ΠΟΡΕΥΟΜΕΝΟΙ «ΠΡΟΣ ΤΗΝ ΣΥΝΟΔΟΝ»
Από τον καθηγητή Αριστείδη Πανώτη
Επί επταετίας, μετά από διετία κυκλοφορίας αναγκάστηκα να διακόψω την έκδοση του περιοδικού «Ορθὀδοξη Παρουσία», εξ αιτίας της τότε λογοκρισίας.
Τότε στηριζόμενος στη φιλία του μακαρίτη Σπύρου Αλεξίου έγραφα άρθρα στο «ΕΘΝΟΣ» και σε άλλες ημερήσιες εφημερίδες των Αθηνών για επίκαιρα εκκλησιαστικά θέματα. Ένα από αυτά τα άρθρα, με τον τίτλο: «Προς τη Σύνοδο» δημοσιεύθηκε εκεί στις 8 Αυγούστου 1968, δύο μήνες μετά τη συνελθούσα στο Πατριαρχικό Ίδρυμα της Γενεύης «Διορθοδόξον Επιτροπήν» για τη μελέτη συγκλήσεως της Πανορθοδόξου Συνόδου, που προσωπικά παρηκολούθησα. Στο άρθρο έγραψα:
«Η Ορθοδοξία φαίνεται ότι οριστικά πλέον εισέρχεται εις μίαν προσυνοδικήν περίοδον διά της συγκληθείσης προ διμήνου «Διασκέψεως» στη Γενεύη. Επί ήμισυ περίπου αιώνος ήρχισε να συγκεκριμενοποιείται η ανάγκη συγκλήσεως μίας Γενικής Συνόδου, αναδιοργανωτικού χαρακτήρος, αφού έχει προηγηθεί ένα μακρότατον στάδιον αναζητήσεων και ζυμώσεων, του οποίου απλήν εικόνα σχηματίζομεν με την αναδίφησιν των κατά καιρούς χιλιάδων υπομνημάτων, σχεδίων και άρθρων, «περί αναδιοργανώσεως της Εκκλησίας», προερχόμενων από την θλιβεράν διαπίστωσιν της πραγματικότητος, αλλά και από τον παρήγορον ζήλον εκλεκτών ψυχών να ίδουν την ιερωτέραν υπόθεσιν της καρδίας των, την Ορθοδοξίαν, αναβαπτιζομένην εις τας διαυγείς πηγάς της διδασκαλίας του Κυρίου της και της αρχαίας Αποστολικής και Καθολικής Παραδόσεως της.
Από ουδένα έλειψε ποτέ η πεποίθησις, πως η πραγματική αναγέννησις της Εκκλησίας συνδέεται με μία επιμελώς, σοβαρώς και μεθοδικώς προπαρασκευασμένην επαναλειτουργίαν του συλλογικού συνοδικού θεσμού, υπό την υπάτην του σύνθεσιν και μορφήν.
Αι συζητήσεις και αι εισηγήσεις εις αυτό κατέληξαν το συμπέρασμα. Πρέπει να συγκληθεί Γενική Σύνοδος δια να καθορίσει την α’ ή την β΄ διδασκαλίαν, να επιλύσει πνευματικά και ηθικά προβλήματα, να αναθεωρήσει διοικητικά και κανονικά μέτρα, να εκκαθαρίσει το λατρευτικό και εκκλησιαστικό έδαφος από τα επικαθήσαντα βάρη και τους υπερβολικούς ζυγούς, να καταστήσει επί τέλους συνειδητόν ότι η Εκκλησία δεν είναι στατική, ακίνητος, τυποποιημένη μουσειακή παρελθοντολογία, εις την οποίαν όλοι κινούνται με δικαιώματα φυλάκων αρχαιολογικού θησαυρού και κάποιοι ρομαντικοί των Παραδόσεων.
