του Τάκη Διαμαντόπουλου
Η πρόσφατη «συμφωνία» – ή όπως αλλιώς τη λένε τώρα τα μέρη, που συμμετείχαν στις σχετικές συζητήσεις – ανάμεσα στον πρωθυπουργό Αλέξη Τσίπρα και τον αρχιεπίσκοπο κ. Ιερώνυμο, κατέδειξε για μία ακόμη φορά το κυνικό πρόσωπο του ΣΥΡΙΖΑ.
Δεν είναι μόνο το περιεχόμενο της «συμφωνίας», αλλά και ο τρόπος με τον οποίο χειρίστηκε η κυβέρνηση τα όσα συζήτησαν οι κύριοι Τσίπρας και Ιερώνυμος. Η ευκολία με την οποία οι κυβερνητικοί παράγοντες μιλούν για την έξωση, ου μην και διωγμό των ιερέων από το εργασιακό τους καθεστώς και το σχέδιο να αντικατασταθούν οι κενές, λέει, θέσεις, που θα δημιουργηθούν στο δημόσιο, είναι ενδεικτική μίας τουλάχιστον προσβλητικής συμπεριφοράς, ακόμα και μίας αντιδημοκρατικής νοοτροπίας.
Γνωρίζαμε και βλέπαμε όλο αυτό τον καιρό την επίμονη και ακραία προσπάθεια του κ. Τσίπρα να εκμαυλίσει συνειδήσεις και να εξαγοράσει ψήφους ενόψει εκλογών, με υποσχέσεις, εξαγγελίες και κάθε είδους ψέματα. Ότι θα έφτανε στο σημείο να παίξει και στις πλάτες της Εκκλησίας και κυρίως του απλού κλήρου και των οικογενειών των ιερέων δεν το περίμενε ούτε το πιο αρρωστημένο μυαλό. Κι όμως. Πριν ακόμα καταλάβει κανείς τι ακριβώς συμβαίνει και τι σημαίνει αυτή η «ιστορική συμφωνία», όπως προέτρεξε να την χαρακτηρίσει ο κ. πρωθυπουργός, η κυβέρνηση άρχισε να κομπορρημονεί για ένα τρικ, που θα ζήλευε μέχρι και ο Χουντίνι.
Χωρίς να έχει ξεκαθαριστεί τι θα γίνει με τους ιερείς, πριν καν μιλήσουν οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, με τα νομικά ερωτήματα να παραμένουν εκκρεμή και την εκκλησιαστική ηγεσία να προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το πλαίσιο της λεγόμενης «συμφωνίας», οι κυβερνητικοί είχαν βγει στο προεκλογικό σεργιάνι για να εκμεταλλευτούν τον πόνο των εκατοντάδων χιλιάδων ανέργων και ευρισκομένων σε ανέχεια και επαγγελματική αναζήτηση. Με αμετροέπεια, υποκρισία και στοιχεία φαυλότητας, που θα ζήλευαν οι γαλάζιοι και πράσινοι προκάτοχοί τους, οι σημερινοί κυβερνώντες τάζουν σαν να μην υπάρχει αύριο – παρά μόνον το «τώρα» των κομματικών τους αναγκών.
Είναι φανερό πλέον σε όλους ότι η κυβέρνηση είδε τη «συμφωνία» αυτή, ως μία ακόμη ευκαιρία για ρουσφετολογικά όργια. Δεν την ενδιαφέρει ούτε το μέλλον της Εκκλησίας, ούτε και οι σχέσεις της εκκλησίας με το Κράτος, όπως θέλει να λέει. Αδιαφορεί πλήρως για τις αρνητικές επιπτώσεις, που μπορεί να έχει για τον κατώτερο κλήρο η αποπομπή του από το καθεστώς του δημοσίου. Για το εάν η θέση του ιερέα θα προσελκύει πλέον το ενδιαφέρον νέων ανθρώπων.
Δεν ενδιαφέρεται όμως ούτε και για την αξιοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας, όπως με περισσό θράσος δηλώνει τώρα. Εάν ενδιαφερόταν, τότε δεν θα άφηνε την Εταιρία Αξιοποίησης Εκκλησιαστικής Περιουσίας, η οποία μάλιστα ιδρύθηκε επί ημερών της προηγούμενης κυβέρνησης, να λιμνάζει επί τέσσερα χρόνια. Αφού άφησαν την υπόθεση αυτή να βαλτώνει, την κίνησαν λίγο πριν τις εκλογές, μόνο και μόνο για να υποσχεθούν προσλήψεις. Τις οποίες θα κάνουν αυτοί, αλλά πρέπει να βρει τα λεφτά η επόμενη κυβέρνηση, για να πληρώνονται οι νεοπροσληφθέντες!
Η κυβέρνηση θέλει να σύρει την Εκκλησία στα πολιτικά της παιχνίδια. Κι αυτό είναι απολύτως προσβλητικό και για τους ανθρώπους της εκκλησίας και για τους πιστούς. Και η απάντηση δεν μπορεί παρά να είναι μόνο μία: να σταματήσει εδώ οποιαδήποτε συζήτηση επί των όσων είπε ο κ. Τσίπρας και να ξεκινήσει μία νέα διαδικασία διαλόγου από μηδενική βάση, με τη συμμετοχή και την ενημέρωση όλων. Της Ελλαδικής Εκκλησίας, του Φαναρίου, όλων των πολιτικών δυνάμεων, ώστε με ευρεία συναίνεση, σεβασμό στον ιστορικό ρόλο της Εκκλησίας και στα δικαιώματα των ιερέων να βρεθεί οποιαδήποτε λύση κριθεί χρήσιμη.