1821: Ο Ανδρέας Κάλβος δικαίως χαρακτηρίστηκε ο Πίνδαρος* της Επανάστασης του 1821. Ο πρώτος που συνέκρινε τον Κάλβο με τον Πίνδαρο ήταν ο Pauthier de Censay, που μετέφρασε στα γαλλικά τα «Λυρικά», τη δεύτερη συλλογή ποιημάτων του για την Επανάσταση.
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Η εν λόγω συλλογή εκδόθηκε στο Παρίσι το 1826. Ο ποιητής Τάκης Παπατσώνης (1895-1976) εξήγησε ότι ο Κάλβος παρομοιάζεται με τον Πίνδαρο γιατί και οι δύο πέραν του ύφους, στήριξαν την ευτολμία των ηρώων που τιμούσαν, ο μεν Πίνδαρος στην λατρεία των θεών, ο δε Κάλβος «στη λατρεία του Χριστού, του Σταυρού και της Υπεραγίας Θεοτόκου».
Ο Παπατσώνης προσθέτει πως κατά τον Κάλβο οι ήρωες του 1821 «αντλούσαν το θάρρος τους προσβλέποντας προς το μέγα και άσβεστον ιδανικόν, την συληθείσαν καθέδραν της του Θεού Σοφίας, την αιματοβαφή μνήμην του Παλαιολόγου και την παλαιάν μαρμαρυγήν (λάμψη) της Βασιλίδος». Ο Κάλβος και η Επανάσταση ταυτίζονται, όπως τόνισε σε ομιλία του ο Ακαδημαϊκός Παν. Μπρατσιώτης: «Ο Κάλβος δεν νοείται καλώς χωρίς την ανάμνηση του υπέρ της εθνικής παλιγγενεσίας αγώνος, ούτε τανάπαλιν η ελληνική επανάστασις άνευ αναμνήσεως του πλέον υψιπέτου και του κατ’ εξοχήν υμνητού αυτής».
Ο Ανδρέας Κάλβος γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1792. Ευαίσθητος στην ψυχή πληγώθηκε όταν οι γονείς του χώρισαν και αυτός με τον νεότερο αδελφό του ακολούθησαν τον πατέρα τους στην Ιταλία και δεν ξαναείδαν την μητέρα τους. Πάντοτε όμως ένιωθε πολλή αγάπη και τρυφερότητα γι’ αυτήν. Γράφει χαρακτηριστικά στην τρίτη Ωδή του «Εις θάνατον» (στ. κε΄): « Ω φωνή, ω μητέρα, ω των πρώτων μου χρόνων σταθερά παρηγόρησις, όμματ’ οπού μ’ εβρέχατε με γλυκά δάκρυα!».
Έμποροι η οικογένεια του Κάλβου, αλλά εκείνος ακολουθεί από νωρίς τον δικό του δρόμο. Μόλις είκοσι ετών, το 1812, τον προσλαμβάνει ο Ούγκο Φώσκολο γραμματέα του. Έτσι τον ακολουθεί στα ταξίδια του και βιώνει τους διωγμούς που υφίσταται για τις ιδέες του, έως ότου χώρισαν οι δρόμοι τους. Κυνηγημένος και ο ίδιος για τα εθνεγερτικά του φρονήματα από τις ιταλικές αρχές το 1820 καταφεύγει στη Γενεύη, από όπου παρακολουθεί τον Αγώνα. Εμπνεόμενος από αυτόν το 1824 εκδίδει εκεί την πρώτη του ποιητική συλλογή, τη «Λύρα»,
στο τυπογραφείο Guil. Fick., που περιλαμβάνει τις δέκα πρώτες «Ωδές» του.
Το 1826 μεταβαίνει στο Ναύπλιο, βιώνει τη διχόνοια και μέσα σε ένα μήνα φεύγει για την Κέρκυρα, όπου μένει έως το 1852. Εκεί παραδίδει ιδιωτικά μαθήματα και διδάσκει τρία χρόνια στην Ιόνιο Ακαδημία. Σε όλα αυτά τα χρόνια δεν συναντάται με τον Σολωμό, έχει προστριβές με συναδέλφους του και, κατά τον φιλόλογο Στέφανο Διαλυσμά, αισθάνεται ότι η Πατρίδα τον αγνοεί. Το 1852 αναχωρεί με την Αγγλίδα Σαρλότ Αουγκούστα Ουάνταμς στο Λονδίνο και το 1853 την παντρεύεται. Εκείνη ανοίγει παρθεναγωγείο στο Λάουθ και ο Κάλβος διδάσκει σε αυτό έως τον θάνατό του, το 1869. Το 1960, πριν ακριβώς εξήντα χρόνια, τα οστά του μεταφέρονται στην Ζάκυνθο.
Χαρακτηριστικοί στίχοι από τα ποιήματά του:
Για την Πατρίδα: « Γη των θεών φροντίδα, Ελλάς ηρώων μητέρα, φίλη, γλυκεία πατρίδα μου, νύχτα δουλείας σ’ εσκέπασε, νύκτα αιώνων» («Ο Ωκεανός», στ. α΄)
Κατά τον παιάνα «Ίτε παίδες Ελλήνων»: « Τρέξατε αδέλφια τρέξατε. Ψυχαί θερμαί, γενναίαι. Εις τον βωμόν τριγύρω της πατρίδος αστράπτοντα τρέξατε πάντες. Ας παύσωσ’ η διχόνοιαι που ρίχνουσι τα έθνη τυφλά υπό τα σκληρότατα ονύχια των αγρύπνων δολίων τυράννων». («Βωμός της Πατρίδος», στ. α΄- β΄).
