Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η μεσολάβηση των Αρχιεπισκόπων Κύπρου κ. Χρυσοστόμου και Αλβανίας κ. Αναστασίου προς αποφυγή της πόλωσης και του σχίσματος στην Ορθόδοξη Εκκλησία, εξ αιτίας του ουκρανικού εκκλησιαστικού ζητήματος, πέφτει στο κενό. Οι δύο Πρωθιεράρχες είχαν συνάντηση με τον Οικουμενικό Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο στο Σάλτσμπουργκ της Αυστρίας στις 2 Μαρτίου 2019 και συζήτησαν επί μακρόν το ουκρανικό ζήτημα.
Κατά τις υπάρχουσες πληροφορίες ο Πατριάρχης είναι προβληματισμένος από τις εξελίξεις. Η ουκρανική κυβέρνηση άλλα του είχε υποσχεθεί και άλλα προέκυψαν και ουδεμία από τις υπόλοιπες
Ορθόδοξες Εκκλησίες αναγνώρισε την «Αυτοκέφαλη Εκκλησία της Ουκρανίας». Όμως φαίνεται αδύνατο να θελήσει να εκτονώσει την κρίση. Ο κ. Βαρθολομαίος περιβάλλεται από κληρικούς και λαϊκούς που υποδαυλίζουν την διάθεσή του για αντιπαράθεση με την Μόσχα. Αυτό φάνηκε και στη συνάντηση στο Σάλτσμπουργκ. «Παρ’ εαυτώ» ήταν ο Επίσκοπος Χριστουπόλεως Μακάριος, ο οποίος πλειοδότησε σε μίσος και εμπάθεια προς το Πατριαρχείο της Μόσχας. Οι δύο Προκαθήμενοι, Κύπρου και Αλβανίας, επιχείρησαν να πείσουν τον Οικουμενικό Πατριάρχη να συγκαλέσει σύσκεψη των Προκαθημένων των Ορθοδόξων Εκκλησιών και να προσπαθήσει να εκτονώσει την ένταση, που υπάρχει. Ο Πατριάρχης αντείπε ότι μια τέτοια συνάντηση απλώς θα επισημοποιούσε το χάσμα, που υπάρχει μεταξύ των Ορθοδόξων Εκκλησιών. Επίσης ελέχθη ότι θα είναι ολέθριο για την Εκκλησία να υπάρξει ένας χωρισμός των Ορθοδόξων σε Έλληνες και Σλαύους. Στο ενδεχόμενο αυτό οι δύο Προκαθήμενοι είπαν ότι θα μπορούσαν να συζητήσουν με Προκαθημένους Σλαυικών Εκκλησιών, μήπως και τους πείσουν, τουλάχιστον, να μείνουν ουδέτεροι στην υπάρχουσα κρίση Φαναρίου – Μόσχας. Σήμερα, για τους δικούς του λόγους, ο πιο συζητήσιμος στην προοπτική αυτή είναι ο Πατριάρχης Βουλγαρίας. Οι υπόλοιποι (Σερβίας, Πολωνίας και Τσεχίας – Σλοβακίας) δεσμεύονται είτε με δηλώσεις τους, είτε με αποφάσεις των Συνόδων τους.
Η αποτυχία της μεσολάβησης είναι και λόγω της διαφοράς αντιμετώπισης του ουκρανικού ζητήματος από τον Οικουμενικό Πατριάρχη και τους δύο Πρωθιεράρχες. Με τις αποφάσεις τους οι Ιερές Σύνοδοι των Εκκλησιών Κύπρου και Αλβανίας απορρίπτουν τον τρόπο, που δόθηκε η Αυτοκεφαλία στην Ουκρανική Εκκλησία και ζητούν συνάντηση όλων των Πρωθιεραρχών, προς εξέταση και εκτόνωση της έντασης που υπάρχει. Για τη διαφορά απόψεων είναι χαρακτηριστική η αλληλογραφία, που υπήρξε μεταξύ του Οικουμενικού Πατριάρχου κ.Βαρθολομαίου και του Αρχιεπισκόπου Αλβανίας κ. Αναστασίου και ο χρόνος, που αυτή δημοσιοποιήθηκε, σε σχέση με τη συνάντηση στο Σάλτσμπουργκ. Το περιεχόμενο των επιστολών και οι ημερομηνίες
αποστολής τους δείχνουν ότι η συνάντηση για τη μεσολάβηση ήταν καταδικασμένη πριν αυτή διεξαχθεί.
