Του Γιάννη Κ. Τρουπή
«Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση» είχε πει ο Μάο και ο πρωθυπουργός φαίνεται πως κάνει ό,τι μπορεί για να επιβεβαιώσει όσους τον κατατάσσουν στους θιασώτες της συγκεκριμένης πολιτικής τακτικής. Ο τρόπος μάλιστα που δείχνει να επιλέγει ο κ. Τσίπρας για να διαχειριστεί και το θέμα της μέχρι προ πρότινος «κλεισμένης» συμφωνίας κυβέρνησης- εκκλησίας φαίνεται πως οδηγεί στο παραπάνω συμπέρασμα.
Η ομόφωνη απόφαση της Ιεραρχίας, με την οποία οι Ιεράρχες είπαν «όχι» στην αλλαγή του τρόπου μισθοδοσίας των κληρικών προκάλεσε χωρίς αμφιβολία αμηχανία στο Μέγαρο Μαξίμου, μια και όπως αποδείχθηκε κανείς δεν είχε λάβει σοβαρά υπόψιν την πιθανότητα οι Μητροπολίτες να εκφράσουν τις αντιρρήσεις τους, με τον κ. Τσίπρα να παίρνει το «παιχνίδι» ξανά πάνω του. Αντί να ρίξει τους τόνους και να επιχειρήσει να επαναδιαπραγματευθεί συνολικά την συμφωνία, επέλεξε την οδό της ρήξης. Το Μέγαρο Μαξίμου, ελάχιστες ώρες μετά την απόφαση των Ιεραρχών, ανακοίνωνε την προθεσή του να προχωρήσει μονομερώς στην αλλαγή πληρωμής των κληρικών. «Πολιτικός εγκλωβισμός, πολιτικός τσαμπουκάς ή κίνηση τακτικής» από τον πρωθυπουργό; Ξεκάθαρη απάντηση μοιάζει να μην υπάρχει. Αντιθέτως μπορεί να ισχύουν και τα τρία μαζί.
Σε κάθε περίπτωση ο πρωθυπουργός κινείται πλέον και στο ζήτημα της εκκλησίας πάνω στο μοντέλο που ακολούθησε με την «συμφωνία των Πρεσπών». Όπως δηλαδή και με το κείμενο που υπέγραψε με τον Ζόραν Ζάεφ, ο κ. Τσίπρας ερήμην της πλειοψηφίας των πολιτών, έτσι και με το θέμα της μισθοδοσίας των κληρικών, κινείται χωρίς την σύμφωνη γνώμη των άμεσα ενδιαφερόμενων. Επιπρόσθετα και στις δύο περιπτώσεις, ο πρωθυπουργός επιθυμώντας να αλλάξει την ατζέντα στη δημόσια συζήτηση, τραβάει τα χαρτιά του χωρίς καθυστέρηση, μη γνωρίζοντας μάλιστα εκ των προτέρων τις πιθανότητες επιτυχίας, επενδύοντας με ξεκάθαρο τρόπο στη λογική του Μάο περί «αναστάτωσης».
Δεν είναι λίγοι εκείνοι που εκτιμούν ότι η κυβέρνηση «δημιούργησε» το θέμα με την εκκλησία αφενός για να μπορεί να ισχυριστεί ότι προχωρά στο δήθεν διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας (μεταρρυθμιστικό – προοδευτικό προφίλ) και αφετέρου για να επικοινωνήσει στους πολίτες ότι βρήκε δήθεν τον δημοσιονομικό χώρο για επιπλέον 10 χιλιάδες προσλήψεις στο δημόσιο, ενόψει εκλογών.
Στις 6 Νοεμβρίου, όταν και έγινε η συνάντηση του Αρχιεπισκόπου και του κ. Τσίπρα στο Μέγαρο Μαξίμου, ο πρωθυπουργός ανέφερε ότι η «ιστορική συμφωνία εκφράζει το αποτέλεσμα του μέχρι σήμερα διαλόγου και των προθέσεών μας, στον βαθμό που η Ιεραρχία και το Υπουργικό Συμβούλιο το εγκρίνουν για να προχωρήσουμε στις απαραίτητες νομοθετικές πρωτοβουλίες», ενώ αμέσως μετά μίλησε για «συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες».
Δέκα μέρες μετά, η Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδας απέρριψε ομόφωνα αυτή τη συμφωνία στο καυτό ζήτημα της μισθοδοσίας.
