Γράφει ο π. Ηλίας Μάκος
Δωδεκαήμερο ή Δωδεκάμερο ονομάζεται η περίοδος των 12 ημερών και νυχτών, από την παραμονή των Χριστουγέννων έως το πρωί των Θεοφανείων, στις 6 Ιανουαρίου. Τα παλαιά έθιμα στην Ήπειρο, κάποια από τα οποία διασώζονται ως τις ημέρες μας, περιείχαν το πνεύμα των ανθρώπων των παρελθουσών εποχών.
Την παραμονή των Χριστουγέννων κάθε νοικοκύρης έφερνε στο σπίτι του ένα χοντρό ξύλο, κομμένο από δέντρο αγκαθωτό, αχλαδιά, αγριοκερασιά κ.α.. Τα αγκαθωτά δένδρα, κατά τη λαϊκή αντίληψη, απομακρύνουν τα δαιμονικά όντα. Επίσης, έκαιγαν λιβάνι ή αλάτι στη φωτιά, ή κρεμούσαν ένα κατωσάγονο χοίρου στην καμινάδα. Άλλοι θέλοντας να τους εξαπατήσουν, μια και οι καλικάντζαροι θεωρούνταν κουτοί, έδεναν στο κρικέλι της πόρτας ένα σκουλί λινάρι. Ώσπου να μετρήσει ο δαίμονας τις ίνες του λιναριού, θα λαλούσε ο πετεινός.
ΔΟΞΑΣΙΑ ΠΕΡΙ ΚΑΛΙΚΑΝΖΤΑΡΩΝ ΣΤΗ ΘΕΣΠΡΩΤΙΑ
Στην αρχαία Θεσπρωτία υπήρχε µια δοξασία, συνδυασμένη και με το νεκρομαντείο της Εφύρας, σύμφωνα με την οποία ο κόσµος πίστευε, ότι οι ψυχές των πεθαµένων ξαναγύριζαν για ένα διάστηµα στη γη και έµεναν κοντά στους ζωντανούς, όπου προσπαθώντας να ξεφαντώσουν γίνονταν ενοχλητικοί µε τα πειραγµατά τους. Η τουρκοκρατία βοήθησε να ενισχυθεί και να συνεχιστεί η πίστη σ΄αυτά τα όντα. Η τυφλή υποταγή των ανθρώπων στη δεισιδαιμονία, βοήθησε να φτάσει ο µύθος των καλικάντζαρων ως τις µέρες µας. Με βάση τη λαϊκή φαντασία , ο καλικάντζαρος κατά τόπους εµφανίζεται µε ανθρώπινη µορφή, τριχωτό δέρµα, άλλοτε τυφλός, άλλοτε µονόφθαλµος, κουτσοπόδαρος, τραγοπόδαρος, ψηλός, λιγνός µε σιδερένια παπούτσια, ξεπλατισµένος, κωµικός πάντα στην εµφάνιση και στην περπατησιά. Πότε δεν κόβει τα νύχια του και είναι πάντα άσχηµος. Σύµφωνα µε µια παλιά δοξασία στη Θεσπρωτία, αλλά και στην υπόλοιπη Ήπειρο, όποιος γεννηθεί µεταξύ Χριστουγέννων και Αγίου Βασιλείου, µετά το θάνατό του γίνονταν καλικάντζαρος. Αυτό ίσως εξηγεί και γιατί στην Θεσπρωτία νόμιζαν ότι υπήρχαν σχεδόν σε όλα τα χωριά “καλικάντζαροι”. Οι καλικάντζαροι εµφανίζονται στις γιορτές του δωδεκαηµέρου και έρχονται κάτω από τη γη, όπου κατοικούν τον υπόλοιπο καιρό. Σύµφωνα µε την παράδοση, οι καλικάντζαροι που µισούν τους ανθρώπους, προσπαθούν να κόψουν το δέντρο που στηρίζεται η γη αλλά δεν προλαβαίνουν, γιατί έρχεται ο αγιασµός των Θεοφανείων και έτσι εξαφανίζονται πάλι στα τάρταρα.
