Κράτος – Εκκλησία: Την ημέρα που ο πρωθυπουργός και ο αρχιεπίσκοπος ανακοίνωσαν το σχέδιο συμφωνίας για τις σχέσεις Κράτους-Εκκλησίας, στο Μαξίμου πανηγύριζαν.
Του Σταύρου Λυγερού
Σύμφωνα με πληροφορίες, θεωρούσαν πως είχαν επιτύχει με έναν σμπάρο τρία τρυγόνια: Πρώτον ικανοποιούσαν την απαίτηση του “μικρού ΣΥΡΙΖΑ”, αλλά και άλλων δυνάμεων της Αριστεράς, για κάποιου είδους διαχωρισμό Κράτους-Εκκλησίας και μάλιστα με την συναίνεση του αρχιεπισκόπου. Δεύτερον, με τη ρύθμιση για τους ιερείς απελευθέρωναν περίπου 10.000 θέσεις στο δημόσιο, τις οποίες θα κάλυπταν με διορισμούς κυρίως στον τομέα της Υγείας και της εκπαίδευσης, όπως είχε σπεύσει να δηλώσει ο κυβερνητικός εκπρόσωπος. Τρίτον, με την εταιρεία ειδικού σκοπού για την αξιοποίηση της παγωμένης εκκλησιαστικής περιουσίας, η κυβέρνηση θα μπορούσε να την χρησιμοποιήσει για την παροχή εγγυήσεων στη διαδικασία πώλησης των κόκκινων δανείων του τραπεζικού συστήματος.
Όπως είναι γνωστό, τα πράγματα δεν εξελίχθηκαν, όπως περίμενε το Μαξίμου. Οι έντονες αντιδράσεις των ιερέων, αλλά και πολλών μητροπολιτών, υποχρέωσαν τον αρχιεπίσκοπο να ανακρούσει πρύμναν. Το σχέδιο συμφωνίας βρίσκεται πλέον στον αέρα και η δήλωση της κυβέρνησης ότι θα προχωρήσει μονομερώς σε νομοθετική ρύθμιση είναι αμφίβολο εάν τελικώς θα πραγματοποιηθεί. Όχι ότι ο Τσίπρας και οι επιτελείς του έχουν μετανιώσει για το περιεχόμενο του σχεδίου συμφωνίας. Ο λόγος που κάνουν δεύτερες σκέψεις είναι ότι αρχίζουν να μετρούν το εκλογικό κόστος.
Λόγω κεκτημένης ταχύτητας, το Μαξίμου θεωρούσε ότι η συντριπτική πλειονότητα των ιερέων δεν ψηφίζει ΣΥΡΙΖΑ και ως εκ τούτου δεν θα είχαν εκλογικές απώλειες από το γεγονός ότι οι ιερείς θα έχαναν την ιδιότητα του sui generis δημοσίου υπαλλήλου. Αυτό πράγματι ίσχυε όταν ο ΣΥΡΙΖΑ έπαιρνε 3-4%. Όταν για τους γνωστούς λόγους το εκλογικό ποσοστό του εκτοξεύθηκε στο 36%, είναι σαφές ότι ψηφίσθηκε και από πολίτες, οι οποίοι δεν συμμερίζονται τις ιδεολογικές αντιλήψεις της Κουμουνδούρου. Μεταξύ αυτών ήταν και ιερείς.
Δεν είναι αυτό, ωστόσο, το σημαντικό. Χρειάσθηκε να λάβουν μηνύματα για να συνειδητοποιήσουν το προφανές: Ναι μεν η μεγάλη πλειονότητα των ιερέων είναι συντηρητικοί, αλλά κατά κανόνα κρατούσε αποστάσεις από την πολιτική-εκλογική αντιπαράθεση. Έτσι, όπως εξελίχθηκαν, όμως, τα πράγματα, όλοι σχεδόν οι ιερείς έχουν ζωτικό συμφέρον να στραφούν μαχητικά εναντίον του κυβερνώντος κόμματος.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι κατά πάσα πιθανότητα θα προσπαθήσουν να επηρεάσουν τους ενορίτες, ή τουλάχιστον τον κύκλο που διατηρεί στενή σχέση με την εκκλησία. Είναι κοινός τόπος πως ο ιερέας ασκεί συχνά καθοριστική επιρροή ειδικά σε ηλικιωμένους, οι οποίοι δεν είναι υποχρεωτικά ψηφοφόροι της ΝΔ. Πολύ περισσότερο όταν το ζήτημα θα τεθεί με όρους επίθεσης της κυβέρνησης Τσίπρα εναντίον της Εκκλησίας.
