ΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ “ΠΡΩΤΟΥ“
Εις το άρθρον του Μητρ. Περγάμου Ιωάννου Ζηζιούλα, «Ο Συνοδικός θεσμός. Ιστορικά, Εκκλησιολογικά και Κανονικά Προβλήματα», Θεολογία 80.2 (2010) σ. 5-41, το οποίον απησχόλησε τον Ο.Τ. (Βόμβα Σεβ. Περγάμου εναντίον της Μ. Συνόδου φ. 2109/18.3.2016), ενυπάρχουν και άλλαι ενδιαφέρουσαι απόψεις που υιοθετούνται ακρίτως υπό πολλών.
Περί Οικουμενικής Συνόδου
Αποκαλυπτικός τυγχάνει ο λόγος του και δι όσα αφορούν εις την «αναγκαίαν» σύγκλησιν της Συνόδου. Το μοναδικόν επιχείρημα των φιλο-Συνοδικών δια την σύγκλησιν αυτής της Συνόδου, μετά την πανθομολογουμένην διαπίστωσιν ότι δεν υπάρχουν ζητήματα, τα οποία να απαιτούν σύγκλησιν Συνόδου, ήτο ότι είναι αδήριτος ανάγκη μετά από τόσους αιώνας, σύγκλησις Συνόδου εις οικουμενικόν επίπεδον, διότι άλλως υφίσταται έλλειψις και παράλυσις της συνοδικότητος, όπως επίσης ότι η Ορθοδοξία πρέπει να δείξη ότι είναι ζωντανή. Να τι απαντά ο Σεβ. Περγάμου εις όλους, πρωτίστως δε εις τον εαυτόν του:
«Η εικόνα, συνεπώς, του συνοδικού συστήματος ως πυραμίδας, η οποία κορυφώνεται στην οικουμενική σύνοδο, δεν ανταποκρίνεται προς την πραγματικότητα και είναι, μάλλον, παραπλανητική… Έτσι, ενώ τοπικά το συνοδικό σύστημα πάντοτε λειτουργεί ως θεσμός, η Εκκλησία ζει για αιώνες χωρίς οικουμενικές συνόδους».
Επομένως, η απουσία συνόδου οικουμενικού επιπέδου δεν προσθέτει και δεν αφαιρεί τίποτα από την Εκκλησίαν, διότι η συνοδικότης ελειτούργει ανέκαθεν ως η αναπνοή («όλη η Εκκλησία είναι μία διαρκής Σύνοδος» κατά τον π. Δ. Στανιλοάε), ενώ η Οικουμενική Σύνοδος είναι έκτακτον γεγονός και όχι θεσμός, η οποία συνεκλήθη εις το παρελθόν δια δο-γματικά αποκλειστικώς ζητήματα. Σήμερον όλα τα δογματικά ζητήματα είναι λελυμένα και όσοι επικαλούνται την ανάγκην καταδίκης του filioque τους παραπέμπομεν εις την Β´ Οικουμενικήν Σύνοδον, όπου το ζήτημα έχει διευκρινισθή πλήρως και δεν απαιτεί νέαν απόφασιν. Όποτε εμφανίζεται ένας αιρετικός επαναλαμβάνων μία αίρεσιν του παρελθόντος θα πρέπη να συγκαλήται Οικουμενική να τον καταδικάση;
Περί παγκοσμίου πρώτου!
Επιπροσθέτως, θέτομεν και μερικά ερωτήματα προς τον Σεβασμιώτατον σχετικώς με το θέμα του «πρώτου». Ο Σεβ. Περγάμου αποδίδει ανάμειξιν εις την σύγκλησιν και την προεδρίαν της Οικ. Συνόδου εις τον αυτοκράτορα και συνεχίζει ισχυριζόμενος ότι η Εκκλησία υπάρχει και χωρίς αυτοκράτορας, επομένως το δικαίωμα συγκλήσεως και προεδρίας το έχει ο «πρώτος», ο οποίος μετά το Σχίσμα ταυτίζεται με τον Πατριάρχην Κων/πόλεως!
