ΚΥΒΕΡΝΗΣΗ-Κόκκινη κάρτα» δείχνει, για δεύτερη φορά, το Συμβούλιο της Επικρατείας στην υπουργική απόφαση που καθόριζε το περιεχόμενο υποβολής του πόθεν έσχες. Την απόφαση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας σχολίασε με ανάρτησή του στο facebook ο αναπληρωτής υπουργός Υγείας, Παύλος Πολάκης.
Ο κ. Πολάκης μιλά για «θεσμικά εμπόδια» από τους δικαστές στην κυβέρνηση και την πολιτική της και τους κατηγορεί πως προφυλάσσουν την παλιά διαπλοκή και τα ιδιοτελή συντεχνιακά μικρά και μεγάλα συμφέροντα.
Σημειώνει τέλος πως η κυβέρνηση δεν θα κουραστεί και θα ξεβρωμίσει τον τόπο όσες φορές κι αν χρειαστεί να νομοθετήσει.
Η ανάρτηση του Παύλου Πολάκη:
Το ΣΤΕ συνεχίζει να βάζει θεσμικά εμπόδια στην κυβερνηςη και την πολιτική της ,προφυλάσσοντας την παλιά διαπλοκή και ιδιοτελή συντεχνιακά μικρό και μεγαλο συμφέροντα .
ΕΜΕΙΣ ΔΕΝ ΘΑ ΚΟΥΡΑΣΤΟΥΜΕ. ΤΟΝ ΤΟΠΟ ΘΑ ΤΟΝ ΞΕΒΡΩΜΙΣΟΥΜΕ ΟΣΕΣ ΦΟΡΕΣ ΚΙ ΑΝ ΧΡΕΙΑΣΤΕΙ ΝΑ ΝΟΜΟΘΕΤΗΣΟΥΜΕ !!!
ΚΙ Η ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ ΤΩΝ ΣΥΝΤΑΚΤΩΝ ΣΤΟΝ ….ΑΓΩΝΑ ΚΑΤΑ ΤΩΝ ΔΙΚΑΣΤΩΝ
ΔΕΙΤΕ ΤΙ ΑΝΑΦΕΡΕΙ ΣΕ ΑΡΘΡΟ ΤΗΣ:
Η πρωτοφανής και επιθετική αντίδραση του προέδρου του ΣτΕ προς τον υπουργό Δικαιοσύνης με αφορμή τη διατύπωση της άποψης του Στ. Κοντονή για τις συνεχείς δικαστικές αντιδράσεις και τα εμπόδια στην εφαρμογή του νόμου για την υποβολή πλήρους ηλεκτρονικού «πόθεν έσχες» των δικαστών, αλλά και την κριτική του για την ανεξήγητα μεγάλη καθυστέρηση έκδοσης βουλεύματος στη ζοφερή υπόθεση με τους στημένους αγώνες, δημιούργησε αλυσιδωτές αντιδράσεις.
■ Η Ενωση Δικαστικών Λειτουργών του ΣτΕ έκρινε σκόπιμο να παρέμβει μετά το ξέσπασμα του κ. Σακελλαρίου και εξέδωσε ανακοίνωση προκειμένου να διευκολυνθεί η άσκηση «καλοπροαίρετης κριτικής» σχετικά με το «πόθεν έσχες» των δικαστών.
Η Ενωση διευκρίνισε μεταξύ άλλων ότι όλοι οι δικαστές οφείλουν να υποβάλλουν ηλεκτρονικό «πόθεν έσχες». Αυτό βέβαια σε μεγάλο βαθμό δεν έχει γίνει ακόμα μετά και την οδηγία των Ενώσεων προς όλους τους δικαστικούς και εισαγγελικούς λειτουργούς να μην το υποβάλουν έως ότου ληφθεί οριστική απόφαση σχετικά με τον νόμο, ακόμα κι αν έχει παρέλθει η προθεσμία.
Στη συνέχεια η ανακοίνωση διευκρινίζει: Κανένας υπόχρεος «πόθεν έσχες» δεν υποχρεούται να δηλώνει μετρητά και κινητά πράγματα μεγάλης αξίας, ο έλεγχος των δηλώσεων «πόθεν έσχες» δεν μπορεί να ανατρέχει σε χρόνο πέραν της πενταετίας και, τέλος, οι δηλώσεις «πόθεν έσχες» των δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών πρέπει να ελέγχονται από όργανο που αποτελείται κατά πλειοψηφία από δικαστικούς λειτουργούς και όχι από υπαλλήλους που υπάγονται στον εκάστοτε υπουργό, ώστε να διασφαλίζεται η δικαστική ανεξαρτησία.