Δια του αποτελέσματος λοιπόν, μπορεί κάποιος να αντιληφθεί ότι πλέον δεν υπάρχουν ούτε κοινές προθέσεις, ούτε κοινές συναινέσεις μεταξύ κυβέρνησης και εκκλησίας. Το Μέγαρο Μαξίμου μετά από αυτή την απόφαση εξέδωσε ανακοίνωση υποστηρίζοντας ότι «το καθεστώς της μισθοδοσίας των εκκλησιαστικών λειτουργών, αποτελεί –σε κάθε περίπτωση- ευθύνη και απόφαση της Πολιτείας». Ποιο λοιπόν είναι το λογικό συμπέρασμα;
Είτε πριν από δέκα μέρες το Μαξίμου δεν έλεγε την αλήθεια όταν ο κ. Τσίπρας σημείωνε πως θα συνεκτιμούσε τις αποφάσεις της Ιεραρχίας, είτε δεν κατάλαβε την ομόφωνη απόφαση που εξέδωσαν οι Μητροπολίτες.
Σε κάθε περίπτωση οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών δημιούργησαν έναν ακόμα μέτωπο για την κυβέρνηση, με το οποίο θα πρέπει να πορευθούν πιθανότατα μέχρι και τις εκλογές, με άγνωστες συνέπειες.
Η πραγματικότητα είναι πως η ηγεσία της εκκλησίας της Ελλάδας μέχρι σήμερα έδινε την εντύπωση πως είναι «φιλικά διακείμενη» στην κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου, όπως δείχνει η φράση που αποδίδεται στον Αρχιεπίσκοπο περί ταύτισης του Αλέξη Τσίπρα με τον Σαούλ, αλλά όπως επίσης μαρτυρούν και οι πληροφορίες που θέλουν την ημέρα των εκλογών του Ιανουαρίου 2015, ιερείς στους ναούς κατά τη διάρκεια της λειτουργίας, να διαβάζουν εγκύκλιο κατά της τότε απόφασης της κυβέρνησης Σαμαρά για λειτουργία των καταστημάτων τις Κυριακές, η οποία απόφαση βεβαίως ισχύει μέχρι και σήμερα.
Όσο όμως και αν η κυβέρνηση επιθυμεί να αναδείξει επικοινωνιακά την «μεγάλη» αποτελεσματικότητά της στο να λύνει ζητήματα, ένα είναι το δεδομένο. Προεκλογική περίοδος με ανοιχτά τα μέτωπα της συμφωνίας των Πρεσπών και της εκκλησίας δε θα είναι εύκολα διαχειρίσιμη.
Αν προσθέσει μάλιστα κανείς και την παράμετρο «Καμμένος», τότε ο βαθμός δυσκολίας εκτοξεύεται. Είναι προφανές ότι και το ζήτημα της μισθοδοσίας των κληρικών θα κάνει πιο δύσκολη την ήδη προβληματική συγκατοίκηση Τσίπρα – Καμμένου.
Με δεδομένη την πολύ καλή σχέση που διατηρούν οι ΑΝΕΛ με την εκκλησία, ο πρωθυπουργός θα επιδιώξει να βρει «χείρα βοηθείας» σε μία ενδεχόμενη κοινοβουλευτική διαδικασία εκτός εταίρου, προκειμένου να περάσει την σχετική νομοθετική ρύθμιση, εφόσον βεβαίως αποφασίσει τελικά να την φέρει στη Βουλή. Σε μία τέτοια περίπτωση δε θα είναι απίθανο, το αντίθετο μάλιστα, το να επιχειρήσει να προσεγγίσει βουλευτές στο μοντέλο πάλι της συμφωνίας των Πρεσπών, προτάσσοντας το προοδευτικό πρόσημο της διακυβέρνησης.
Ακόμα πάντως και αν αυτό συμβεί, πόσο θα μπορεί να παραμείνει ισχυρός ένας κυβερνητικός συνασπισμός, ο οποίος σε όλα τα κρίσιμα και δύσκολα νομοσχέδια, οι εταίροι του αποφεύγουν να ψηφίσουν από κοινού; Όσο λοιπόν και αν η επιθυμία για παραμονή στην εξουσία ενώνει, η σκληρή καθημερινότητα θέτει τα δικά της δεδομένα, με το σημείο μηδέν να έρχεται ολοένα και πιο κοντά παρά το αναμφίβολο αξίωμα στην πολιτική ότι η εξουσία είναι γλυκιά…