Βλασφημία: Η παρουσία του χριστιανισμού στον κόσμο συνδέεται με κοσμοϊστορικές αλλαγές τόσο σε κοινωνικό όσο και σε θρησκευτικό επίπεδο.
Κι αυτές οι αλλαγές κόστισαν τη ζωή σε εκατομμύρια ανθρώπους που θέλησαν να είναι συνεπείς με το Ευαγγέλιο του Χριστού, με βάση το οποίο κρίνονται έκτοτε τα πράγματα της ιστορίας. Οι μάρτυρες των μεγάλων διωγμών θεωρήθηκαν βλάσφημοι και διώχθηκαν, επειδή αμφισβήτησαν τη θεοποίηση της κοσμικής εξουσίας στο πρόσωπο του Ρωμαίου Αυτοκράτορα.
Στην ιστορική πορεία της ανθρωπότητας οι άγιοι της Εκκλησίας στάθηκαν συνεπείς στις εντολές του Χριστού, κι αυτό φαίνεται από τα βιβλικά κείμενα με κορύφωση την αινιγματική αλλά ρηξικέλευθη Αποκάλυψη του Ιωάννη, όπου το θηρίο περιγράφεται γεμάτο από αυτοκρατορικούς τίτλους βλάσφημους για το Θεό[1]. Στα κείμενα της Αποκάλυψης εμφανώς καταδικάζεται η βλάσφημη θεοποίηση κάθε πολιτικής και οικονομικής εξουσίας. Αλλά υπήρξαν και εποχές που οι χριστιανοί δεν έδωσαν την αυθεντική ευαγγελική μαρτυρία στον κόσμο.
Οπότε, τίθεται το ερώτημα: Ευθύνονται οι χριστιανοί για τη βλασφημία του Ονόματος του Θεού; Για να απαντήσουμε σε αυτό χρειάζεται να δεχθούμε ότι, α) οι χριστιανοί παρότι βίωναν την ευαγγελική αλήθεια έγιναν αδίκως αποδέκτες της βλασφημίας είτε από αρχές και εξουσίες του κόσμου είτε από συνανθρώπους τους, β) στρεβλώνοντας οι ίδιοι οι χριστιανοί τις ευαγγελικές αρχές, έγιναν και γίνονται αιτία να βλασφημείται το όνομα του Θεού «ἐν τοῖς ἔθνεσι»[2], αλλά και γ) έχοντας πολλές φορές και οι ίδιοι μια επίπλαστη ή επιφανειακή χριστιανική ταυτότητα, δηλ. «οι χριστιανοί της ταυτότητας», όπως αποκαλούνται, δεν διστάζουν να βλασφημούν το όνομα του Θεού.
Η βλασφημία δεν αφορά απλώς την εξωτερική συμπεριφορά των χριστιανών. Από την καρδιά του ανθρώπου εξέρχονται «διαλογισμοί πονηροί, φόνοι, μοιχεῖες, πορνεῖες, κλοπές, ψευδομαρτυρίες καί βλασφημίες»[3]. Δηλαδή, η βλασφημία συνιστά μια εσωτερική κατάσταση που άλλοτε εξωτερικεύεται κι άλλοτε όχι. Στη Φιλοκαλία των Ιερών Νηπτικών νηπτική τονίζεται, ότι η βλασφημία του ονόματος του Θεού, έχει αρνητικές επιπτώσεις στην πνευματική ζωή. Κι όπως γράφει ο όσιος Κασσιανός ο Ρωμαίος, η παραφροσύνη της αίρεσης στηρίζεται σε βλάσφημα σοφίσματα και ιδέες που αποτελούν φοβερή βλασφημία.
Τα τελευταία χρόνια συζητείται κυρίως η βλασφημία στη δημόσια σφαίρα αλλά από θεολογική άποψη δεν μπορεί να ιδωθεί παρά ως μια κατάσταση που συνδέεται με το προσωπικό ήθος του ανθρώπου, το οποίο όμως έχει συχνά δημόσιες / κοινωνικές προεκτάσεις.
Β΄
Σχετικά με την άδικη στάση των ανθρώπων του «κόσμου πού ἐν τῶ πονηρῶ κεῖται»[4], και οι οποίοι βλασφημούν το όνομα του Θεού και των μαθητών του υπάρχει ποικιλία αναφορών στην βιβλική παράδοση που παρατηρούνται τόσο κατά τη διάρκεια της δίκης[5] όσο και την ώρα της Σταύρωσης του Χριστού[6]. Από την άλλη, ο Χριστός θεωρείται «βλάσφημος» από τους γραμματείς και φαρισαίους της εποχής του, διότι συγχωρεί τις πόρνες και τους αμαρτωλούς[7]. Και σε άλλη περίπτωση οι Ιουδαίοι πήραν πέτρες να τον λιθοβολήσουν, θεωρώντας τον βλάσφημο, αφού «ἐνῶ εἶναι ἄνθρωπος, παρουσιάζει τον ἑαυτό του γιό τοῦ Θεοῦ»[8].