Στις 24 Δεκεμβρίου 2018 ο Οικουμενικός Πατριάρχης αποστέλλει επιστολή στον Αρχιεπίσκοπο κ. Αναστάσιο και του αναγγέλλει την απόφασή του να δώσει Αυτοκεφαλία στους σχισματικούς της Ουκρανίας. Στις 4 Ιανουαρίου 2019 συνεδριάζει η Σύνοδος της Αλβανικής Εκκλησίας και με βάση την προαναφερθείσα απόφαση, που έλαβε, ο κ. Αναστάσιος αποστέλλει επιστολή στον Πατριάρχη στις 14 Ιανουαρίου 2019. Ο Οικουμενικός Πατριάρχης απαντά στον Αρχιεπίσκοπο Αλβανίας στις 20 Φεβρουαρίου 2019. Η συνάντηση στο Σάλτσμπουργκ διεξάγεται στις 2 Μαρτίου 2019. Στις 7 Μαρτίου 2019 η Αρχιεπισκοπή Αλβανίας δημοσιοποιεί την επιστολή του κ. Αναστασίου και στις 9 Μαρτίου το Φανάρι πράττει το ίδιο γι’ αυτή του κ. Βαρθολομαίου. Από τις εκτεθείσες ημερομηνίες των επιστολών αποδεικνύεται ότι αυτές είχαν ανταλλαγεί πριν από τη συνάντηση στο Σάλτσμπουργκ. Στην επιστολή του ο κ. Αναστάσιος διατυπώνει ευθέως τη «θεμελιώδη αμφιβολία» της Αλβανικής Εκκλησίας «να επικυρώσει αναδρομικώς χειροτονίας τελεσθείσας υπό καθηρημένου, αφωρισμένου και αναθεματισμένου προσώπου», ονοματίζοντας τον Φιλάρετο
Ντενισένκο και αναφερόμενος στον βίο και στην πολιτεία του. Στην επιστολή ακολουθεί παράθεση πολλών επιχειρημάτων, με βάση τα οποία απορρίπτει την προσθήκη του ονόματος του Μητροπολίτου Επιφανίου (επικεφαλής της Αυτοκέφαλης Εκκλησίας της Ουκρανίας) στα Ιερά Δίπτυχα και επομένως απορρίπτει την αναγνώρισή του. Επίσης ο κ. Αναστάσιος επισημαίνει πως «αντί ειρηνεύσεως και ενότητος των Ορθοδόξων της Ουκρανίας, επαπειλείται ο κίνδυνος διασπάσεως της ενότητος της ανά τον κόσμον Ορθοδοξίας». Επί πλέον ο Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας θεωρεί αβάσιμες τις εκτιμήσεις ότι ο εμφανής διχασμός θα διαρκέσει «επ’ ολίγον». Τέλος επισημαίνει την έλλειψη συνοδικότητας στην ενέργεια του Οικουμενικού Πατριαρχείου.
Στην απάντησή του ο Οικουμενικός Πατριάρχης επιχειρεί με ιστορικά στοιχεία να δικαιολογήσει την επαναφορά στην κανονικότητα του καθηρημένου, αφορισμένου και αναθεματισμένου «Πατριάρχη Ουκρανίας» Φιλάρετου. Μεταξύ των επιχειρημάτων αναφέρεται στην Εκκλησία της Βουλγαρίας, την περίπτωση της οποίας θεωρεί παρόμοια με αυτήν της Ουκρανίας. Όπως γράφει το Οικουμενικό Πατριαρχείο, το 1872, καθαίρεσε και αφόρισε τους Επισκόπους της και το 1945 τους αποκατέστησε χωρίς αναχειροτονία.