Για τη δόξα: «Νοείς; – Τρέξατε, δεύτε οι των Ελλήνων παίδες, ήλθ’ ο καιρός της δόξης, τους ευκλεείς προγόνους μας ας μιμηθώμεν…Τί τρέμεις; Την φοράδα κτύπα, κέντυσον Οθωμανέ, θηρία μάχην πνέοντα, δόξαν, σε κατατρέχουν» (Εις δόξαν, στ. κβ΄ – κδ΄)
Εις τον Ιερόν Λόχον: «Ω γνήσια της Ελλάδος τέκνα, ψυχαί που επέσατε εις τον αγώνα ανδρείως, τάγμα εκλεκτών ηρώων, καύχημα νέον» (στ. γ΄). Για την Ζάκυνθο: «Χαίρε Αυσονία, χαίρε και συ Αλβιών, χαιρέτωσαν τα ένδοξα Παρίσια, ωραία και μόνη η Ζάκυνθος με κυριεύει» (Ο Φιλόπατρις στ. ιβ’).
Εις Χίον: «Ω λαιμοί των αθώων παιδιών μας, ω πλευρά σεβάσμια των μητέρων, γερόντων κόμαι εις τ’ αίμα αθλίως βρεγμέναι! Εκδίκησιν ζητείτε; Η φωνή σας ηκούσθη. Ποτέ εις την γην οι αθάνατοι τους ληστάς δεν αφίνουν ατιμωρήτους» (στ. ιζ΄- ιη΄).
Εις Ψαρά: «Επί το μέγα ερείπιον η ελευθερία ολόρθη προσφέρει δύο στεφάνους, έν’ από γήινα φύλλα, κ’ άλλον απ’ άστρα» (στ. κδ΄).
Εις Σούλι: Βράχοι υψηλοί, διαβόητοι, βουνά του τετραχώρου. Από σας καταβαίνουσι πολλοί και δυνατοί αδάμαστοι άνδρες» (στ. δ΄).
Εις Σάμον: «Νήσος λαμπρά ευδαιμόνει. Ότε η δουλεία σε αμαύρονε, σ’ είδον. Άμποτε νάλθω να φιλήσω το ελεύθερον Ιερόν σου χώμα». (στ. κγ΄).
Για τις ξένες δυνάμεις: «Δια να θεμελιώσητε την τυραννίαν τιμάτε τον Σταυρόν εις τας πόλεις σας, και αυτόν επολεμήσατε εις την Ελλάδα. Και τώρα εις προστασίαν μας τα χέρια σας απλόνετε! Τραβήξετέ τα οπίσω, βλέπει ο Θεός και αστράπτει δια τους πανούργους». («Αι ευχαί», στ. ιβ΄ και ιγ΄).
Ο πρόλογος – αφιέρωση του Ανδρέα Κάλβου στον στρατηγό Λαφαγιέτ, στα «Λυρικά» του που εκδόθηκαν στο Παρίσι, δείχνει ότι απευθύνεται σε συναγωνιστή. Το κείμενο είναι επίκαιρο:
«Την ημέρα που εκθέσατε σε κίνδυνο τη ζωή σας στην Αμερική, δεν αγωνισθήκατε μόνο για την ανεξαρτησία αυτής της χώρας. Οι αρχές της δικαιοσύνης και της ηθικής επί των οποίων οφείλουν οι λαοί να θεμελιώνουν την ευημερία τους, ήσαν πάντα μπρος στα μάτια σας.
Στρατηγέ, είναι για τον ίδιο λόγο που και εμείς αγωνιζόμαστε. Η ηλικία σας, σας εμποδίζει να δείξετε το σπαθί σας στους βαρβάρους, οι οποίοι μας καταπίεζαν επί τέσσερις αιώνες. Αλλά μπορεί η ανάμνηση των πράξεων σας να γεννήσει συναισθήματα γενναιότητας στην ψυχή καθενός, που θα μπορούσε να βαδίσει στα χνάρια σας.
Υπερβολικά φτωχοί για να μπορέσουμε να τροφοδοτήσουμε το στρατό και το ναυτικό μας, στερημένοι από κάθε θεσμό για να στερεώσουμε την ελευθερία μας, χωρίς άρματα για να γεμίσουμε τα βράχια μας, πολεμώντας εναντίον εχθρού συνέχεια κτυπημένου και πάντα παρόντος, περιτριγυρισμένοι από παγίδες από τις χριστιανικές κυβερνήσεις, που έγιναν σύμμαχοι των εχθρών του Ευαγγελίου, δεχόμενοι επιθέσεις δολίων προσφορών προστασίας, που ο λαός μας δεν ζήτησε, θα υποκύψουμε; Όχι στρατηγέ. Ο Θεός και η απελπισία μας στηρίζουν. Ένα έθνος, που, ολόκληρο, κοιτάζει τους εχθρούς του με περιφρόνηση και τον τάφο του με αδιαφορία δεν μπορεί να νικηθεί…» (Μετάφραση.γρ)
*Ο Πίνδαρος (522-442) είναι, κατά τον Αλέξανδρο Ραγκαβή, «ο μέγιστος και εξαισιώτερος λυρικός ποιητής εις την αρχαιότητα, ευπατρίδης εξ Αιγιδών, γεννηθείς εν Κυνός κεφαλαίς Θηβών».