Επίσης, η κύρια κατηγορία κατά του Πρωτομάρτυρος και Αρχιδιακόνου Στεφάνου ήταν ότι άκουσαν «αὐτοῦ λαλοῦντος ρήματα βλάσφημα εἰς Μωϋσῆν και τον Θεόν… και οὐ παύεται ρήματα βλάσφημα λαλῶν κατά τοῦ τόπου τοῦ ἁγίου και τοῦ νόμου»[9].
Όπως υπαινικτικά προαναφέρθηκε, αρκετές φορές αναφέρεται η βλασφημία στην Αποκάλυψη του Ιωάννη. Ενδεικτική η περιγραφή του θηρίου με τα δέκα κέρατα και τα επτά κεφάλια που βγήκε από τη θάλασσα και του δόθηκε εξουσία να λέει λόγια υπεροπτικά και βλάσφημα και να προσβάλλει βλασφημώντας το όνομα του Θεού, την κατοικία του κι όσους κατοικούν στον ουρανό[10]. Αλλά στο τέλος επικρατεί το «Ἀρνίον το ἄκακον» που σηκώνει στους ώμους Του τις αμαρτίες του κόσμου. Υποχωρεί το σκοτάδι και καταυγάζει τον κόσμο θείο φως. Ανατέλλει καινούριος ουρανός και αναδύεται καινούργια γη.[11]
Είναι επίσης χαρακτηριστική η εικόνα που παρουσιάζει ο Απόστολος Παύλος, περιγράφοντας την παράδοξη θέση των χριστιανών μέσα σε μια αφιλόξενη ειδωλολατρική κοινωνία, και προτρέπει τους Κορινθίους να απαντούν στις λοιδορίες και τις βλασφημίες του κόσμου χωρίς να ανταποδίδουν το κακό: «λοιδορούμενοι εὐλογοῦμεν, διωκόμενοι ἀνεχόμεθα, βλασφημούμενοι παρακαλοῦμεν»[12]. Αυτή όμως η στάση δεν είναι αυτονόητη και δεδομένη, αλλά ζητούμενη. Αφορά κυρίως τα κατεξοχήν χαρισματικά μέλη της Εκκλησίας που δεν έλειψαν σε κάθε εποχή, αλλά περιλαμβάνει και καθημερινούς απλούς ανθρώπους που αναμετρούνται με τις αποστολικές παραινέσεις, βιώνοντας το μαρτύριο της συνειδήσεως. Πολλοί χριστιανοί γίνονται αιτία άδικης χλεύης και ενίοτε βλασφημίας εκ μέρους των συνανθρώπων τους, όταν παραμένουν συνεπείς στη χριστιανική τους μαρτυρία.
Γ΄
Ωστόσο, στην ιστορική πορεία του χριστιανισμού υπήρξαν μελανές πτυχές που σημάδεψαν αρνητικά την ανθρωπότητα. Σχίσματα, φανατισμοί, σταυροφορίες με κορύφωση το δυτικό Μεσαίωνα και τους λεγόμενους θρησκευτικούς πολέμους είναι ορισμένες από αυτές. Λ.χ. Η ιερά εξέταση, οι ποικίλες απαγορεύσεις, το κυνήγι των μαγισσών, τα συγχωροχάρτια, ο διά πυράς θάνατος δημιούργησαν τις προϋποθέσεις για να αναπτυχθεί στη γηραιά Ήπειρο έντονη αντιχριστιανική κριτική. Είναι γνωστή στον πρώιμο δυτικό μεσαίωνα η ξέφρενη ανάπτυξη της δαιμονολογίας και η καλλιέργεια κλίματος φοβίας από μέρους του Ρωμαιοκαθολικισμού.
Οι παραπάνω λόγοι, όπως και πολλοί άλλοι που δεν είναι του παρόντος να αναπτυχθούν, συνέβαλαν ώστε η θρησκευτική πίστη να θεωρηθεί πηγή φόβου και ο εκκλησιαστικός θεσμός εκφραστής σκοταδιστικών αντιλήψεων. Τα αποτέλεσμα ήταν να αμφισβητηθεί έντονα όλο το σύστημα του Ρωμαιοκαθολικισμού, και η χριστιανική διδασκαλία να απωθηθεί, από ένα μεγάλο μέρος της δυτικής διανόησης στο περιθώριο της κοινωνικής ζωής. Το φαινόμενο αυτό είναι εμφανές και στη σύγχρονη κοινωνία.
Ο Νικόλαος Μπερδιάγεφ κάνει λόγο για την αξία του χριστιανισμού και την αναξιότητα των χριστιανών.[13] Και επισημαίνει ότι, ενώ στους περασμένους αιώνες η χριστιανική πίστη κρίθηκε πριν απ’ όλα με βάση την αιώνια αλήθεια της, τη διδασκαλία και τις εντολές της, σήμερα κρίνεται με βάση τον άνθρωπο και τα ανθρώπινα[14]. Κι εδώ βρίσκεται το λεπτό σημείο. Η εξωτερική θεώρηση και η εστίαση στη συμπεριφορική φαινομενολογία αγνοούν και δεν υπολογίζουν την ανθρώπινη τρεπτότητα όχι μόνο προς το κακό αλλά και το καλό. Διότι με τη μετάνοια και τη μεταστροφή που είναι πάντοτε ευκταία, κάθε άνθρωπος από βλάσφημος μπορεί να μεταμορφωθεί σε άγιος. Έτσι ο βλάσφημος Σαούλ γίνεται ο Απόστολος Παύλος, ο ληστής, οικιστής του Παραδείσου, και η πόρνη, αγία.
