Δια το θέμα αυτό έχουμε δυο λαμπρές μελέτες, οι οποίες στηρίζονται σε πλούσια βιβλιογραφία του παρελθόντος.
Τη μελέτη του Αρχιεπισκόπου Αθηνών και Πάσης Ελλάδος Χρυσοστόμου (Α΄) Παπαδοπούλου (1868-1938), «Περί της Ανακηρύξεως Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» και τη μελέτη του καθηγητή της Θεολογικής Σχολής Αθηνών κ. Αμίλκα Αλιβιζάτου (1887-1969), «Η αναγνώρισις των Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία».
Με βάση τις δυο αυτές μελέτες, έχοντας υπ’ όψη και άλλες δευτερεύουσες, θα διαπραγματευθούμε και εμείς το ανωτέρω θέμα.
Κατ’ αρχήν η Ορθόδοξη Εκκλησία, δια της ανακηρύξεως ή -κατά το πιο ορθό- αναγνωρίσεως των αγίων, δεν αγιοποιεί αλλά αναγνωρίζει την αγιότητα που υπάρχει και μαρτυρείται από την εν γένει Εκκλησία.
Γι’ αυτό ακριβώς τον λόγο, δεν έχουμε επίσημες και γραπτές πράξεις ανακηρύξεως των αγίων από την αρχαία Εκκλησία, διότι δεν χρειαζόταν σε καμμιά περίπτωση επίσημη πράξη για την αγιοποίηση.
Οι πρώτοι, που έτυχαν στην Εκκλησία της τιμής της αναγνωρίσεως της αγιότητάς τους, ήταν οι μάρτυρες, τους οποίους τιμούσαν αμέσως μετά τον θάνατό τους. Και αυτό γινόταν, διότι το μαρτύριο είναι βάπτισμα «όπερ δευτέροις ρύποις ού μολύνεται», κατά τον άγιο Γρηγόριο το Θεολόγο.
Ομοίως τιμούσαν και τους ομολογητές, οι οποίοι άνευ θανάτου μεν αλλά «εν μέσω πολλών βασάνων και καταπιέσεως», ομολογούσαν την πίστη τους. Φυσικά οι μάρτυρες και οι ομολογητές δημιουργούνταν στους διωγμούς, κατά την διάρκεια των οποίων η Εκκλησία στερείται την εξωτερική ειρήνη.
Από αυτό όμως δεν έπεται ότι οι άγιοι του Θεού ανήκουν μόνο σ’ αυτές τις δυο τάξεις. Σε κάθε εποχή, είτε με διωγμούς είτε με ειρήνη, εμφανίζονται οι αναντίρρητα δοκιμασμένοι και αγιασμένοι, οι όσιοι πατέρες, οι ποιμένες και διδάσκαλοι της Εκκλησίας, «οι των ομολογητών και μαρτύρων αναίμακτοι ζηλωταί και στεφανίται και λόγοις και πράγμασι» κατά την έκφραση του πατριάρχου Φιλοθέου Κοκκίνου (P.G. 151,755).
Η αναγνώριση αυτή όλων των ανωτέρω αγίων, ακόμη και των τελευταίων, ήταν πάντοτε αυθόρμητη και σε καμμιά τυπική μορφή δεν υπαγόταν. Καμμιά δηλαδή πράξη της εκκλησιαστικής αρχής δεν χρειαζόταν, αλλά αυθόρμητα κλήρος και λαός έδειχναν την τιμή τους προς αυτόν που αναγνωριζόταν άγιος από την συνείδηση της Εκκλησίας.
Σε περιπτώσεις μάλιστα, στις οποίες ο επίσκοπος ή ο κλήρος έσπευδε στην ανακήρυξη κάποιου αγίου, χωρίς να συνεπιμαρτυρεί όλη η συνείδηση της Εκκλησίας, τότε η ανακήρυξη έμενε πράξη κενή περιεχομένου (βλέπε Αλιβιζάτου… σ. 26, υποσημείωση 1).
Η αναγνώριση στην αρχή είχε τοπικό χαρακτήρα. Αντί άλλων πράξεων ενεγράφοντο απλώς τα ονόματα των αγίων εις τα Μαρτυρολόγια – Αγιολόγια, Συναξάρια, Μηνολόγια ή Δίπτυχα. Ανάλογα δε με την φήμη και σημασία του τιμωμένου αγίου, η τιμή ελάμβανε γενικώτερο χαρακτήρα, μέχρις ότου υιοθετείτο αυτή σιγά-σιγά απ’ ολόκληρη την Εκκλησία.
Αναγνώριση γινόταν μερικές φορές και με επίσημη συνοδική πράξη της Εκκλησίας, όχι όμως πάντοτε, και μάλιστα όταν επρόκειτο να γενικευθεί η τιμή τους, να εισαχθεί δε αυτή και στην Μεγάλη Εκκλησία, όπως μας πληροφορεί ο Πατριάρχης Φιλόθεος σε όσα γράφει για τον Άγιο Γρηγόριο Παλαμά (P.G. 151, 693-716).
