Αντιδράσεις εκτός και εκτός Εκκλησίας εγείρει το κοινό ανακοινωθέν μεταξύ Εκκλησίας και Πολιτείας στο οποίο κατέληξαν Αλέξης Τσίπρας και Αρχιεπίσκοπος Ιερώνυμος, το οποίο κάνει λόγο για εξορθολογισμό των σχέσεων μεταξύ των δύο πλευρών. Την ίδια ώρα, υπάρχουν και αρκετοί που εστιάζουν στα θετικά.
Το κοινό ανακοινωθέν κάνει λόγο για «συναινετικές και αμοιβαία αποδεκτές και επωφελείς πρωτοβουλίες» που μεταξύ άλλων θα ρυθμίζουν τα ζητήματα της εκκλησιαστικής περιουσίας και της μισθοδοσίας του κλήρου.
Τις αντιφάσεις στο προσύμφωνο για το «ουδετερόθρησκο» κράτος επισημαίνει στο Sputnik ο Μάριος Μπέγζος, πρώην κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής και καθηγητής Συγκριτικής Φιλοσοφίας της Θρησκείας.
Ο ίδιος πιστεύει ότι οι πρωθυπουργικές εξαγγελίες είναι καθαρά προεκλογικές υποσχέσεις που θα φανεί μετά τις εκλογές αν θα υλοποιηθούν, αναφορικά με τη χρονική στιγμή που επιλέγεται για να γίνει η ανακίνηση του θέματος των σχέσεων Κράτους — Εκκλησίας.
«Ενόψει των επικείμενων εκλογών τη χρονιά που μας έρχεται το κυβερνών κόμμα θέλει να προβάλλει το αριστερό του προφίλ αφενός, χωρίς όμως να χάσει την απήχησή του στο εκλογικό σώμα που έχει σχέση με την εκκλησία. Αντί να κάνει ένα διαχωρισμό εκκλησίας κράτους όπως τον εξήγγειλε ως κόμμα προτιμάει να κάνει μια διευθέτηση περιουσιακή που συμφέρει την Εκκλησία και να μη ζημιώνει το κράτος. Ο πρωθυπουργός δίνει πολλές υποσχέσεις χωρίς όμως καμία εγγύηση», τονίζει ο κ. Μπέγζος.
Το Σύνταγμα της Ελλάδος, σε ανάμνηση της προσφοράς της Εκκλησίας στην ελληνική επανάσταση, περιλαμβάνει μια επίκληση στην Αγία Τριάδα, στο προοίμιό του πριν ξεκινήσουν τα άρθρα του.
«Η επίκληση στην Αγία Τριάδα υπάρχει στο πρότυπο των παλαιότερων διαθηκών με τη λογική ότι όλα γίνονται στο πλαίσιο αυτής της προσφώνησης. Από τη μια πλευρά ο πρωθυπουργός μιλάει για κράτος ουδετερόθρησκο από την άλλη κρατάει την επικρατούσα θρησκεία στο προοίμιο του Συντάγματος κάτι που είναι αντίθετο με τα όσα λέει. Ο ΣΥΡΙΖΑ ισχυριζόταν ότι το Σύνταγμα της Ελλάδος δεν μπορεί να ξεκινάει με αυτόν τον τρόπο κάτι που ήταν ένα πάγιο αίτημα Αριστερών πολλών γενεών. Εδώ εντοπίζεται η αντίφαση και η διγλωσσία. Όλα είναι στον αέρα και μου θυμίζει τη δημιουργική ασάφεια της περιόδου Βαρουφάκη», σχολιάζει ο ίδιος.
Την ίδια στιγμή, ο κ. Μπέγζος εντοπίζει ως θετικό στοιχείο ότι Εκκλησία και Πολιτεία συζητούν και συμφωνούν, συγκλίνουν κάπου και δεν υπάρχει πνεύμα αντιπαλότητας αλλά συναίνεσης. «Αντί να έχουμε σύγκρουση έχουμε συναίνεση ακόμα και αν αυτό γίνεται σε προεκλογικό επίπεδο» επισημαίνει.
Ως αρνητικό στοιχείο, βλέπει την ενδεχόμενη μαζική απόλυση 10.000 ανθρώπων από το Δημόσιο χάνοντας τα ασφαλιστικά, τα συνταξιοδοτικά και τα υπόλοιπα δικαιώματα.
«Με τις ισχύουσες διατάξεις αν κάποιος ακόμα και για τους ιερείς, αν κάποιος νιώθει ότι αδικείται από τον προϊστάμενό του πηγαίνει στο Συμβούλιο της Επικρατείας για να δικαιωθεί. Αν όμως πάψουν να είναι δημόσιοι υπάλληλοι χάνεται αυτή η προστασία. Άλλο μελανό σημείο είναι ότι η εκκλησιαστική περιουσία θα είναι συνδιαχειριζόμενη χωρίς να διασφαλίζεται η διαφάνεια για την αξιοποίησή της», αναφέρει χαρακτηριστικά ο πρώην Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής Αθηνών.
Το περιουσιακό ζήτημα
Όπως προκύπττει από το κοινό ανακοινωθέν, το Ελληνικό Δημόσιο και η Εκκλησία της Ελλάδος αποφασίζουν τη δημιουργία Ταμείου Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας. Το Ταμείο Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας θα αναλάβει τη διαχείριση και αξιοποίηση των από το 1952 και μέχρι σήμερα ήδη αμφισβητούμενων μεταξύ Ελληνικού Δημοσίου και Εκκλησίας της Ελλάδος περιουσιών, αλλά και κάθε περιουσιακού στοιχείου της Εκκλησίας που εθελοντικά η ίδια θα θελήσει να παραχωρήσει στο εν λόγω Ταμείο προς αξιοποίηση.