■ Ο Σταύρος Κοντονής με χθεσινή συνέντευξή του στο ΑΠΕ επανέλαβε το αυτονόητο δικαίωμα της κριτικής σε δικαστικές αποφάσεις και εξέφρασε απορία για την πρωτοφανή δήλωση του προέδρου του ΣτΕ περί παρέμβασης στο έργο της Δικαιοσύνης. Ο υπουργός υπενθύμισε ότι «ρόλος της κυβέρνησης είναι να προστατεύσει τους θεσμούς και πρώτα και κύρια το κύρος της Δικαιοσύνης στα μάτια των πολιτών».
Τόνισε ότι ο κ. Σακελλαρίου αδικεί τον εαυτό του και σημείωσε ότι δεν είναι δυνατόν να προχωράει μια κοινωνία με διαρκείς εξαιρέσεις, διότι τότε καταστρατηγείται κάθε κανόνας ισονομίας.
Δύο μέτρα και δύο σταθμά
«Δεν γίνεται να υποχρεούται κάποιος να δηλώνει εισοδήματα και χρήματα τα οποία έχει στους λογαριασμούς των τραπεζών και να μην υποχρεούται να δηλώσει χρήματα ή άλλα τιμαλφή που έχει σε μια θυρίδα τράπεζας. Ειλικρινά γι’ αυτόν τον λόγο επανήλθα. Οταν οι πολίτες βλέπουν ότι για θέματα που τους αφορούν οι δικαστές χρησιμοποιούν δύο μέτρα και δύο σταθμά, τότε ο θεσμός φθείρεται και η εμπιστοσύνη των πολιτών στη Δικαιοσύνη απομειούται» επισήμανε ο κ. Κοντονής και διερωτήθηκε:
«Ποια είναι η χειραγώγηση; Η κυβέρνηση έχει καταθέσει την πρότασή της και την εντονότατη διαφωνία της για το θέμα -εδώ και τρεις μήνες τουλάχιστον- ότι το “πόθεν έσχες” των δικαστών δεν πρέπει να περιλαμβάνει εξαιρέσεις, γιατί αν έχουμε έναν επίορκο δικαστή -υπάρχουν και τέτοιοι και έχουν δικαστεί από τη Δικαιοσύνη στο παρελθόν- ο οποίος, για να διαφύγει τον έλεγχο για χρήματα τα οποία παράνομα λαμβάνει, αντί να τα βάλει σε έναν λογαριασμό που ελέγχεται, τα βάλει σε μια θυρίδα τράπεζας, τότε καταστρατηγείται ο νόμος». Στο πλαίσιο αυτό ο υπουργός υπενθύμισε ότι και η υπόθεση Τσοχατζόπουλου ξεκίνησε από την ελλιπή δήλωση «πόθεν έσχες».
■ Ο Δ. Τζανακόπουλος κάλυψε πλήρως χθες στην ενημέρωση των συντακτών τον υπουργό Δικαιοσύνης υποστηρίζοντας ότι οι ιδιαίτερα υψηλοί τόνοι του προέδρου του ΣτΕ και οι ισχυρισμοί περί «ωμών παρεμβάσεων» πυροδότησαν μια αδικαιολόγητη ένταση, τη στιγμή που «για πρώτη φορά η Δικαιοσύνη αφήνεται να λειτουργήσει με όρους πραγματικής ανεξαρτησίας και αυτό το ξέρουν πάρα πολύ καλά και οι ίδιοι οι δικαστές.
Αυτά τα οποία γίνονταν τα παλαιότερα χρόνια και ο τρόπος με τον οποίο υπήρχε μια έντονη, εν πάση περιπτώσει, διήθηση πολιτικών συμφερόντων εντός Δικαιοσύνης είναι κοινό μυστικό στη χώρα μας. Νομίζω ότι αυτού του τύπου οι καταστάσεις ανήκουν οριστικά στο παρελθόν με τη σημερινή κυβέρνηση». Διευκρίνισε δε για άλλη μια φορά τη διαφορά μεταξύ της κριτικής σε μια δικαστική απόφαση και της δεσμευτικής εφαρμογής της.
■ Ο καθηγητής συνταγματικού δικαίου Σταύρος Τσακυράκης έγραψε σε ανάρτησή του: «Στη διαμάχη Σακελλαρίου – Κοντονή νομίζω ότι ο υπουργός έχει δίκιο. Από πουθενά δεν προκύπτει αξίωση της δικαστικής εξουσίας να μένει η εκτελεστική εξουσία σιωπηλή, ακόμη και για υποθέσεις που εκκρεμούν.