Η Εκκλησία ως «Σώμα Χριστού» είναι ζώσα κοινωνία, εις την οποίαν το Πνεύμα του Θεού ανά πάσαν στιγμήν λαλεί και ενεργεί δημιουργικώς και ανακαινιστικώς και επομένως οι μεν επίσκοποι καθηκόντως οφείλουν με προβληματισμένην εκκλησιαστικήν συνείδησιν και υψηλής ποιότητος συνοδικήν ευθυκρισίαν και αποστολικόν ήθος, μακράν πάσης υποκειμενικής δεσμεύσεως ή μικρολόγων υπολογισμών, να γίνονται Πατέρες και χειραγωγοί του λαού του Θεού, προσκοπούντες δια την πορείαν του ποιμνίου των, το δε πλήρωμα, ο κλήρος και ο λαός, δικαιωματικώς δύναται να αξιώσει διερμήνευσιν της αιωνίου παρακαταθήκης της Πίστεως με νέους τρόπους και μέσα, ικανά να «σχηματίσουν τον αιώνα τούτον, κατά την καινότητα Ιησού Χριστού», όπως είπε ο μητροπολίτης Μελίτων. Είναι πραγματική κακοδοξία και ύβρις δια την Εκκλησία να επιχειρούν μερικοί να παρασύρουν τους ακροατές τους ότι δεν δικαιούνται οι Ορθόδοξοι να συγκαλούν το μοναδικό όργανο της κανονικής εκφράσεως της ομοψυχίας των, την Μεγάλην Σύνοδον, η οποία εγκύρως και αυθεντικώς μπορεῖ να αναπτύξει διδασκαλία, να τροποποιήσει ή και να καταργήσει ακόμη τι θεωρούμενο από τους συνοδικούς Πατέρες σε άλλους καιρούς ωφέλιμον και κανονικόν, τώρα δε ακατανόητον και επιζήμιον.
Η Εκκλησία πορευομένη, κατά την εντολήν του Ιδρυτού της, έχει χρέος, όχι βεβαίως να προσαρμόζεται προς το εκάστοτε επικρατούν πνεύμα του κόσμου, διότι τότε δεν θα είχε καμμίαν σημασίαν η προσφορά της, αλλά να αναβαπτιστεί εις το όντως αποστολικόν και πατερικόν πνεύμα, το οποίον δεν έχει καμμίαν σχέσιν με την συστροφήν της γραιώδους νοοτροπίας της αυτοπάθειας και αυτοϋπνώσεως, αφού είναι πνεύμα ηγεμονικόν και ελεύθερον, ζωοποιούν και καινοποιούν, ως Πνεύμα Άγιον.
Το Οικουμενικόν Πατριαρχείον ευρισκόμενον πάντοτε εις εγρήγορσιν και προσευχήν, παρά τας περιπετείας του από τα διεθνή συμβάντα της σύγχρονης εποχής, γνωρίζει τα υφιστάμενα από ετών εκκλησιαστικά προβλήματά μας. Γνωρίζει επίσης πόσον οθνείως επέδρασε στην διάρρηξιν του ψυχικού ομοουσίου των ορθοδόξων λαών, όχι βέβαια ο πατριωτισμός, αλλά ο νοσηρός εθνικισμός. Προς τούτο αναζητά μέσα από τας διαφόρους θεωρήσεις των ζητημάτων να εκφραστεί ελεύθερα μόνον η οικουμενική συνείδηση επισκόπων απορρέουσα από την βαθυτάτην πεποίθησιν ότι χαρισματικώς υπεύθυνα διατυπώνουν συνοδικά, χωρίς φατριαστικές και εγωπαθείς ιδεοληψίες, την αποστολικήν Πίστιν και Παράδοσιν της Εκκλησίας δια την σωτηρίαν των ψυχών. Αφού τα υπ’ αυτών αποφασιζόμενα πράγματι επιλύσουν ζωτικά προβλήματα προς την ορθήν κατεύθυνσιν και απροσκόπτως εις την πορείαν της Εκκλησίας, γενικώς εκτιμώνται και καταξιούνται απλώς του γενικού κύρους και της τιμής.
