ΒΥΖΑΝΤΙΝΟΙ ΥΜΝΟΙ: Όταν ο Βασίλης Τσιτσάνης ζήτησε από τη Δήμητρα Γαλάνη να πει τραγούδια του, η 21χρονη τότε ερμηνεύτρια, αφού τον ευχαρίστησε, του απάντησε, «όμως εγώ δεν τραγουδάω λαϊκά, κύριε Τσιτσάνη».
Τότε εκείνος της είπε: «Τραγουδάς, αλλά δεν το ξέρεις». Και σίγουρα εκείνος ήξερε να διακρίνει το λαϊκό χάρισμα.
Οι επιτυχίες του ακούγονται και σήμερα από καλλιτέχνες που σέβονται την παράδοση, η οποία έλκει την καταγωγή της μέχρι και από τη βυζαντινή υμνογραφία. Ανθρωπος που ξέρει να διακρίνει τα σημεία του χρόνου στη μουσική, ο Ανδρέας Κατσιγιάννης, μουσικός και συνθέτης, είχε την ιδέα μιας συναυλίας που να συνδέει τους ύμνους της βυζαντινής μουσικής με τα τραγούδια του μεγάλου λαϊκού συνθέτη, ερμηνευμένα από τη Δήμητρα Γαλάνη, με σολίστ στο μπουζούκι τον Μανώλη Πάππο, τη συμμετοχή της Εστουδιαντίνας Νέας Ιωνίας Βόλου και της Ελληνικής Βυζαντινής Χορωδίας σε διεύθυνση του Γιώργου Κωνσταντίνου.
Η συναυλία «Βασίλης Τσιτσάνης – Ο άγιος του έρωτα» που θα πραγματοποιηθεί το απόγευμα της Κυριακής των Βαΐων (13/4) στον αύλειο χώρου του Μουσείου της Ακρόπολης, είναι μέρος του φετινού πολυσυλλεκτικού προγράμματος του 3ου Φεστιβάλ Λατρευτικής Μουσικής που διοργανώνουν το ΥΠΠΟΑ και η Εθνική Λυρική Σκηνή με την καλλιτεχνική διεύθυνση του Γιώργου Κουμεντάκη. Πέντε ημέρες με 40 και πλέον συναυλίες στη Μητρόπολη Αθηνών, την Ευαγγελική Εκκλησία, το Φετιχιέ Τζαμί έως το Παλαιό Χρηματιστήριο, το Ιδρυμα Γουλανδρή, το Μουσείο Ελληνικών Λαϊκών Μουσικών Οργάνων, το Ολύμπια, τις δύο αίθουσες της Λυρικής στο ΚΠΙΣΝ και τους πεζόδρομους της Διονυσίου Αρεοπαγίτου και της Αποστόλου Παύλου.
Πίσω στο 1973
«Η συναυλία είναι μια διαδρομή προς το Θείο Πάθος μέσα από τα γεμάτα συμβολισμούς τραγούδια του Τσιτσάνη», εξηγεί στην «Κ» ο Ανδρέας Κατσιγιάννης. Για τη Δήμητρα Γαλάνη, που είχε συνεργαστεί με τον συνθέτη, είναι «το Θείο Πάθος μέσα από το πάθος του Βασίλη Τσιτσάνη». Και μας γυρίζει στο 1973, όταν της πρότεινε να πει το «Ακρογιαλιές δειλινά».
Είχε ήδη στο ενεργητικό της συνεργασίες με τους Γκάτσο, Μούτση, Σπανό, Ξαρχάκο, Χατζιδάκι, Κηλαηδόνη, Χατζηνάσιο, Βασίλη Δημητρίου και Ελένη Καραΐνδρου. Αλλωστε, ξεκίνησε την καριέρα της 16 ετών. Η αλήθεια είναι ότι στο σπίτι του Μιχάλη και της Λίας Γαλάνη δεν ακούγονταν λαϊκά τραγούδια, αλλά όπερες, κλασική μουσική, ελαφρό τραγούδι. Ανάλογες ήταν και οι συναυλίες που πήγαινε η οικογένεια με τις δύο κόρες της. Ο πατέρας εργαζόταν στη ΔΕΗ αλλά ήταν και εξαιρετικός τενόρος και με υποτροφία ήρθε για σπουδές στην Αθήνα από την Πρέβεζα. Μια μεσοαστική οικογένεια, που επένδυε στη μόρφωση των παιδιών της, όχι σε ακίνητα, όπως είχε πει η καταξιωμένη ερμηνεύτρια σε συνέντευξή μας το 2022.
«Το λαϊκό τραγούδι ήταν πάντα ένα λαθραίο άκουσμα που με γοήτευε αφάνταστα, όπως και η παράδοση, αλλά χωρίς κολλήματα. Οταν πήγαινα στο Περιστέρι να δω τα ξαδέλφια μου και τον θείο μου τον Νικολάου που είχε κλινική εκεί, ζούσα την περιοχή και τους ήχους της. Στα τζουκ μποξ άκουγα τα τραγούδια που έλεγαν η Καίτη Γκρέι, ο Στέλιος Καζαντζίδης, ο Πάνος Γαβαλάς».
