Ἀθανάσιος Παπαρνάκης, Ἀναπληρωτής Καθηγητής-Θεολογική Σχολή Α.Π.Θ.
Θεία Κοινωνία: Μέ αφορμή τήν πανδημία τής ασθένειας τού κορονωϊού covid-19 ευρέως απασχόλησε καί απασχολεί τήν κοινή γνώμη, γενικότερα καί όχι μόνο τήν εκκλησιαστική, τό ερώτημα: Είναι δυνατόν νά μεταδοθεί ο ιός μέσω τής θ. Κοινωνίας, ώστε νά νοσήσει ο άνθρωπος;
1. Τό σωστό ερώτημα
Τό ερώτημα, όπως έχει τεθεί, εστιάζει στό «τί» ή «ποιός» βρίσκεται στό άγιο Ποτήριο καί πώς ενεργεί σέ εκείνον, πού τό/τόν προσεγγίζει, εάν δηλαδή καί κατά πόσον τού μεταφέρει ζωή ή ασθένεια καί πιθανό θάνατο. Εντούτοις τέτοιο ερώτημα σέ κάθε περίπτωση δέν υφίσταται, ούτε γιά εκείνον πού αποδέχεται τήν σαφή καί ξεκάθαρη πίστη τής Εκκλησίας, ούτε γιά εκείνον, πού δέν τήν αποδέχεται, καθώς βρίσκεται έξω από τόν προσωπικό του ορίζοντα καί τά ενδιαφέροντά του δέν τόν αφορά.
Η Εκκλησία πιστεύει καί ομολογεί ότι στό Μυστήριο τής θ. Κοινωνίας ο άνθρωπος μεταλαμβάνει «σώμα καί αίμα Χριστού». Τήν ομολογία αυτή τήν έχει παραλάβει από τόν ίδιο τόν Θεάνθρωπο Ιδρυτή της, ο οποίος καθιέρωσε τό Μυστήριο καί τό παρέδωσε στούς ανθρώπους-μαθητές του μέ τά λόγια «λάβετε φάγετε τούτό εστι τό σώμά μου… πίετε εξ αυτού πάντες τούτό εστι τό αίμά μου» (Ματθ. 26,26-27). Μέ αυτήν τήν ομολογία η Εκκλησία πορεύεται στόν κόσμο τήν ιστορική της πορεία, «καταγγέλλοντας» (Α Κορ. 11,26-27) τόν θάνατο καί τήν Ανάσταση τού Χριστού καί καλώντας τούς ανθρώπους κάθε τόπου καί εποχής νά προσεγγίσουν στό Μυστήριο, γιά νά λάβουν μέρος στήν Ανάσταση ζωής Εκείνου.
Κατά συνέπεια, τό ερώτημα μέ τόν τρόπο πού τέθηκε όχι απλώς εμβάλλει τήν αμφιβολία, αλλά πιθανόν εισάγει καί ενσπείρει τήν υπόνοια ότι ο Χριστός μεταδίδει θάνατο καί όχι ζωή. Σύμφωνα μέ τήν βιβλική σκέψη, τέτοιου είδους ερωτήματα πού διαβάλλουν, προσβάλλουν καί συκοφαντούν προσωπικά τόν ίδιο τόν Θεό καί τίς ενέργειές του στόν άνθρωπο, προέρχονται απευθείας από τόν «διάβολο» (Πράξ. 13,10) καί είναι επινοήματα τού πονηρού «όφεως» (Γεν. 3,1) καί «πατέρα τού ψεύδους» (Ιω. 8,44), ο οποίος επιδιώκει από τήν αρχή νά πείσει τόν άνθρωπο νά δεί «μέ άλλο μάτι» τίς ενέργειες τού Θεού. Ό,τι, γιά παράδειγμα, ο Θεός απαγόρευσε στόν άνθρωπο ως θανατηφόρο, είναι τελικά «καλόν εις βρώσιν καί αρεστόν τοίς οφθαλμοίς ιδείν καί ωραίόν εστιν τού κατανοήσαι» (Γεν. 3,6). Τό θαυμαστό καί εμβληματικό κείμενο τής Γενέσεως περιγράφει λεπτομερώς καί μέ παραδειγματικό τρόπο τήν διαδικασία, μέ τήν οποία ο όφις επιτυγχάνει τόν σκοπό του: εκλογικεύοντας, (υπερ)αναλύοντας καί (παρ)ερμηνεύοντας τούς λόγους καί τίς ενέργειες τού Θεού, ώστε νά δώσει στόν άνθρωπο τήν (ψευδ)αίθηση ότι ελέγχει τόν Θεό καί Δημιουργό του.
Γιά τούς λόγους αυτούς εύκολα κατανοεί ο στοιχειώδης νούς γιά ποιόν λόγο τό ερώτημα, όπως τέθηκε στήν δημόσια συζήτηση, πού εστιάζει στό πρόσωπο τού Χριστού, είναι λάθος διότι διατυπώθηκε κατ αρχάς από ανθρώπους πού είναι άσχετοι μέ τήν ζωή καί τήν θεολογία τής Εκκλησίας καί επομένως είναι πολύ φυσικό τά θεολογικά ερωτήματα, πού θέτουν νά είναι εξ ολοκλήρου λανθασμένα.
Αλλά καί από τό άλλο μέρος, η φυσιολογική αντίδραση πού δημιουργήθηκε στήν Εκκλησία από όσους έχουν γεύση καί εμπειρία τής σωτήριας ενέργειας τού Χριστού στήν ζωή τους καί στόν κόσμο, οδήγησε στήν ομολογία ότι ο Χριστός καί τό Μυστήριο δέν μεταδίδει ασθένεια, αλλά ζωή, καί επομένως είναι αδύνατο γιά τόν άνθρωπο νά νοσήσει. Δόθηκε όμως έτσι η εσφαλμένη εντύπωση ότι η θ. Κοινωνία είναι κάτι ωσάν «μαγικό» μέ δεδομένη καί αυτονόητη θετική ενέργεια επάνω στόν άνθρωπο.