Δια τούτο η αναγνώριση του κύρους της συνερχόμενης Συνόδου δεν εξαρτάται τόσον από την διεθνή ή την αντιπροσωπευτικήν άθροισιν των επισκόπων της, αλλά από την ακεραιότητα, την ικανότητα και υπευθυνότητα της συνειδήσεως του συνοδικού σώματος να γνωματεύσει περί της ανακαινίσεως και ανασυγκροτήσεως της Εκκλησίας.
Μία Σύνοδος, η οποία θα συγκροτηθεί από επισκόπους ανίδεους των υφιστάμενων προβλημάτων και αδιάφορους των επερχόμενων δεινών, κατεχόμενους από συμπλεγματικήν καταληψίαν, ευθυνοφοβίαν και στρουθοκαμηλισμόν, οργανωσιακήν ιδεοληψίαν, μη ικανούς να αντιμετωπίσουν προβλήματα ρηξικελεύθως και αποτελεσματικώς και εγκληματικώς δεσμεύοντας το μέλλον της Εκκλησίας, ασφαλώς δεν θα είχε καμμίαν αξίωσιν να εκτιμηθεί ως σημαντική, αφού ουδεμίαν περί εαυτής συνείδησιν και πράξιν δεν θα είχε. Τεράστιο επομένως, παραμένει και το θέμα της πραγματικής φωταγωγήσεως της συνοδικής συνειδήσεως των μετασχόντων σε μία Γενική Σύνοδο, ώστε να ανταποκριθούν ικανοποιητικώς εις τας προσδοκίας της εισερχόμενης πλέον Εκκλησίας εις αιώνα διαστημικών εξελίξεων.
Επειδή δε η μέλλουσα Σύνοδος διακαιωματικά ανήκει εις το πλήρωμα της Εκκλησίας, τον Κλήρον και τον Λαόν, η μόρφωσις ενός συνοδικού κλίματος, δι’ υπευθύνου, σοβαράς και συστηματικής διαπαιδαγωγήσεως, η οποία και θα επροστάτευε την όλην ιεράν υπόθεσιν από παρερμηνείας και παρεξηγήσεις και θα συντελούσε εις την ακριβή εκτίμησιν της ανακαινιστικής διακονίας και ταυτόχρονα θα απεμόνωνε τους ποικιλοτρόπως ωργανωμένους θρησκευτικούς κεκράκτες, οι οποίοι από τούδε άρχισαν αντιγράφοντες αλλήλους να ενσπείρουν αμφιβολίας, ψιθύρους και φανταστικούς κινδύνους δια την Ορθοδοξίαν! Και ασφαλώς θα πρέπει να κινδυνεύει κάποια Ορθοδοξία… εκείνη, όμως, η οποία κατακαλύπτεται από τους ατμούς της κακοδαιμονίας και της θρησκόληπτης μυθοπλασίας των και όχι η γνήσια έκφρασις της πνοής του Παρακλήτου και τούτο διότι η νεότης της Αγίας Ορθοδοξίας συνοδικώς ανακαινίζεται.
Κατά την προσυνοδικήν αυτήν περίοδον πρέπει να συνειδητοποιηθεί η πνευματική και ιστορική σημασία της Μεγάλης Συνόδου της Ορθοδοξίας και να μελετηθούν και άλλα προβλήματα, όπως της Εκκλησιολογίας των Συνόδων, της κατά παράδοσιν όλης συνοδικής διαδικασίας, της αρτίας οργανώσεως και εμφανίσεώς της Συνόδου και της συμπληρώσεως της ημερησίας διατάξεως με τα όσα προβλήματα θεληματικώς ή και αθελήτως παραλείφθηκαν το 1961. Και τούτο διότι είτε το θέλομεν, είτε όχι, παραμένουν προβλήματα για την Εκκλησίαν και καμμία αρτηριοσκληρωτική σεμνοτυφία ή σκοπιμότητα δεν δύναται να τα μεταθέσει και να τα καταπνίξει π.χ. της ελευθέρας συνάψεως τίμιου γάμου στους κληρικούς όλων των βαθμών της ιερωσύνης (που κατήργησε τον Ζ΄ αιώνα η Πενθέκτη Σύνοδος) και του ακριβούς ορισμού της κανονικής θέσεως των εκκλησιαστικών οργανώσεων εν τη Εκκλησία (που διαστρέφουν το υγιές φρόνημα του πληρώματος), της απαλείψεως των φυλετικών εκφράσεων εκ των λειτουργικών ύμνων και άλλων προβλημάτων που έχουν ήδη επισημανθεί από την Διορθόδοξο Επιτροπή το 1930.