Κατά συνέπεια, η εκλογική ζημιά που πιθανότατα θα υποστεί ο ΣΥΡΙΖΑ από την πρωτοβουλία του να ανοίξει και το ζήτημα της σχέσης Κράτους-Εκκλησίας θα είναι πολλαπλάσια αυτής που είχαν αρχικά υπολογίσει στο Μαξίμου. Σύμφωνα με εκτιμήσεις η ζημιά θα είναι της τάξεως τουλάχιστον των δύο ποσοστιαίων μονάδων. Η δυσφορία γι’ αυτή την υπόθεση, μάλιστα, συναντάται και αλληλοτροφοδοτείται με τη δυσφορία για τη Συμφωνία των Πρεσπών. Το ζήτημα αυτό, άλλωστε, θα επανέλθει στην πρώτη γραμμή της δημοσιότητας όταν στις αρχές του 2019 η κυβέρνηση θα στείλει τη Συμφωνία στη Βουλή προς κύρωση. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι θα ερεθισθούν και πάλι αρνητικά τα αντακλαστικά της μεγάλης πλειονότητας, η οποία –σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις– είναι αντίθετη με τη Συμφωνία.
Όπως είναι γνωστό, η Συμφωνία των Πρεσπών είναι εξαρχής ένα αγκάθι στις σχέσεις του Καμμένου με το Μαξίμου. Η προσθήκη του ζητήματος με την Εκκλησία δυνητικά δυσκολεύει ακόμα περισσότερο αυτές τις σχέσεις. Δυνητικά, επειδή προς το παρόν το σχέδιο συμφωνίας πρωθυπουργού-αρχιεπισκόπου είναι ένα ισχυρό επιχείρημα στα χέρια του Μαξίμου. Τα πράγματα, όμως, θα αλλάξουν εάν τελικώς η Ιεραρχία αρνηθεί τη σύναψη συμφωνίας και η κυβέρνηση προχωρήσει μονομερώς σε νομοθετική ρύθμιση. Ο πρόεδρος και συνολικά οι ΑΝΕΛ θα περιέλθουν σε ένα ακόμα δίλημμα.
Είναι προφανές πως η ηγεσία του ΣΥΡΙΖΑ βαδίζει προς τις κάλπες με δύο κύρια όπλα: πρώτον με τη δέσμη των παροχών που έχει εξαγγείλει ο πρωθυπουργός και δεύτερον με τη δρομολόγηση διαδικασιών κάθαρσης. Όλα αυτά τυλιγμένα με το αφήγημα ότι η έξοδος από τα Μνημόνια συνιστά γύρισμα σελίδας και είσοδο της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά δυναμικής ανάπτυξης. Η απόφαση, μάλιστα, του ευρωιερατείου να ακυρωθεί η ψηφισμένη περικοπή των συντάξεων από την αρχή του 2019 ήλθε να ενισχύσει την εμβέλεια αυτού του αφηγήματος και να τροφοδοτήσει την προσδοκία ότι κατά τον ίδιο τρόπο θα ακυρωθεί και δέσμευση για μείωση του αφορολόγητου στην αρχή του 2020.
Στο Μαξίμου έτρεφαν και συνεχίζουν να τρέφουν την ελπίδα πως μπορούν να γυρίσουν το παιχνίδι, πως όταν θα φανούν οι παροχές στην τσέπη των νοικοκυριών το κλίμα θα αλλάξει, με αποτέλεσμα ο ΣΥΡΙΖΑ να πάει στις κάλπες με αξιώσεις πρωτιάς. Προς το παρόν, πάντως, δεν καταγράφεται τάση αντιστροφής. Οι δύο τελευταίες δημοσκοπήσεις (Pulse και Πολιτικό Βαρόμετρο της Public Issue) επιβεβαιώνουν ότι η ΝΔ διατηρεί ένα μεγάλο σταθερό προβάδισμα. Ακόμα και εάν θεωρήσουμε ότι τον εκλογικό συσχετισμό δυνάμεων απεικονίζει καλύτερα η δημοσκόπηση της Pulse, η οποία δίνει το μικρότερο προβάδισμα (εννέα μονάδες), και πάλι είναι εξαιρετικά δύσκολο να καλυφθεί.