ΤΑ “ΧΟΙΡΟΣΦΑΓΙΑ”
Την παραμονή ή προπαραμονή των Χριστουγέννων, έχουν προηγηθεί τα “χοιροσφάγια”, η σφαγή των γουρουνιών, που το παχύ τους κρέας και το λίπος ήταν η κατάλληλη τροφή για το χειμώνα.ο σφάξιμο ήταν πραγματική ιεροτελεστία, τέτοια που παραπέμπει σε αρχαίες θυσίες. Μ’ ένα θυμιατήρι θυμιάτιζαν το σφάγιο και έβαζαν στο στόμα του ένα κρεμμύδι. Τα παιδιά περίμεναν αυτό το γεγονός με ιδιαίτερη ανυπομονησία. Έπαιρναν την ουρήθρα του ζώου και την έκαναν μπάλα. Τη χτυπούσαν πρώτα σε μια πέτρα για να καθαριστεί από τα λίπη. Μετά τη φούσκωναν και την έδεναν καλά. Μια πραγματική δερμάτινη μπάλα! Τα γουρούνια, ή γ’ρούνια, ήταν πραγματικός θησαυρός για την οικονομία του σπιτιού την εποχή εκείνη. Κατ’ αρχήν έφτιαχναν τον πατσά, που θα έτρωγαν όμως την ημέρα των Φώτων. Με το δέρμα του κατασκεύαζαν αυτοσχέδια παπούτσια, τα γουρνοτσάρουχα. Το λίπος του το έλιωναν, το αποθήκευαν σε βαρέλια ξύλινα (κάδοι) και το χρησιμοποιούσαν στη μαγειρική, καθώς το λάδι ήταν δυσεύρετο. Τα μικρά κομμάτια του λίπους που δεν έλιωναν τελείως, καθώς είχαν λίγο κρέας, τα φύλαγαν για άλλες χρήσεις. Τις τσιγαρίδες όπως τις έλεγαν, τις έβαζαν στις πίττες ή στη μπομπότ, ψωμί από καλαμποκίσιο αλεύρι, για να νοστιμίσουν. Το κρέας του γουρουνιού το έκαναν παστό ή λουκάνικα, τις λουκανίτσες. Για να τις φτιάξουν ψιλόκοβαν πρώτα το κρέας, το ανακάτευαν με ψιλοκομμένα πράσα και κρεμμύδια, έριχναν ρίγανη και τα κρεμούσαν στο ταβάνι του κελαριού σε θηλιές.
ΤΑ ΑΝΑΜΜΕΝΑ ΔΕΝΤΡΑ
Στα χωριά κυρίως της Άρτας, όποιος πάει στο σπίτι του γείτονα, για να πει τα χρόνια πολλά, καθώς και όλα τα παιδιά τα παντρεμένα, που θα πάνε στο πατρικό τους, για να φιλήσουν το χέρι του πατέρα και της μάνας τους, κρατούν ένα κλαρί πουρνάρι, ή ό,τι άλλο δεντρικό, που καίει τρίζοντας. Στο δρόμο το ανάβουν και το πηγαίνουν έτσι αναμμένο στο πατρικό τους σπίτι και γεμίζουν χαρούμενες φωτιές και κρότους τα σκοτεινά δρομάκια του χωριού. Αυτό συμβολίζει τους ποιμένες, που προσκύνησαν το Χριστό. Όταν γεννήθηκε ο Ιησούς και πήγαν, οι βοσκοί να προσκυνήσουν, ήταν νύχτα σκοτεινή. Βρήκαν κάπου ένα ξερό πουρνάρι κι έκοψαν τα κλαδιά του. Πήρε ο καθένας από ένα κλαδί στο χέρι, του έβαλε φωτιά και γέμισε το σκοτεινό βουνό χαρούμενες φωτιές και τριξίματα και κρότους. Στα Γιάννινα δεν κρατούν ολόκληρο το κλαρί του πουρναριού αναμμένο στο χέρι τους, αλλά κρατούν στη χούφτα τους μια χεριά δαφνόφυλλα και πουρναρόφυλλα, που τα πετούν στο τζάκι, μόλις μπούνε και καλημερίζουν. Κι όταν τα φύλλα τα ξερά πιάσουν φωτιά κι αρχίσουν να τρίζουν και να πετάνε σπίθες, εύχονται: «Αρνιά, κατσίκια, νύφες και γαμπρούς!» Αυτή είναι η καλύτερη ευχή για κάθε νοικοκύρη. Να προκόβουν τα κοπάδια του, να πληθαίνει η φαμελιά του, να μεγαλώνουν τα κορίτσια και τα παλικάρια του, να του φέρνουν στο σπίτι νύφες και γαμπρούς, να του δώσουν εγγόνια που δε θ’ αφήσουν τ’ όνομα το πατρικό να σβήσει.
