Βαρθολομαίος: Στην επιστολή του προς την Εκκλησία της Κύπρου, με την ευκαιρία της θρονικής Της εορτής, την οποία ανέγνωσε την 11η Ιουνίου 2019 κατά τη Συνοδική Θεία Λειτουργία ο Μητροπολίτης Γαλλίας κ. Εμμανουήλ, ο κ. Βαρθολομαίος διατείνεται ότι το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης διασώζει ΣΗΜΕΡΑ το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου, χωρίς ΟΥΔΕΙΣ να γνωρίζει ότι κινδυνεύει.
Του Γιώργου Ν. Παπαθανασόπουλου
Ούτε ο Αρχιεπίσκοπος και οι Αρχιερείς της Κυπριακής Εκκλησίας…
Ως προς το άλλο εκ μέρους του γραφέν ότι το Οικουμενικό Γραφείο διέσωσε το Αυτοκέφαλό της, αντίθετα θα έπρεπε να ζητήσει συγγνώμη από την Εκκλησία της Κύπρου για τις πληγές που της έχει επιφέρει το Πατριαρχείο της Κωνσταντινούπολης και ο ίδιος προσωπικά. Υπενθυμίζονται περιπτώσεις από την εκκλησιαστική ιστορία προσφυγής της Εκκλησίας της Κύπρου ΟΧΙ στον Πατριάρχη της Κωνσταντινούπολης, αλλά στον Αυτοκράτορα και στον Πατριάρχη Αλεξανδρείας και άλλες μη αδελφικής στάσεως της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως έναντι της Κυπριακής Εκκλησίας.
Μετά την επικύρωση του Αυτοκεφάλου της Εκκλησίας της Κύπρου από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο το Πατριαρχείο Αντιοχείας αποπειράθηκε να την υποτάξει. Στην κρίσιμη εκείνη ώρα ο Κωνσταντίας Ανθέμιος προσέφυγε ΟΧΙ στον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως, αλλά στον ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑ Ζήνωνα, από τον οποίο ζήτησε να επικυρώσει το αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας, πράγμα που αυτός έκανε. Έδωσε διαταγή να συνέλθει η Σύνοδος της Εκκλησίας της Κωνσταντινουπόλεως, για να αναγνωρίσει τα δίκαια της Κυπριακής Εκκλησίας και να επαναβεβαιώσει το αυτοκέφαλο Αυτής. Στη συνέχεια ο ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΑΣ επικύρωσε τη συνοδική απόφαση και παραχώρησε στον προκαθήμενο της Κυπριακής Εκκλησίας τα ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΚΑ προνόμια: να φέρει πορφυρό μανδύα στις επίσημες τελετές, να κρατεί αυτοκρατορικό σκήπτρο αντί ποιμαντορικής ράβδου και να υπογράφει με κιννάβαρη (ερυθρό μελάνι). (Βλ. σχ. Χρ. Τσαουσάνη «Θέματα της Κυπριακής Εκκλησιαστικής Ιστορίας», Λευκωσία, 1993, σελ. 65-66).
Η δεύτερη περίπτωση είναι η επιστολή – αναφορά του Αρχιεπισκόπου Κύπρου Νεοφύτου προς τον αυτοκράτορα της Νικαίας Ιωάννη Γ΄ Δούκα Βατάτζη (1222-1254), στην οποία του
καταγγέλλει επεμβάσεις του Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως Γερμανού Β΄ στα εκκλησιαστικά πράγματα της Κύπρου. Του γράφει:
«Ο δε μακαρίτης (Σημ. γρ. Διάβαζε μακαριώτατος) αυθέντης και δεσπότης ο οικουμενικός ουκ οίδα οπόθεν κινούμενος ουκ εά ημάς του ηρεμείν, αλλά καθ’ εκάστην διαταράττει ημάς και πάντα τον λαόν δια γραμμάτων αυτού και οίδεν η αγία βασιλεία σου, ότι ο θρόνος ούτος ο μαθητών και αποστόλων Χριστού κορυφάρχων Βαρνάβα ουχ υπόκειται τω οικουμενικώ, αλλά της αγίας βασιλείας προχείρισίς εστιν και αυτοκέφαλος. Καγώ δε ο δούλος και ευχέτης σου έλαβον την προχείρισιν παρά του τρισμάκαρος εκείνου ορθοδόξου αυθέντου και βασιλέως (Σημ. γρ. Εννοεί τον Θεόδωρο Α΄ Λάσκαρη)… Ο δε δεσπότης και μακαριώτατος οικουμενικός παραδέχεται γραφάς των εξ ημών κανονικώς θλιβομένων και συχνογραφάς και ορισμούς καθ’ ημών ακρίτως προς την χώραν εκπέμπειν και διαταράττειν την νήσον άπασαν». («Νέος Ελληνομνήμων», Τόμος 14ος, τεύχος Α΄ – 31 Μαρτίου 1917, σελ. 42 – 43. – Υπογρ. γρ.).