Πρώτον, δεν υπάρχει «πρώτος», ο οποίος να συνεκάλεσε ποτέ Οικουμενικήν και αυτό διότι εφ᾽ όσον η Οικουμενική ήτο έκτακτον γεγονός δεν είχεν αρμοδιότητα να την συγκαλέση κανείς «πρώτος», καθώς οι προκαθήμενοι είχον αρμοδιότητα ο καθένας μόνον δια την τοπικήν Εκκλησίαν του.
Δεύτερον, κατά τον Καθηγητήν της Εκκλησιαστικής Ιστορίας κ. Βλάσιον Φειδάν, δεν υπήρξε ποτέ ένας «πρώτος». Συγκεκριμένα λέει ότι ο Ρώμης ήτο «πρώτος» μόνον μεταξύ των πέντε Πατριαρχών και όχι της όλης Εκκλησίας, ενώ αντιθέτως ο Σεβασμιώτατος γράφει αυθαιρέτως ότι ήτο «ο πρώτος σε παγκόσμιο επίπεδο»!
Τρίτον, αν η ανάμειξις του αυτοκράτορος, όπως μάλλον υπονοεί, έδωσε την προεδρίαν εις τον Κων/πόλεως εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, τότε εφ᾽ όσον ο Σεβ. Περγάμου απορρίπτει τον αυτοκράτορα, δεν θα πρέπη να απορρίψη και το δικαίωμα συγκλήσεως και προεδρίας του Κων/πόλεως; Δύναται να είναι σήμερον δήθεν «πρώτος», όταν η Κων/πολις δεν είναι παρά μία πόλις και όχι διοικητικόν κέντρον και πρωτεύουσα αυτοκρατορίας πολύ περισσότερον ομφαλός της οικουμένης; Πως εμμένει εις την άποψιν ότι ο Κων/πόλεως παραμένει «πρώτος» ανεξαρτήτως του βυζαντινού συστήματος, το οποίον ανύψωσε τον Κων/πόλεως εκεί; Δυστυχώς δια τον ίδιον ο 34ος Κανών των Αποστόλων, τον οποίον επικαλείται, αναφέρεται μόνον και αποκλειστικώς εις τοπικόν επίπεδον ούτε καν εις τον Κων/πόλεως και αυτό, διότι, ως ανεφέρθη, η Οικουμενική Σύνοδος αποτελεί έκτακτον γεγονός και όχι θεσμικόν ως η τοπική σύνοδος, αλλά ωσαύτως διότι καμμία σύνοδος δεν θα ηδύνατο να δεσμεύση όλην την Εκκλησίαν εις τον επίσκοπον μιας οποιασδήποτε πόλεως, η οποία μελλοντικώς, ως πράγματι συνέβη, θα ήτο πρωτεύουσα του Ισλάμ.
Περί κεφαλής
Όμως η επίκλησις του 34ου κανόνος των Αποστόλων ενέχει και άλλον κίνδυνον, τον οποίον υποστηρίζουν αμαθείς περί των ιδιοτήτων του Πατριαρχείου Κων/πόλεως. Ο κανών γράφει:
«Τους επισκόπους εκάστου έθνους ειδέναι χρη τον εν αυτοίς πρώτον και ηγείσθαι αυτόν ως κεφαλήν, και μηδέν τι πράττειν άνευ της εκείνου γνώμης».
Από αυτό αντλούν το επιχείρημα ότι οφείλουν όλοι να αναγνωρίζουν τον Πατριάρχην Κωνσταντινουπόλεως ως κεφαλήν του Ορθοδόξου γένους! Όποιος όμως γνωρίζει καλώς την ελληνικήν θα παρατηρήση ότι η φράσις είναι «ηγείσθαι ως» σημαίνει «να τον θεωρούν ως να ήταν κεφαλή» και όχι όπως εσφαλμένως το κατανοούν «να τον έχουν για κεφαλή τους».