«Το λαϊκό τραγούδι ήταν πάντα ένα λαθραίο άκουσμα που με γοήτευε αφάνταστα, όπως και η παράδοση, αλλά χωρίς κολλήματα», λέει η ερμηνεύτρια για τα παιδικά της χρόνια.
Το «Ακρογιαλιές δειλινά» που της ζήτησε να τραγουδήσει ο Τσιτσάνης, το είχε ήδη ηχογραφήσει η Στέλλα Χασκίλ το 1948. Ομως ο συνθέτης, όταν πήγε να τον συναντήσει η Δήμητρα Γαλάνη στο σπίτι του στη Γλυφάδα, δεν της επέτρεψε να ακούσει την πρώτη εκτέλεση. «Στην αυλή του διώροφου σπιτιού, κατέβαινες δυο σκαλάκια και έμπαινες στο βασίλειό του», θυμάται σήμερα η καταξιωμένη ερμηνεύτρια.
«Μικρός χώρος στον οποίο υπήρχε ένα μπομπινόφωνο, τα μπουζούκια του, μια κιθάρα, ένα τάβλι και το απαραίτητο καμινέτο, γιατί έφτιαχνε ο ίδιος τον καφέ του σκέτο, λόγω ζαχάρου. Φορούσε την πιτζάμα του, αγορασμένη από την αμερικάνικη αγορά που ήταν στην περιοχή. Μου έπαιξε στο μπουζούκι το τραγούδι για να το μάθω. Αργότερα στο στούντιο βασανίστηκα αρκετά μέχρι να τον δω να συγκινείται. Ο Τσιτσάνης έφτανε έτοιμος, γνώριζε ακριβώς τι ήθελε. Η σπουδαιότητα αυτού του μεγάλου δημιουργού είναι ότι έπαιρνε την ανατολή και τη δύση και την έκανε ελληνικό λόγο, χωρίς κανένα σύμπλεγμα. “Δανειζόταν” ό,τι στοιχείο του έδιναν τα αισθητήριά του, το μετέφραζε και το έκανε δικό του».
Οσο για την ερμηνεία, «ήθελε τη φωνή ανεβασμένη προς τα πάνω. Στους λαϊκούς τραγουδιστές η φωνή έχει μια εξωστρέφεια ακόμη και όταν περιγράφει τα πιο τραγικά πράγματα».
Το 1975 ο Βασίλης Τσιτσάνης επανέρχεται με δύο τραγούδια που έγραψε για κείνη, τη «Νοσταλγία» και το «Η σκιά μου κι εγώ». «Ηταν εσωστρεφής, πολύ ευγενικός, επίσης θαυμαστής της γνώσης. Είχε ένα δικό του χιούμορ, δεν του άρεσε η υπερβολική εξωστρέφεια. Ηταν απλός, λαϊκός άνθρωπος με βαθύ κοσμοπολιτισμό. Τα επισκέφθηκε όλα με τη φαντασία του και τα έκανε υπέροχα τραγούδια. Η πρώτη εποχή του ήταν τα ρεμπέτικα, όταν ανθεί το αρχοντορεμπέτικο γράφει κι αυτός, έπειτα στην εξ ανατολών επιρροή παρότι την καυτηρίασε, ενέδωσε για ένα διάστημα, αλλά με τραγούδια που τα έφερνε στα μέτρα του».
Ο «γυναικοσυνθέτης»
Τον χαρακτηρίζει «γυναικοσυνθέτη» γιατί το 80% των τραγουδιών του το είπαν γυναικείες φωνές: Γεωργακοπούλου, Νίνου, Χασκίλ, Μπέλλου… «Ηθελε φωνές με απλότητα, χωρίς πολλά τσαλίμια και φωνητικούς ακροβατισμούς. Και μάλιστα από τις πιο αγαπημένες του φωνές ήταν της Σοφίας Βέμπο για την οποία έγραψε τραγούδια, αλλά σκόνταψε σε συμφέροντα των δισκογραφικών εταιρειών».
Η Δήμητρα Γαλάνη μιλάει με θαυμασμό και για τη σύζυγο του συνθέτη, τη Ζωή Τσιτσάνη, «γλυκός άνθρωπος, ζεστή ψυχή και στήριγμα», την περιγράφει. «Οταν, χρόνια μετά τον θάνατό του, έκανα με τον Μανώλη Πάππο και την Ελένη Τσαλιγοπούλου το πρόγραμμα στο “Χάραμα” (χώρο με τον οποίο ήταν ταυτισμένος), ζήτησα από την οικογένεια αρχειακό υλικό. «”Δήμητρά μου, δεν είχα πάει ποτέ στο Χάραμα που δούλευε, δεν με άφηνε ο Βασίλης. Αλλά τον φανταζόμουν και τον ζωγράφιζα”», μου είπε δείχνοντάς μου τις ζωγραφιές της. «Υπέροχες, τρυφερές, με έντονα χρώματα, σαν τον κόσμο της Φρίντα Κάλο».
