Γράφει ο κ. Χρήστος Παπασωτηρίου, Δικηγόρος παρ’ Αρείω Πάγω
Ηλεκτρονικές Ταυτότητες: Αναλογιζόμενοι την πορεία της Ελλάδος στην Ευρωπαϊκή Ένωση, σε ένα δηλαδή εκ των πλέον βασικών διεθνών νομικών οντοτήτων και Οργανισμών της πολυπλόκαμης λερναίας…
νεωτερικότητος, ιδίως κατά τα έτη μετά την επιβολή των μνημονίων και των συναφών προς αυτά ‘υποχρεώσεων’, που αυταρχικώς ‘ανελήφθησαν’ παρά την ῥητή αντίθετη βούληση του λαού, όπως όλως ενδεικτικώς εξεφράσθη και σε συντριπτικό ποσοστό κατά το δημοψήφισμα του 2015, μπορούμε μετά βεβαιότητος να διαπιστώσουμε ότι οι Έλληνες πολίτες βιώνουν έντονα την συστηματική υπονόμευση και τον απόλυτο κατεξευτελισμό των θεσμών της δημοκρατίας και του κράτους δικαίου,
καθώς και την ασφυκτική οικονομική καταπίεση που μαζί με την βιαία εν πολλοίς και υπό όρους αισχροκέρδειας ‘μετάθεση’ δικαιωμάτων επί της δημοσίας, αλλά και της ιδιωτικής περιουσίας αποτελούν τα αναπόφευκτα συνεπακόλουθα της εν λόγω υπονομεύσεως και κατεξευτελισμού, σκιαγραφομένης σε ‘όλο της το μεγαλείο’ της εικόνας γενικής διαλύσεως της πατρίδος, αλλά και της πλήρους διαψεύσεως του αισθήματος εμπιστοσύνης των πολιτών στις κρατικές αρχές και στους πολιτικούς τους φορείς.
Όλη αυτή η καταστροφή των Ελλήνων και της χώρας μεταφράζεται από τα χείλη των ιδίων των πολιτικών παραγόντων που συνετέλεσαν σ’ αυτήν, ως δήθεν «σωτηρία», ενίοτε δε και ως «ευκαιρία», τους πικρούς καρπούς της οποίας η ελληνική κοινωνία γεύθηκε στην πτωχοποίηση μεγάλου μέρους του λαού, στην ανεργία των νέων και στην εξώθησή τους προς μετανάστευση και βεβαίως σε πλήθος άλλων τραγικών περιστάσεων. Ενδεικτικώς αναφέρονται το δυστύχημα στα Τέμπη, όπου αφ’ ενός μέν η απέκδυση από τα δικαιώματα του πρώην ΟΣΕ και η μεταβίβασή τους στην ανάλογη ιταλική κρατική εταιρεία έγινε δήθεν «γιά να απαλλαγεί η οικονομία από ένα ζημιογόνο Οργανισμό», αφ’ ετέρου δε εγνώσθη ότι ο βασικός υπαίτιος σταθμάρχης τοποθετήθηκε στην πολύφερνη θέση με κομματική φωτογραφική διάταξη, αλλά ακόμη και οι περιπτώσεις των προσφάτων πλημμυρών στην Θεσσαλία, όπου όχι μόνον κατέστη αντιληπτή η ανεπάρκεια της κυβερνήσεως να προστατεύσει τον λαό από τον πνιγμό, αλλά προέκυψε και ότι οι πλημμύρες αυτές και φυσικά οι θάνατοι επήλθαν συνεπεία συγκεκριμένων παραλείψεων πραγματοποιήσεως των υποδεδειγμένων από τους αρμοδίους μηχανικούς αποστραγγιστικών έργων.
Η ‘σωτηρία’ λοιπόν αυτή η η ‘ευκαιρία’, η οποία φυσικά επιτελείται κατ’ εξακολούθησιν, παρά την κυρίαρχη βούληση του ελληνικού λαού και με κατάχρηση της δικής του, της λαϊκής δηλαδή, εξουσίας, δεν είναι τίποτε άλλο, παρά εκδήλωση όχι απλώς του μη δημοκρατικού τρόπου λειτουργίας του κράτους, αλλά της ουσιαστικής και μεθοδευμένης παραφθοράς και καταπτώσεως του πολιτεύματος, την οποίαν ο Αριστοτέλης αβίαστα θα προσδιώριζε εννοιολογικώς είτε ως ολιγαρχία είτε ως εκλογική κληρονομική μοναρχία, όπου οικογένειες ηγεμόνων εναλλάσσονται στον θρόνο της εξουσίας με εκλογές ανά τα συνταγματικώς, κατά τα λοιπά, προσδιοριζόμενα χρονικά διαστήματα.