Όχι μόνον η γλώσσα αλλά και η εκκλησιαστική πράξις βεβαιώνει ότι δεν υπήρχε κεφαλή της Εκκλησίας. Όταν ο Θεόδωρος Βαλσαμών, Πατριάρχης Αντιοχείας (Μελέτη, ήγουν απόκρισις, χάριν των Πατριαρχικών προνομίων) αναφέρει «Τους αγιωτάτους πέντε πατριάρχας μίαν οίδαμεν κεφαλήν του σώματος πασών των Εκκλησιών του Θεού», δηλώνει δύο πολύ ξεκάθαρα πράγματα. Πρώτον, ότι δεν υπήρξε ποτέ ένας Πατριάρχης κεφαλή της Εκκλησίας. Δεύτερον, ότι οι πέντε Πατριάρχαι δεν αποτελούν πέντε κεφαλάς αλλά μίαν. Τι εννοεί; Ότι εις την Εκκλησίαν δεν υπάρχει ανθρωπίνη κεφαλή, αλλά κοινωνία όλων των Αυτοκεφάλων Εκκλησιών.
Κεφαλή κατά την αψευδή μαρτυρίαν όλων των αιώνων ήτο μόνον ο Θεάνθρωπος Κύριος και ουδέποτε άνθρωπος:
«ουδέποτε γαρ ηκούσθη παρά τη Καθολική Εκκλησία άνθρωπον θνητόν και μυρίαις αμαρτίαις ένοχον κεφαλήν λέγεσθαι της Εκκλησίας… Έστι δε τοιαύτη κεφαλή της Καθολικής Εκκλησίας ο Κύριος Ιησούς Χριστός, ος έστιν η κεφαλή πάντων…», αναφέρει ο Μητροφάνης Κριτόπουλος, Πατριάρχης Αλεξανδρείας εις την Ομολογίαν πίστεως.
«…η Καθολική Ορθόδοξος Εκκλησία αρνηθείσα να δεχθή άλλην κεφαλήν της Εκκλησίας εκτός του Χριστού (σύμφωνα προς την ρητήν διδασκαλίαν του Παύλου) και στηριζομένη επί της δημοκρατικής ισότητος των επισκόπων, ως προϊσταμένων, άμα τω πρεσβυτερίω της τοπικής Εκκλησίας…», αναφέρει ο Γ. Κονιδάρης (Καθολική Ορθόδοξος).
«…ο Χριστός δεν είναι απλώς κεφαλή, αλλά κεφαλή της Εκκλησίας, και η Εκκλησία δεν είναι απλώς εν σώμα, αλλά σώμα του Χριστού», αναφέρει ο Β. Ιωαννίδης (Η ενότης της Εκκλησίας κατά τον απόστολον Παύλον).
Άλλωστε η εισαγωγή «κεφαλής» ετέρας πλην του Κυρίου εις την εκκλησιολογίαν ήτο Παπικόν κατασκεύασμα:
«Όπως η ιδέα του σώματος των Εκκλησιών απαιτεί ότι μία Εκκλησία είναι η κεφαλή των Εκκλησιών –αυτή ακριβώς είναι η Εκκλησία της Ρώμης, η οποία προκάθηται εις την καθολικήν κοινωνίαν της αγάπης- τοιουτοτρόπως απαιτεί η ενότης του Επισκοπάτου, ότι εις επίσκοπος είναι η κεφαλή του σώματος η του συλλόγου των επισκόπων και αυτός είναι ο επίσκοπος της Ρώμης», αναφέρει το Γράμμα της Επιτροπής Πίστεως των Παπικών της 28ης Μαΐου 1992.
Που οδηγεί αυτή η καινοτομία παρά εις εκτροπήν;
«Ο ίδιος ο Κύριος, η κεφαλή της Εκκλησίας… Η εσφαλμένη αντιμετώπισις της Εκκλησίας, ως κοινωνίας, εδράζεται επί της ασυστάτου και απαραδέκτου –θεολογικώς και εκκλησιολογικώς- ρωμαιοκαθολικής διδασκαλίας, συμφώνως προς την οποίαν ο Πάπας, ως διάδοχος του αποστόλου Πέτρου, είναι η ορατή κεφαλή της στρατευομένης Εκκλησίας και ο αντιπρόσωπος του Χριστού επί της γης», αναφέρει ο κ. Ν. Ξεξάκης, καθηγητής της Δογματικής (Πτυχαί τινές της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησιολογίας εξ επόψεως Ορθοδόξου, όπου δύναται ο αναγνώστης να συναντήση κάποια από τα παραπάνω παραθέματα).