Τέτοια αξίωση μάλλον υποδηλώνει διάθεση για ανέλεγκτη εξουσία παρά ανησυχία για παρεμβάσεις στο έργο της. Οι παρεμβάσεις άλλωστε γίνονται συνήθως εκτός σκηνής και όχι υπό το φως της ημέρας. Η συζήτηση και κριτική της δράσης της δικαστικής εξουσίας είναι η μοναδική μορφή ελέγχου που διαθέτει η κοινωνία μας προς τη δικαστική εξουσία. Κάθε φωνή, λοιπόν, που αποσκοπεί στον περιορισμό αυτού του ελέγχου με βρίσκει αντίθετο».
■ Ο Μιχάλης Σταθόπουλος, πρώην υπουργός Δικαιοσύνης και ομότιμος καθηγητής της Νομικής Σχολής Αθηνών, σε συνέντευξή του στον «Αθήνα 9.84», σχολιάζοντας την αντιπαράθεση που ξέσπασε ανάμεσα στον υπουργό Δικαιοσύνης και τον πρόεδρο του ΣτΕ με αφορμή τα «πόθεν έσχες» των δικαστικών λειτουργών, είπε:
«Η αντίδραση του προέδρου του ΣτΕ ξεπέρασε ακόμη περισσότερο τα όρια. Εχασε την ψυχραιμία του και έκανε σχόλια πολιτικά που δεν ταιριάζουν σε έναν ανώτατο δικαστικό». Ερωτηθείς αν η παραίνεση του υπουργού έγινε καθ’ υπέρβασιν των αρμοδιοτήτων του ή όχι, ο κ. Σταθόπουλος είπε: «Επί της ουσίας δεν είναι παρέμβαση. Το θέμα που έχει να κάνει με τη διοίκηση της Δικαιοσύνης δεν έχει σχέση με το τι αποφάσεις θα λαμβάνονται από τα δικαστήρια. Αυτό είναι παρέμβαση αλλά η ταχύτερη εκδίκαση είναι θέμα για το οποίο πρέπει να φροντίζει και η πολιτεία. Κανένας Ελληνας πολίτης δεν μπορεί να εξαιρεθεί, πόσω μάλλον αυτοί που ασκούν εξουσία. Οι δικαστές δεν μπορούν να εξαιρεθούν.
»Είναι βεβαρημένη η ποινική δικαιοσύνη με όγκο υποθέσεων, άρα έχω κατανόηση για τις καθυστερήσεις, αλλά ειδικά γι’ αυτό που απασχολεί τον κύριο Κοντονή, κάποιο βούλευμα για τον κύριο Μαρινάκη, είναι ένα θέμα που πράγματι πρέπει να προχωρήσει γρήγορα. Υπάρχουν θέματα που πρέπει να δικάζονται κατά προτεραιότητα».
■ Στο μεταξύ η Ν.Δ., αλλάζοντας με στροφή 180 μοιρών τη στάση της απέναντι στον πρόεδρο του ΣτΕ, υιοθέτησε τα περί παρεμβάσεων, με την εκπρόσωπο Τύπου Μ. Σπυράκη να ζητάει παραίτηση του υπουργού επειδή «η Δικαιοσύνη (!) έχει χάσει την εμπιστοσύνη της στο πρόσωπο του συγκεκριμένου υπουργού και αυτό είναι σοβαρό θεσμικό πρόβλημα». Η Μ. Σπυράκη, που ανέλαβε πρόσφατα τα καθήκοντά της, δεν γνωρίζει προφανώς όλα όσα είχαν προηγηθεί από το κόμμα της και τον φιλικό του Τύπο σε βάρος του κ. Σακελλαρίου σχετικά με τις τηλεοπτικές άδειες.
Η Δικαιοσύνη μπορεί να θεωρείται το τελευταίο καταφύγιο των πολιτών αλλά η πεισματική επιμονή των λειτουργών της Θέμιδος στην αυτοεξαίρεσή τους από κανόνες και νόμους που αφορούν την ισονομία και την πλήρη διαφάνεια εντείνει πολλές και εύλογες ανησυχίες.