Η τρίτη περίπτωση ήταν στις αρχές του 17ου αιώνα, όταν η Εκκλησία της Κύπρου ήταν σε πολύ άσχημη κατάσταση λόγω προστριβών του καθαιρεθέντος Αρχιεπισκόπου Αθανασίου Α΄ με τον Αρχιεπίσκοπο Βενιαμίν. Κληρικοί και λαϊκοί προσέτρεξαν ΟΧΙ στον Οικουμενικό Πατριάρχη, αλλά στον Πατριάρχη – τότε – Αλεξανδρείας Κύριλλο Γ΄ Λούκαρη (1601-1621). Του έγραψαν: «Βοήθησον, ελέησον, χείρα όρεξον και της κατεχούσης τυραννίδος τας ημετέρας ψυχάς απάλλαξον, δύνασαι γαρ». Ο Κύριλλος ανταποκρίθηκε στις εκκλήσεις τους, πήγε στην Κύπρο και μετά πολύν πνευματικό αγώνα επέφερε την ειρήνη στην Κυπριακή Εκκλησία. (Ανδρέα Μιτσίδη «Η Εκκλησία της Κύπρου επί Τουρκοκρατίας», Εκδ. Ιδρύματος Αρχιεπισκόπου Μακαρίου Γ΄, Λευκωσία, 2012, σελ. 29-30).
Οι υπόλοιπες περιπτώσεις είναι πρόσφατες. Δια λόγους προφανείς το Οικουμενικό Πατριαρχείο σιώπησε κατά τον αγώνα των Κυπρίων να απελευθερωθεί η Μεγαλόνησος και να ενωθεί ο Κυπριακός Ελληνισμός με την Μητέρα Ελλάδα. «Δεν αναμιγνυόμαστε σε πολιτικά ζητήματα» ήταν το επιχείρημά τους.
Την ίδια ουδετερότητα τήρησε το Φανάρι κατά την κρίση στην Εκκλησία της Κύπρου το 1973, όταν οι τρεις Μητροπολίτες καθαίρεσαν τον Αρχιεπίσκοπο και Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας αείμνηστο Μακάριο και αυτός συγκάλεσε Μείζονα Σύνοδο. Το Οικουμενικό
Πατριαρχείο ΔΕΝ ΣΥΜΜΕΤΕΣΧΕ σε αυτήν και ο Πατριάρχης Δημήτριος απέφυγε να απαντήσει επί της ουσίας σε ερωτήσεις δημοσιογράφων και δεν πήρε θέση στο ζήτημα: «Δεν έχομεν εισέτι επισήμους πληροφορίας, ώστε να σχηματίσωμεν ορθήν εικόνα των πραγμάτων. Το Πατριαρχείον μας εδώ πάντοτε μόνον κατόπιν επισήμων πληροφοριών εκφέρει την γνώμην του… Εξ άλλου γνωρίζετε ότι το διοικητικόν σύστημα εις την Ορθόδοξον ανά τον κόσμον Εκκλησίαν είναι σύστημα ομοσπονδιακόν, δηλ. κάθε τοπική Εκκλησία είναι ανεξάρτητος ως προς τα εσωτερικά της και καμμία άλλη δεν επεμβαίνει εις τα εσωτερικά της διοικήσεως αυτής. Ημείς δεν δυνάμεθα να επέμβωμεν εις τα εσωτερικά της Εκκλησίας της Κύπρου, διότι είναι Εκκλησία αυτοκέφαλος…». (Ανδρ. Μιτσίδου «Η εν Κύπρω Εκκλησιαστική κρίσις (3 Μαΐου – 14 Ιουλίου 1973», Λευκωσία 1973 σελ. 18-19).
Το 2000 όταν απαγγέλθηκαν κατηγορίες κατά του Μητροπολίτου Λεμεσού Αθανασίου υπήρξε η ανάγκη να συγκληθεί Συνοδικό Δικαστήριο για Αρχιερείς. Προϋπόθεση αυτού είναι να παρίστανται τουλάχιστον 13. Η Εκκλησία της Κύπρου δεν διέθετε τόσους Αρχιερείς και, παρά τις αντιρρήσεις του κ. Βαρθολομαίου, συνεκλήθη Μείζων Σύνοδος, υπό την προεδρία του αείμνηστου Πατριάρχου Αλεξανδρείας Πέτρου και τη συμμετοχή του Πατριάρχου Αντιοχείας Ιγνατίου και έξι Μητροπολιτών από την Ελλάδα. Αυτή εκτέλεσε τα καθήκοντα Συνοδικού Δικαστηρίου.