Δέκα μήνες πριν την λήξη της κυβερνητικής θητείας και έξι μήνες πριν τις ευρωεκλογές, ο εκλογικός συσχετισμός δυνάμεων έχει πλέον αποκτήσει μόνιμα χαρακτηριστικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει χάσει πολύ έδαφος, αλλά δεν καταρρέει. Αν και οι δημοσκοπήσεις δείχνουν το ΚΙΝΑΛ να εδραιώνεται γύρω στο 7-9%, εισπράττοντας κάτι από την πολιτική φθορά του ΣΥΡΙΖΑ, δεν κατάφερε να αποκτήσει πολιτική-εκλογική δυναμική, η οποία να το έφερνε σε απόσταση “βολής” από το κόμμα του Τσίπρα.
Μπορεί στο Μαξίμου να φαντασιώνονται ανατροπή των δημοσκοπικών δεδομένων, αλλά το στρατηγικό διακύβευμα δεν είναι μία ακόμα εκλογική νίκη, η οποία, άλλωστε, μοιάζει ελάχιστα πιθανή. Το στρατηγικό διακύβευμα είναι άλλο και έχει ήδη κατακτηθεί. Λόγω της αδυναμίας του ΚΙΝΑΛ να επαναπροσελκύσει μαζικά το εκλογικό ακροατήριο του ΠΑΣΟΚ, ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώνεται ως ο άλλος πυλώνας του πολιτικού συστήματος, απέναντι στη ΝΔ. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι εάν δεν προκύψουν τεκτονικές αλλαγές ο Τσίπρας και το κόμμα του κατά πάσα πιθανότητα θα έχουν μελλοντικά την ευκαιρία να επανέλθουν στην εξουσία.
Πάρα πολλοί πολίτες που το 2015 είχαν ψηφίσει τον ΣΥΡΙΖΑ είναι σήμερα σε μεγάλο βαθμό δυσαρεστημένοι με την κυβερνητική πολιτική. Είναι ενδεικτικό ότι σε αντίθεση με το αισιόδοξο αφήγημα του Μαξίμου, το 74% των πολιτών θεωρεί ότι τα πράγματα πάνε προς το χειρότερο, εκφράζει δυσαρέσκεια, απογοήτευση και οργή για την κυβερνητική πολιτική.
Από την πλευρά της, η ΝΔ, ναι μεν έχει εδραιώσει σημαντικό προβάδισμα, αλλά δεν έχει αναπτύξει πολιτική-εκλογική δυναμική πλειοψηφικού ρεύματος. Δεν έχει πείσει πως μπορεί να επιλύσει το πρόβλημα επιβίωσης που αντιμετωπίζουν εκατομμύρια ελληνικά νοικοκυριά. Εξαιρώντας τους σκληρούς πυρήνες της εκλογικής πελατείας των δύο μεγάλων κομμάτων, οι υπόλοιποι ψηφοφόροι έχουν συνειδητοποιήσει ότι η αλλαγή κυβέρνησης δεν πρόκειται να τους απαλλάξει από τη μεταμνημονιακή λιτότητα.
Με άλλα λόγια θεωρούν πως η επάνοδος των “γαλάζιων” στην εξουσία δεν θα αλλάξει ουσιαστικά τα πράγματα. Ο Μητσοτάκης, άλλωστε, δεν έχει κρύψει πως θα συνεχίσει να βαδίζει στο ίδιο μονοπάτι. Αυτός είναι και ο λόγος που η ΝΔ δεν απέχει πολύ από την αυτοδυναμία, αλλά επειδή δείχνει αδύναμη να εισπράξει τη μεγάλη φθορά της κυβέρνησης Τσίπρα, είναι δύσκολο να την κατακτήσει.
Ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταρρέει εκλογικά για δύο λόγους. Ο πρώτος είναι ότι υπάρχει μία μεγάλη μερίδα ψηφοφόρων, οι οποίοι έχουν αντιδεξιά αντανακλαστικά. Κατά κανόνα είναι κεντροαριστερών αντιλήψεων πολίτες, οι οποίοι παραδοσιακά ψήφιζαν ΠΑΣΟΚ και από το 2012 και το 2015 κατέφυγαν ως εκλογικοί πρόσφυγες στο κόμμα του Τσίπρα, λόγω των Μνημονίων. Αν και σήμερα είναι δυσαρεστημένοι με τις κυβερνητικές πολιτικές, δεν έχουν εναλλακτική λύση, δεδομένου ότι το ΚΙΝΑΛ, ως μετονομασία του ΠΑΣΟΚ, παραμένει γι’ αυτούς απωθητικό.