Τόσο η πρώτη απόφαση του ΣτΕ, που στην ουσία ακυρώνει τον νόμο του 2015 για το «πόθεν έσχες» των δικαστών, όσο και η αναμενόμενη απόφαση μετά τη διορθωτική νομοθετική ρύθμιση ουσιαστικά ακυρώνουν για πολλοστή φορά τον πλήρη έλεγχο και τη διαφάνεια στον χώρο της Δικαιοσύνης.
Οι ίδιοι οι λειτουργοί της, όπως αποφάσισαν μέσα στην κρίση ότι οι περικοπές και οι μειώσεις στους μισθούς και στις συντάξεις τους ήταν αντισυνταγματικές και όπως διεκδίκησαν τα δικά τους αναδρομικά τους, τώρα αποφασίζουν ότι θα υποβάλλουν «πόθεν έσχες» με τους δικούς τους όρους.
Οι όροι αυτοί είναι, σύμφωνα και με την απόφαση 80 σελίδων του ΣτΕ:
❶ Δεν θα δηλώνουν μετρητά και τιμαλφή μεγάλης αξίας «διότι προσβάλλονται έτσι τα προσωπικά δεδομένα των ίδιων και των οικογενειών τους».
❷ Μετά από πέντε χρόνια για τη διενέργεια και ολοκλήρωση του ελέγχου θα υπάρχει πλήρης παραγραφή αλλά και διαγραφή των προσωπικών δεδομένων των υπόχρεων.
❸ Αρνούνται τον πλήρη έλεγχο των ανώτατων δικαστικών και ζητούν δειγματοληπτικό έλεγχο.
❹ Το 15μελές όργανο το οποίο θα κάνει τον έλεγχο των δηλώσεών τους θα πρέπει να συγκροτείται «τουλάχιστον κατά πλειοψηφία (!), συμπεριλαμβανομένου του Προέδρου του, από ανώτατους τακτικούς δικαστές, μέλη των τριών Ανωτάτων Δικαστηρίων». Το ίδιο ισχύει και για σύζυγο δικαστικού/ής λειτουργού.
Με δυο λόγια, η υποχρέωση της Βουλής να ελέγχονται τα «πόθεν έσχες» των δημόσιων λειτουργών σε βάθος χρόνου από ειδική επιτροπή ειδικά σε ό,τι αφορά τους δικαστές θα… ορίζεται από τους ίδιους τους ελεγχόμενους. Το καθεστώς των εξαιρέσεων των λειτουργών της Δικαιοσύνης ειδικά για το «πόθεν έσχες» δεν είναι νέο.
Πρόθυμοι μεν… αλλά
Με διαφορετικές κάθε φορά αιτιάσεις, άλλοτε περί προσωπικών δεδομένων, άλλοτε περί προσβολής του κύρους του δικαστή κ.λπ., ναι μεν οι δικαστικές ενώσεις δήλωναν πρόθυμες για την υποβολή δηλώσεων, πλην όμως ζητούσαν ειδικές εξαιρέσεις και έθεταν πολλούς όρους με αποτέλεσμα μέχρι και σήμερα να μην έχει γίνει εφικτό αυτό που είναι υποχρεωτικό για όλους τους άλλους δημόσιους λειτουργούς.
Σημειώνεται εδώ ότι ο νόμος για το «πόθεν έσχες» των δικαστικών είχε ψηφιστεί το 2012 (N. 4065/2012) επί κυβερνήσεως Γ. Παπανδρέου, αλλά λίγο αργότερα η κυβέρνηση Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ πρακτικά τον κατάργησε. Στο έγγραφο που παρουσιάζουμε φαίνεται η οξύτατη αντίδραση των δικαστών σε βουλευτή του ΠΑΣΟΚ που κατέκρινε την άρνησή τους να υποβάλλουν «πόθεν έσχες».
Η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝ.ΕΛΛ. ψήφισε τον νέο νόμο, τον οποίο στη συνέχεια έκρινε αντισυνταγματικό το ΣτΕ. Εγινε η πρόσφατη τροποποίηση και τώρα αναμένεται η νέα απόφαση με τους «ειδικούς» όρους που αναφέρονται πιο πάνω. Τελικά η Δικαιοσύνη -ανεξάρτητα από τον ισχυρισμό ότι αποτελεί το καταφύγιο των πολιτών- τείνει με αυτές τις αποφάσεις να μοιάζει με ένα απολύτως κλειστό «καταφύγιο» που αυτοπροστατεύεται, δεν δέχεται την κριτική και εφαρμόζει την ισονομία για τους άλλους.
Δυστυχώς όλα αυτά διογκώνουν τελικά τη δυσπιστία των πολιτών απέναντι στη Δικαιοσύνη.