ΤΟ ΧΡΙΣΤΟΨΩΜΟ
Το «ψωμί του Χριστού» το έφτιαχνε, την παραμονή των Χριστουγέννων, η νοικοκυρά με ιδιαίτερη ευλάβεια και με ειδική μαγιά (από ξερό βασιλικό κ.λ.π.). Απαραίτητος επάνω, χαραγμένος ο σταυρός. Γύρω – γύρω διάφορα διακοσμητικά σκαλιστά στο ζυμάρι ή πρόσθετα στολίδια. Αυτά τόνιζαν το σκοπό του χριστόψωμου και εξέφραζαν τις διάφορες πεποιθήσεις των πιστών. Την ημέρα του Χριστού, ο νοικοκύρης έπαιρνε το χριστόψωμο, το σταύρωνε, το έκοβε και το μοίραζε σ’ όλη την οικογένειά του και σε όσους παρευρίσκονταν στο χριστουγεννιάτικο τραπέζι. (Μερικοί εδώ βλέπουν ένα συμβολισμό της Θείας κοινωνίας. Όπως ο Χριστός έδωσε τον άρτο της ζωής σε όλη την ανθρώπινη οικογένειά του…). Γύρω από το χριστόψωμο υπάρχουν και άλλες παραδόσεις. Αναφέρονται στην ενότητα της Εκκλησίας και των λαών, με συμβολικό πρότυπο την ένωση των κόκκων του σίτου σ΄ ένα ψωμί. Οι λαοί κάποτε θα ενωθούν μ’ ένα ποιμένα, το Χριστό. Τα χριστόψωμα, τα έκοβε στο τραπέζι των Χριστουγέννων ο οικοδεσπότης, σταυρώνοντάς τα, και ευχόμενος «χρόνια πολλά και του χρόνου». Τα χριστόψωμα κατασκευάζονται όπως το ψωμί, μόνο που στολίζονται με σταυρούς και ποικίλα στολίδια ανάλογα με την καλαισθησία της νοικοκυράς. Σε κάποια χωριά της Ηπείρου τα χριστόψωμα, τα έφτιαχναν κεντημένα με ωραία σχήματα, που γίνονταν πάνω στο ζυμάρι με διάφορα ποτήρια, μικρά ή μεγάλα ή κούπες από βελανίδια, τα οποία συμβόλιζαν την αφθονία, που ήθελαν να έχουν στην παραγωγή των ζώων και της σοδειάς του σπιτιού τους. Μερικοί συνήθιζαν στη μέση του χριστόψωμου να βάζουν ένα άβαφο αυγό που συμβόλιζε τη γονιμότητα.