«Τα τραγούδια του είναι γεμάτα συμβολισμούς»
Γιατί «Ο άγιος του έρωτα»; «Ο Τσιτσάνης τίμησε τον έρωτα με τον τρόπο που εξελίσσεται το θείο δράμα», απαντά ο Ανδρέας Κατσιγιάννης για την ιδέα της συναυλίας. «Τα τραγούδια του είναι σαν ύμνοι. Το “Αντιλαλούνε τα βουνά, σαν κλαίω εγώ τα δειλινά” μιλάει για το πάθος του έρωτα με μια ιερότητα, τίποτα λάγνο, είναι δομημένο πάνω στο αξιακό του έρωτα. Στο “Κάποια μάνα αναστενάζει” (στίχοι Μπάμπη Μπακάλη) έχουμε τον παραλληλισμό της Μάνας με την Παναγία».
Στον συγκινητικό ύμνο της Μεγάλης Πέμπτης «Ἐπὶ ξύλου βλέπουσα κρεμάμενον, Χριστέ, σὲ τὸν πάντων κτίστην καὶ Θεὸν ἡ σὲ ἀσπόρως τεκοῦσα, ἐβόα πικρῶς», η συντετριμμένη Θεοτόκος βλέπει τον γιο της να θυσιάζεται για τους ανθρώπους και παρακαλεί να αναστηθεί σε τρεις ημέρες. «Στο “Κάνε λιγάκι υπομονή”, οι στίχοι “Μην απελπίζεσαι και δε θ’ αργήσει/, κοντά σου θα’ ρθει μια χαραυγή” μοιάζουν με τον λόγο του Χριστού προς τη μάνα. Τα τραγούδια του Τσιτσάνη είναι γεμάτα συμβολισμούς. Το δοξαστικό “Ἐξέδυσάν με τά ἱμάτιά μου”, περιγράφει την πορεία του Ιησού προς τον θάνατο που πάει με γενναιότητα. Ενδεικτικό τραγούδι και αγαπημένο του συνθέτη είναι το “Μα εγώ δε ζω γονατιστός/ Είμαι της γερακίνας γιος/ Μάνα μη λυπάσαι μάνα μη με κλαις”». Στίχους που έγραψε ο Κώστας Βίρβος, περιγράφοντας τη δική του δοκιμασία όταν τον συνέλαβαν και τον βασάνισαν στην Κατοχή, γιατί έγραφε συνθήματα σε τοίχους. «Κάθε άνθρωπος μπορεί να γίνει ήρωας της στιγμής», υπογραμμίζει ο Ανδρέας Κατσιγιάννης.
Οσο για την πολυσυζητημένη ομοιότητα της μελωδίας της «Συννεφιασμένης Κυριακής» με τον Ακάθιστο Υμνο, λέει ότι «ο τρόπος που συνθέτει ο Τσιτσάνης έχει τον σεβασμό και την απολυτότητα των ύμνων. Οταν έμπαινε στον μουσικό του κόσμο ήταν σαν να έμπαινε σε ένα θρησκευτικό, λατρευτικό τοπίο».
Αναμνήσεις
Μεγαλωμένος στο λαϊκό τραγούδι –ο πατέρας του ήταν τραγουδιστής και μουσικός– ο Ανδρέας Κατσιγιάννης θυμάται τον μεγάλο συνθέτη να πηγαίνει σπίτι τους. «Ο παππούς ήταν φίλος με τον Γιάννη Παπαϊωάννου, είχαν και κουμπαριά και μέσω αυτού γνωρίστηκε η οικογένεια με τον Τσιτσάνη. Στα παιδικά μου μάτια φάνταζε θεόρατος καθώς ήταν ψηλός και αδύνατος. Μου έφερνε σοκολάτες και θυμάμαι το παιχνίδι που μου δώρισε, ένα μεγάλο αυτοκίνητο. Ημουν πέντε-έξι χρονών όταν με είδε να παιδεύομαι με την κιθάρα που μου πήρε ο πατέρας μου. Ηταν μεγάλη και δεν την έφτανα. Το είδε ο Τσιτσάνης και μου είπε “πάρε μπουζούκι, είναι πιο μικρό”».
Κλείνουμε τη συζήτηση με τη γνώμη του για το σημερινό λαϊκό τραγούδι. «Πολλά τραγούδια που αποκαλούνται σήμερα λαϊκά έχουν μια αραβική αισθητική που δεν έχει καμία σχέση με αυθεντικό ήχο. Εκείνα τα τραγούδια πάντα θα ακούγονται γιατί είναι σαν μνήμες μιας κυτταρικής κληρονομιάς. Σήμερα το ακρόαμα έγινε θέαμα, να μια από τις αιτίες που αλλοιώθηκε το λαϊκό».
_______________________________________________________________________________
Κεντρική φωτό: Ο Ανδρέας Κατσιγιάννης με τη Δήμητρα Γαλάνη θα συμπράξουν στη συναυλία «Βασίλης Τσιτσάνης – Ο άγιος του έρωτα». Για την ερμηνεύτρια, η βραδιά θα είναι «το Θείο Πάθος μέσα από το πάθος του Βασίλη Τσιτσάνη».
Γιώτα Συκκά – kathimerini.gr