Μεγάλη Πέμπτη: Η Μεγάλη Εβδομάδα είναι κάτι μοναδικό μέσα στο εκκλησιαστικό έτος. Στη σπουδαιότητα, άλλωστε, των κοσμοσωτήριων γεγονότων, σύμφωνα με τον άγιο Ιωάννη το Χρυσόστομο, οφείλεται και η ονομασία της πιο ιερής εβδομάδας του έτους ως «Μεγάλης».
Της Μαρίνας Ζιώζιου
Στη λειτουργική πράξη της Εκκλησίας, η έναρξη της επόμενης ημέρας γίνεται από το απόγευμα της προηγουμένης. Έτσι, λοιπόν, οι Ακολουθίες που τελούνται το βράδυ της Μεγάλης Εβδομάδας, αφορούν τα γεγονότα της επομένης ημέρας. Τα κείμενά μας, ακολουθώντας αυτή την πρακτική, θα περιγράφουν τα γεγονότα της επομένης ημέρας, αλλά θα αφορούν την Ακολουθία της ημέρας που δημοσιεύονται.
Κάθε μέρα στο skai.gr -με τη βοήθεια του Αρχιμανδρίτη π. Φιλούμενου Ρούμπη, γενικού γραμματέα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών- θα δίνουμε το «στίγμα» της ημέρας για όλη τη Μεγάλη Εβδομάδα μέχρι και την Κυριακή του Πάσχα. Επίσης, η κυρία Ευηλένα Καρδαμήλα, υποψήφια διδάκτωρ Λαογραφίας θα μας «ταξιδεύει» στα έθιμα και τις παραδόσεις σε κάθε γωνιά της Ελλάδας, που έχουν βαθιά τις ρίζες τους μέσα στον χρόνο.
Το πρωί της Μεγάλης Πέμπτη τελείται ο Εσπερινός με συνημμένη τη Θεία Λειτουργία του Μεγάλου Βασιλείου, κατά την οποία συνηθίζεται να κοινωνούν οι περισσότεροι χριστιανοί.
Στο Οικουμενικό Πατριαρχείο, κάθε δέκα περίπου χρόνια τελείται η «έψηση», δηλ. η παρασκευή, του Αγίου Μύρου, το οποίο ύστερα αποστέλλεται στις κατά τόπους Ορθόδοξες Εκκλησίες. Το Άγιο Μύρο είναι το αποτέλεσμα της ανάμειξης λαδιού και άλλων αρωματικών ελαίων, δρογών και φαρμακευτικών φυτών. Χρησιμοποιείται κατά τη διάρκεια του Μυστηρίου του Χρίσματος, που τελείται μετά τη βάπτιση, στα εγκαίνια Ναών και αλλού. Η διαδικασία ξεκινά την Κυριακή των Βαΐων. Στο παρεκκλήσι του Αγίου Ανδρέα τη Μεγάλη Πέμπτη το πρωί γίνεται ο Όρθρος και αμέσως μετά λιτανεία στην αυλή του Πατριαρχείου. Το Άγιο Μύρο μεταφέρεται εκεί από 24 Αρχιμανδρίτες, οι οποίοι κρατούν 24 αργυρά δοχεία, με τελευταίο τον Πατριάρχη, που κρατά μια μικρή Μυροθήκη. Στη λιτανεία παρευρίσκονται εκπρόσωποι του ελληνικού κράτους και διπλωμάτες. Πριν το Άγιο Μύρο μεταφερθεί στα μεγάλα δοχεία του Μυροφυλακείου (στον πύργο του Πατριαρχείου), τελείται Θεία Λειτουργία, όπου γίνεται ο καθαγιασμός του.