Επίσης σε περιπτώσεις καταστροφών, ασθενειών και των λεγόμενων «θεομηνιών» παρατηρείται «ανακάλυψη του Θεού» και η σχεδόν ταυτόχρονη απόρριψή του και η βλασφημία του. Οι περισσότεροι άνθρωποι ανακαλύπτουν σε δύσκολες στιγμές το Θεό, για να τον δικάσουν και στη συνέχεια να τον απορρίψουν και να βλασφημήσουν το όνομά του. Είναι ενδεικτικό ότι σε σχετική εμπειρική έρευνα για τους μετανάστες, οι Σιχ της Αττικής εκφράζουν την αποδοκιμασία τους για τη συμπεριφορά των Ελλήνων απέναντι στο Θεό επισημαίνοντας, μεταξύ άλλων, ότι «οι Έλληνες βρίζουν πολύ».[15]
Ανάλογη είναι η μαρτυρία του Οσίου Παϊσίου του Αγιορείτου: «Πόσο είχαν απογοητευθεί οι Φαρασιώτες, τότε με την Ανταλλαγή, όταν έρχονταν με το καράβι στην Ελλάδα! Δυο ναύτες μάλωναν και έβριζαν τον Χριστό και την Παναγία. Τους φάνηκε πολύ βαρύ! Σού λέει: “Έλληνες, Χριστιανοί, να βρίζουν τον Χριστό και την Παναγία!”. Τους άρπαξαν και τους πέταξαν στην θάλασσα. Ευτυχώς ήξεραν κολύμπι και γλύτωσαν. Ακόμη και όταν βρίζουν κάποιον άνθρωπο, πρέπει να τον υπερασπίσουμε, πόσο μάλλον τον Χριστό!». Τα ίδια διηγείται και ο όσιος Ιάκωβος (Τσαλίκης): «Όταν κατεβήκαμε στο λιμάνι του Πειραιά, παρόλη τη νηπιακή μου ηλικία, θυμάμαι ότι ακούσαμε για πρώτη φορά στη ζωή μας κάποιον να βλαστημάει τα Θεία. Τότε η γιαγιά μου είπε: “Καλύτερα να γυρίσουμε πίσω να μας σκοτώσουν οι Τούρκοι παρά να ακούμε τέτοια λόγια”. Στη Μικρασία δεν ξέραμε τέτοια αμαρτία»!
Επομένως στο αρχικό ερώτημα θα μπορούσαμε να απαντήσουμε ότι οι χριστιανοί ευθύνονται πολλάκις για τη βλασφημία του ονόματος του Θεού, είτε άμεσα, είτε έμμεσα, όταν παύουν να εμπνέονται και να τροφοδοτούνται από το ευαγγελικό μήνυμα της αγάπης. Η βλασφημία εκφράζει την ποιότητα του ήθους των χριστιανών και συνδέεται με τη μαρτυρία τους στο κοινωνικό περιβάλλον.
Παραπομπές:
[1]Αποκ.17, 3.
[2]«Ὅς ἐν νόμω καυχᾶσαι, διά τῆς παραβάσεως τοῦ νόμου τον Θεόν ἀτιμάζεις; Τό γάρ ὄνομα τοῦ Θεοῦ δι’ ὑμᾶς βλασφημεῖται ἐν τοῖς ἔθνεσι». Ρωμ. 2,23-24.
[3]Ματθ. 15,19.
[4]Α’ Ιωάν. 5, 19.
[5]«Και ἕτερα πολλά βλασφημοῦντες ἔλεγον εἰς Αὐτόν». Λουκ. 22,65.
[6]Βλ. Ματθ. 27,39.
[7]Βλ. Λουκ. 5,21.
[8]Ιωάν. 10, 33.
[9]Πράξ. 6,11-13.
[10]Αποκ. 13, 5-6.
[11]Αποκ. 21,1.
[12]Α΄ Κορ. 4, 12-13.
[13]Nicolas Berdiaeff, Χριστιανισμός και κοινωνική πραγματικότητα, μετάφρ. Β. Τ. Γιούλτση, Πουρναράς Θεσσαλονίκη, σ. 219 κ.ε.
[14]Nicolas Berdiaeff, ό.π., σ. 222.
[15]Νίκη Παπαγεωργίου, Θρησκεία και μετανάστευση. Η κοινότητα των Σιχ στην Ελλάδα, Εκδ. Κ. Σφακιανάκη, Θεσσαλονίκη 2011, σ. 216.