Σήμερα, παρότι δυσαρεστημένοι, ελπίζουν πως στη μεταμνημονιακή περίοδο τα πράγματα θα βελτιωθούν. Οι κεντροαριστεροί αυτοί ψηφοφόροι βρίσκονται κατά κανόνα σε κατάσταση εκλογικού μετεωρισμού. Η κατάσταση αυτή ναι μεν διαμορφώνει μία ασταθή ισορροπία, αλλά τελικώς εκλογικά ευνοεί τον ΣΥΡΙΖΑ. Η ιδιότυπη αυτή πολιτική ατμόσφαιρα εκ των πραγμάτων επέτρεψε στην κυβέρνηση Τσίπρα να φθάσει αλώβητη μέχρι σήμερα και να διατηρεί ακόμα την πρωτοβουλία των κινήσεων.
Η ιστορία διδάσκει, όμως, πως από ένα χρονικό σημείο και πέρα, οι ψηφοφόροι σταματούν να συγκρίνουν συμπολίτευση και αντιπολίτευση. Σταδιακά αρχίζει να κυριαρχεί το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου. Με άλλα λόγια επικρατεί το δόγμα “να φύγει η κυβέρνηση και ας έλθει οποιοσδήποτε”. Το δόγμα αυτό το είδαμε πριν 10 χρόνια, όταν η ΝΔ του Καραμανλή έχανε έδαφος στις δημοσκοπήσεις, αλλά το αντιπολιτευόμενο ΠΑΣΟΚ του Γιώργου Παπανδρέου, που δεν έπειθε, έχανε περισσότερο! Από ένα χρονικό σημείο και πέρα, όμως, κυριάρχησε το σύνδρομο της αρνητικής ψήφου που το 2009 έστειλε τους “πράσινους” στην εξουσία με 44%!
Ο δεύτερος λόγος που ο ΣΥΡΙΖΑ δεν καταρρέει εκλογικά είναι ότι έχουν στοιχηθεί πίσω του ψηφοφόροι από τα κοινωνικά στρώματα που κυριολεκτικά αντιμετωπίζουν πρόβλημα επιβίωσης. Το 2012 και το 2015 το κόμμα του Τσίπρα ψηφίσθηκε μαζικά από μεσαία στρώματα. Η πολιτική του αυτά τα χρόνια, κυρίως η κάθε είδους υπερφορολόγηση με σκοπό τα υπερπλεονάσματα, έχει απωθήσει ένα μεγάλο ποσοστό από τους τότε ψηφοφόρους του.
Από την άλλη πλευρά, τα υπερπλεονάσματα έδωσαν τη δυνατότητα στην κυβέρνηση να ασκήσει μία επιδοματική πολιτική υπέρ των νοικοκυριών που έχουν πέσει στον γκρεμό ή βρίσκονται στο χείλος του. Αυτή η κατηγορία ψηφοφόρων είναι ο κύριος αποδέκτης του μποναμά στο τέλος κάθε χρόνου, αλλά και των άλλων παροχών που εξήγγειλε ο πρωθυπουργός. Η στρατηγική οικονομικής ενίσχυσης των “νεοπληβείων”, που αριθμητικά έχουν διογκωθεί πολύ τα χρόνια των Μνημονίων, ταιριάζει με το ιδεολογικό στερεότυπο του ΣΥΡΙΖΑ περί ταξικότητας. Εξ ου και η κυβέρνηση έχει υιοθετήσει μία ρητορική προστασίας των κατώτερων εισοδηματικών στρωμάτων.
Από την άλλη, η στρατηγική αυτή εξασφαλίζει στον ΣΥΡΙΖΑ μία πρόσθετη βάση εκλογικής στήριξης και επιπλέον πρόσφερε ένα ιδεολογικό άλλοθι στους βουλευτές του να ψηφίζουν όλο το προηγούμενο διάστημα χωρίς διαρροές τα κάθε φορά επώδυνα μέτρα του 3ου Μνημονίου. Με άλλα λόγια, το αφήγημα ότι «διαφωνούμε με το Μνημόνιο, αλλά το εφαρμόζουμε για να σώσουμε τη χώρα», εμπλουτίσθηκε με το ότι «παρά τις δύσκολες συνθήκες εμείς φροντίζουμε τους φτωχότερους». Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει πράγματι οικοδομήσει εκλογικούς δεσμούς με τους “νεοπληβείους”, αλλά η έκταση και η αντοχή τους θα αποδειχθούν μόνο όταν ανοίξουν οι κάλπες.