Για τον Επίσκοπο Σαλώνων Αντώνιο, Γενικό Διευθυντή της εκκλησιαστικής κεντρικής υπηρεσίας των Οικονομικών αυτό είναι το πιο θετικό σημείο της συμφωνίας. Όπως εξηγεί, στο ταμείο που θα δημιουργηθεί δεν θα ενταχθεί όλη η εκκλησιαστική περιουσία αλλά θα προστεθούν μόνο τα «προβληματικά» ακίνητα. Ο αριθμός αυτών των ακινήτων δεν έχει ακόμα υπολογιστεί καθώς δεν έχουν καταμετρηθεί.
Ως «προβληματικά» ακίνητα χαρακτηρίζονται όσα ακίνητα της Εκκλησίας υπόκεινται σε δεσμεύσεις από νόμους, προεδρικά διατάγματα, δασαρχεία και αρχαιολογία.
«Άγνωστος ο αριθμός των προβληματικών ακινήτων. Πρέπει να γίνει καταγραφή. Υπάρχουν σίγουρα αρκετά που χρειάζονται απελευθέρωση με κάποιους τρόπους. Αν επιτευχθεί αυτό θα είναι θετικό. Αν το κράτος θελήσει και κατορθώσει να τα ξεμπλέξει τότε θα είναι επ’ αμοιβαία ωφέλεια. Από εκεί που δεν έχουμε κανένα έσοδο θα έχουμε κάποια έσοδα», αναφέρει ο Επίσκοπος Σαλώνων Αντώνιος.
Την ίδια στιγμή αναφέρει ότι αν αρθούν όλες οι δεσμεύσεις τότε θα πάρει μισά ακίνητα η Εκκλησία και τα άλλα μισά το κράτος που κατάφερε να άρει τα προβλήματα που υπάρχουν. «Σύμφωνα με την πρωθυπουργική διευκρίνιση αν θέλουν οι μητροπόλεις να συμπεριλάβουν και άλλα ακίνητα τότε καλώς να τα εντάξουν», προσθέτει.
Αναφορικά με τα χρήματα που θα λάβει η Εκκλησία εξηγεί ότι η διαδικασία που θα ακολουθηθεί είναι μακρά. «Πρέπει να εγκριθεί από την ιεραρχία, από την κυβέρνηση, από εκεί να μεταφερθεί στη Βουλή και να γίνει νόμος του κράτους. Σε κάθε περίπτωση η απόφαση ανήκει πρωτίστως στην Ιερά Σύνοδο» αναφέρει.
Από την πλευρά της, η Ελληνική Ένωση για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου χαρακτηρίζει θετική εξέλιξη την προσυμφωνία βάζοντας ορισμένους αστερίσκους.
«Περιμένουμε να δούμε πως και αν θα συγκεκριμενοποιηθούν όλα αυτά που ανακοινώθηκαν. Όπως επίσης θα περιμένουμε να δούμε ποια θα είναι η τύχη της συνταγματικής αναθεώρησης που σχετίζεται με το συγκεκριμένο ζήτημα» αναφέρει ο Γιάννης Ιωαννίδης, δικηγόρος και πρόεδρος της Ένωσης. «Σε κάθε περίπτωση η συμφωνία αυτή είναι αδιανόητο να παρουσιάζεται ως «χωρισμός» ή ως επαρκής επίλυση του προβλήματος των σχέσεων Πολιτείας — Εκκλησίας», προσθέτει.
Όπως αναφέρει, η θέση της ένωσης είναι ότι «η συμφωνία για τη διευθέτηση των περιουσιακών εκκρεμοτήτων της Εκκλησίας και για την υπηρεσιακή κατάσταση του κλήρου, αποτελεί αδιαμφισβήτητα θετική εξέλιξη κατά το μέρος που συνιστά μέτρο μερικού απεγκλωβισμού της μεγαλύτερης θρησκευτικής κοινότητας από την πολιτειακή εποπτεία».
Με την προτεινόμενη συμφωνία παραμένει στην ελληνική Πολιτεία το οικονομικό βάρος της μισθοδοσίας των Ελλήνων ιερωμένων, αλλά η διαχείρισή της περνά στην Εκκλησία.
Κατά την άποψη της Ελληνικής Ένωσης για τα Δικαιώματα του Ανθρώπου, «ενώ η διαχείριση της μισθοδοσίας των κληρικών από την Εκκλησία βαίνει προς την κατεύθυνση του εξορθολογισμού των σχέσεων Πολιτείας-Εκκλησίας, το αυτό δεν ισχύει για την ισόποση με τη μισθοδοσία των κληρικών επιχορήγηση προς την Εκκλησία, και μάλιστα στη βάση ενός γενικού συμψηφισμού με την αξία της εκκλησιαστικής περιουσίας που παραχωρήθηκε στο Ελληνικό Δημόσιο».
Όπως αναφέρει, όσο δεν έχει γίνει καταγραφή αυτής της περιουσίας, «ένας τέτοιος συμψηφισμός δεν είναι δυνατό να γίνει, και μάλιστα τη στιγμή που δεσμεύει εσαεί το Ελληνικό Δημόσιο να πληρώνει την Εκκλησία για τη μισθοδοσία των κληρικών. Μια τέτοια ρύθμιση ουσιωδώς παραβιάζει την θρησκευτική ουδετερότητα του ελληνικού κράτους».
Την ίδια στιγμή τονίζει ότι η θρησκευτική ουδετερότητα του κράτους, θεωρητικά δεδομένη ήδη από το 1975, «παραμένει απραγματοποίητη και προφανώς δεν αρκεί οποιαδήποτε διακηρυκτική επιβεβαίωσή της».