Η θέση αυτή δέν απηχεί τήν αλήθεια τής ορθόδοξης πίστης μας, διότι στό μυστήριο τής θ. Κοινωνίας υπάρχουν δύο «συμβαλλόμενοι»: ο Θεός Χριστός, πού κοινωνείται, καί ο άνθρωπος, πού κοινωνεί. Καί εφόσον γιά τό πρώτο, τό πρόσωπο τού Θεανθρώπου, δέν μπορεί νά υπάρχει καμία αμφιβολία, τό σωστό ερώτημα όφειλε νά εστιάζεται στό δεύτερο «συμβαλλόμενο» μέρος, στόν άνθρωπο. Καί αυτό τό ερώτημα είναι τό εξής: Είναι δυνατόν ο άνθρωπος νά νοσήσει προσερχόμενος στό μυστήριο τής θ. Kοινωνίας; Η απάντηση εδώ είναι καταφατική καί τήν διαβεβαιώνει αυθεντικά ο θεόπνευστος αγιογραφικός λόγος αλλά καί η διαχρονική εκκλησιαστική εμπειρία. Καί τούτο διότι, όπως ο άνθρωπος συνήθως ασθενεί, όταν παραβιάζει τούς κανόνες τής σωματικής ή ψυχικής υγείας, έτσι είναι δυνατόν νά νοσήσει, ακόμη καί σωματικώς, όταν παραβιάζει τούς «κανόνες» τής πνευματικής υγείας στήν οποία μετέχει ως όλον (ψυχή καί σώμα) καί όχι μεμονωμένα (μόνο ψυχή ή πνεύμα).
2. Προϋποθέσεις προσέλευσης στό Μυστήριο τής θ. Ευχαριστίας
Ο απόστολος Παύλος επεμβαίνει διαγνωστικά τονίζοντας ότι στήν πρώτη Εκκλησία τής Κορίνθου συνέβη νά υπάρχουν «πολλοί ασθενείς καί άρρωστοι», από τούς οποίους «κοιμώνται ικανοί (=πεθαίνουν αρκετοί)» (Α΄ Κο 11,30), εξαιτίας, όπως εξηγεί, τής παράβασης τών «κανόνων» προσέλευσης στό μυστήριο τής θ. Ευχαριστίας: «Ώστε ός άν εσθίη τόν άρτον τούτον ή πίνη τό ποτήριον τού Κυρίου αναξίως, ένοχος έσται τού σώματος καί τού αίματος τού Κυρίου. Δοκιμαζέτω δέ άνθρωπος εαυτόν, καί ούτως εκ τού άρτου εσθιέτω καί εκ τού ποτηρίου πινέτω· ο γάρ εσθίων καί πίνων αναξίως κρίμα εαυτώ εσθίει καί πίνει μή διακρίνων τό σώμα τού Κυρίου… ει δέ εαυτούς διεκρίνομεν, ουκ άν εκρινόμεθα· κρινόμενοι δέ υπό τού Kυρίου παιδευόμεθα, ίνα μή σύν τώ κόσμω κατακριθώμεν» (11,27-32).
Η μνήμη αυτού τού κινδύνου, αλλά καί η προτροπή τού Αποστόλου, πέρασε στήν εμπειρία τής Εκκλησίας έτσι ώστε εκείνος, πού επιθυμεί νά προσέλθει στό Μυστήριο, νά δοκιμάζει πάντοτε τόν εαυτό του καί νά φροντίζει «μή εις κρίμά μοι γένοιτο η μετάληψις τών αχράντων καί ζωοποιών Μυστηρίων σου, μηδέ ασθενής γενοίμην ψυχή τε καί σώματι, εκ τού αναξίως αυτών μεταλαμβάνειν» (α εύχή τής θείας μεταλήψεως), όταν συνειδητοποιεί ότι «εγώ ο ελεεινός, όλον τό Σώμα τολμών δέξασθαι, μή καταφλεχθείην» (θ ευχή), καί «γένοιτο τά άγια ταύτα» «μή εις προσθήκην αμαρτιών, αλλ εις καθαρισμόν καί αγιασμόν καί αρραβώνα τής μελλούσης ζωής καί βασιλείας» (στ ευχή).
Όπως ορθά καί φωτισμένα τόνισαν οι πατέρες τής Ι. Μονής Κουτλουμουσίου, η Εκκλησία ποτέ δέν ζήτησε ούτε ζητά ούτε πρόκειται ποτέ νά ζητήσει ιατρικό πιστοποιητικό υγείας προκειμένου κάποιος νά προσεγγίσει τό Μυστήριο, παρόλο πού όλοι γνωρίζουμε ότι μολυσματικοί ιοί καί δυνητικά ενδογενή ή εξωγενή παθογόνα βακτήρια κατακλύζουν τούς ανθρώπους παντού καί πάντοτε καί όχι μόνον σέ καιρούς επι(παν)δημίας! Οι μόνες προϋποθέσεις, πού θέτει η Εκκλησία, γιά τήν προσέλευση στό Μυστήριο διατυπώνονται σαφώς καί ξεκάθαρα στήν πρόσκληση, πού απευθύνει πρός όλους τούς πιστούς σέ κάθε θ. Λειτουργία: «Μετά φόβου Θεού, πίστεως καί αγάπης προσέλθετε». Αυτοί είναι οι «κανόνες» συμμετοχής στό Μυστήριο καί η παραβίαση αυτών εγκυμονεί τόν κίνδυνο ασθενείας, πνευματικής ή σωματικής.
Τό τί σημαίνει ο κάθε ένας από αυτούς τούς «κανόνες» εξηγείται μέ πλήρη σαφήνεια, χωρίς νά αφήνεται περιθώριο παρεξήγησης, μέ τόνο ζωηρό καί παραστατικό, στίς πατερικές προσευχές τής προετοιμασίας γιά τή θ. Κοινωνία. Σ’ αυτές τίς ευχές περιλαμβάνεται καί περιγράφεται σέ βάθος όλη η θεολογία τού ήθους, πού συνοδεύει τόν άνθρωπο κατά τήν προσέλευσή του στό Μυστήριο.
