Μητροπολίτου Φαναρίου Ἀγαθαγγέλου: † Μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Ἀνικήτου, πάπα Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Ἀνίκητος καταγόταν ἀπό τήν πόλη Ἔμεσα τῆς Συρίας καί ἦταν Ἐπίσκοπος Ρώμης κατά τά μέσα τοῦ 2ου αἰῶνος μ.Χ. (155-166 μ.Χ.).
Πρός τόν Ἐπίσκοπο Ἀνίκητο ἦλθε ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος Ἐπίσκοπος Σμύρνης († 23 Φεβρουαρίου), γιά τόν καθορισμό τοῦ χρόνου τοῦ ἑορτασμοῦ τοῦ Πάσχα. Ὅπως εἶναι γνωστό, οἱ Ἐκκλη-σίες τῆς Μικρᾶς Ἀσίας ἑόρταζαν τό Πάσχα στίς 14 τοῦ μηνός Νι-σάν, σέ ὁποιαδήποτε ἡμέρα καί ἔπιπτε τοῦτο. Ἀντίθετα οἱ ἄλλες Ἐκκλησίες δέν ἑόρταζαν καθόλου τό Πάσχα, ἀλλά ἀρκοῦνταν στόν ἑβδομαδιαῖο κατά Κυριακή ἑορτασμό τῆς Ἀναστάσεως, τονίζουσες ἀσφαλῶς περισσότερο τόν ἑορτασμό τῆς πρώτης Κυριακῆς μετά τήν πανσέληνο τῆς ἐαρινῆς ἰσημερίας. Ἐπειδή λόγῳ τῆς διαφορᾶς αὐτῆς ἡ Ἐκκλησία τῆς Ρώμης ἐτηροῦσε αὐστηρή στάση ἔναντι τῶν Μικρα-σιατῶν, ὁ Ἅγιος Πολύκαρπος ἀναγκάσθηκε νά μεταβεῖ στή Ρώμη, γιά νά διευθετήσει τό ζήτημα καί ἄλλα δευτερεύοντα θέματα, μέ τόν Ἐπίσκοπο Ρώμης Ἀνίκητο.
Ὁ Ἅγιος Ἀνίκητος ἐμαρτύρησε τό ἔτος 166 μ.Χ., ἐπί αὐτοκρά-τορος Μάρκου Αὐρηλίου (161-180 μ.Χ.).
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρτυρος Ἀδριανοῦ τοῦ Νέου, ἐν Κορίνθῳ ἀθλήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Μάρτυς ᾿Αδριανός, ἐπειδή ἀρνήθηκε νά ἐγκαταλεί-ψει τήν πίστη τοῦ Χριστοῦ, συνελήφθη ἀπό τούς εἰδωλολάτρες καί ἐκλείσθηκε στή φυλακή. Ἐκεῖ τόν ὑπέβαλαν σέ μύριες στερήσεις καί βασανισμούς, γιά νά δαμάσουν τό φρόνημά του. Ὅταν ἐνόμισαν ὅτι ἡ σταθερότητα τοῦ Ἁγίου θά εἶχε πλέον καμφθεῖ, τόν ἔβγαλαν ἀπό τή φυλακή καί τόν διέταξαν νά προσφέρει θυσία στά εἴδωλα. ᾿Εκεῖνος ὅμως ὄχι μόνο δέν ἐπείσθηκε νά κάνει αὐτό πού ἐπίμονα τοῦ ἐζητοῦσαν, ἀλλά ὅρμησε στό βωμό, τόν ἀνέτρεψε καί κατέρριψε τό πῦρ καί τά ἐπ’ αὐτοῦ σφάγια.
Ἔξαλλος ὁ ἄρχοντας γιά τή στάση αὐτή τοῦ Ἀδριανοῦ, ἔδω-σε ἐντολή νά τόν κτυπήσουν ἀνηλεῶς μέ ραβδιά καί πέτρες. Τοῦ συνέτριψαν τό στόμα καί τήν κεφαλή, καί, τέλος, τόν ἔριξαν μέσα σέ καμίνι, ὅπου ἐτελείωσε τό δρόμο τοῦ μαρτυρίου.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου ἱερομάρτυρος Συμεών, ἐπισκόπου Περσίδος, καί τῶν σύν αὐτῶ Ἀβδελᾶ πρεσβυτέρου, Γοζαθάτ ἤ Γουζθαδάτ, καί ἑτέρων χιλίων ἑκατόν πεντήκοντα μαρτύρων.
Ὁ Ἅγιος Ἱερομάρτυς Συμεών ἔ¬ζη¬σε κα¬τά τούς χρόνους τοῦ βασιλέως τῶν Περ¬σῶν τοῦ Σα¬βω¬ρί¬ου καί ἦταν προϊστάμενος τῶν Ἐκκλησιῶν Κτησιφῶντος καί Σαλήκ (στή Σελευκεία).
Ὅ¬ταν εἶ¬δε τά πα¬ρά¬νο¬μα ἔρ¬γα τῶν Περ¬σῶν καί ἐ¬πει¬δή δέν ὑ¬πέ-φε¬ρε τίς δι¬α¬τα¬γές τους, ἔ¬γρα¬ψε στό βα¬σι¬λέα Σαβώριο, ὅ¬τι «ἐ¬μεῖς εἴ-μα¬στε δοῦ¬λοι τοῦ Κυ¬ρί¬ου μας Ἰ¬η¬σοῦ Χρι¬στοῦ καί δέν ἀ¬νε¬χό¬μα¬στε νά σᾶς ὑ¬πο¬φέ¬ρου¬με. Κά¬νε λοι¬πόν αὐ¬τό πού θέ¬λεις». Τότε ὁ Σαβώριος, ἀ-φοῦ ἔ¬στει¬λε στρα¬τι¬ῶ¬τες, τόν συνέλαβε καί τόν ὁδήγησε δέσμιο στή φυλακή.
Ἐκεῖ στή φυλακή ὄντας ὁ ῞Αγιος ἔκανε μέ τή διδασκαλία του τόν πραιπόσιτο καί εὐχοῦχο τοῦ βασιλέως Γοθαζάτ ἤ Γουζθαδάτ, πού ἦταν Χριστιανός, ἀλλά ἐφοβόταν καί προσξυνοῦσε τόν ἥλιο, σύμφωνα μέ τό νόμο τῶν Περσῶν, νά ἐπιστρέψει στήν πίστη τοῦ Χριστοῦ. Καί πῶς ἔγινε αὐτό; Ὅταν ὁ Ἅγιος Συμεών ἐκλείσθηκε στή φυλακή, τόν εἶ¬δε ὁ Γοθαζάτ καί θέ¬λη¬σε νά τόν ἀ¬σπα¬σθεῖ. Ὁ Ἅγιος ὅμως δέν ἐδέχθηκε. Καί ἐ¬πει¬δή δέν ἐδέ¬χθη¬κε, εἶ¬πε στόν ἑαυτό του: «Ἄν ὁ Συ¬με¬ών, πού εἶ¬ναι ἄν¬θρω¬πος τοῦ Θεοῦ, μέ ἀ¬πο¬στρά¬φη¬κε, πῶς ὁ Χρι¬στός θά μέ ἀ¬γα¬πή¬σει, τόν Ὁ¬ποῖ¬ο ἀρ¬νή¬θη¬κα;».