ΟΙ ΤΗΓΑΝΙΤΕΣ
Σε όλα τα σπίτια, στα χωριά της Ηπείρου, παραμονές Χριστουγέννων θα έπλαθαν και θα έψηναν τις τηγανίτες. Στο σοφρά ή σε κάποιο τραπέζι κοντά στην φωτογονία, η μητέρα και τα κορίτσια έπλαθαν το έτοιμο ζυμάρι. Μετά το έριχναν στη μεγάλη τηγάνα που ήταν γεμάτη καυτό λάδι πάνω στη φωτιά, για να ψηθεί. Η πρώτη τηγανίτα, μεγάλη και στρογγυλή με σταυρό στη μέση ήταν του Χριστού, η δεύτερη παρόμοια του σπιτιού κ.λ.π. Τις ψημένες τηγανίτες τις έβαζαν μέσα σε μπουρέκια (στρογγυλά μπακιρένια ταψιά) και σε λεκάνες. Η ποσότητα του ζυμαριού, που θα γινόταν τηγανίτες ήταν αρκετή και πάντοτε ανάλογη με τον πληθυσμό της φαμελιάς. Η φωτιά για τις τηγανίτες έπρεπε να είναι δυνατή και να έχει διάρκεια. Γι αυτό ο πατέρας είχε σκίσει σκίζες τα χοντρά κούτσουρα. Ήταν η καλύτερη καύσιμη ύλη για την περίπτωση.
ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΙΑΤΙΚΟ ΣΤΕΦΑΝΙ
Σε ορισμένα χωριά συνήθιζαν να κρεμάνε στους τοίχους και τις εξώπορτες ολόκληρες πλεξούδες από σκόρδα που πάνω τους καρφώνουν μοσχοκάρφια, δηλαδή γαρυφαλλάκια για να διώξουν την κακογλωσσιά που «καρφώνει» την ευτυχία του σπιτιού τους. Διακοσμημένο με Χριστουγεννιάτικα στολίδια, το στεφάνι από έλατο στην εξώπορτα, εκτός από το καλωσόρισμα στους καλεσμένους, φέρνει τύχη στο σπίτι.
ΤΟ ΚΥΝΗΓΙ ΤΑ ΧΡΙΣΤΟΥΓΕΝΝΑ
Κατά τη διάρκεια των σαράντα ημερών πριν τα Χριστούγεννα, στα χωριά, τα περισσότερα παιδιά βγαίνανε κυνήγι. Τα βράδια, όταν το σούρουπο έπεφτε για καλά και το κρύο άρχιζε να τσούζει, παίρνανε το “φακό” με καινούργια “πλάκα” και γυρίζανε στα χαλάσματα και στα σπήλια κοντά στο χωριό. Στόχος τους οι γουργουγιάννηδες, τα μικρά πουλάκια που κούρνιαζαν εκεί. Τα θαμπώνανε με το φακό και τα πιάνανε. Αν ήταν πολύ ψηλά, τα χτυπούσανε με τις λαστιχιέρες (σφεντόνες). Η μάνα ή κάποια μεγάλη αδερφή, μετά από πολλή γκρίνια τους, τα καθάριζαν και τα πάστωναν. Τα βάζανε σε πήλινα ή γυάλινα βάζα, για να τα φάνε τα Χριστούγεννα. Πολλά παιδιά μάζευαν είκοσι και περισσότερα πουλάκια και καμάρωναν για τις … κυνηγετικές ικανότητες τους και για την σοδειά τους. Και όταν ζύγωναν οι γιορτές, άρχιζαν οι παραδοσιακές ετοιμασίες. Το σπίτι έπρεπε να βάλει τα γιορτινά του και όλο το χωριό να καθαριστεί και να ετοιμαστεί, για να υποδεχτεί τους ξενιτεμένους του που θα έρχονταν να κάνουν γιορτές με τους δικούς τους.
