Την ιστορία δύο Ιερών Ναών – μνημείων του 11ου αιώνα – της βυζαντινής περιόδου στο κέντρο της Αθήνας, του Ι.Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου (Καπνικαρέα) και του Ι. Ν. Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος, καταγράφει η ιστοσελίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών αναδεικνύοντας σημαντικούς χώρους του ιστορικού κέντρου της πόλης.
Με απόσταση 7 λεπτών μεταξύ τους, στους δρόμους του ιστορικού κέντρου της πόλης των Αθηνών βρίσκονται δύο Ιεροί Ναοί –μνημεία του 11ου αιώνα– της βυζαντινής περιόδου, ο Ι.Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου (Καπνικαρέα) και ο Ι. Ν. Αγίων Θεοδώρων στην πλατεία Κλαυθμώνος.
Οι δύο χώροι αποτελούν σημεία αναφοράς τόσο ως προς το ιστορικό τους ενδιαφέρον όσο και για την αρχιτεκτονική τους υπόσταση, καθώς η θέση τους βρίσκεται σε εμπορικούς δρόμους της αγοράς, ενώ ταυτόχρονα χαρακτηρίζονται ως θρησκευτικά μνημεία και μπορούν να αποτελέσουν μια εμπειρία στο πολύβουο κέντρο της πόλης.
Η ιστοσελίδα της Ιεράς Αρχιεπισκοπής Αθηνών www.religiousgreece.gr καταγράφει σημαντικά στοιχεία για τις δύο εκκλησίες και την ιστορία τους όπως επίσης και λεπτομέρειες ως προς την ανέγερσή τους.
Ι.Ν. Εισοδίων της Θεοτόκου (Καπνικαρέα)
«Ο βυζαντινός ναός των Εισοδίων της Θεοτόκου, γνωστός ως Καπνικαρέα βρίσκεται στο κέντρο της Αθήνας, στην οδό Ερμού, τον εμπορικότερο δρόμο του ιστορικού κέντρου της πόλης.
Η ονομασία Καπνικαρέα, που επικράτησε μετά τον απελευθερωτικό αγώνα του 1821, προέρχεται πιθανώς από το επίθετο του κτήτορα, ο οποίος θα ήταν εισπράκτορας του λεγόμενου καπνικού φόρου. Ο καπνικός φόρος θεσπίστηκε στις αρχές του 9ου αι. από τον αυτοκράτορα Νικηφόρο Λογοθέτη Α΄ και αφορούσε κτήρια, που ήταν κατοικημένα και επομένως από την καμινάδα τους έβγαινε… καπνός.
Ο ναός χρονολογείται τον 11ο αιώνα, συγκεκριμένα λίγο μετά το 1050, και λέγεται ότι έχει κτιστεί πάνω σε αρχαίο ναό, αφιερωμένο σε γυναικεία θεότητα, την Αθηνά ή τη Δήμητρα.
Κατά τη διάρκεια του απελευθερωτικού αγώνα είχε υποστεί ζημιές. Το έτος 1834 κινδύνευσε να κατεδαφιστεί, επειδή ο βαυαρός αρχιτέκτονας Leon von Klenze, που είχε αναλάβει τη ρυμοτομία της νέας ελληνικής πρωτεύουσας, θέλησε η οδός Ερμού να είναι ενιαία και ελεύθερη από εμπόδια. Το μνημείο σώθηκε χάρη στην επέμβαση του βασιλιά της Βαυαρίας Λουδοβίκου, πατέρα του νεαρού τότε έλληνα βασιλιά Όθωνα.
Από το 1931 η εκκλησία παραχωρήθηκε στο Πανεπιστήμιο Αθηνών για την άσκηση των φοιτητών της Θεολογικής Σχολής.
Σχετικά με την Αρχιτεκτονική του ναού, ο κυρίως ναός τυπολογικά ανήκει στους σύνθετους σταυροειδείς εγγεγραμμένους με τρούλο ναούς, με τριμερές ιερό και καμαροσκέπαστο νάρθηκα. Ο τρούλος στηρίζεται σε τέσσερεις αρχαίους κίονες με ρωμαϊκά κιονόκρανα.
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η τοιχοποιία του, για την οποία έχει χρησιμοποιηθεί το λεγόμενο μεσοβυζαντινό πλινθοπερίκλειστο σύστημα.
Στο εσωτερικό του ναού μπορούμε να διακρίνουμε τοιχογραφίες δυτικίζουσας νοοτροπίας που χρονολογούνται περίπου στα 1900. Οι περισσότερες όμως τοιχογραφίες που κοσμούν το εσωτερικό του ναού είναι έργο του καλλιτέχνη Φώτη Κόντογλου, ο οποίος εισήγαγε τη βυζαντινίζουσα νοοτροπία στη νεοελληνική αγιογραφία. Ο Κόντογλου θεωρείται ως μια από τις σημαντικότερες πνευματικές προσωπικότητες της Νεοελληνικής περιόδου. Το 1942 ζωγραφίζει στην αψίδα την Πλατυτέρα, που αποτελεί και το πρώτο μνημειακό αγιογραφικό έργο του. Ο διάκοσμος ολοκληρώθηκε το έτος 1955 με τη συμβολή και συνεργατών του. Το ψηφιδωτό της Βρεφοκρατούσας Παναγίας, στο προστώο, εκτελέστηκε από την Έλλη Βοῒλα το έτος 1936».
Ι. Ν. Αγίων Θεοδώρων
«Στο κέντρο της Αθήνας, κοντά στην πλατεία Κλαυθμώνος, βρίσκεται ο ιερός ναός των Αγίων Θεοδώρων, ένα από τα σημαντικότερα βυζαντινά μνημεία της πόλης.
Στη θέση της σημερινής εκκλησίας υπήρχε μια άλλη παλαιότερη μικρή εκκλησία, όπως μαρτυρά και η επιγραφή που βρίσκεται εντοιχισμένη στον δυτικό τοίχο, «…καὶ μικρὸν καὶ πήλινον καὶ σαθρὸν λίαν…». Η ίδια επιγραφή μας πληροφορεί ότι τη νέα εκκλησία ανήγειρε ο σπαθαροκανδιδάτος (βυζαντινό αξίωμα) στρατιωτικός αξιωματούχος, Νικόλαος Καλόμαλος. Σε μια δεύτερη επιγραφή γίνεται αναφορά στη χρονολογία ανέγερσης του ναού, 1049 ή 1065. Μετά την απελευθέρωση έγιναν επισκευές στο μνημείο, στις οποίες συνέβαλαν οικονομικά, μεταξύ άλλων, οι βασιλείς Όθωνας και Αμαλία.
Ο ναός είναι κτισμένος πάνω σε μια ρωμαϊκή έπαυλη. Αρχιτεκτονικά ανήκει σε μια σπάνια παραλλαγή του σταυροειδούς εγγεγραμμένου, καθώς ο οκταγωνικός τρούλος στηρίζεται ανατολικά σε δύο κίονες και δυτικά σε δύο πεσσούς, οι οποίοι είναι ενσωματωμένοι στον δυτικό τοίχο του ναού.
Μαρμάρινα τμήματα παλαιότερου τέμπλου χρησιμοποιήθηκαν, για να κατασκευαστεί στη νότια πλευρά κωδωνοστάσιο. Το σημερινό τέμπλο είναι μαρμάρινο και χρονολογείται στον 19ο αιώνα».