Ἡ εἴδηση ἔφθασε στίς ἀκοές τοῦ βασιλέως Σαβωρίου. Ἡ ὀργή του ἐστράφηκε κατά τοῦ Ἁγίου Συμεών καί ἐπεκτάθηκε σέ ὅλη τήν Ἐκκλησία. Ἔδωσε ἐντολή νά τούς ἀποκεφαλίσουν ὅλους. Συνελή-φθησαν λοιπόν ἀπό τήν τοπική Ἐκκλησία μετά τοῦ πρεσβυτέρου Ἀβδελᾶ χίλιοι ἑκατόν πενήντα ἄνδρες, οἱ ὁποῖοι ἀποκεφαλίσθηκαν τήν ἴδια ἡμέρα μέ τόν Ἐπίσκοπό τους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρ¬τυ¬ρος Φου¬σίκ καί τῆς θυ¬γα¬τρός αὐ¬τοῦ ἀ¬σκη¬τρί¬ας.
Ὁ Ἅγιος Μάρ¬τυ¬ρας Φουσίκ, ὅ¬ταν ἀ¬πο¬κε¬φα¬λί¬ζο¬νταν οἱ Ἅ¬γι¬οι Μάρ¬τυ¬ρες πού ἐμαρτύρησαν μα¬ζί μέ τόν Ἅ¬γι¬ο Συ¬με¬ών, ὄ¬ντας πα¬ρών καί πα¬ρα¬τη¬ρώ¬ντας, ἀ¬φοῦ εἶ¬δε ἕ¬ναν πρε¬σβύ¬τε¬ρο πού ἐ¬πρό¬κει¬το νά ἀ-πο¬κε¬φα¬λι¬σθεῖ νά εἶ¬ναι φο¬βι¬σμέ¬νος καί τρο¬μα¬γμέ¬νος, εἶ¬πε σέ αὐ¬τόν: «Μή φο¬βᾶ¬σαι. Κλεῖ¬σε τά μά¬τι¬α σου καί ὁ Χρι¬στός θά σέ φω¬τί¬σει». Ἐ¬ξ αἰ¬τί¬ας αὐ¬τοῦ, ἐ¬πει¬δή ἔ¬γι¬νε ἀ¬ντι¬λη¬πτό ὅ¬τι ἔ¬χει χρι¬στι¬α¬νι¬κό φρό¬νη¬μα, πα¬ρου¬σι¬ά¬σθη¬κε στό βα¬σι¬λέα. Καί ἀ¬φοῦ ἐρω¬τή¬θη¬κε καί ὁ¬μο¬λό¬γη¬σε τό Ὄ¬νο¬μα τοῦ Χρι¬στοῦ, πρῶ¬τα τοῦ ἔ¬κο¬ψαν τή γλώσ¬σα καί στή συ¬νέ-χει¬α, ἀ¬φοῦ τοῦ ἔ¬γδα¬ραν ἀ¬νη¬λε¬ῶς τό δέρ¬μα ὅ¬λου τοῦ σώ¬μα¬τος, πα¬ρέ-δω¬σε τήν ψυ¬χή του.
Εἶ¬χε ὅ¬μως καί θυγατέρα Χρι¬στι¬α¬νή ἀ¬σκή¬τρι¬α, καί ὁ¬δη¬γώ¬ντας την ἐνώπιόν του ὁ βα¬σι¬λέας τήν ἐ¬ξα¬νά¬γκα¬ζε μέ βί¬α νά ἀρ¬νη¬θεῖ τόν Χρι¬στό καί νά θυ¬σι¬ά¬σει στόν ἥλι¬ο καί στή φω¬τι¬ά. Ἐ¬πει¬δή δέν τήν ἔ-πει¬σε, πρῶ¬τα τήν ἐγύ¬μνω¬σε καί τήν ἐκτύ¬πη¬σε χω¬ρίς ἔ¬λε¬ος καί στή συνέχεια τήν κα¬τέ¬κα¬ψε μέ ἀ¬ναμ¬μέ¬νες δά¬δες. Ἀ¬φοῦ τήν ἐκρέ¬μα¬σε, τήν ἔ¬γδα¬ρε μέ σι¬δε¬ρέ¬νι¬α νύ¬χι¬α καί τήν ἀ¬πο¬κε¬φά¬λι¬σε διά ξίφους.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἁγίου μάρ¬τυ¬ρος Ἀζάτ τοῦ εὐνούχου.
Κα¬τά τή δι¬άρ¬κει¬α τῆς Ἁ¬γί¬ας καί Με¬γά¬λης Πα¬ρα¬σκευ¬ῆς οἱ Χριστιανοί στήν Περ¬σί¬α ἐδο¬ξο¬λο¬γοῦ¬σαν καί εὐ¬χα¬ρι¬στοῦσαν τόν Χρι-στό πού ὑ¬πέ¬μει¬νε τά σω¬τή¬ρι¬α πά¬θη Του γι¬ά ἐ¬μᾶς. Ἀ¬φοῦ συ¬νε¬λή¬φθη ὁ Ἅ¬γι¬ος Συ¬με¬ών ὁ Ἐ¬πί¬σκο¬πος καί ἐμαρτύρησαν μαζί μέ ἐ¬κεῖ¬νον χίλιοι ἑκατόν πενήντα Χριστιανοί (δι¬ό¬τι ἀ¬πό τή Με¬γά¬λη Πα¬ρα¬σκευ¬ή μέ¬χρι τή δέ¬κα¬τη ἡ¬μέ¬ρα, κά¬θε Χρι¬στι¬α¬νός φυ¬λα¬κι¬σμέ¬νος ἐφο¬νευ¬ό¬ταν), συ¬νε-λή¬φθη καί μα¬ζί μέ αὐ¬τούς ὑπέστη τό μαρτύριο ὁ Ἀ¬ζάτ ὁ εὐ¬νοῦ¬χος, πού ἦ¬ταν πλού¬σι¬ος καί πρῶ¬τος στό πα¬λά¬τι, τόν ἀ¬γα¬ποῦ¬σε δέ πο¬λύ καί τόν ἐτι¬μοῦ¬σε ὁ Σα¬βώ¬ρι¬ος. Ἀ¬φοῦ τόσο πολύ ἐλυπήθηκε καί με¬τα-μελήθηκε ὁ βασιλέας γι¬ά τό θά¬να¬το τοῦ Ἁ¬γί¬ου Μάρτυρος Ἀ¬ζάτ, ὥστε διέταξε νά πάψει πλέον ὁ διωγμός κατά τῶν Χριστιανῶν.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἀγαπητοῦ, πάπα Ρώμης.
Ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός ἔζησε κατά τούς χρόνους τοῦ αὐτοκρά-τορος ᾿Ιουστινιανοῦ (527-565 μ.Χ.). Ἦταν ἄνδρας ἀσκητικώτατος, ἐνάρετος καί θαυματουργός, ὁ ὁποῖος γιά τήν ἀρετή του ἀνυψώθη-κε στό θρόνο τῆς Ρώμης τό ἔτος 535 μ.Χ.