Τό «μετά φόβου Θεού» δηλώνει όλη εκείνη τήν συστολή πού αισθάνεται τό ασθενές καί εύθραυστο οστράκινο δημιούργημα ενώπιον τού παντοδύναμου Δημιουργού του, ο «χόρτος» ενώπιον τής «φωτιάς». Είναι τό δέος πού κατακλύζει τόν αμαρτωλό άνθρωπο ενώπιον τού Θεανθρώπου Χριστού. Ο μόνος φόβος, πού απασχολεί τόν προσερχόμενο στό Μυστήριο, είναι νά μήν απορριφθεί η προσπάθεια τής κοινωνίας του μέ τόν Χριστό. Η μόνη αγωνία από τήν οποία διακατέχεται είναι νά μήν τόν αποστραφεί ο Θεάνθρωπος λόγω τής ακαθαρσίας, τής αναξιότητας καί τού μολυσμού, πού ο ίδιος φέρει επάνω του. Βιώνει τή σήψη τής σκοτισμένης ύπαρξής του, αλλά δέν απελπίζεται. Γι αυτό καί σέ εκείνη ακριβώς τήν κρίσιμη στιγμή επικαλείται τήν άπειρη αγαθότητα καί συγκατάβαση Εκείνου νά δεχθεί κοντά του τόν κάθε είδους μετανοημένο αμαρτωλό.
Μνημονεύοντας τήν πόρνη, τόν τελώνη, τόν ληστή, τόν άσωτο, τήν χαναναία καί κάθε άλλον πού αναφέρεται στίς ευαγγελικές διηγήσεις, συνειδητοποιεί ότι παραπάνω από όλους αυτούς «άλλος, ως εγώ, ουκ έπταισέ σοι ουδέ έπραξε τάς πράξεις, άς εγώ κατειργασάμην» (ζ ευχή).
Τό «μετά πίστεως» σημαίνει εκείνη τήν εσωτερική δύναμη τού ανθρώπου, η οποία, κατά τόν ορισμό τού απ. Παύλου, δίνει «υπόσταση στά ελπιζόμενα» καί «ελέγχει τά μή βλεπόμενα» (Εβρ. 11,1). «Βλεπόμενα» εν προκειμένω είναι ο άρτος καί ο οίνος, ενώ «μή βλεπόμενα» τό σώμα καί τό αίμα τού Ιησού Χριστού. Η ομολογία αυτής τής πίστεως είναι τό τελευταίο καθοριστικό βήμα, πού κάνει ο άνθρωπος προκειμένου νά μετέχει στήν «φρικώδη θυσία»: «Πιστεύω, Κύριε, καί ομολογώ ότι σύ εί αληθώς ο Χριστός, ο Υιός τού Θεού τού ζώντος, ο ελθών εις τόν κόσμον αμαρτωλούς σώσαι, ών πρώτός ειμι εγώ. Έτι πιστεύω ότι τούτο αυτό εστι τό άχραντον Σώμά σου καί τούτο αυτό εστι τό τίμιον Αίμά σου». Γιά τόν λόγο αυτό καταλήγει μέ τήν καταφυγή σέ μία εφ όλης τής ύλης ικεσία συγγνώμης: «Δέομαι ούν σου Ελέησόν με καί συγχώρησόν μοι τά παραπτώματά μου, τά εκούσια καί τά ακούσια, τά εν λόγω, τά εν έργω, τά εν γνώσει καί αγνοία καί αξίωσόν με ακατακρίτως μετασχείν τών αχράντων σου μυστηρίων, εις άφεσιν αμαρτιών καί εις ζωήν αιώνιον» (ι καί τελευταία ευχή
).
Τό «μετά αγάπης» δηλώνει τήν αυθόρμητη, ελεύθερη καί εσωτερική εκείνη έλξη, πού ασκεί επάνω στόν άνθρωπο, ένα άλλο πρόσωπο, πού είναι τό αγαπώμενο. Η αγάπη αγκαλιάζει τήν συνάντηση δύο προσώπων, εμποτίζει τήν επικοινωνία τους καί δημιουργεί τήν κατάλληλη εκείνη ατμόσφαιρα, στήν οποία αισθάνονται πληρότητα καί απέραντη ευτυχία, πού αγγίζει τά ενδόμυχα τής ύπαρξής τους.
Η αγάπη γεννάται σέ έδαφος απόλυτης ελευθερίας καί υπερβαίνει οποιονδήποτε περιορισμό, καθήκον ή υποχρέωση, καθώς προσηλώνει τό πνεύμα καί τό βλέμμα στό αγαπώμενο πρόσωπο, παραθεωρώντας κάθε άλλη ιστορική συνθήκη τού περιβάλλοντος χώρου καί χρόνου. Χαρακτηριστικά εκφράζει ο υμνογράφος τήν πυρωμένη αγάπη του πρός τόν Χριστό «απερχόμενος μεταλαβείν» μέ συνοδό ρίγος μέθεξης: «Έθελξας πόθω με, Χριστέ, καί ηλλοίωσας τώ θείω σου έρωτι αλλά κατάφλεξον πυρί αΰλω τάς αμαρτίας μου, καί εμπλησθήναι τής εν σοί τρυφής καταξίωσον, ίνα τάς δύο σκιρτών μεγαλύνω, Αγαθέ, παρουσίας σου». Εξαίρετο υπόδειγμα οι θερμοί λόγοι αγάπης μέ τούς οποίους ο άγ. Συμεών ο νέος θεολόγος διατυπώνει μέ ανείπωτο θεϊκό έρωτα τήν δική του σφροδρή λαχτάρα συνύπαρξης μέ τόν εν Μυστηρίω μεταλαμβανόμενο Ιησού Χριστό «ίνα γούν μή μόνος μένω δίχα σου τού Ζωοδότου, τής πνοής μου, τής ζωής μου, τού αγαλλιάματός μου, τής τού κόσμου σωτηρίας, διά τούτό σοι προσήλθον, ως οράς μετά δακρύων καί ψυχής συντετριμμένης, λύτρον τών εμών πταισμάτων ικετεύων τού λαβείν με, καί τών σών ζωοπαρόχων καί αμέμπτων μυστηρίων μετασχείν ακατακρίτως…» (ζ ευχή).