Μεγάλη Πέμπτη απόγευμα – Όρθρος Μεγάλης Παρασκευής
Το απόγευμα της Μεγάλης Πέμπτης τελείται η «Ακολουθία των Παθών» ή, όπως προσφιλώς τη γνωρίζει ο κόσμος, η «Ακολουθία των Δώδεκα Ευαγγελίων». Μετά την ανάγνωση του πέμπτου κατά σειράν Ευαγγελίου, όπως μας εξηγεί ο Αρχιμανδρίτης π. Φιλούμενος Ρούμπης, μέσα στο σκοτάδι και με λίγα αναμμένα κεριά, βγαίνει από το Ιερό ο Εσταυρωμένος, και τοποθετείται με λιτανευτική πομπή στο μέσον του Ναού, καθώς ψάλλεται το: «Σήμερον κρεμάται επί ξύλου». Θα παραμείνει εκεί μέχρι τον Εσπερινό της επομένης ημέρας, τη Μεγάλη Παρασκευή το πρωί.
Τα γεγονότα της ημέρας: Μετά τον Μυστικό Δείπνο, ο Χριστός οδήγησε τους Μαθητές έξω από την πόλη, σε μια βαθιά ρεματιά, γνωστή ως «Κοιλάδα των Κέδρων» και μέχρι το «Όρος των Ελαιών», απέναντι από την Ιερουσαλήμ, όπου Εκείνος και οι Μαθητές Του συνήθως διανυκτέρευαν.
Το Συνέδριο των Ιουδαίων επέσπευσε την απόφασή του για τη θανάτωση του Ιησού πριν από το Πάσχα, επειδή φοβούνταν τυχόν εξέγερση του πλήθους, που είχε μαζευτεί στην πόλη εξαιτίας της εορτής. Δεν μπορούσαν να Τον συλλάβουν σε δημόσιο χώρο, γιατί Τον ακολουθούσε πλήθος ανθρώπων, οι οποίοι θα ξεσηκώνονταν. Ο Ιούδας, λοιπόν, ήταν εξαιρετικά χρήσιμος στις ιουδαϊκές αρχές, γιατί ήξερε ακριβώς πού να βρει τον Χριστό και τους Μαθητές, μακριά από το πλήθος. Γνώριζε ότι συνήθιζαν να διανυκτερεύουν στη «Γεσθημανή», ένα απομονωμένο ελαιοτριβείο του «Όρους των Ελαιών». Η στιγμή ήταν κατάλληλη – περασμένα μεσάνυχτα – και σίγουρα, λόγω της ώρας, δεν θα παρευρίσκονταν πολλοί υπερασπιστές του Χριστού.
Όταν έφτασαν οι Μαθητές και ο Χριστός στο «Όρος των Ελαιών», ο Κύριος πήρε μαζί Του τον Πέτρο, τον Ιάκωβο και τον Ιωάννη και πήγαν λίγο μακρύτερα, από το σημείο όπου κοιμούνταν οι άλλοι Μαθητές. «Περίλυπη μέχρι θανάτου είναι η ψυχή μου» τους είπε. «Περιμένετε εδώ και μείνετε άγρυπνοι μαζί μου». Αφού απομακρύνθηκε λίγο, έπεσε με το πρόσωπο στη γη και προσευχόταν με τούτα τα λόγια: «Πατέρα μου, αν είναι δυνατόν, ας μην πιω αυτό το ποτήρι· όμως, ας μην γίνει το δικό μου θέλημα, αλλά το δικό σου». Βρισκόταν σε μεγάλη ένταση. Το μέγεθος της αγωνίας Του περιγράφεται με μία λεπτομέρεια από τον Ευαγγελιστή Λουκά, που γράφει: «Φανερώθηκε τότε σε Αυτόν ένας άγγελος από τον ουρανό και Τον ενίσχυε. Η αγωνία Τον κυρίεψε και προσευχόταν πιο πολλή ώρα. Ο ιδρώτας Του έγινε σαν σταγόνες αίματος και έπεφτε στη γη».