Έτσι ο Γρηγόριος ο Παλαμάς, ο άγιος Γεράσιμος ο νέος ο ασκητής της Κεφαλληνίας, ο άγιος Διονύσιος ο εν Ζακύνθω, η αγία Φιλοθέη η Αθηναία, ο Γρηγόριος ο Ε΄, ο Άγιος Νικόδημος και άλλοι αναγνωρίσθηκαν ως άγιοι δια Συνοδικής Πράξεως.
Παρ’ όλα αυτά όμως, η πράξη αυτή δεν καθιερώθηκε ως κανόνας πλέον δια την επίσημη αναγνώριση των αγίων, ούτε τηρήθηκε μεταγενέστερα ως απαραίτητη. Αντίθετα οι διάφοροι νεομάρτυρες, (οι οποίοι δεν είναι και λίγοι) αναγνωρίστηκαν χωρίς καμμιά επίσημη αναγνώριση. Εκτός απ’ αυτό όμως και όσοι αναγνωρίστηκαν άγιοι με επίσημη Συνοδική Πράξη, είχαν ήδη τιμηθεί ως άγιοι υπό του λαού.
Έτσι ο Γρηγόριος Παλαμάς, πριν την αγιοποίησή του, είχε τιμηθεί ως άγιος στην Θεσσαλονίκη, στο Άγιο Όρος και στη Καστοριά, όπου κτίστηκε και ναός προς τιμή του. Ο Αθανάσιος ο Πάριος, που έζησε τα τελευταία χρόνια της τουρκοκρατίας, συνέγραψε πραγματεία υπό τον τίτλο «ότι οι νεομάρτυρες είναι άγιοι και πρέπει να τιμώνται ως τοιούτοι και άνευ κανονικής διαγνώσεως της Μεγάλης Εκκλησίας».
Επίσης είναι γνωστό ότι ο περίφημος Κοσμάς ο Αιτωλός αναγνωρίσθηκε άγιος άνευ επεμβάσεως του Πατριαρχείου, περιληφθείς στα συναξάρια το 1819.
Σε περιπτώσεις επίσημης αναγνωρίσεως αγίων παρατηρούμε, όπως και σε πολλά άλλα, μάλιστα δε στους μετά την πτώση της Κωνσταντινουπόλεως χρόνους, την επίδραση της πράξεως της Λατινικής «εκκλησίας», η οποία από του 11ου αιώνος ακολουθεί ιδιότυπη διαδικασία αγιοποιήσεως.
Η πράξη αυτή της Λατινικής «εκκλησίας» επέδρασε περισσότερο στην ρωσική Εκκλησία, όπου έχουμε αντίστοιχη διαδικασία με την Λατινική και η οποία απαιτεί -εκτός των άλλων- και την άδεια του Τσάρου (sic) για να αναγνωρισθεί κανείς ως άγιος.
Αναγνώριση Αγίων σήμερα
Σήμερα την διαδικασία αναγνωρίσεως των Αγίων την βλέπουμε αποκρυσταλλωμένη στην απάντηση του Οικουμενικού Πατριαρχείου προς τον Μητροπολίτη Ρουμανίας Μύρωνα, ο οποίος εζήτησε να μάθει ποια διαδικασία έπρεπε να ακολουθείται δια την αναγνώριση των Αγίων.
Οι αρχές που ακολουθούνται δια την αναγνώριση ενός αγίου κατά την απάντηση είναι οι εξής
1ον) Εξέλεγξις στοιχείων αγιότητος υπό Συνόδου.
2ον) Αυτή περιττεύει περί προσώπων ήδη αναγνωρισμένων ως αγίων.
3ον) Κατά την ανακήρυξιν γίνεται σχετική εκκλησιαστική πράξη.
4ον) Η πράξις της ανακηρύξεως υπογράφεται πανηγυρικώς εν τω ναώ, γενομένης και της προσηκούσης εκκλησιαστικής τελετής ως εξής· Κατερχομένης δηλαδή απάσης της Συνόδου εις τον ναόν και τιθεμένου εν τω μέσω του ευαγγελίου, ψάλλονται τα τροπάρια «Ευλογητός εί Χριστέ ο Θεός ημών…», «΄Οτε καταβάς τας γλώσσας συνέχεε…» κ.τ.λ.. Είτα αναγιγνώσκεται και υπογράφεται υπό πάντων των της γενικής Συνόδου μελών, άτινα παρίστανται, η πράξις της αγιοποιήσεως κ.λ.π..
5ον) Επί των αξιολογοτέρων αγίων συντάσσεται και ιδιαιτέρα ακολουθία.
6ον) Αναγκαία εστί η ανακομιδή των λειψάνων αν σώζονται και το χρίσμα αυτών δια του αγίου Μύρου.