Η μυστηριακή αυτή ένωση μέ τόν Χριστό αφορά στόν όλο άνθρωπο, ο οποίος μετέχει τού Μυστηρίου όχι μόνον μέ τήν ψυχή αλλά καί μέ τό σώμα. Ο άνθρωπος θεωρείται συνολικά ως ενιαία ψυχοσωματική οντότητα, πού προσδοκά τήν ευεργετική επίδραση τού Μυστηρίου νά αγγίξει όλες τίς πτυχές τής υπάρξεώς του, όπως επανειλημμένως εκφράζεται επιτακτικά «Ψυχήν σύν τώ σώματι αγιασθείην, Δέσποτα, φωτισθείην, σωθείην, γενοίμην οίκός σου τή τών Μυστηρίων μεθέξει τών ιερών…» (θ ωδή, β τροπάριο) «καί γενέσθω μοι τά άγια ταύτα εις ίασιν καί κάθαρσιν καί φωτισμόν καί φυλακτήριον καί σωτηρίαν καί αγιασμόν ψυχής τε καί σώματος» (β ευχή) «αλλά γενέσθω μοι ο άνθραξ τού παναγίου σου Σώματος καί τού τιμίου σου Αίματος εις αγιασμόν καί φωτισμόν καί ρώσιν τής ταπεινής μου ψυχής καί τού σώματος» (γ ευχή) «καταξίωσόν με ακατακρίτως μεταλαβείν… εις αγιασμόν καί φωτισμόν καί ρώμην καί ίασιν καί υγείαν ψυχής τε καί σώματος» (ε ευχή). Ομοίως καί κατά τήν ευχαριστία μετά από τήν θ. μετάληψη ο πιστός ζητά από τόν φιλάνθρωπο Δεσπότη, πού είναι «ο υπέρ ημών αποθανών τε καί αναστάς καί χαρισάμενος ημίν τά φρικτά ταύτα καί ζωοποιά Μυστήρια, επ ευεργεσία καί αγιασμώ τών ψυχών καί τών σωμάτων ημών» νά γίνουν «ταύτα καμοί εις ίασιν ψυχής τε καί σώματος» (α ευχή). Ο δέ όσιος Συμεών ο Μεταφραστής ζητά χαρακτηριστικά η ευεργετική επίδραση τών ιερών μυστηρίων νά διαπεράσει αναγεννώντας κάθε κύτταρο τής ύπαρξής του: «δίελθε πρός μελών μου συνθέσεις, εις πάντας αρμούς, εις νεφρούς, εις καρδίαν φλέξον δ ακάνθας τών όλων μου πταισμάτων» (γ ευχή).
3. Τό φίλτρο τής πίστεως
Συνοπτικά, τά παραπάνω δεδομένα καθιστούν σαφές ότι στήν Ορθόδοξη παράδοση η συμμετοχή στό Μυστήριο τής θ. Ευχαριστίας δέν ήταν ποτέ αυτονόητη, αυτοδίκαιη, δικαιωματική καί δεδομένη εκ τών προτέρων. Αυτό συμβαίνει στίς θρησκείες, πού κυριαρχούν τά τελετουργικά, οι ιδέες, οι αντιλήψεις καί οι δυσειδαιμονίες. Στήν χριστιανική Πίστη μέτρο αποτελεί η κοινωνία τών προσώπων ο Θεός, ο οποίος προσεγγίζεται από τόν άνθρωπο ελεύθερα, εν μετανοία καί αγάπη, η οποία «έξω βάλλει τόν φόβον» (Α Ιω. 4,18). Επομένως, η ορθή θέση ότι «ο Χριστός μεταδίδει ζωή καί όχι ασθένεια» δέν σημαίνει πάντοτε καί αυτομάτως ότι αυτή η ευεργετική δράση τού Χριστού έχει αυτονόητη καί δεδομένη τή θετική επίδραση στόν άνθρωπο.
Γιά νά κατανοήσουμε τά όρια, αντιπροσωπευτικό παράδειγμα αποτελεί η θεραπεία τού εκ γενετής τυφλού, πού περιγράφει ο ευαγγελιστής Ιωάννης στό 9ο κεφάλαιο τού ευαγγελίου του, καί υπενθυμίζει η Εκκλησία στό πλήρωμά της τήν περίοδο τού Πεντηκοσταρίου.
Τό «ποιός» είναι ο Χριστός καί «τί κάνει», τό αποκαλύπτει ο Ιησούς σιωπηρά καί διακριτικά, αλλά συγχρόνως καί εκκωφαντικά δυνατά: μέ τήν συμβολική κίνηση νά φτιάξει πηλό μέ τόν σίελό του, νά τό τοποθετήσει στίς κόγχες τών ματιών τού τυφλού, νά δημιουγήσει οφθαλμούς καί ο άνθρωπος νά δεί τό φώς, αποκαλύπτει ότι είναι ο ίδιος ο Θεός, πού έπλασε τόν άνθρωπο «χούν από τής γής» (Γεν. 2,7). Ακόμη ότι είναι ο ίδιος ο Λόγος τού Θεού, πού είπε «γενηθήτω φώς καί εγένετο φώς» (Γεν. 1,3). Επομένως, η δράση του στήν φθαρτή καί άλογη φύση είναι σαφώς καί ξεκάθαρα ευεργετική καί ασφαλώς δέν μπορούσε νά είναι διαφορετική οφθαλμοί δημιουργήθηκαν, η ασθένεια θεραπεύθηκε καί τό φώς σκόρπισε τά σκοτάδια.
Στούς ανθρώπους, όμως, πού έγιναν κοινωνοί τού θαύματος, δέν υπήρξε τό ίδιο αποτέλεσμα, καθώς όπως, μάς αποκαλύπτει η συνέχεια τής διήγησης, η θαυματουργική ενέργεια τού Χριστού πέρασε μέσα από τό φίλτρο τής ανθρώπινης ελευθερίας, τό οποίο τούς διαχώρισε σέ τέσσερις κατηγορίες.
Στήν πρώτη, τό θαύμα «πέρασε καί δέν άγγιξε». Πρόκειται γιά τούς γείτονες τού πρώην τυφλού, οι οποίοι παραξενεύτηκαν, θαύμασαν, αναρωτήθηκαν τί μπορεί νά συνέβη, αλλά σύντομα επέστρεψαν στήν γνώριμη καθημερινότητά τους λησμονώντας τό γεγονός.
Στήν δεύτερη, τό θαύμα άγγιξε αλλά δέν άλλαξε πορεία ζωής, διότι υποχώρησε ενώπιον άλλων προτεραιοτήτων. Σέ αυτήν τήν κατηγορία ανήκουν οι γονείς τού πρώην τυφλού, οι οποίοι τό είδαν, τό αναγνώρισαν, τό ομολόγησαν, αλλά δέν τόλμησαν νά ακολουθήσουν τόν Ιησού από φόβο μήπως «αποσυνάγωγοι γένωνται».
Στήν τρίτη, τό θαύμα δημιούργησε έχθρα, φθόνο καί μίσος! Σέ αυτήν τήν κατηγορία ανήκουν οι γραμματείς καί φαρισαίοι, οι οποίοι όσο περισσότερα θαύματα έβλεπαν από τόν Ιησού, τόσο περισσότερο τόν μισούσαν!