Ὁ αὐτοκράτορας Ἰουστινιανός τότε διεξῆγε πόλεμο πρός τό Ὀστρογότθο βασιλέα τῆς Ἰταλίας Θεοδάτο, ἀνέλαβε δέ νά διαμεσο-λαβήσει μεταξύ τους ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός. Πρός ἐκτέλεσιν τῆς ἀπο-στολῆς αὐτῆς κατ’ αὐτό τό ἔτος τῆς ἀναρρήσεώς του στόν ἐπισκο-πικό θρόνο ἦλθε στήν Κωνσταντινούπολη. Στό Συναξάρι ἀναφέρε-ται ὅτι καθ’ ὁδόν, ὅταν ἔφθασε στήν Ἑλλάδα, εἶδε ἕναν ἄνθρωπο πάσχοντα ἀπό δύο ἀγιάτρευτες ἀσθένειες, δηλαδή δέν μποροῦσε καθόλου οὔτε νά μιλήσει οὔτε νά βαδίσει. Αὐτόν λοιπόν τόν ἄνθρω-πο ὁ Ἅγιος τό ἐθεράπευσε. Ἀλλά μόλις ὁ Ἅγιος ἔφθασε στή Χρυσή Πύλη τῆς Κωνσταντινουπόλεως, ἐπιτέλεσε καί ἄλλο θαῦμα. Συγκε-κριμένα ἔθεσε τό χέρι του στά μάτια κάποιου τυφλοῦ, πού τόν ἐπλησίασε, καί τοῦ ἐχάρισε τή δυνατότητα τῆς ὁράσεως.
Στήν Κωνσταντινούπολη ἔτυχε πάνδημης ὑποδοχῆς ἀπό τόν αὐτοκράτορα Ἰουστινιανό, τόν κλῆρο καί τό λαό. Ὁ Ἅγιος Ἀγαπη-τός, πού συνοδευόταν ἀπό πέντε Ἐπισκόπους τῆς Ἰταλίας, δέν ἐπικοινώνησε μέ τόν Πατριάρχη Ἄνθιμο Α΄ τόν ἀπό Τραπεζοῦντος, ἀλλά μόνο μέ τόν αὐτοκράτορα, διότι ὁ Πατριάρχης Κωνσταντι-νουπόλεως εἶχε ἀποδεχθεῖ τή διδασκαλία τοῦ αἱρετικοῦ μονοφυ-σίτου Σεβήρου. Ἔτσι ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός προκεκάλεσε ἐπίσημα ζήτημα Πατριάρχου. Ὁ Πατριάρχης Ἄνθιμος κατέθεσε τό ὠμοφόριο αὐτοῦ στά χέρια τοῦ αὐτοκράτορος, ἀφοῦ ἐγκατέλειψε τό πατριαρ-χικό ἀξίωμα . Πατριάρχης Κωσνταντινουπόλεως ἐξελέγη ὁ Μηνᾶς (536 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος ἐχειροτονήθηκε ἀπό τόν Ἅγιο Ἀγαπητό.
Τό ἴδιο ἔτος συνῆλθε Σύνοδος στήν Κωνσταντινούπολη, ὑπό τήν προεδρία τοῦ Πατριάρχου Μηνᾶ, ἡ ὁποία καθαίρεσε καί ἀνα-θεμάτισε τόν Πατριάρχη Ἄνθιμο γιά τίς κακοδοξίες του.
Λίγο μετά τή διευθέτηση τῶν ἐκκλησιαστικῶν πραγμάτων τῆς Κωνσταντινουπόλεως ὁ Ἅγιος Ἀγαπητός ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 536 μ.Χ. Τό ἱερό λείψανό του ἐνταφιάσθηκε στό ναό τῶν Ἁγί-ων Ἀποστόλων, ὅπου ἐτελεῖτο ἡ Σύναξή του.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τῶν ὁσίων πατέρων ἡμῶν Ἀποστόλου καί Θεοχάρους τῶν αὐταδέλφων, τῶν ἐν Ἄρτῃ ἀσκησάντων.
Οἱ Ὅσιοι Θεοχάρης καί Ἀπόστολος κατάγονταν ἀπό τήν Ἄρτα καί ἔζησαν περί τά τέλη τοῦ 17ου καί ἀρχές τοῦ 18ου αἰῶνος μ.Χ. Ἦσαν τέκνα τοῦ ἱερέως Ντούϊα, ὁ ὁποῖος τά ἀνέθρεψε μέ παι- δεία καί νουθεσία Κυρίου. Ὁ Ὅσιος Θεοχάρης ἐχρημάτισε διδά- σκαλος τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς Φιλικῆς Ἑταιρείας Νικολάου Σκουφᾶ, ἀπό τήν Ἄρτα. Καί οἱ δύο Ὅσιοι διακρίνονταν γιά τήν εὐσέβεια, τήν ἐγκράτεια καί τή φιλανθρωπία. Συνεχῶς ἐμελετοῦσαν τήν Ἁγία Γραφή καί προσεύχονταν.
Ὁ Ὅσιος Θεοχάρης ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό Μέγα Σάββατο τοῦ ἔτους 1829 καί προέβλεψε τήν ὥρα τῆς ἐξόδου του ἀπό τήν παροῦσα ζωή. Ἔδωσε ἐντολή στόν ἀδελφό του νά τόν ἐνταφιάσουν στόν ἱερό ναό τῶν Ἁγίων Ἀναργύρων καί νά μή γίνει ἀνακομιδή τῶν λειψάνων του. Τό ἅγιο λείψανό του εὐωδίαζε, σημεῖο τῆς ἀγά-πης τοῦ Κυρίου πρός τόν Ὅσιο.
Ὁ Ὅσιος Ἀπόστολος κοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1846. Τό τίμιο λείψανό του τό ἐνταφίασαν στό κοιμητήριο τοῦ ἱεροῦ ναοῦ τῆς Ἁγίας Σοφίας μέ πολλές τιμές. Τό βίο τους συνέγραψε ὁ Μη-τροπολίτης Ἄρτης Σεραφείμ ὁ Βυζάντιος καί ὁ ἡγούμενος τῆς μονῆς Κάτω Παναγιᾶς Ἄρτης Κωνστάντιος ὁ ἐξ Ἄρτης.
Ἡ Ἐκκλησία τιμᾶ τή μνήμη τους, ἐπίσης, τήν Κυριακή τῶν Μυροφόρων.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρα ἡ μετακομιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ἀλεξάνδρου, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Τά ἱερά λείψανα τοῦ Ὁσίου Ἀλεξάνδρου τοῦ Σβίρσκϊυ (βλ. † 30 Αὐγούστου) εὑρέθησαν καί μετεκομίσθησαν τό ἔτος 1641.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἀγίοις πατρός ἡμῶν Μακαρίου, ἀρχιεπισκόπου Κορίνθου, τοῦ ἐν Χίῳ ἀσκήσαντος.
Ὁ Ἅγιος Μακάριος, κατά κόσμον Μιχαήλ Νοταρᾶς, ἦταν ὁ πέμπτος κατά σειρά υἱός τοῦ Γεωργαντᾶ καί τῆς Ἀναστασίας καί ἕνα ἀπό τά ἐννέα παιδιά τῆς οἰκογενείας αὐτῆς. Ἐγεννήθηκε στά Τρίκαλα τῆς Κορινθίας τό 1731 . Ὁ βιογράφος του Ἅγιος Ἀθανά-σιος ὁ Πάριος σημειώνει: «Κόρινθος εἶναι πόλις τῆς Πελοποννήσου, εἰς τό λεγόμενον Ἑξαμίλιον εὑρισκομένη. Πόλις ἀρχαιοτάτη κι ὀνομαστή… Ἀπό αὐτήν κατάγεται καί ταύτης ἐστάθη γέννημα καί θρέμμα ὁ θεῖος οὗτος Μακάριος… Ἐκ τούτων λοιπόν (ἐνν. τῶν γονέων) γεννᾶται ὁ θεῖος οὗτος… κατά τό 1731» .