Από τα ανωτέρω σημεία το σπουδαιότερο είναι το 2ον από το οποίο φαίνεται σαφώς ποια ήταν η πράξη και παράδοση της Ορθοδόξου Εκκλησίας. Τα υπόλοιπα στοιχεία, τα οποία υποδεικνύει η πατριαρχική σύνοδος, είναι είτε μεταγενέστερα είτε πρόχειρα συνταχθέντα δια την ανάγκη της απαντήσεως, μερικά δε εξ αυτών, όπως περί ανάγκης ανακομιδής λειψάνων, χρίσεως δι’ αγίου Μύρου (πράγμα το οποίο απαγορεύει ο μζ΄ αποστολικός και ιη΄ Καρθαγένης κανών) είναι ερανισμένα από το άρθρο της Encyclopedie catholique στο οποίο περιγράφεται η πράξη της ρωσικής Εκκλησίας.
Συμπέρασμα
Η αναγνώριση «των υπό του Θεού δεδοξασμένων προσώπων των ευαρεστούντων Αυτώ και της κατατάξεως αυτών εις τον χορόν των Αγίων εγίνετο, γίνεται και οφείλει να γίνεται κατά αδιάκοπον και εν τουτω παράδοσιν της Ορθοδόξου Εκκλησίας υπό της γενικής εκκλησιαστικής συνειδήσεως ποιμένων τε και ποιμενομένων άνευ άλλης ετέρας πρωτοβουλίας και επισήμου επεμβάσεως της εκκλησιαστικής αρχής». Βεβαίως η εκκλησιαστική αρχή δύναται και πρέπει δι’ ειδικής πράξεως να καθορίζει μερικές λεπτομέρειες που ακολουθούν την αγιοποίηση κάποιου, μάλιστα τελετουργικής φύσεως (ως η διάταξη εορτής αγίου)· επ’ ουδενί όμως λόγω η εκκλησιαστική αρχή δύναται να προβαίνει εξ αποκλειστικής της πρωτοβουλίας εις την ανακήρυξη αγίου, διότι αυτό δεν είναι έργο αποκλειστικά αυτής, αλλά της εν γένει συνειδήσεως της Εκκλησίας.
Προϋποθέσεις και τυπικοί καθορισμοί της αναγνρίσεως
Οι προϋποθέσεις οι οποίες απαιτούνται δια να γίνει κάποιος άγιος ή κατά την έκφραση του Πατριάρχου Ιεροσολύμων Νεκταρίου «τα μαρτύρια της αληθούς εν ανθρώποις αγιότητος» είναι, κατά το ίδιο πατριάρχη, τέσσερα. «Ορθοδοξία άμωμος, αρετών κατόρθωσις απασών, εν αίς έπεται η περί την πίστιν μέχρις αίματος αντικατάστασις και τέλος η παρά Θεού επίδειξις σημείων υπερφυών τε και θαυμάτων».
Στις ανωτέρω προϋποθέσεις ο καθηγητής κ. Α. Αλιβιζάτος προσθέτει και τις εξέχουσες υπηρεσίες προς τον Χριστιανισμό, που προσέφεραν ορισμένοι άγιοι, όπως ο Μέγας Κωνσταντίνος, η Αυτοκράτειρα Θεοδώρα και άλλοι. Η προϋπόθεση όμως αυτή, κατά τη γνώμη μας, δεν μπορεί να αποτελέσει τεκμήριο αγιότητας, αν χωρισθεί από την καθόλου ζωή και δράση του αγίου.
Η διατήρηση ακεραίου και αλύτου του σώματος των μαρτύρων ή των αγίων δεν είναι απαραίτητος, ούτε είναι και πάντοτε δείγμα αγιότητας (Κ. Δεληκάνη, Μητροπολίτου Κυζίκου, Πατριαρχικά έγγραφα, τόμος Γ΄, Κων/πολις 1905, σ. 136,7). Η Εκκλησία δε τιμά και τα λείψανα των αγίων που δεν διατηρούνται ακέραια, όπως επίσης και τους αγίους των οποίων δεν σώζονται λείψανα.
Βιβλιογραφία
1) Χρυσοστόμου Παπαδόπουλου (αρχιεπισκόπου Αθηνών, 1923-1938) «Περί της ανακηρύξεως Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» (1934).
2) Αμίλκα Αλιβιζάτου, «Η αναγνώρισις των Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» (1948), «Θεολογία» 19 (1941-48), σ. 18-52.
3) «Η ανάδειξις αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία» ( Έκθεσις Συνοδικής Επιτροπής κ.λ.π.), «Ορθοδοξία» Κων/πόλεως, 6 (1931), σσ. 281-287.
4) Ξηρουχάκη Αγαθάγγελου «Ανακήρυξις Αγίων εν τη Ρωμαϊκή Εκκλησία», «Εκκλησιαστικός Φάρος» 32 (1933) σσ. 79-86.
5) Μητροπολίτου Θεσσαλονίκης Παντελεήμονος «Ανακήρυξις Αγίων εν τη Ορθοδόξω Εκκλησία», ανάτυπο από «Γρηγόριο Παλαμά».
6) Θ.Η.Ε. Άρθρο «Ανακήρυξις Αγίων», τόμος 1ος, 272-273, υπό αρχιμ. Ιερωνύμου Κοτσώνη, καθηγητού Α.Π.Θ. (μετέπειτα αρχιεπισκόπου Αθηνών, 1967-1973).
Μελέτιος Απ. Βαδραχάνης
Αρχιμανδρίτης