Στήν τέταρτη καί τελευταία κατηγορία ανήκει ο αποδέκτης τού θαύματος, ο πρώην τυφλός, ο οποίος τό έζησε, τό απήλαυσε καί μέ τήν δύναμη τής εμπειρίας του τό ομολόγησε ενώπιον όλων προκαλώντας απίστευτη αμηχανία καί οργή στούς αρνητές τού θαύματος. Τούς άφησε στήν κυριολεξία ενεούς καί άφωνους!
Συνεπώς, στόν παρόντα αιώνα τά πάντα εξαρτώνται από τήν ζωηφόρο πίστη. Πίστη είναι εκείνη η εμπιστοσύνη μέ τήν οποία ο άνθρωπος προσεγγίζει άνευ όρων τόν Θεάνθρωπο Χριστό, γιά νά λάβει τό ποθούμενο είναι η δύναμη μέ τήν οποία «πιάνει επαφή» μαζί του. Η πίστη είναι συγχρόνως καί ο αγωγός μεταφοράς τής θείας χάριτος από τόν Χριστό στόν άνθρωπο καί τό μέτρο τής ποσότητας, πού λαμβάνει. Αυτό υποδεικνύει ο Κύριος, όταν στά αιτήματα θεραπείας συχνά ανταποκρινόταν μέ τά λόγια: «κατά τήν πίστιν υμών γενηθήτω υμίν» (Ματθ. 9,29). Καί η πίστη αυτή είναι καθαρά προσωπική υπόθεση σέ κάθε άνθρωπο. Ανθρωπίνως δέν μετριέται μέ αντικειμενικά κριτήρια, δέν αξιολογείται, δέν τυποποιείται σέ συγκεκριμένες μορφές, εκφράσεις καί σχήματα. Μόνον καλλιεργείται καί εμβαθύνεται μέ τόν λόγο τού Θεού καί τήν προσωπική εργασία τού καθενός στόν «έσω άνθρωπο» (Ρωμ. 7,22).
4. Αναβίωση τών ερωτημάτων τής Χριστολογίας
Στό περιεχόμενο τής πίστεως, επομένως, απευθύνεται τό αρχικό ερώτημα «εάν η θ. Κοινωνία μπορεί πιθανόν νά μεταδώσει νόσο», αγγίζοντας μία θεμελιώδη θεολογική πτυχή, πού αφορά στήν «σχέση» τού Θεού Χριστού πρός τά ευχαριστιακά δώρα τού άρτου καί τού οίνου: άν καί κατά πόσον, δηλαδή, ο Χριστός είναι παρών στά ευχαριστιακά δώρα, ή κατά πόσον ο άρτος καί ο οίνος νοούνται ως πραγματική προσωπική παρουσία τού Χριστού, ή μέ ποιό τρόπο καί έως ποίου σημείου υλικά αντικείμενα καί Θεότητα συνυπάρχουν καί συμπλέκονται μεταξύ τους στά ευχαριστιακά δώρα. Είναι πράγματι ενδιαφέρον τό φαινόμενο ότι στά θεολογικά αυτά ερωτήματα τής περιόδου τής πανδημίας αναβίωσαν σχεδόν ταυτόσημα οι προβληματισμοί καί τά ερωτήματα τής αρχαίας Χριστολογίας: «Τελικά, ο Ιησούς πόσο Θεός καί πόσο άνθρωπος ήταν; Μέ ποιόν τρόπο ενώθηκαν οι δύο φύσεις στό πρόσωπό του καί σέ ποιά σχέση βρίσκονται μεταξύ τους;».
Πρόκειται γιά τό ερώτημα δηλαδή, πού είχε θέσει ο Κύριος στούς μαθητές του «τίνα με λέγουσιν οι άνθρωποι είναι;» (Μάρκ. 8,27). Τό εντυπωσιακό είναι ότι κάποιες από τίς απαντήσεις, πού δόθηκαν από Ορθοδόξου πλευράς, ήταν σάν νά μήν έχουν μεσολαβήσει οι Οικουμενικές Σύνοδοι, ούτε χιλιάδες σελίδες πατερικών συγγραμμάτων. Αποδεικνύεται ότι τελικά δέν είναι τυχαίο, πού τό Χριστολογικό ζήτημα απασχόλησε τόσο έντονα καί γιά τόσο πολύ χρόνο τήν Εκκλησία καί, ενώ άλλαξε τόσες πολλές διαφορετικές μορφές, παρέμεινε στήν βάση του τό ίδιο. Αφού ακόμη καί σήμερα υπό νέα μορφή αναδεικνύεται ως τό δυσκολώτερο θέμα, πού καλείται νά προσεγγίσει ο ανθρώπινος νούς, αυτό πού προκαλεί τά όρια τής λογικής τού ανθρώπου. Διότι μέσα στήν κρίση τής πανδημίας, η κατανόηση τού Μυστηρίου δέν περιορίστηκε σέ μία θεωρητική αναζήτηση μόνο, αλλά προκάλεσε καί απαίτησε στάση ζωής μέ χειροπιαστές πιθανές συνέπειες.
Η σαφής απάντηση στό ερώτημα αυτό, πού δόθηκε από τήν Δ Οικουμενική Σύνοδο, ήταν ότι ο Χριστός είναι τέλειος Θεός καί τέλειος άνθρωπος καί ότι οι δύο φύσεις, διατηρώντας πλήρως τίς ιδιότητές τους, συνδέονται εν μυστηρίω σέ αυτόν «ασυγχύτως, ατρέπτως, αδιαιρέτως καί αχωρίστως» μέ σκοπό τήν εξυγίανση τής ασθενούς ανθρώπινης φύσης, κατά τό γνωστό λόγιο τού Μ. Αθανασίου «αυτός γάρ ενηνθρώπησεν, ίνα ημείς θεοποιηθώμεν». Τό «πώς» τής ένωσης αυτής είναι απρόσιτο στόν πεπερασμένο νού τού ανθρώπου, απερίγραπτο καί ανεξήγητο, ενώ γίνεται αντιληπτό μόνον διά τής εμπειρίας τών αισθήσεων, η οποία μαρτυρεί εν πίστει ότι ο Χριστός είναι «άνθρωπος τό φαινόμενον καί Θεός τό κρυπτόμενον».