Ο κ. Βαρθολομαίος στην ίδια επιστολή και ως προς την κατηγορία της εκ μέρους του ελλείψεως πνεύματος Συνοδικότητας θέτει για μιαν ακόμη φορά το θέμα ότι το Πρωτείο του Πάπα Ρώμης, μετά το Σχίσμα, έχει περιέλθει στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως. Επικαλείται απόφαση του 1663 των Πατριαρχών Κωνσταντινουπόλεως, Αλεξανδρείας, Αντιοχείας και Ιεροσολύμων… Στον επίλογο της επιστολής του ο Οικουμενικός Πατριάρχης γράφει με προσβλητικό ύφος κατά όσων διαφωνούν με την ενέργειά του, μεταξύ αυτών βεβαίως και κατά του κ. Αναστασίου: «Και απορούμεν πώς αύτη η προπέτεια και κατασυκοφάντησις της Μητρός Εκκλησίας και της ημών Μετριότητος προσωπικώς γίνεται υπ’ ενίων ανεκτή και έν τισι περιπτώσεων, εκόντων ή ακόντων αυτών, υιοθετείται υπό την μορφήν αποδοχής και επαναλήψεως της επιχειρηματολογίας των κινησάντων την πτέρναν κατά της ευεργέτιδος. Αγαπώσιν ούτοι οι μαθηταί υπέρ τους διδασκάλους την Εκκλησίαν και την ενότητα αυτής; Μη γένοιτο». Επαναλαμβάνεται ότι η ανταλλαγή των επιστολών προηγήθηκε της συνάντησης στο Σάλτσμπουργκ…
Ως προς την περίπτωση της Βουλγαρίας, στην οποία αναφέρεται ο κ. Βαρθολομαίος στην επιστολή του προς τον κ. Αναστάσιο, η περίπτωση είναι διαφορετική από αυτή της Ουκρανίας. Η Εκκλησία της Βουλγαρίας είχε εκκλησιαστική εξάρτηση από το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όταν ανακήρυξε την Εξαρχία. Η Εκκλησία της Ουκρανίας είναι υπό την εκκλησιαστική δικαιοδοσία του Πατριαρχείου της Μόσχας. Αυτό αφόρισε τον Φιλάρετο και ουδεμία απόφαση μπορούσε να λάβει το Φανάρι, έστω και με το παπικής προέλευσης «έκκλητο», χωρίς προηγουμένως να είχε πληροφορηθεί από την πλευρά του Πατριαρχείου της Μόσχας, τους λόγους για τους οποίους τον καταδίκασε στην εσχάτη των εκκλησιαστικών ποινών. Το Φανάρι έτσι έπραξε στην περίπτωση του καθαιρεθέντος από την Εκκλησία της Ελλάδος Μητροπολίτου Αττικής Παντελεήμονα. Πριν εξετάσει την περίπτωση του, ζήτησε από την Ιερά Σύνοδό Της τον φάκελο της δίκης και της απόφασης, που είχε ληφθεί. Σημειώνεται ότι όταν έλαβε τη σχετική απόφαση το Πατριαρχείο της Μόσχας για τον Φιλάρετο ο κ. Βαρθολομαίος τη δέχθηκε και τον αποκήρυξε και αυτός, ως σχισματικό… Πέραν του ότι η βουλγαρική Εκκλησία ήταν υπό την δικαιοδοσία του, το Οικουμενικό Πατριαρχείο για να άρει το βουλγαρικό σχίσμα ανέθεσε, το 1932, στον Πατριάρχη Ιεροσολύμων να μεσολαβήσει και έθεσε αυστηρούς όρους για την άρση. Η διαπραγμάτευση δεν ολοκληρώθηκε τότε. Ακολούθησε ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος και στις 19 Φεβρουαρίου 1945 υπεγράφη το Πρωτόκολλο άρσης του σχίσματος υπό τους όρους του 1932 και αφού η Βουλγαρική Εξαρχία είχε ζητήσει συγγνώμη για το σχίσμα και είχε μεταφέρει την έδρα της από την Κωνσταντινούπολη στη Σόφια. Τίποτα από αυτά δεν συνέβησαν στηνΟυκρανία.
Ως προς τα επιχειρήματα περί Πρωτείου ο Οικουμενικός Πατριάρχης εκτίθεται στη συνείδηση της Εκκλησίας, προς την οποία δεν μπορεί να εξισωθεί οποιαδήποτε απόφαση των τεσσάρων Πατριαρχών, παρμένη υπό ειδικές συνθήκες και υπό οθωμανική τυραννική εξουσία. Εξάλλου ακολούθησαν αποφάσεις του ιδίου του Οικουμενικού Πατριαρχείου, ως απάντηση στο αλάθητο του Πάπα, που καθιέρωσε η Α΄ Βατικανή Σύνοδος το 1870, με τις οποίες καταδικάστηκε με απόλυτο τρόπο το παπικό Πρωτείο στην Ορθόδοξη Εκκλησία.