Ἀνάδοχος τοῦ νεαροῦ Μιχαήλ ἦταν ὁ τότε Μητροπολίτης καί Πρόεδρος Κορίνθου Παρθένιος, ὁ ὁποῖος ὀνόμασε αὐτόν Μιχαήλ. Ὁ Παρθένιος διατηροῦσε οἰκογενειακές σχέσεις μέ τόν Γεωργαντᾶ. Ὁ νεαρός Μιχαήλ ἀναπτυσσόταν μέσα στή θεοσεβή καί εὐλογημένη οἰκογένειά του, μέ τόν πλοῦτο καί τήν μεγάλη πολιτική της δύναμη, καί μέ τήν ἀκοίμητη φροντίδα τῶν γονέων του. Ὁ Μιχαήλ εἶχε κάτι τό ἰδιαίτερο σέ σύγκριση μέ τά ἄλλα του ἀδέλφια· ἀκτινοβολοῦσε καλωσύνη καί ἀγάπη πρός τούς συμπολίτες του, ἔδειχνε ταπεινοφρ-οσύνη καί ἔμφυτη σεμνότητα καί ἦταν πολύ ἀγαπητός ἀπό τούς κατοίκους τῶν Τρικάλων.
Ὅταν ἦλθε ὁ κατάλληλος χρόνος, ἐδιδάχθηκε τά ἱερά γράμμα-τα καί τήν ἑλληνική παιδεία ἀπό τόν ἀκμάζοντα τότε γνωστό Κεφαλλῆνα διδάσκαλο Εὐστάθιο. Μετά τό πέρας τῶν σπουδῶν του ὁ Μιχαήλ, κατόπιν ἐντολῆς τοῦ πατέρα του, ὁρίσθηκε ἐπιστάτης μερικῶν χωρίων τῆς περιοχῆς πρός εἴσπραξη χρημάτων, «ἀλλ’ οὗτος ὁ ἀοίδιμος μή ἔχοντας κλίσι εἰς τοιαύτας ματαιότητας ὄχι μόνον δέν ἐσύναξε χρήματα, ἀλλά καί ἐκεῖνα ὅπου εἶχε διεσκόρπισε καί ζημίαν ἐπροξένησεν εἰς τόν πατέρα του» . Οὔτε ὁ πλοῦτος οὔτε τά ἀξιώματα οὔτε ἡ πολιτική δύναμη τοῦ πατέρα του ἄσκησαν ἐπιρροή ἤ ἕλξη ἐπάνω του· ἀντίθετα τά ἀποστρεφόταν. Ἤδη «ἀπό τάς πρώτας ἀρχάς τῆς νεότητός του» ἔγινε σαφής ἡ κλήση του πρός τά πνευματικά θέματα, ἀφοῦ ἐζοῦσε μέ ταπείνωση, μεταβαίνοντας συχνά στήν ἐκκλησία καί συμμετέχοντας μέ κατάνυξη στίς ἱερές Ἀκολουθίες, ἀποστρεφόμενος τίς συναναστροφές τῶν συνομηλίκων του καί γενικά τήν ἐγκόσμια ματαιότητα.
Ἐγκαταλείπει κρυφά, λοιπόν, μέ τή βοήθεια καί τῆς μητέρας του ὅλα αὐτά καί μεταβαίνει μέ θεῖο ζῆλο στό Μέγα Σπήλαιο, στή μέγιστη καί ἱστορική καί παλαιότατη αὐτή μονή τῆς Πελοποννή-σου, γιά νά καθαίρει καθημερινά τήν ψυχή του καί νά τήν ἀπαλ-λάξει ἀπό τίς ἀλλότριες καί ἐφάμαρτες προσμείξεις τῆς ἐγκο-σμίου βιοτῆς. Ἦταν μία ἐπαινετή καί θεάρεστη ἀπόφαση καί προσπάθεια ἀποκοπῆς ἀπό τή ζωή του στήν Κόρινθο καί ἀπό τίς παντοῖες ἀπασχολήσεις του, γιά νά γίνει ὁ ἄνθρωπος τῆς χάριτος ἀκολουθώ-ντας τό μοναχικό βίο.
Δυστυχῶς ὅμως γιά τόν ἐνάρετο Μιχαήλ ἡ ἀπόφασή του ἐκείνη δέν κατέστη δυνατόν νά πραγματοποιηθεῖ. Οἱ θερμές παρακλήσεις δέν εἰσακούσθηκαν ἀπό τούς πατέρες τῆς μονῆς, διότι τό αἴτημά του δέν εἶχε τή συγκατάθεση τοῦ πατέρα τοῦ Ἁγίου. Ὁ Μιχαήλ ἦταν τότε περίπου εἴκοσι ἐτῶν.
Μετά τήν ἀποτυχία του νά περιβληθεῖ τό ἰσαγγελικό σχῆμα, ὁ ἐνάρετος Μιχαήλ ἐπέστρεψε στήν πατρική του οἰκία. Ἀρχικά παρέ-μενε σ’ αὐτήν ἀσχολούμενος μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς, διαφό-ρων πατερικῶν κειμένων, βίων Ἁγίων καί ἄλλων ψυχωφελῶν βιβλί-ων. Ἡ μελέτη αὐτή τόν ἐβοήθησε νά ἰσχυροποιήσει ἀκόμη περισσό-τερο τήν πίστη του καί νά εἰσχωρήσει βαθύτερα στό πνεῦμα τῆς Ὀρθοδοξίας.
Τήν ἐποχή ἐκείνη ἀπέθανε ὁ Εὐστάθιος καί ἡ Σχολή τῆς Κο-ρίνθου ἐστερεῖτο διδασκάλου. Ὅλοι ἐστράφησαν νοερῶς πρός τόν νεαρό Μιχαήλ καί ἐνδομύχως εὔχονταν καί πρός αὐτόν ἀπέβλεπαν, πιστεύοντας ὅτι ἦταν ἱκανός νά διαδεχθεῖ τό διδάσκαλό του.
Ὁ ἐνάρετος Μιχαήλ Νοταρᾶς προσέφερε τίς ὑπηρεσίες του ὡς διδάσκαλος τῆς Σχολῆς τῆς Κορίνθου ἐπί ἕξι ἔτη, χωρίς μισθό, διαπαιδαγωγώντας μέ τίς γνώσεις καί τό ὑψηλό του ἦθος κυρίως τούς νεαρούς μαθητές· παράλληλα μέ πολλή ὑπομονή ἀναζητοῦσε κατάλληλο διδάσκαλο γιά τή Σχολή. Ὁ Κύριος, «ὁ ἐτάζων καρδίας καί νεφρούς», εἶχε ἤδη ἐπιλέξει τόν Μιχαήλ ὡς σκεῦος τῆς θείας χάριτος καί τόν εἶχε ἤδη προορίσει γιά ὑψηλότερο καί ἁγιώτερο ἔργο. Θείᾳ λοιπόν εὐδοκίᾳ ὁ νεαρός καί ἐνάρετος Μιχαήλ καθίστα-ται ποιμενάρχης τῆς Κορίνθου κατά τρόπο ἐντυπωσιακό.