Τό ίδιο ακριβώς συμβαίνει καί μέ τά ευχαριστιακά δώρα: χωρίς νά χάνουν τίς ιδιότητές τους, άρτος καί οίνος είναι σώμα καί αίμα Χριστού «ασυγχύτως, ατρέπτως αδιαιρέτως καί αχωρίστως» κατά τρόπο πού δέν είναι δυνατόν νά περιγραφεί, νά εξηγηθεί ή νά οριοθετηθεί μέ τήν ανθρώπινη λογική, παρά μόνο νά καταστεί οικείος διά τής εμπειρίας τής πίστεως. Τό νά αρνηθεί κανείς θεωρητικά τήν πιθανότητα μόλυνσης από τά ευχαριστιακά δώρα μέ τήν αιτιολογία μιάς οιονεί αφθαρτοποιήσεώς τους κινείται στόν χώρο τού αιρετικού μονοφυσιτισμού, ενώ τό νά αποδεχθεί έστω καί εμμέσως τήν πιθανότητα μόλυνσης μέ αναφορά στήν φθαρτή φύση τους κινείται σαφώς στόν χώρο τών αιρέσεων τού δοκητισμού, τού αρειανισμού καί τού νεστοριανισμού. Δυστυχώς, όπως φαίνεται, μεταλλαγμένα στελέχη τών αρχαίων αυτών πνευματικών «ιών», πού κυκλοφορούν ακόμη στό περιβάλλον τού σημερινού «χριστιανικού» κόσμου, διατηρούν τήν δύναμη νά προσβάλουν υγιείς αλλά απρόσεκτους οργανισμούς. Φορείς παρόμοιων αντιλήψεων ήταν ασφαλώς καί οι σταυρωτές τού Κυρίου, οι οποίοι είτε όταν τόν δίκαζαν, είτε όταν τόν ράπιζαν, τόν φραγγέλωναν ή τόν σταύρωναν, είχαν τήν αίσθηση ότι έχουν στά χέρια τους ένα υλικό στοιχείο, πού υπόκειται στίς διαδικασίες τής φθοράς αυτού τού κόσμου καί γι αυτό έπραξαν ό,τι έπραξαν. Εάν επέτρεπαν στόν εαυτό τους νά αντιληφθεί ποιός ήταν ο Ιησούς, τό λογικό είναι νά μήν τολμούσαν νά προχωρήσουν στήν εφαρμογή τών αποφάσεών τους.
Η απάντηση στό δίλημμα βρίσκεται στήν πνευματική εμπειρία τής εν Χριστώ κοινωνίας εν τή Εκκλησία, η οποία προσεγγίζεται μέ τήν πίστη εκεί όπου παραχωρείται μέ ευλάβεια η πρωτοβουλία στήν θεία Χάρη καί στήν ενέργεια τού Αγ. Πνεύματος. Δέν είναι δυνατόν νά υπαγορεύουμε συμπεριφορές στόν Θεό! Εκείνος γνωρίζει γιατί φθείρονται τά ευχαριστιακά δώρα, ενώ αφθαρτοποιείται τό νερό τού αγιασμού, γιατί τά σώματα άλλων αγίων φθείρονται καί άλλων παραμένουν άφθαρτα. «Tίς έγνω νούν Kυρίου, καί τίς αυτού σύμβουλος εγένετο;» (Ησ. 40,13). Μέσα στόν χώρο τής Πίστεως τίποτε δέν είναι δεδομένο καί μηχανιστικό ούτε ό,τι γίνεται, γίνεται μαγικά ή δικαιωματικά, αλλά μέσα σέ μία συνεχή, δυναμική καί ελεύθερη δόση καί αντίδοση Θεού καί ανθρώπου, μέ μία συνεχή κατάφαση στήν ισόβια διαδικασία σταδιακής αφθαρτοποιήσεως τού θνητού ανθρώπου καί μέ μία αδιάκοπη συνεργασία πίστεως καί χάριτος, όπου τά πάντα επανεπιβεβαιώνονται κάθε στιγμή έως ότου «η ζωή ημών» φανερωθεί «εν δόξη» (Κολ. 3,4). Εφόσον δέν υπάρχει ούτε ένα παράδειγμα οποιασδήποτε μολύνσεως από τό Μυστήριο, αλλά πολλές μαρτυρίες γιά τό ακριβώς αντίθετο, τί εξυπηρετεί, στά αλήθεια, εκκλησιαστικοί άνθρωποι νά συμβάλλουν στήν αμφιβολία περί αυτού;
5. Ο τρόπος μεταδόσεως τού Μυστηρίου: δύναται η Εκκλησία νά τόν αλλάξει καί απαιτείται νά τό επιχειρήσει στήν παρούσα συγκυρία;
Ένα ακόμη σχετικό ερώτημα πού τέθηκε μέ αφορμή τήν πρόσφατη πανδημία είναι τό ερώτημα εάν η αγία λαβίδα μεταφέρει τόν ιό τής ασθενείας ή τόν Υιό τού Θεού ή καί τά δυό μαζί!καί επομένως μέ ποιόν τρόπο η υλικότητα μετέχει καί συνάπτεται μέ τήν Θεότητα. Απλά διαδικαστικό θά ήταν τό θέμα, εάν δέν υπήρχε στό υπόβαθρο η αμφισβήτηση τής ουσίας τού Μυστηρίου περί τής μεταδόσεως μολυσμού, πού δίδει προβάδισμα στήν φθαρτή υλικότητα έναντι τής πραγματικής παρουσίας τής Θεότητας.
Η Εκκλησία ασφαλώς δύναται νά αποφασίζει ελεύθερα καί νά αποδέχεται όποιον τρόπο θεωρεί κάθε φορά κατάλληλο γιά τήν μετάδοση τού Μυστηρίου, όπως έχει γίνει επανειλλημμένως στό παρελθόν. Καί έχει στήν παράδοσή της πολλές επιλογές γι’ αυτό τό θέμα. Εντούτοις, όπως σαφώς προκύπτει από τίς σχετικές αποφάσεις τοπικών καί Οικουμενικών Συνόδων καί τίς αυθεντικές ερμηνείες τους από διακεκριμένους καί αγίους λογίους, πού καταγράφονται στό Πηδάλιον, μοναδικό κίνητρο καί αφορμή τής Εκκλησίας γιά κάθε κίνησή της ήταν η προστασία καί η ασφάλεια τού Μυστηρίου από τήν εξύβριση καί τήν βεβήλωση, πού εκούσια ή ακούσια προκαλούσαν σέ αυτό κάποια μέλη της. Ποτέ όμως γιά νά καλύψει τήν υποτίμηση, τήν αμφισβήτηση ή τήν ατίμωσή του, όπως προτείνεται τώρα!