Προσευχήθηκε με αγωνία για τρεις περίπου ώρες υπακούοντας στο θέλημα του Πατέρα Του. Ήταν τελείως εξαντλημένος, αλλά η νύχτα μόλις ξεκινούσε. Ήδη από μακριά άκουσε τον υπόκωφο ήχο του πλήθους, που πλησίαζε στον ελαιώνα. Ο Χριστός, φυσικά, γνώριζε γιατί ο Ιούδας ήταν εκεί. Στη συνέχεια προχώρησε προς το μέρος του πλήθους και ρώτησε: «Ποιον γυρεύετε;». «Τον Ιησού από τη Ναζαρέτ», Του αποκρίθηκαν. «Εγώ είμαι» απάντησε και στην ανταπόκρισή Του οπισθοδρόμησαν και έπεσαν καταγής. Οι Πατέρες της Εκκλησίας ερμηνεύουν, ότι αυτό έγινε, εξαιτίας του ότι αισθάνθηκαν την απεραντοσύνη της θεϊκής Του δύναμης.
Εν τω μεταξύ οι στρατιώτες είχαν οδηγήσει τον Ιησού στον Άννα, τον πεθερό του Καϊάφα για ανάκριση. Για τους Ιουδαίους, ο Μέγας Αρχιερέας είχε εξουσιοδοτηθεί από τον Θεό να προσφέρει θυσίες για τις αμαρτίες των ανθρώπων και είχε ως ανεξίτηλο χαρακτηριστικό την αγιότητα διά βίου. Όποιος είχε υπηρετήσει ως Μέγας Αρχιερέας έστω και για μία ημέρα, κρατούσε τον τίτλο και απολάμβανε σημαντική εξουσία καθόλη τη διάρκεια της ζωής του. Το αξίωμα του προσέδιδε μια επιβλητική λατρευτική υπόσταση, που τον έθετε υπεράνω των άλλων. Και επειδή κανένας Ιουδαίος βασιλιάς δεν κυβερνούσε την επαρχία της Ιουδαίας για το μεγαλύτερο μέρος του 1ου μ.Χ. αιώνα, ο Μέγας Αρχιερέας είχε τον τίτλο του Εθνάρχη, δηλαδή εκπροσωπούσε τον Ιουδαϊκό λαό σε θρησκευτικά ζητήματα ενώπιον του Θεού, αλλά και σε όλα τα πολιτικά ζητήματα με τη Ρώμη. Τα υπόλοιπα είναι γνωστά…
Ο Πιλάτος κατείχε τον τίτλο «Φίλος του Καίσαρα». Ο τίτλος αυτός δινόταν στους διακεκριμένους άνδρες της Ρώμης. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, κατείχε αυτό τον τίτλο με τη βοήθεια ενός φίλου του, πολύ σημαντικού Ρωμαίου, με επιρροή στον Καίσαρα, ονόματι Λούκιος Αίλιος Σηιανός. Όμως ο Καίσαρας Τιβέριος είχε πρόσφατα απομακρύνει τον Σηιανό, με την κατηγορία της προδοσίας, και τον εκτέλεσε. Αυτό το γεγονός ήταν γνωστό στον Καϊάφα και τους Αρχιερείς και το χρησιμοποίησαν αποτελεσματικά για να εξαναγκάσουν τον Πιλάτο να εκτελέσει τον Ιησού, υπό την απειλή ότι θα τον παρουσίαζαν στον Καίσαρα ως προδότη.
Όταν ο Πιλάτος άκουσε αυτά τα λόγια, διέταξε να φέρουν έξω τον Ιησού, και ο ίδιος κάθισε στην έδρα του δικαστή, στον τόπο που ονομάζεται «Λιθόστρωτο», στα εβραϊκά «Γαβαθά». Ήταν σχεδόν μεσημέρι της παραμονής του εβραϊκού Πάσχα, μεσημέρι για εμάς της Μεγάλης Παρασκευής.