Ἡ θεία εὐδοκία ἐκδηλώνεται σέ ὅλο της τό μεγαλεῖο. Τό ἔτος 1764 ἐκοιμήθηκε ἐν Κυρίῳ ὁ γέροντας Μητροπολίτης Κορινθίας Παρθένιος, ὁ ἀναδεξάμενος αὐτόν ἀπό τήν ἱερά κολυμβήθρα, καί ὁ θρόνος ἐχήρευσε. Ἡ θεόσδοτη αὐτή εὐκαιρία διάνοιξε γιά τόν ἐνάρετο καί εὐσεβῆ διδάσκαλο Μιχαήλ τήν εὐλογημένη λεωφόρο γιά τό εὐρύ καί ἐπίπονο στάδιο τῆς θεαρέστου διαποιμάνσεως ψυχῶν καί ποικίλης προσφορᾶς.
Μετά τήν κοίμηση λοιπόν τοῦ Παρθενίου σύμπας ὁ χριστεπώ-νυμος λαός τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, κληρικοί καί λαϊκοί, ἱερεῖς, μοναχοί καί οἱ λοιποί τῆς Κορινθίας ἐπίσκοποι, μέ μιά φωνή καί γνώμη, συνεγερθέντες ὡς ὑπό θείας προτροπῆς καί παρακελεύσεως, ἐθεώρησαν τόν νεαρό Μιχαήλ Νοταρᾶ κατά πάντα ἄξιο νά ἐκλεγεῖ Μητροπολίτης τῆς ἐπαρχίας τους καί νά ἀναλάβει τήν ποιμαντική εὐθύνη τῶν πιστῶν τῆς περιοχῆς αὐτῆς.
Ὁ Πατριάρχης, ἔχων ἐνώπιόν του τό καθολικό αἴτημα κλήρου καί λαοῦ τῆς ἐπαρχίας Κορίνθου, ἀποδέχθηκε τήν πρόταση. Ὁ λαϊκός ἀκόμη Μιχαήλ Νοταρᾶς ἔλαβε διαδοχικά ὅλους τούς βαθ-μούς τῆς ἱερωσύνης, ὀνομασθείς Μακάριος, καί τόν Ἰανουάριο τοῦ ἔτους 1765 ἐχειροτονήθηκε Μητροπολίτης Κορίνθου σέ ἡλικία τριάντα τεσσάρων ἐτῶν.
Καθημερινά ὁ ἁγιώτατος πατήρ ἐβίωνε τήν παραβολή τοῦ Κυρίου περί τῶν δεσποτικῶν ταλάντων καί μέ ἀγάπη πολλή ἐνεργώντας ἤθελε κατά τό χρόνο τῆς θείας εὐδοκίας νά «συναίρη λόγον» μέ τό λαό του γιά πολλαπλασιασμό τῶν καρπῶν καί καλλι-καρπία τοῦ ἀγῶνος καί τῶν ἐναρέτων πράξεων. Ἔθεσε λοιπόν σέ πλήρη ἐφαρμογή τό σχέδιό του πρός ἀνακαίνιση καί ἀναμόρφωση τῆς Ἐκκλησίας τῆς ἐπαρχίας του, τήν ὁποία, ὅπως λέγει ὁ βιογρά-φος του, «εἴτε ἐξ ἀμελείας εἴτε ἐξ ἀπαιδευσίας εἴτε καί διά τά δύο ὀνόματα τῶν προκατόχων του ποιμένων ἐξηχρειωμένην ηὗρε τήν Ἐκκλησίαν ὅλην, τουτέστι τήν ἐπαρχίαν καί γεμάτην ἀπό ἀταξίαν καί παρανομίας σπουδήν μεγάλην καί ἐπιμέλειαν ἔβαλεν… νά τήν ἀνακαινίσῃ καί εἰς τό κρεῖττον νά τήν ἀναμορφώσῃ».
Ἐπιδόθηκε σέ ἕναν ἐπίπονον ἀγῶνα διδασκαλίας τοῦ θείου λόγου στίς ψυχές τοῦ λαοῦ τῆς ἐπαρχίας του. Μέ τά συχνά κηρύγ-ματά του σέ ὅλη τήν ἐπαρχία παρεῖχε τήν πνευματική αὐτή τροφή πλούσια, ἀλλά καί μέ πολλή ταπείνωση καί ἠθικότητα βίου, γιά κάθε ἡλικία καί τάξη ἀνθρώπων.
Ἐπιδιώκοντας τήν ἐπιμόρφωση τῶν ὑπηρετούντων κληρικῶν διένειμε σέ ὅλους τούς ἱερεῖς Ἱερές Κατηχήσεις, γιά νά ἐνδιατρίψουν βαθύτερα στά θέματα τῆς πίστεως καί νά κατανοήσουν τό βάθος τους.
Τέλος ἐπεδίωκε μέ πόθο πολύ τήν ἵδρυση σχολείων κοινῶν καί ἑλληνικῶν μαθημάτων στήν ἐπαρχία του, γιατί ἐγνώριζε πολύ καλά τή σημασία τῶν σχολείων γιά τήν ἐθνική καί ἐκκλησιαστική ἀνα-γέννηση.
Μετά τήν ἀποτυχία τῆς ἐπαναστάσεως στήν Πελοποόννησο, τό ἔτος 1770, ὁ Ἅγιος, ἀποφεύγοντας τήν ὀργή καί τήν ἐκδίκηση τῶν Τούρκων καί τῶν Ἀλβανῶν, διεκπεραιώθηκε μαζί μέ τήν οἰκογένειά του στή Ζάκυνθο.
Ἀπό τή Ζάκυνθο μετέβη στά Ὁμαλά τῆς Κεφαλληνίας, γιά νά προσκυνήσει τό τίμιο λείψανο τοῦ συγγενοῦς του Ἁγίου Γερασίμου, ἀπό ἐκεῖ δέ, μετά παραμονή μερικῶν μηνῶν, ἐπέστρεψε στή Ζάκυνθο, ὅπου παρέμεινε περίπου τρία ἔτη. Στή συνέχεια ἐπισκέ-φθηκε τήν Ὕδρα, ὅπου ὡς φιλοξενούμενος ἀποσύρθηκε στή μονή τῆς Θεοτόκου.
Κατά τόν χρόνο τῆς παραμονῆς του στήν Ὕδρα συναντήθηκε μέ τόν Ὅσιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Πρέπει ἀκόμη νά σημειωθεῖ ὅτι κατά τόν Ἀνδρέα Μάμουκα ὁ κλεινός Μακάριος ἐχειροτόνησε ἀργότερα ἱερέα τόν Ἅγιος Ἀθανάσιο τόν Πάριο.
Ἡ Πύλη, ἐπιθυμοῦσα τήν ἀποκατάσταση τῆς τάξεως καί τῆς ἠρεμίας, τήν ἐπανάκαμψη τῶν κατοίκων στίς ἑστίες τους καί τήν ἐπαναφορά τοῦ κανονικοῦ ρυθμοῦ τῆς ζωῆς στήν ἐξεγερθεῖσα περιοχή, διέταξε τόν Πατριάρχη Θεοδόσιο Β΄ (1769-1773) νά ἐκλέξει νέους Μητροπολίτες στίς ἐπαρχίες τῆς Πελοποννήσου.
