λέγοντας: «Μή γένοιτο ποτέ νά πάθω τέτοια ἐγκατάλειψη ἀπό τόν Θεό, ὥστε νά ἀρνήθηκα τόν Χριστό μου, ἀλλά ἐγώ μέ τόν Χριστό μου ζῶ καί θέλω νά ζήσω, καί εἶναι πρόθυμος νά ἀποθάνω γι’ Αὐτόν».
Ἔτσι, ἀφοῦ περιφρόνησε μέ τούς λόγους του ὁ Ἰωάννης τή θρησκεία τοῦ Μωάμεθ, ἐξῆψε τό θυμό τῶν Τούρκων, οἱ ὁποῖοι μαι-νόμενοι ὅρμησαν ἐναντίον του καί ἀφοῦ τόν συνέλαβαν, τόν ὁδήγη-σαν στόν κριτή. Ὁμολογῶν καί ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ τόν Χριστό, παραδόθηκε σέ βασανιστήρια, τά ὁποῖα ὑπέμεινε μέ καρτερία. Στή συνέχεια τόν ὁδήγησαν στή φυλακή καί ἐπειδή παρέμενε ἀμετά-θετος στήν πατρώα εὐσέβεια, ὁμολογώντας συνέχεια τό Ὄνομα τοῦ Χριστοῦ, καταδικάσθηκε στόν διά πυρᾶς θάνατο.
Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Ἱερεμίας ὁ Α΄ κατόρθω-σε μέ πολλά χρήματα νά ἐπιτύχει τήν ἀναβολή τῆς ἐκτελέσεως γιά λίγες ἡμέρες.
Τήν Παρασκευή τῆς Διακαινησίμου ὁ Ἰωάννης προσήχθη καί πάλι ἐνώπιον τοῦ κριτοῦ, πρό τοῦ ὁποίου μέ πνευματική ἀνδρεία ἐπανέλαβε ἀκλόνητος τή θερμή ὁμολογία τῆς πίστεώς του στόν Κύ-ριο καί Θεό μας καί ἔψαλε τό «Χριστός Ἀνέστη». Τότε τόν ἐμαστί-γωσαν καί τόν ἔριξαν στή φωτιά, πού εἶχε ἀναφθεῖ μπροστά ἀπό μιά τουρκική οἰκία. Οἱ κάτοικοι τῆς οἰκίας αὐτῆς, ἐπειδή ἐθεώρησαν τά γενόμενα μπροστά στήν οἰκία τους κακό γι’ αὐτούς οἰωνό, διεσκόρ-πισαν καί τή φωτιά καί τούς κατακαίοντες τόν Ἅγιο δήμιους. Ἔτσι οἱ τελευταῖοι, ἀφοῦ παρέλαβαν τόν Ἅγιο μισοκαμμένο, ψάλλοντα διαρκῶς τό «Χριστός Ἀνέστη», ἄναψαν ἐκτός τῆς πόλεως νέα φωτιά, στήν ὁποία μέ χαρά ἐπήδησε ὁ Ἰωάννης. Φιλομάρτυρες Χριστιανοί, γιά νά ἀπαλλάξουν τόν Μάρτυρα ἀπό τίς ὀδύνες τῆς φωτιᾶς, ἐπλή-ρωσαν τούς δήμιους, γιά νά τόν ἀποκεφαλίσουν. Ἔτσι ἐτελειώθηκε ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης στήν Κωνσταντινούπολη, τό ἔτος 1526.
Οἱ Χριστιανοί, ἀντί πολλῶν χρημάτων, ἀγόρασαν τά ἐκ τῆς πυρᾶς διασωθέντα ἐλάχιστα ἱερά λείψανα τοῦ Νεομάρτυρος καί τά διεφύλαξαν στόν πατριαρχικό ναό.
Ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης ἔγινε πασίγνωστος γιά τά θαύματα αὐτοῦ σέ ὁλόκληρο τό Γένος.