ΤΑ ΚΑΛΑΝΤΑ
Τα κάλαντα ή κάλανδα, κόλιαντρα, παραμονή των Χριστουγέννων, της Πρωτοχρονιάς, των Θεοφανείων είναι ευχετικά και επαινετικά τραγούδια για την οικογένεια και το σπιτικό και συγχρόνως η μελοποιημένη αφήγηση του γεγονότος της ημέρας. Με την προθυμία της αγνότητας και τη διάθεση της γνωριμίας με τις χαρές της ζωής είναι πάντοτε τα παιδιά, που συνήθιζαν να κρατούν και ένα καλαθάκι για τα «φιλέματα». Τα φιλέματα στην ελληνική ύπαιθρο ήταν κυρίως γλυκά: δίπλες, ξεροτήγανα, λουκουμάδες, αλλά και ξηροί καρποί, κουραμπιέδες ή μελομακάρονα. Από τα πιο συνηθισμένα φιλοδωρήματα ήταν τα «κόλιντρα», μικρές κουλούρες από σιτάρι ή κριθάρι. Η αμοιβή των καλανδιστών δεν είναι ούτε φιλανθρωπία, ούτε ζητιανιά, αλλά πράξη τελεστική. Την ονομασία τους, την πήραν από την λατινική λέξη calenda, που διαμορφώθηκε από το ελληνικό ρήμα καλώ. Παιδιά, κατά ομάδες, περιφέρονταν και περιφέρονται στα σπίτια, στους δρόμους, στα καταστήματα και τραγουδούν με ειδικό όργανο τραγούδια, που αφορούν τα Χριστούγεννα, τη γιορτή της Πρωτοχρονιάς, τη γιορτή του Μ. Βασιλείου και μερικά και την Περιτομή του Χριστού.Το έθιμο αυτό προϋπήρχε στην Ελλάδα, πριν από την Ρώμη. Σήμερα η ανταμοιβή για τους ύμνους και τις ευχές είναι κυρίως χρηματική και διάφορα κεράσματα.
Η ΠΡΩΤΟΧΡΟΝΙΑ
Η πίτα, που φτιάχνουμε την παραμονή της Πρωτοχρονιάς και που κόβεται σε πανηγυρική συγκέντρωση των μελών της οικογένειας ή και άλλων συγγενών και φίλων, έχει τις ρίζες της στα αρχαία ελληνορωμαϊκά έθιμα. Η ορθόδοξη παράδοση συνέδεσε το έθιμο με τη Βασιλόπιτα. Η προέλευσή της σχετίζεται με το Μ. Βασίλειο, που για να προστατεύσει την περιφέρειά του, την Καισάρεια της Καππαδοκίας, από επιδρομή αλλοφύλων, έκανε έρανο και μάζεψε χρυσά νομίσματα και άλλα αγαθά, για να τα δώσει στους εχθρούς, ώστε να τους δελεάσει, για να μην λεηλατήσουν την περιοχή του. Ο εχθρός, όμως, τελικά, δεν κατόρθωσε να εισβάλει στην Καισάρεια και τα αγαθά έμειναν. Τότε, ο Μ. Βασίλειος είπε να φτιάξουν μικρές πίτες – ψωμάκια, μέσα στις οποίες έβαζαν και ένα χρυσό νόμισμα, ή κάτι άλλο από όλα τα πολύτιμα πράγματα που είχαν μαζευτεί. Οι πίτες αυτές μοιράστηκαν σε όλους και ο καθένας κράταγε ό,τι του τύχαινε. Πάρα πολλά έτυχαν και στα παιδιά… Το πρωί της Πρωτοχρονιάς, η οικογένεια πηγαίνει στην εκκλησία και ο νοικοκύρης κρατάει στην τσέπη του ένα ρόδι, για να το λειτουργήσει. Γυρνώντας σπίτι, πρέπει να χτυπήσει το κουδούνι της εξώπορτας – δεν κάνει να ανοίξει ο ίδιος με το κλειδί του – και έτσι να είναι ο πρώτος που θα μπει στο σπίτι, για να κάνει το καλό ποδαρικό, με το ρόδι στο χέρι. Μπαίνοντας μέσα, με το δεξί, σπάει το ρόδι πίσω από την εξώπορτα, το ρίχνει δηλαδή κάτω με δύναμη, για να σπάσει και να πεταχτούν οι ρώγες του παντού και ταυτόχρονα λέει: “με υγεία, ευτυχία και χαρά το νέο έτος κι όσες ρώγες έχει το ρόδι, τόσες λίρες να έχει η τσέπη μας όλη τη χρονιά”. Τα παιδιά μαζεμένα γύρω-γύρω κοιτάζουν οι ρώγες, αν είναι τραγανές και κατακόκκινες. Όσο γερές κι όμορφες είναι οι ρώγες, τόσο χαρούμενες κι ευλογημένες θα είναι οι μέρες που φέρνει μαζί του ο νέος χρόνος.