Τό σεπτό Οικουμενικό μας Πατριαρχείο, επικυρώνοντας τήν θέση πού είχε εξαρχής λάβει η Ιερά Σύνοδος τής Εκκλησίας μας, ήδη ομολόγησε ευθαρσώς τήν αλήθεια, διαφυλάσσοντας τήν αγία Παράδοση τής Ορθοδοξίας καί βάζοντας τά πράγματα στή θέση τους!
Χαρακτηριστικό είναι τό παράδειγμα δύο διαφορετικών τοποθετήσεων, δύο αγίων γιά δύο διαφορετικούς τρόπους μεταδόσεως τού Μυστηρίου: τής αρχαιότερης ιδιόχειρης παραλαβής του από τόν λειτουργό ιερέα καί τής μεταγενέστερης μετάδοσης διά τής λαβίδος. Ο άγ. Χρυσόστομος εξαίρει τά ανθρώπινα χέρια έναντι τής λαβίδος ως μέσον μετάληψης τού πυρός τής Θεότητας: «ουκ ετόλμησεν άψασθαι τή χειρί τά Σεραφίμ, αλλά τή λαβίδι· σύ δέ τή χειρί λαμβάνεις!» (Εις τό· Είδον τόν Κύριον καθήμενον επί θρόνου υψηλού, 6,3).
Ο άγ. Συμεών Θεσσαλονίκης εξαίρει τήν λαβίδα έναντι κάθε άλλου μέσου ως προερχόμενη από τό ουράνιο θυσιαστήριο (Ησ. 6,6): «τού αρχιερέως δέ τοίς προσελθούσι μεταλαβείν διδόντος διά λαβίδος καί τούτο κατά τήν οπτασίαν τού Ησαΐου, ότι ου χρή πάντας αμέσως μετέχειν, ως είρηται, τών θείων τε καί φρικτών» (Περί τής θ. λειτουργίας, 62). Παρά τήν φαινομενική αυτή διαφορά, καί οι δύο άγιοι Πατέρες δέν υποστηρίζουν απλώς τόν τρόπο μεταδόσεως πού ίσχυε στήν εποχή τους, αλλά έχουν έναν κοινό στόχο: νά συνειδητοποιήσει ο προσερχόμενος τήν ιερότητα τού Μυστηρίου, διά τού οποίου προσεγγίζει τόν Θεό, αφού, όπως συνεχίζει ο άγ. Συμεών: «επί τοίς θείοις ευλαβείσθαι δεί καί συστέλλεσθαι. Καί ει τά χερουβίμ ηυλαβείτο, πολλώ γε μάλλον ημάς ευλαβείσθαι χρή, καί ταύτα ου τύπον, αλλά τήν αλήθειαν ορώντας αυτήν».
Βεβαίως, οι φοβίες, οι αναστολές καί οι ενδοιασμοί τών ανθρώπων είναι πραγματικοί καί δέν ρίπτονται αβασάνιστα στόν καιάδα τής καταδίκης. Η Εκκλησία δέν έχει στούς κόλπους της μόνον δυνατούς «τή πίστει» (Ρωμ. 15,1) καί αγίους, αλλά καί ασθενείς, αδύναμους ανθρώπους μέ λογισμούς καί «διακρίσεις διαλογισμών» (Ρωμ. 14,1). Εντούτοις, όλα αυτά αποτελούν πρόκληση γιά τήν καλλιέργεια τών ανθρώπων. Προβάλλει επιτακτική η ανάγκη νά στηριχθεί η πίστη τών ανθρώπων στά μυστήρια τής «άπαξ παραδοθείσας πίστεως» (Ιούδα 3) καί τής «αγίας εντολής» (Β Πέτρ. 2,21), ώστε νά κατανοήσουν ότι η προσέλευση καί η συμμετοχή στή θ. Ευχαριστία δέν είναι ούτε αυτονόητο δικαίωμα, ούτε συμβατική ή τελετουργική υποχρέωση ούτε μετάληψη κάποιου μαγικού φίλτρου, πού ενεργεί αυτόνομα καί αυτοδίκαια. Στό Μυστήριο τής θ. Ευχαριστίας προσφέρεται χειροπιαστή η θεία Χάρη, η οποία συνεργεί μέ τήν πίστη τού ανθρώπου, γιά τήν σταδιακή μεταμόρφωση καί θέωσή του, τήν οποία ο ίδιος λαχταρά. Εάν παρόλα αυτά κάποιος έχει ενδοιασμούς ή απορίες γιά τά θέματα τής πίστεως, όπως είναι φυσικό πολλές φορές νά συμβαίνει, «Βέλτιον [εστίν] σιωπάν καί πιστεύειν», συμβουλεύει ο Μ. Αθανάσιος, «ή απιστείν διά τό απορείν· διότι ο μέν απορών [σ.σ. αλλά σιωπών!] δύναταί πως καί συγγνώμην έχειν, ότι όλως κάν ζητήσας ηρέμησεν· ο δέ διά τό απορείν επινοών εαυτώ τά μή δέοντα, καί τά μή άξια περί Θεού φθεγγόμενος, ασύγγνωστον έχει τής τόλμης τήν δίκην» (Λόγος κατά Αρειανών, 2,36).
Η εμπειρία τής Εκκλησίας είναι μακραίωνη καί πλούσια τόσο ως πρός τήν δυσκολία τών καταστάσεων όσο καί ως πρός τήν έκφραση τής ελευθερίας τών ανθρώπων. Είναι αλήθεια ότι από τούς ιερείς τής Κρήτης ο π. Χρύσανθος Κουτσουλογιαννάκης προσέτρεξε στήν Σπιναλόγκα, γιά νά υπηρετήσει τούς χανσενικούς. Καί από τούς κληρικούς τής Αφρικής ο π. Θεμιστοκλής Αδαμόπουλος παρέμεινε -μόλις τό 2016- στήν Σιέρρα Λεόνε [σ.σ. αδιάφορα μακριά γιά νά ασχοληθεί ο «προοδευμένος» δυτικός κόσμος, όχι όμως καί η Ορθόδοξη Εκκλησία] νά υπηρετήσει τούς ανθρώπους, πού πέθαιναν κατά χιλιάδες από τόν ιό έμπολα [αλήθεια: οι Ορθόδοξοι αφρικανοί δέν έπρεπε τότε νά προστατευθούν μέ αλλαγή τρόπου μεταδόσεως;].