Ἡ μνήμη του στά Ἰωάννινα τελεῖται τήν Τρίτη τῆς Διακαινη-σίμου στό ναό τῆς Ἁγίας Μαρίνης.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ὁσιομάρτυρος Ἰωάννου τοῦ Κουλικᾶ ἤ Κουζικᾶ.
Ὁ Ἅγιος Ὁσιομάρτυς Ἰωάννης ὁ Κουλικᾶς ἤ Κουζικᾶς ἦταν εὐσεβής καί ζηλωτής Χριστιανός. Συνομιλώντας περί πίστεως μέ κάποιους Ὀθωμανούς, ἐκίνησε τό φθόνο αὐτῶν. Ἔτσι τόν συνέλα-βαν καί τόν ὁδήγησαν μπροστά στόν κριτή μαρτυροῦντες ψευδῶς ὅτι ὁ Ἰωάννης ὕβρισε τή μωαμεθανική πίστη. Πρό τῶν ψευδομαρτυ-ριῶν τούτων, ὁ κριτής προέταξε στόν Μάρτυρα τό δίλημμα τῆς ἐξω-μοσίας ἤ τοῦ θανάτου. Ὁ Νεομάρτυς Ἰωάννης μέ παρρησία καί ἀν-δρεία ἀπάντησε τότε λέγοντας: «Νά μήν τό δώσει ὁ Θεός νά ἀρνηθῶ ἐγώ ποτέ τόν Κύριό μου Ἰησοῦ Χριστό, ἀκόμη κι ἄν μοῦ δώσετε μύριους θανάτους». Ἐξοργισμένος ὁ κριτής ἀπό τήν ἀπάντηση αὐτή ἐξέδωσε τήν καταδικαστική ἀπόφαση, κατά τήν ὁποία ὁ Ἅγιος Ἰωάννης ἐτελειώθηκε ριφθείς σέ σιδερένια ἀγκάθια, τό ἔτος 1564.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Κυρίλλου ΣΤ΄, πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Κύριλλος ὁ ΣΤ΄, ὁ ἐπιλεγόμενος Σερα-πετζόγλου, καταγόταν ἀπό τήν Ἀδριανούπολη καί ἐδιδάχθηκε τά ἐγκύκλια γράμματα στή σχολή τῆς γενέτειράς του. Ὑπηρέτησε ὡς ἀρχιδιάκονος στό Πατριαρχεῖο Κωνσταντινουπόλεως. Τό ἔτος 1803 ἐχειροτονήθηκε Μητροπολίτης Ἰκονίου καί μετετέθη στήν Ἀδρια-νούπολη τό ἔτος 1810. Στίς 4 Μαρτίου 1813 ἐξελέγη Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως. Συνέστησε τήν ἐκκλησιαστική μουσική σχολή ὑπό τούς τρεῖς διδασκάλους τῆς νέας μεθόδου, τό ἔτος 1815. Ἦταν φίλος τῶν γραμμάτων καί ἐκήρυττε συνεχῶς τό θεῖο λόγο. Στίς 13 Δεκεμβρίου 1818 ἐπαύθηκε ἀπό τόν πατριαρχικό θρόνο καί ἀνεχώρησε γιά τήν πατρίδα του Ἀδριανούπολη, ὅπου ὑπέστη μέ ἄλλους εἴκοσι ἑπτά κληρικούς καί προύχοντες τόν δι’ ἀγχόνης θάνατο, τό ἔτος 1821, ὡς ἐνεχόμενος, κατά τό φιρμάνι πού διέτασσε τόν ἀπαγχονισμό, στό κίνημα πού προετοίμαζε τήν ἐλευθερία τοῦ Ρωμαϊκοῦ ἔθνους.