Ὁ Πατριάρχης προέβη στήν πλήρωση τῶν κενῶν μητροπολιτι-κῶν θέσεων τῆς Πελοποννήσου διά χειροτονίας κληρικῶν τῆς Μεγάλης Ἐκκλησίας, «ἀπέστειλε δέ καί ἄλλους διά βασιλικῶν γραμμάτων συνιστῶν εἰς περιποίησιν τοῦ ὑπολειφθέντος εὐσεβοῦς λαοῦ» . Μητροπολίτης Κορίνθου ἐχειροτονήθηκε ὁ Γαβριήλ, μέχρι τότε πρωτοσύγκελλος τῆς Μητροπόλεως Νικαίας, τόν Ἀπρίλιο τοῦ 1771.
Στήν ἀπαντητική του ἐπιστολή πρός τόν Πατριάρχη Σωφρόνιο Β΄ (1774-1780) ὑπό ἡμερομηνία 6 Μαΐου 1776, προφανῶς ἀπό τή Χίο, ὁ Ἅγιος Μακάριο μέ βαθύτατο σεβασμό δηλώνει ὅτι ἀδυνατεῖ νά ὑποβάλει τήν παραίτηση, πού τοῦ ἐζητήθηκε, διότι τόν ἐμποδί-ζουν οἱ Ἱεροί Κανόνες, ἀφοῦ κατ’ αὐτούς θά «συναποβάλῃ» καί τήν ἀρχιερωσύνη. Ἀναφέρεται καί σέ ἄλλα συναφῆ ζητήματα καί τέλος ζητεῖ ἀπό τή Μητέρα Ἐκκλησία νά τοῦ παράσχει τή συγγνώμη της καί νά τόν ἀφήσει ἥσυχο· διαβεβαιώνει ὅτι δέν πρόκειται ποτέ νά τήν ἐνοχλήσει ἤ νά ζητήσει κάτι ἀπό αὐτήν, ἀλλά ζητεῖ μόνο τίς εὐχές καί τίς εὐλογίες της.
Μετά τήν ὁριστική ἀπώλεια τῆς Μητροπόλεώς του διανοίγεται γιά τόν πάνσεπτο Ἱεράρχη εὐρύτερο στάδιο χριστιανικῆς προσφο-ρᾶς γιά τή σωτηρία τῶν πιστῶν. Φλογερός ἀπόστολος τοῦ Κυρίου δέν περιόριζε πλέον τή δράση του μέσα στά ὅρια μιᾶς ἐπισκοπικῆς ἐπαρχίας ἤ μιᾶς περιοχῆς, ὅπως ἔπραττε ὡς Μητροπολίτης Κορίν-θου· τώρα πλέον ἐπεκτείνει τή θεάρεστη ποιμαντική του δραστηριό-τητα σέ εὐρύτερους ὁρίζοντες. Ξεχύνεται λοιπόν στά νησιά τῶν Κυκλάδων καί τοῦ εὐρύτερου Αἰγαίου, σέ πόλεις τῆς Ἠπειρωτικῆς Ἑλλάδος καί στό Ἅγιον Ὄρος καί μέ τό λόγο καί τό ἦθος του διαποτίζει τίς ψυχές τῶν πιστῶν κηρύσσοντας τά σωτηριώδη διδάγματα τοῦ Εὐαγγελίου.
Ἐπισκέπτεται τήν Ὕδρα καί ἀπό ἐκεῖ τή Χίο. Ἀπό τή Χίο ἀνα- χωρεῖ γιά τό Ἅγιον Ὄρος, ἐκπληρώνοντας διακαῆ του ἐπιθυμία νά ἐπισκεφθεῖ τήν Ἀθωνική πολιτεία καί νά βιώσει ὅσα καλά περί αὐτῆς εἶχε ἀκούσει καί μελετήσει.
Ὅταν ὁ θεῖος Μακάριος ἔφθασε στό Ἅγιον Ὄρος τό 1777 καί ἐγκαταστάθηκε στό κελλίο «Ἅγιος Ἀντώνιος» τοῦ συμπατριώτου του Γέροντος Δαυῒδ. Ἐκεῖ συναντήθηκε μέ τόν Ἅγιο Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη. Τότε ἡ Ἀθωνική πολιτεία σπαρασσόταν ἀπό ἔριδες καί διαμάχες σχετικά μέ τά μνημόσυνα καί τά κόλλυβα. Αἰτία τῆς ἔριδος ἦταν ἡ ἡμέρα τελέσεως τῶν μνημοσύνων· οἱ μέν στοιχοῦντες μέ τήν παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ὑποστήριζαν ὅτι δέν ἐπιτρέπεται ἡ τέλεση μνημοσύνων κατά τήν Κυριακή, οἱ δέ ἐδέχονταν τό ἀντίθετο. Ἐξ αὐτῆς λοιπόν τῆς διαφωνίας προέκυψαν σφοδρές ἔριδες καί ἀντιθέσεις, οἱ ὁποῖες ἐπεξετάθηκαν καί σέ ἄλλα θέματα τῆς Ἐκκλη-σίας. Ἡ ἐπικρατοῦσα ἐκεῖ κατάσταση ἀπεγοήτευσε τόν θεῖο Ἱεράρ-χη.
Λόγῳ τῶν ταραχῶν πού ἐσημειώθησαν ἐκεῖ καί τῶν ἐκτρόπων, φοβηθείς γιά τήν ἴδια του τή ζωή, ἐπέστρεψε στή Χίο. Μετά σύντο-μη παραμονή του ἐκεῖ ἀνεχώρησε γιά τήν Πάτμο. Ὁ Ἅγιος κατά τήν παραμονή του στήν Πάτμο, ἀποσκοπώντας σέ μόνιμη ἐκεῖ διαμονή, δελεασθείς προφανῶς ἀπό τό περιβάλλον, ἵδρυσε τό Κάθισμα τῶν Ἁγίων Πάντων.
Μετά τή διανομή τῆς πατρικῆς περιουσίας ὁ εὐκλεής Ἱεράρχης ἐπανῆλθε στή Χίο καί ἀπό ἐκεῖ μετέβη στή Σμύρνη πρός συνάντηση τοῦ Ἰ. Μαυροκορδάτου, ἀφοῦ εἶχε ἤδη ἐφοδιασθεῖ μέ ἐπιστολή ἀπό τούς Χίους προύχοντες πρός αὐτόν. Ἀπό τή Σμύρνη ὁ ἁγιώτατος πατήρ ἐπέστρεψε στή Χίο. Στή Χίο ὁ ἅγιος Μακάριος διῆλθε τά τελευταῖα 10-12 ἔτη τῆς ζωῆς του, πιθανῶς ἀπό τό 1793-1805. Ἐπέλεξε ὡς τόπο κατοικίας του τόν ναΐσκο τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου στίς βόρειες-βορειοδυτικές παρυφές τοῦ Βροντάδου, στίς ὑπώρειες τοῦ Αἴπους. Ἐκεῖ διέμεινε ἐπί δώδεκα περίπου ἔτη μέχρι τή θεία του κοίμησι, τό ἔτος 1805.