Η προκαθημένη Μητέρα Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως, έχουσα βαθυτάτη συνείδησιν του ιερού πόθου της αναβιώσεως της αγίας συνοδικής πείρας, αλλά και των προσυνοδικών προβλημάτων και δυσχερειών και της ανάγκης ετοιμασίας των πνευμάτων, πορεύεται την οδόν πραγματοποιήσεως της Συνόδου με προγράμματα, με σύνεσιν και συνέπειαν ως αντελήφθησαν καλώς αι Εκκλησίαι εις την Γενεύην, αναθέτουσα την αναπλήρωσιν των ελλειπόντων εις την Χάριν του Αγίου Πνεύματος, το Οποίον δεν υπάρχει καμμία αμφιβολία, ότι χειραγωγεί όλην την Αγίαν αυτήν υπόθεσιν της ανακαινίσεως της Ορθοδοξίας».
Σε λίγες ημέρες θα συνέλθει στη Μεγαλώνυμη νήσο Κρήτη η Γενική Σύνοδος που άρχισε να συζητείται περίπου προ 50ετίας η σύγκλησή της. Όσοι κοπιάσαμε για να επανακάμψει η συνεκτική συνοδική συνείδηση στο Σώμα της Εκκλησίας μας, ευελπιστούμε πως θα απομονωθεί κάθε παράνοια διαιρέσεως, που εμπνέεται από τη δαιμονική σαλότητα. Δεν πρέπει να λησμονείται ότι η μανία της αυτοκαταστροφής ενδημεί για να εκτροχιάσει την Εκκλησία από την μέσην και βασιλικήν οδόν του συγκερασμού δια των διαλόγων για να εμβολίσει την αδελφότητα των Ορθοδόξων της Ανατολής με εξωφρενικές ανιστόρητες παραδοξολογίες, εμπαθείς παρερμηνείες, φθηνές μικρολογίες και διεστραμμένες μικροψυχίες, όπως η διατυπωθείσα δυστυχώς πλανεμένη και εξωφρενική «Εκκλησιολογία του Ματθαίου» της εν Κερατέα παρασυναγωγής από τινές εμπαθείς ελλαδικούς αρχιερείς, και την ανερμάτιστη και ετερόκλητη συνοδεία τους.
Όμως κανένας δεν τρομάζει από αυτές τις κατασκευές των παρασυναγωγών, των «συνεδρίων», των «ημερίδων», των «ομολογιών» και των πολλών ευτελών απειλών των αυτόκλητων κεκρακτών. Όλοι αυτοί στη πραγματικότητα είναι συνεργάτες των επιβουλευόμενων την Αγία Ορθοδοξία. Όλων τα μισαλλόδοξα παραληρήματα είναι πομφόλυγες αξιοθρήνητων τύπων για να απασχολούν την κοινή γνώμη και να εκτρέπουν ψυχές στις αγκάλες των θρησκευτικά αδιάφορων και των διϊστάμενων με την ορθόδοξη πίστη. Γι’ αυτό μόνον δύο ομηρικές λέξεις αξίζει να αναλογίζονται: «Αιδώς Αργείοι»! (Ιλιάδα Ε΄ 787 και Ο΄ 502).
Ο πρεσβύτερος των οφφικιάλων του Οικουμενικού Θρόνου
Αριστείδης Πανώτης
Άρχων Μ. Ιερομνήμων της Μ.τ.Χ.Ε.