Ο Πατριάρχης κ Βαρθολομαίος αναμίχθηκε το 2006 στα εσωτερικά της Κυπριακής Εκκλησίας, στην κρίση που υπήρξε ένεκα της ασθένειας από αλτσχάϊμερ του μακαριστού Αρχιεπισκόπου Χρυσοστόμου. Δεν είπε στους τρεις προστρέξαντας στο Φανάρι Μητροπολίτες της Εκκλησίας της Κύπρου, αυτό που δήλωσε ο προκάτοχός του Δημήτριος, ότι δεν επεμβαίνει στα εσωτερικά της.
Στην Ιερά Σύνοδο της Εκκλησίας της Κύπρου οι έξι αρχιερείς ήσαν κατά της επεμβάσεως του Φαναρίου στα εσωτερικά Της και οι τρεις υπέρ. Τελικά αποφάσισαν να αποσταλεί στο Φανάρι επιστολή με την οποία να ζητείται η σύγκληση μείζονος Συνόδου εκ 13 Αρχιερέων, ώστε οι εννέα Κύπριοι Αρχιερείς να διατηρούν την πλειονοψηφία, έναντι των εκτός της Εκκλησίας της Κύπρου Αρχιερέων. Την απόφασή τους υποστήριξε ο Πατριάρχης Αντιοχείας Ιγνάτιος, με το επιχείρημα ότι θίγεται το αυτοκέφαλο της Εκκλησίας της Κύπρου αν σε μια διευρυμένη
Σύνοδο οι Αρχιερείς Αυτής δεν διαθέτουν την πλειοψηφία. Ο κ. Βαρθολομαίος δεν ακολούθησε την απόφαση της Κυπριακής Συνόδου και την άποψη του Αντιοχείας. Συνεκάλεσε στη Γενεύη ( Σημ. Προφανώς λόγω των Κυπρίων Ιεραρχών δεν θέλησε ή δεν μπορούσε να την συγκαλέσει στην Κωνσταντινούπολη) υπό την προεδρία του διευρυμένη Σύνοδο εξ 22 Αρχιερέων, στην οποία ο ίδιος διέθετε την πλειονοψηφία. Οι έξι Αρχιερείς της Κυπριακής Συνόδου ενημέρωσαν σχετικά τον Πρόεδρο της Κυπριακής Δημοκρατίας Τάσσο Παπαδόπουλο, ο οποίος σε τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τον Πατριάρχη κ. Βαρθολομαίο από τη Βιέννη που βρισκόταν, του διεμήνυσε ότι για την Κυπριακή Δημοκρατία οποιαδήποτε ενέργεια του, που θίγει το Αυτοκέφαλο της Κυπριακής Εκκλησίας δεν γίνεται αποδεκτή. Τελικά στη Γενεύη πέρασε η πρόταση του κ. Βαρθολομαίου να απαλλαγεί των καθηκόντων του ο ασθενών Αρχιεπίσκοπος αλλά, λόγω της σθεναρής αντίστασης της Κυπριακής πλευράς υπέρ του αυτοκεφάλου της, δεν πέρασε η πρόταση του την αρχιεπισκοπική τοποτηρητεία να αναλάβει τριμελής επιτροπή, που να διεξαγάγει και την εκλογή του Αρχιεπισκόπου. Επεκράτησε η άποψη της πλειοψηφίας της Κυπριακής Συνόδου, ότι πρέπει να τηρηθεί το Καταστατικό της Αυτοκεφάλου Κυπριακής Εκκλησίας, με βάση το οποίο ο έχων τα πρεσβεία Μητροπολίτης Πάφου αναλαμβάνει Τοποτηρητής. Αν περνούσε η πρόταση του κ. Βαρθολομαίου θα παραβιαζόταν ευθέως το Αυτοκέφαλό της.
Μετά τις πικρές εμπειρίες από το Φανάρι και για να μην υπάρχει η ανάγκη να απευθύνονται σε αυτό και σε άλλα Πατριαρχεία και Αυτοκέφαλες Εκκλησίες για μείζονα ζητήματα, στα οποία απαιτούνται τουλάχιστον 13 Αρχιερείς, ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Κύπρου Χρυσόστομος και η περί αυτόν Σύνοδος δημιούργησαν νέες Μητροπόλεις και Επισκοπές. Σήμερα στην Εκκλησία της Κύπρου υπάρχουν 18 Αρχιερείς: ο Αρχιεπίσκοπος, δέκα Μητροπολίτες και επτά Επίσκοποι.
Σημειώνεται ότι η από 820 λέξεις «ευχετήρια» πατριαρχική επιστολή έχει περίπου εκατόν ογδόντα λέξεις – ευχές προς την Εκκλησία της Κύπρου. Οι υπόλοιπες είναι ένας αλαζονικός προσβλητικός λόγος του Οικουμενικού Πατριάρχη, χωρίς μάλιστα ποτέ η Εκκλησία της Κύπρου να τον έχει προκαλέσει.