Ἡ ἀπόφαση γιά τόν ἀπαγχονισμό τοῦ Ἁγίου Κυρίλλου ἔχει ὡς ἑξῆς: «Ἐπειδή ἐξηκριβώθη ὅτι ὁ ἐν Κωνσταντινουπόλει Πατριάρ-χης τῶν Ρωμαίων, ὁ ἀπολυθείς καί εἰς Ἀδριανούπολιν ἐξορισθείς Κύριλλος, ὁ προκάτοχος τοῦ φονευθέντος Πατριάρχου, ἐνέχεται εἰς τό κίνημα τό παρασκευαζόμενον μεταξύ τοῦ Ρωμαϊκοῦ Ἔθνους καί πρέπει νά ἐξαφανισθῆ καί οὗτος ἀπό προσώπου γῆς, πρός παρα-δειγματισμόν, ἐξέδωκα τό μυστικόν τοῦτο φιρμάνιον καί διατάσσω τόν ἀπαγχονισμόν τοῦ Κυρίλλου. Νά τόν συλλάβῃς ἀμέσως καί νά τόν κρεμάσῃς μέ τήν περιβολήν του ἐντός τῆς Ἀδριανουπόλεως» .
† Τῇ αὐτῆ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Βασιλείου, τοῦ ἐκ Γεωργίας, τοῦ Θαυματουργοῦ.
Ὁ Ὅσιος Βασίλειος (Ρατισχβίλι), ὁ Θαυματουργός, ἔζησε κατά τόν 18ο καί 19ο αἰώνα μ.Χ. στή Γεωργία καί ἀσκήτεψε στή μο-νή τοῦ Καμπένι, τῆς ὁποίας τό ἀρχαῖο ὄνομα ἦταν Γεθσημανῆ. Ἐκοιμήθηκε ὁσίως μέ εἰρήνη.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, ἡ σύναξις τῆς Ὑπεραγίας Θεοτόκου τοῦ Μαξί-μου, ἐν Βλαντιμίρ της Ρωσίας.
Ἡ ἱερά εἰκόνα τῆς Θεοτόκου τοῦ Μαξίμου ἁγιογραφήθηκε κατά τό ἔτος 1299 ἐξ αἰτίας ἑνός ὁράματος πού εἶδε ὁ Ἅγιος Μάξιμος, Μητροπολίτης Βλαντιμίρ († 6 Δεκεμβρίου), ὅταν αὐτός ἔφθασε στό Βλαντιμίρ ἀπό τό Κίεβο. Στό ὅραμα ἡ Θεοτόκος ἐμπιστεύεται τό ὠμοφόριο σέ αὐτόν λέγοντας: «Δοῦλε, Μάξιμε, εἶναι καλό πού ἔχεις ἔλθει νά ἐπισκεφθεῖς τήν πόλη μου. Πάρε αὐτό τό ὠμοφόριο καί ποίμανε τό ποίμνιο τῆς πόλεως αὐτῆς». Ὅταν ὁ Ἅγιος ἐξύπνησε, τό ὠμοφόριο ἦταν ἁπλωμένο στά χέρια του. Γι’ αὐτό καί ἡ εἰκόνα ἀπεικονίζει τήν Θεοτόκο σέ ὄρθια θέση μαζί μέ τό παιδίον Ἰησοῦ καί μέ τόν Ἅγιο Μάξιμο νά εἶναι γονατιστός καί νά δέχεται τό ἐπι-σκοπικό ὠμοφόριο.
Τό ὠμοφόριο ἐφυλάχθηκε στόν καθεδρικό ναό τῆς Κοιμήσεως τῆς Θεοτόκου γιά 112 χρόνια. Τό ἔτος 1412, κατά τή διάρκεια μιᾶς Ταταρικῆς ἐπιδρομῆς, τό ὠμοφόριο ἐκρύφθηκε ἀπό τό νεωκόρο τοῦ καθεδρικοῦ ναοῦ, ὁ ὁποῖος καί ἐμαρτύρησε ἀπό τούς Τάταρους.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.