Μέ τήν πίστη τών ανθρώπων αυτών συνεργάστηκε η θ. Χάρη, γιά νά κάνει τό θαύμα. Άλλωστε καί στήν προκειμένη πανδημία τού κορονωϊού ήδη ο χρόνος έχει κυλήσει υπέρ τής αλήθειας τού Μυστηρίου επιβεβαιώνοντας γιά μία ακόμη φορά, στήν πατρίδα μας τουλάχιστον, τήν μακραίωνη αυτή εκκλησιαστική εμπειρία. Ήδη όλο καί ευρύτερα μέσα στήν ελληνική κοινωνία γίνεται αντιληπτό ότι μετά από δύο περίπου μήνες, πού άνοιξαν καί πάλι οι ναοί καί χιλιάδες άνθρωποι μικροί, μεγάλοι, νέοι, γέροι, ευπαθείς καί μή ομάδες, ελεύθερα προσέρχονται στό Μυστήριο τής θ. Ευχαριστίας, τά στατιστικά δεδομένα φαίνεται ότι διαψεύδονται καί τά κρούσματα προσβολής από τήν ασθένεια είναι μηδενικά. Αυτό διασφαλίζει ότι η κατάσταση θά συνεχίσει έτσι καί στό μέλλον; Ασφαλώς καί όχι! Διότι ανά πάσα στιγμή είναι δυνατόν νά αλλάξει, εάν η θεία βουλή αποδοκιμάσει τά ανάξια χείλη, τά χέρια καί τίς καρδιές, πού τολμούν νά προσεγγίζουν τό φρικτό Μυστήριο. «Τίς γάρ έγνω νούν Κυρίου; Ή τίς σύμβουλος αυτού εγένετο;» (Ησ. 40,13). Εντούτοις, πρός τό παρόν ο Κύριος έτσι επιλέγει νά κάνει αισθητή τήν παρουσία του εν τή Εκκλησία του, καταισχύνοντας «χείλη δόλια» (Ψαλμ. 11,4) καί βέβηλα.
Στήν Ορθόδοξη Παράδοση έχει επικρατήσει μία καί μόνον θεολογία καί ένα μόνον ήθος γιά τήν προσέλευση όλων τών ανθρώπων χωρίς εξαίρεση στήν θ. Ευχαριστία καί στήν μετάληψη τών Τιμίων Δώρων: όσο κι άν φαίνεται παράξενο, είναι η θεολογία καί τό ήθος τής πόρνης γυναικός τού ευαγγελίου (Λουκ. 7,36-50). Αηδιασμένη από τήν αθλιότητα τής ζωής της καί λαχταρώντας τήν σωτήρια συνάντηση μέ τόν Θεάνθρωπο, η ταλαίπωρη αυτή γυναίκα διείσδυσε κρυφά στό σπίτι τού Σίμωνα (μέ κίνδυνο βάναυσης κακοποίησής της), έτρεξε καί αγκάλιασε τά πόδια τού Ιησού, τά μούσκεψε μέ τά δάκρυά της, τά σκούπισε μέ τά χείλια της καί τά στέγνωσε μέ τά μαλλιά της. Δέν αναλογίσθηκε ούτε γιά μιά στιγμή πόσα μικρόβια έφεραν επάνω τους, πόσο λερωμένα ήταν, ούτε πόση λάσπη καί ιδρώτα είχαν από τήν οδοιπορία, μιάς καί ο φαρισαίος οικοδεσπότης τά είχε αφήσει άπλυτα. Αυτή ήταν η προσφορά αγάπης τού ανθρώπου στόν Θεάνθρωπο, μέ τήν οποία εισέπραξε τήν αντιπροσφορά τής απαλλαγής της από τήν πραγματική αιτία μολυσμού καί τής δωρεάς τής αληθινής υγείας: «αφέωνται αι αμαρτίαι αυτής αι πολλαί, ότι ηγάπησεν πολύ».
Σέ κάθε περίπτωση, κάθε κρίση, μικρή ή μεγάλη, αποτελεί μετρητή τής αξίας καί τού ειδικού βάρους τού καθενός ανθρώπου ξεχωριστά καί όχι τού Θεού. Η αγάπη καί η συντριβή τής μετάνοιας προετοιμάζουν καί καλλιεργούν τήν ψυχή, ώστε νά συμμετέχει μέ συναίσθηση στό Μυστήριο τών Μυστηρίων. Όσοι στή δύσκολη αυτή περίοδο χρειάστηκε νά παλαίψουμε μέ λογισμούς απιστίας καί ολιγοπιστίας, η Εκκλησία μάς προσφέρει τό μυστήριο τής μετάνοιας καί τής εξομολόγησης ώστε νά ελαφρύνουμε τήν ψυχή μας καί στέκει δίπλα μας γιά νά καλλιεργήσει καί νά στηρίξει τήν πίστη μας μέ τόν λόγο τού Θεού. Αλλά καί γιά όσους δέν ταλαντεύτηκαν από τόν άνεμο τής αμφισβήτησης καί έμειναν «εδραίοι τή πίστει», όλα αυτά τά γεγονότα είναι μία καλή ευκαιρία γιά νά ελέγξουμε τόν πόθο καί τήν αγάπη μέ τήν οποία προσερχόμαστε στό Μυστήριο.
Καί νά θυμόμαστε ακατάπαυστα ότι θά έρθει κάποια στιγμή η ώρα τής προσωπικής μας συνάντησης μέ τόν Υιό τού ανθρώπου, «όταν έλθη εν τή δόξη αυτού» (Ματθ. 25,31). Άν μέ αφορμή τήν πανδημία, μάς κοιτάξει στά μάτια καί μάς απευθύνει τό ερώτημα: «Αφού όταν σέ προσκάλεσα, σέ διαβεβαίωσα ότι τούτό εστι τό σώμα μου καί τούτό εστι τό αίμα μου, εσύ ολιγόπιστε, εις τί εδίστασας;», δέν είναι άραγε η παρούσα κρίση μία πολύ καλή ευκαιρία νά ετοιμάσουμε τήν κρίσιμη απάντηση, πού θά δώσουμε;