Το θέαμα ήταν φρικτό. Ο Χριστός στεκόταν σε μια λίμνη αίματος. Το ακάνθινο στεφάνι προεξείχε γύρω από το κεφάλι Του τρυπώντας το. Με ματωμένη την πορφυρη χλαίνη, κολλημένη στις πληγές Του, αποτελούσε θέα μακάβριας παρωδίας βασιλικής δόξας. Ο Πιλάτος ήταν έξαλλος με τους Ιουδαίους, γιατί ουσιαστικά τον είχαν εξευτελίσει με τις απειλές τους. Τους είπε, λοιπόν: «Να, ο βασιλιάς σας!». Τότε εκείνοι άρχισαν να φωνάζουν με κραυγές: «Θάνατος, θάνατος, σταύρωσέ Τον». Με σαρκασμό και περιφρόνηση τούς απάντησε: «Τον βασιλιά σας να σταυρώσω;». Και εκείνοι αποκρίθηκαν: «Δεν έχουμε άλλον βασιλιά, εκτός από τον αυτοκράτορα».
Το φρενήρες πλήθος έγινε ανεξέλεγκτο. Αν ο Πιλάτος δεν υπέκυπτε γρήγορα στις απαιτήσεις του παθιασμένου όχλου, πιθανότατα θα συνέβαινε κάποια ταραχή. Έκανε ό,τι μπορούσε, αλλά κύρια ευθύνη του ήταν να διατηρήσει την τάξη και κύριο μέλημά του ήταν να διατηρήσει την ζωή και την θέση του. Έπλυνε, λοιπόν, τα χέρια του λέγοντας: «Εγώ είμαι αθώος για το αίμα αυτού του δίκαιου· το κρίμα επάνω σας». Έτσι, εξέφρασε συμβολικά, ότι δεν συμφωνεί με τη θανατική ποινή. Τότε αποκρίθηκε όλος ο λαός και είπε: «Το αίμα Του επάνω μας και επάνω στα παιδιά μας». Ο Πιλάτος κάθισε τότε στην έδρα του δικαστή για να καταδικάσει τον Ιησού σε θάνατο. Ήταν η έκτη ώρα της ημέρας, δηλαδή περίπου δώδεκα το μεσημέρι. Το σχέδιο της σωτηρίας σύντομα θα κορυφωνόταν, με την τέλεια θυσία του αμνού του Θεού.
Τα έθιμα του τόπου μας
Τη Μεγάλη Πέμπτη όχι μόνο κορυφώνονται τα Πάθη του Κυρίου, αλλά και σηματοδοτείται η έναρξη των πασχαλινών εθίμων στην παραδοσιακή και τη σύγχρονη κοινωνία, όπως επισημαίνει η κυρία Ευηλένα Καρδαμήλα. Τα έθιμα αυτής της ημέρας αφορούν το νοικοκυριό και τις ετοιμασίες για τη γιορτή της Ανάστασης, αλλά και την Ακολουθία των Παθών με τη Σταύρωση του Χριστού το απόγευμα στην εκκλησία.
Αρχικά, τη Μεγάλη Πέμπτη οι γυναίκες ξεκινούν από το πρωί το ζύμωμα της κουλούρας της Λαμπρής. Τη ζυμώνουν με μυρωδικά και τη στολίζουν με ξηρούς καρπούς. Τη συναντούμε με διάφορα ονόματα, ανάλογα με την περιοχή στην οποία αναφερόμαστε. Μερικά από αυτά είναι κουτσούνα, κοφίνι, καλαθάκι, αυγούλα κ.ά. Τόση δύναμη είχε αυτό το παρασκεύασμα στη λαϊκή πίστη, που σε πολλές περιοχές όπως η Ανατολική Ρωμυλία έφτιαχναν με αυτό το ζυμάρι μικρά σταυρουδάκια, τα τοποθετούσαν στο εικονοστάσι και όταν κάποιος αρρώσταινε του έδιναν να φάει ένα μικρό κομμάτι για να γιατρευτεί.