Στό ἀσκητήριό του καί στό ναό, μακριά ἀπό τούς θορύβους τῆς πόλεως, ἐπιδόθηκε μέ ζῆλο στήν πολύμορφη καί πολύαθλη καί ἐπίπονη πνευματική του ἄθληση. Κατά τόν ὑποτακτικό του Ἰάκω- βο, γράφει ὁ βιογράφος του, συνήθιζε νά τελεῖ «τεσσαρακοστάς μεγάλας τόν χρόνον, ἤγουν μέ ὅλα τά συνακόλουθα, μέ ὅλην τήν ἀκροτάτην ἐπίτασιν, μέ ὅλην τήν ἀπαιτουμένην ἀκρίβειαν τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς» . Φλεγόμενος ἀπό θεῖο ἔρωτα μέ τούς ἀτελευτήτους καί ἐξαντλητικούς ἀγῶνες του ἀνερχόταν συνεχῶς καί ὑψηλότερα τή θεάρεστη κλίμακα τῶν θεοφιλῶν ἀρετῶν καί ἀναδεικνυόταν καθημερινά θεοειδής.
Μέσα σ’ αὐτή τήν ἐργώδη προσπάθεια σέ περίοδο πλήρους ἐκδαπανήσεώς του χάριν τοῦ Κυρίου καί ὑπέρ τῆς σωτηρίας τῶν πιστῶν προσβλήθηκε ἀπό ἡμιπληγία τῆς δεξιᾶς πλευρᾶς. Ἡ ἡμιπλη-γία ἀνάγκασε τόν Ἅγιο Μακάριο νά παραμείνει στό κρεββάτι ἐπί ὀκτώ μῆνες μέχρι τῆς κοιμήσεώς του. Κατά τό διάστημα αὐτό, «ὀδυνώμενος καί πάσχων καί τόν στέφανον ἑαυτῷ πλέκων τόν διά τῆς ὑπομονῆς καί εὐχαριστίας πρός τόν φιλάνθρωπον Δεσπότην καί Κύριον», παρακαλοῦσε τόν Θεό νά δεχθεῖ τίς «πηγές τῶν δα-κρύων» του. Συχνά ἔλεγε ὅτι ἐξ αἰτίας τῶν ἁμαρτιῶν του τόν «παι- δεύει» ὁ Θεός καί ὅτι παρά ταῦτα «αὐτός δέν μετανοεῖ· καί πολλά- κις τοῦτο ἔλεγε μέ ῥοάς δακρύων «δέν μετανοῶ».
Ἡ εἴδηση περί τῆς ἀσθενείας τοῦ Ἁγίου ἁπλώθηκε ταχύτατα στή Χιακή κοινωνία, βαθειά δέ λύπη καί ἀγωνία κατακυρίευσε τίς ψυχές τῶν πιστῶν. Τότε, ἰδιαίτερα τότε κατά τό ὀκτάμηνο τῆς κλινήρους ζωῆς του διάστημα, οἱ πιστοί, ἄνδρες καί γυναῖκες κάθε τάξεως καί ἡλικίας, φίλοι καί γνωστοί τοῦ Ἁγίου, ἀκόμη καί οἱ ὀλιγώτερο συνδεδεμένοι μέ αὐτόν ἤ καί μέχρι τότε ἀδιάφοροι ἔσπευδαν στό ἀσκητήριό του, γιά νά λάβουν «τάς ἁγίας του εὐχάς καί εὐλογίας» .
Ὁ Ἅγιος ἐξωμολογεῖτο συχνά καί μετελάμβανε τῶν Ἀχράντων Μυστηρίων «πρῶτον ἡμέραν παρ’ ἡμέραν, ὕστερον πρός τό τέλος καθ’ ἑκάστην».
Ὁ Ἅγιος Μακάριος ἐκοιμήθηκε ὁσίως τό ἔτος 1805. Τό τίμιο σκήωμά του ἐνταφιάσθηκε στόν περίβολο τοῦ ναοῦ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων Πέτρου καί Παύλου στή νότια πλευρά του. Ἡ ἀνακο-μιδή τῶν ἱερῶν λειψάνων του ἔγινε τό ἔτος 1808.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Ζωσιμᾶ, ἡγουμένου ἐν Σολόφκι τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς, ἡγούμενος τοῦ Σολόφκι, ἕνας μεγάλος ἀσκητής τοῦ Ρωσσικοῦ Βορρᾶ, ἦταν ὁ ἱδρυτής τοῦ κοινοβιακοῦ μοναχισμοῦ στό νησί Σολόφκι. Ἐγεννήθηκε στήν ἐπαρχία τοῦ Νόβγκοροντ, στό χωριό Τολβούϊ κοντά στή λίμνη Ὀνέγκα. Ἀπό τά παιδικά του χρόνια ἐμεγάλωσε μέ εὐσέβεια καί μετά τό θάνατο τῶν γονέων του Γαβριήλ καί Βαρβάρας, ἐμοίρασε τήν περιουσία του καί ἐκάρη μοναχός.
Ὁ πόθος του νά εὕρει ἕνα ἐρημικό μέρος, γιά νά μονάσει, τόν ὁδήγησε στίς ἀκτές τῆς Λευκῆς Θαλάσσης καί στό Δέλτα τοῦ ποτα-μοῦ Σούμ. Ἐκεῖ συνάντησε τόν Ἅγιο Γερμανό († 30 Ἰουλίου), ὁ ὁποῖος τοῦ εἶπε γιά ἕνα ἐρημικό νησί, ὅπου εἶχε περάσει ἕξι χρόνια μαζί μέ τόν Ἅγιο Σαββάτιο († 27 Σεπτεμβρίου).
Περί τό ἔτος 1436, ὁ Ὅσιοι Ζωσιμᾶς καί Γερμανός διέσχισαν τή θάλασσα καί ἐγκαταστάθηκαν στά νησιά Σολόφκι. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς εἶχε ἕνα ὅραμα: εἶδε μιά ὄμορφη ἐκκλησία στόν οὐρανό. Μέ τά χέρια τους οἱ μοναχοί ἔκτισαν κελλιά καί παράλλη-λα ἄρχισαν νά καλλιεργοῦν καί νά σπέρνουν τή γῆ.
Κάποτε, στό τέλος τοῦ φθινοπώρου, ὁ Ἅγιος Γερμανός πῆγε στή στεριά γιά προμήθειες. Ἐξ αἰτίας τοῦ φθινοπωρινοῦ καιροῦ δέν μποροῦσε νά ἐπιστρέψει. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς παρέμεινε μόνος στό νησί ὅλο τό χειμώνα. Ὑπέφερε πολλούς πειρασμοὺς κατά τήν πάλη τοῦ ἀγῶνος ἐναντίον τῶν δαιμόνων. Τόν ἀπείλησε ἀκόμα καί ὁ θάνατος, λόγῳ τῆς πείνας, ἀλλά μέ θαυματουργικό τρόπο ἐμφανί-σθηκαν δύο ξένοι καί τόν προμήθευσαν ψωμί, ἀλεύρι καί λάδι. Τήν ἄνοιξη ὁ Ἅγιος Γερμανός ἐπέστρεψε στό Σολόφκι μαζί μέ τόν Μάρκο τόν ψαρᾶ καί ἔφερε προμήθειες φαγητοῦ καὶ ξάρτια γιά δίχτυα ψαρέματος.