ΤΑ ΘΕΟΦΑΝΕΙΑ
Τα Θεοφάνεια ή Φώτα ή Επιφάνεια γιορτάζουμε την βάπτιση του Ιησού Χριστού από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο ή Βαπτιστή. Ο αγιασμός γίνεται για πρώτη φορά την παραμονή των Θεοφανίων και λέγεται «Μικρός Αγιασμός» ή «Πρωτάγιαση» ή «Φώτιση». Με την Πρωτάγιαση, ο ιερέας γυρίζει όλα τα σπίτια και με το σταυρό και ένα κλωνί βασιλικό «αγιάζει» ή «φωτίζει» (ραντίζει) τους χώρους των σπιτιών για να φύγει μακριά κάθε κακό. Παλαιότερα, οι λαϊκές δοξασίες συνέδεαν τον φωτισμό των σπιτιών με την εξαφάνιση των καλικάντζαρων, τους οποίους φαντάζονταν να φεύγουν περίτρομοι με την έλευση του ιερέα. Ο μεγάλος αγιασμός γίνεται ανήμερα τα Θεοφάνεια στις 6 Ιανουαρίου. Μια μεγάλη πομπή σχηματίζεται και παίρνει το δρόμο που οδηγεί στη θάλασσα ή σε κάποιο ποτάμι, μπορεί και σε μια δεξαμενή. Μπροστά τα εξαπτέρυγα, πίσω οι παπάδες με τα καλά τους άμφια, ύστερα οι αρχές του τόπου και παραπίσω το πλήθος. Στις πόλεις η πομπή γίνεται πιο πλούσια με τη μουσική και τη στρατιωτική παράταξη. Όταν γίνει ο αγιασμός, ρίχνει ο παπάς το σταυρό στο νερό, πραγματοποιώντας έτσι τον αγιασμό των υδάτων. Νεαρά κυρίως άτομα βουτούν στα παγωμένα νερά για να πιάσουν τον Σταυρό και να λάβουν την ευλογία του ιερωμένου, αλλά και να δεχθούν τις τιμές και τις ευχές των συντοπιτών τους. Οι καμπάνες ηχούν χαρμόσυνα. Όλοι οι πιστοί πίνουν με ευλάβεια από τον αγιασμό, συμβολικά με τρεις γουλιές, και ραντίζουν μ’ αυτόν τα σπίτια, τα δέντρα, τα χωράφια και τα ζώα τους. Για τα Φώτα ο λαός πιστεύει πως είναι ο καιρός, η γιορτή που φεύγουν οι καλικάντζαροι γιατί φοβούνται την αγιαστούρα του παπά. Ο τρόμος τους αρχίζει από την παραμονή των Φώτων που γίνεται ο μικρός αγιασμός. Γι αυτό και το έθιμο του λαού λέει:
Στις πέντε του Γενάρη
Φεύγουν οι καλικαντζάροι.
Αλλά ο μεγάλος τους τρόμος είναι τα Φώτα.
Φεύγουν τότε λέγοντας:
Φεύγετε να φεύγουμε
κι έφτασε ο τουρλόπαπας
με την αγιαστούρα του
και με τη βρεχτούρα του…
Η εορτή των Θεοφανίων περικλείει άλλωστε και πολλές εκδηλώσεις που αποτελούν διαιώνιση αρχαίων ελληνικών εθίμων. Ο αγιασμός έχει και την έννοια του καθαρμού, του εξαγνισμού των ανθρώπων, καθώς και της απαλλαγής του από την επήρεια των δαιμονίων. Η τελευταία αυτή έννοια δεν είναι αυστηρά χριστιανική, αλλά έχει τις ρίζες της στην αρχαία λατρεία.