Βέβαια, το πιο δημοφιλές έθιμο της Μεγάλης Πέμπτης σε όλες τις περιοχές της Ελλάδας είναι το βάψιμο των αυγών. Από το κόκκινο χρώμα τους μάλιστα η ημέρα ονομάζεται και Κόκκινη Πέφτη ή Κοκκινοπέφτη. Φυσικά υπάρχει συγκεκριμένη εθιμοτυπία για το βάψιμο των αυγών και αυτή περιλαμβάνει τον αριθμό των αυγών που θα βαφτούν, το μέσο της βαφής, αλλά και το δοχείο που θα τοποθετηθούν τα αυγά μετά τη βαφή. Ιδιαίτερες και θεραπευτικές ιδιότητες προσδίδονται στο πρώτο αυγό που θα βαφτεί, αλλά και στα ευαγγελισμένα αυγά, εκείνα δηλαδή που στέλνονται στην εκκλησία για να λειτουργηθούν.
Το χρώμα των αυγών είναι κυρίως κόκκινο και για την επιλογή αυτή υπάρχουν διάφορες εξηγήσεις. Για μερικούς το κόκκινο χρώμα προτιμάται εις ανάμνησιν του χυμένου αίματος του Χριστού. Για άλλους το κόκκινο είναι ένα χρώμα γιορτινό που ταιριάζει στη μεγάλη χαρά της Ανάστασης. Τέλος, σύμφωνα με μία παράδοση από την Καστοριά, όταν αναστήθηκε ο Χριστός μια χωρική γυναίκα δυσκολεύτηκε να το πιστέψει και είπε στους συγχωριανούς της πως αν αυτό συνέβη πραγματικά, τα αυγά που είχε μπροστά της έπρεπε να κοκκινίσουν. Έτσι και έγινε. Γι’ αυτό και από τότε βάφουμε τα αυγά κόκκινα.
Ωστόσο, παρά τις ασχολίες του νοικοκυριού, οι πιστοί δεν ξεχνούν τη μέρα αυτή τις θρησκευτικές τους πρακτικές. Τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης μετά την ανάγνωση των Δώδεκα Ευαγγελίων και τη Σταύρωση του Χριστού, πολλές γυναίκες και κορίτσια ξενυχτούν στην εκκλησία για να τιμήσουν και να μοιρολογήσουν τον Χριστό, όπως θα έκαναν για κάποιον δικό τους νεκρό συγγενή. Είναι η νύχτα που σε κλίμα κατάνυξης και συγκίνησης τραγουδούν το:
«Σήμερα μαύρος ουρανός, σήμερα μαύρη μέρα
σήμερα όλοι θλίβονται και τα βουνά λυπούνται.
Σήμερα έβαλαν βουλή οι άνομοι Εβραίοι,
οι άνομοι και τα σκυλιά και οι τρισκαταραμένοι,
για να σταυρώσουν τον Χριστό, των πάντων βασιλέα»
Παράλληλα, τη νύχτα της Μεγάλης Πέμπτης, οι γυναίκες που ξενυχτούν στην εκκλησία στολίζουν τον Επιτάφιο, στον οποίο θα τοποθετηθεί το σώμα του Χριστού την επόμενη μέρα μετά την ακολουθία της Αποκαθήλωσης. Ο στολισμός γίνεται με άνθη που έχουν φέρει οι πιστοί. Λεμονανθοί, τριαντάφυλλα, βιολέτες και μενεξέδες πλέκονται σε στεφάνια και γιρλάντες, έτσι ώστε ο Επιτάφιος να μοιάζει με μια άνθινη κορώνα.
Τέλος, η ιερότητα της ακολουθίας της Μεγάλης Πέμπτης προσδίδεται και στα αντικείμενα της λατρείας για τους πιστούς. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελούν τα κεριά που καίνε κατά τη διάρκεια της ανάγνωσης των Δώδεκα Ευαγγελίων. Φεύγοντας από την εκκλησία εκείνη τη νύχτα οι πιστοί παίρνουν ένα κομμάτι από αυτά τα κεριά και το κρατούν όλο το χρόνο για φυλαχτό.
skai.gr