Ὅταν εἶχαν συγκεντρωθεῖ πολλοί ἐρημίτες στό νησί, ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς οἰκοδόμησε μία ξύλινη ἐκκλησία ἀφιερωμένη στήν Μετα-μόρφωση τοῦ Σωτῆρος, καθώς καί μία τράπεζα. Μέ ἀπαίτηση τοῦ Ὁσίου Ζωσιμᾶ στάλθηκε ἕνας ἡγούμενος ἀπό τή μονή τοῦ Νόβγκο- ροντ στή νεοϊδρυθεῖσα μονή μαζί μέ ἕνα ἀντιμήνσιο γιά τήν ἐκκλη- σία. Ἔτσι, τό νέο μοναστήρι τοῦ Σολόφκι εἶχε τήν ἀρχή του.
Στίς δύσκολες συνθῆκες τοῦ ἀπομονωμένου νησιοῦ οἱ μοναχοί ἤξεραν πῶς νά οἰκονομοῦν τά πράγματα. Ἀλλά οἱ ἡγούμενοι πού ἀποστέλλονταν ἀπό τό Νόβγκοροντ στό Σολόφκι δέν μποροῦσαν νά ἀντέξουν σέ τέτοιες δυσάρεστες συνθῆκες καί ἔτσι, οἱ ἀδελφοί τῆς μονῆς διάλεξαν τόν Ὅσιο Ζωσιμᾶ γιά ἡγούμενο.
Ὁ Ὅσιος ἀσχολήθηκε μέ τήν ὀργάνωση τῆς ἐσωτερικῆς ζωῆς τοῦ μοναστηριοῦ καί εἰσήγαγε ἕναν αὐστηρό κοινοβιακό τρόπο ζωῆς καί τό ἔτος 1465, μετέφερε τά ἱερά λείψανα τοῦ Ἁγίου Σαββατίου στό Σολόφκι ἀπό τόν ποταμό Βίγκ.
Τό μοναστήρι ὑπέφερε ἀπό τούς εὐγενεῖς τοῦ Νόβγκοροντ, οἱ ὁποῖοι ἐδήμευαν τίς ψαριές τῶν μοναχῶν. Ὁ Ὅσιος ἦταν ἀναγκα-σμένος νά πάει στό Νόβγκοροντ καί νά ζητήσει τήν προστασία τοῦ Ἀρχιεπισκόπου. Μέ τή συμβολή τοῦ Ἀρχιεπισκόπου ἐπισκέφθηκε τά σπίτια τῶν εὐγενῶν καί τούς ἐζήτησε νά μήν ἐπιτρέψουν τήν καταστροφή τῆς μονῆς. Ἡ Μάρθα Μπορέτσκαγια, πλούσια, καί ἡ ὁποία εἶχε ἐπιρροή, συμπεριφερόμενη μέ ἀσέβεια, ἔδωσε ἐντολές νά πετάξουν ἔξω τόν Ὅσιο Ζωσιμᾶ, ἀλλά ἔπειτα μετάνοιωσε καί τόν προσκάλεσε σέ δεῖπνο. Σέ αὐτό τό δεῖπνο εἶδε ξαφνικά ὅτι ἕξι ἀπό τούς ἐπιφανεῖς εὐγενεῖς ἐκάθισαν στό τραπέζι χωρίς τά κεφάλια τους. Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς εἶπε γιά τό ὅραμά του στόν ὑποτακτικό του, τόν Δανιήλ, καί προέβλεψε ἕναν τρομερό θάνατο γιά τούς εὐγενεῖς. Ἡ πρόβλεψη ἐκπληρώθηκε τό ἔτος 1478, ὅταν οἱ Βογιάροι ἐκτελέσθηκαν κατά τήν αἰχμαλωσία τοῦ Νόβγκοροντ ἀπό τόν Ἰβάν τόν Γ΄ (1462-1505).
Λίγο πρίν τήν κοίμησή του ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς προετοίμασε τόν τάφο του κάτω ἀπό τό ἱερό τοῦ ναοῦ τῆς Μεταμορφώσεως καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη τό ἔτος 1478.
Τά ἱερά λείψανά του καί τά λείψανα τοῦ Ἁγίου Σαββατίου μεταφέρθηκαν στό παρεκκλήσι πού ἀφιερώθηκε σέ αὐτούς, στόν καθεδρικό ναό τῆς Μεταμορφώσεως, στίς 8 Αὐγούστου τοῦ ἔτους 1566.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς θεωρεῖται προστάτης τῶν κυψελῶν καί φύλα-κας τῶν μελισσῶν. Ἐκεῖνοι οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀσθενεῖς ἐπικαλοῦνται τή χάρη τοῦ Ὁσίου, γιά νά θεραπευθοῦν. Οἱ πολλοί νοσοκομειακοί ναοί, πού εἶναι ἀφιερωμένοι σέ αὐτόν, ἐπιβεβαιώνουν τή θεραπευ-τική δύναμη τῆς προσευχῆς του ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ὁσίου πατρός ἡμῶν Παϊσίου, τοῦ διά Χριστόν σαλοῦ, τοῦ ἐκ Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Παῒσιος, κατά κόσμον Προκόπιος Γκρηγκόρεβιτς Ζαρόσκϊυ, ἐγεννήθηκε στίς 8 Ἰουλίου 1821 στήν πόλη Λούμπνα τῆς ἐπαρχίας τῆς Πολτάβα. Ἐσπούδασε στό ἐκκλησιαστικό σχολεῖο τοῦ Κίεβο-Ποντόλσκϊυ καί ἀσχολήθηκε ἰδιαίτερα μέ τή μελέτη τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Βίων τῶν Ἁγίων. Ἀπό ἐνωρίς στήν καρδιά του ἐκαλλιεργήθηκε ὁ πόθος γιά τή μοναχική πολιτεία. Ἔτσι εἰσῆλθε στή μονή τῆς Λαύρας τοῦ Κιέβου καί ἐκάρη μοναχός, λαβών τό ὄνομα Παῒσιος. Ἀγωνίσθηκε τόν καλό ἀγώνα ἀκολουθώντας τήν ὁδό τῆς σαλότητος, πού φθάνει τά ὑψηλά ἀσκητικά κατορθώματα.
Ὁ Ὅσιος Παῒσιος ἐκοιμήθηκε μέ ἐιρήνη τό ἔτος 1893.
† Τῇ αὐτῇ ἡμέρᾳ, μνήμη τοῦ ἐν ἁγίοις πατρός ἡμῶν Ἐφραίμ, τοῦ Μεγάλου.
Ὁ Ἅγιος Ἐφραίμ ἦταν υἱός τοῦ πρίγκηπος τῆς πόλεως Κάρτλη καί μαθητής τοῦ Ὁσίου Γρηγορίου τοῦ Χαντζτέλι ( † 6 Ὀκτω-βρίου). Διετέλεσε Ἀρχιεπίσκοπος Ἀζκουρίας (τῆς ἀνατολικῆς Γεωρ-γίας) κατά τά ἔτη 845-885 μ.Χ. καί ἐκοιμήθηκε μέ εἰρήνη.
Ταῖς αὐτῶν ἁγίαις πρεσβείαις, ὁ Θεός, ἐλέησον ἡμᾶς. Ἀμήν.