Την άποψή μας αυτήν στηρίζουμε στην απόλυτη επίγνωση του κυρίου γνωρίσματος του δημοκρατικού πολιτεύματος, που δεν είναι άλλο παρά η «τών πλειόνων αρχή», όπως εμφατικώς τίθεται στον επιτάφιο του Περικλέους (Θουκυδίδου ιστορία 2.37.1), η εξουσία δηλαδή των περισσοτέρων, πράγμα που φυσικά δεν υφίσταται εν προκειμένω κατ’ αδιαμφισβήτητη οντολογικά κατάσταση, την οποίαν βιώνει ο λαός μας με την προμνησθείσα διάψευση της εμπιστοσύνης του προς το κράτος και τους πολιτικούς φορείς της κρατικής εξουσίας. Άλλωστε εμείς, οι Έλληνες, έχουμε εν τέλει το μοναδικό, μεταξύ των λαών της υφηλίου, προνόμιο, να μπορούμε να κατανοήσουμε την έννοια της δημοκρατίας σε όλο της το βάθος και το πλάτος, αφού αυτή (η έννοια) περιέχεται στην ίδια την λέξη, η οποία και σημαίνει «τό κράτος του Δήμου», του Λαού, ο οποίος κατά το Σύνταγμά μας είναι το υπέρτατο πολιτειακό όργανο και φυσικά ο φορέας της κρατικής εξουσίας και κυριαρχίας.
Μέσα στο συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό πλαίσιο ουσιαστικής απενεργοποιήσεως του δημοκρατικού πολιτεύματος και δεδομένου ότι κατά τον Αριστοτέλη (Πολιτικά, κεφάλαιον Ζ, στίχοι: 40-43 και 1317b 1-17) η ελευθερία συνιστά προϋπόθεση της δημοκρατίας, αλγεινώς εις τα ώτα των πολιτών ακούεται η εσχάτη κυβερνητική εμμονή στην αντικατάσταση των εγχάρτων δελτίων αστυνομικών ταυτοτήτων με ηλεκτρονικές ταυτότητες.
Κατά την ομιλία του στην Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης την 17η Σεπτεμβρίου ε.έ. ο πρωθυπουργός απαξίωσε την εύλογη, όπως καταδεικνύεται ευθύς παρακάτω, ανησυχία σημαντικής μερίδος των πολιτών υπονομεύοντας το νέο τεθέν γι’ αυτούς πρόβλημα και ισχυριζόμενος ότι «δέν πρόκειται να συνομιλήσει με το παράλογο», επικαλούμενος ενωσιακή υποχρέωση της χώρας, υπονοών κατ’ ουσίαν τον από 20ής Ιουνίου 2019 κανονισμό (ΕΕ) 2019/1157 του Συμβουλίου και του Κοινοβουλίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως. Έτσι, ενώ άριστα γνωρίζει την προϊστορία του ζητήματος, υποβιβάζει την σημασία που έχει για τους Έλληνες ορθοδόξους και συνάμα παρουσιάζεται να λησμονεί ότι την προηγηθείσα συναφή αρχική προσπάθεια του έτους 1986 προς εφαρμογήν του αλήστου μνήμης «νόμου Κουτσόγιωργα» και δή ως εντελώς ανελευθέρου μέτρου είχε ανατρέψει με εντατικό αγώνα ο ελληνικός λαός επιβάλλοντας με δημοκρατικό σθένος την κυρίαρχη βούλησή του, αγώνα, τον οποίον είχε διά νόμου αναγνωρίσει εν έτει 1991 η Βουλή, κατόπιν εισηγήσεως της ιδίας της κυβερνήσεως του πατρός του!
Σύμφωνα με τον ευρωπαϊκό αυτόν κανονισμό, οι ηλεκτρονικές ταυτότητες πρόκειται να φέρουν ηλεκτρονικό μέσο αποθηκεύσεως υψηλής ασφαλείας, το οποίο περιέχει βιομετρικά προσωπικά δεδομένα συνιστάμενα σε εικόνα του προσώπου του κατόχου του δελτίου και δύο δακτυλικά αποτυπώματα σε ψηφιακούς μορφοτύπους, που λαμβάνονται στα αστυνομικά τμήματα καθ’ όμοιον ακριβώς τρόπο, όπως κατά την σήμανση προσώπων κατηγορουμένων για την διάπραξη αξιοποίνων πράξεων κακουργηματικού χαρακτήρος. Σημειωτέον ότι η ηλεκτρονική λήψη βιομετρικών δεδομένων και δή δακτυλικών αποτυπωμάτων προς ταυτοποίηση του προσώπου αποτελεί απαγορευμένη πρακτική, όπως συνάγεται εκ των αποφάσεων υπ’ αριθμούς 52/2003 και 59/2005 της Αρχής Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρος, ενώ άλλωστε κι η απλή λήψη δακτυλικού αποτυπώματος έχει πρό πολλού καταργηθεί ακριβώς για την έκδοση των εισέτι εκδιδομένων εγχάρτων αστυνομικών ταυτοτήτων. Παράλληλα η νέα ταυτότητα δύναται να φέρει και έτερο συναφές μέσον αποθηκεύσεως δεδομένων για την «διευκόλυνση» των πολιτών κατά τις διαδικασίες της ούτω καλουμένης ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως προς χάριν της υλοποιήσεως όλων εν γένει των συναλλαγών τους.
Ο προβληματισμός που αναπτύσσεται σχετικά με την εφαρμογή του συγκεκριμένου μέτρου έγκειται σε δύο επίπεδα που παρουσιάζουν μέγιστο νομικό ενδιαφέρον. Αφ’ ενός μέν στην προσβολή του θρησκευτικού συναισθήματος της συντριπτικής πλειονότητος των Ελλήνων ορθοδόξων πολιτών, αφ’ ετέρου δε στο ζήτημα της νομιμότητος της συλλογής προσωπικών και δή βιομετρικών δεδομένων. Επειδή, εξ άλλου, τα συγκεκριμένα ζητήματα εγείρονται εκ της επικαλουμένης από την κυβέρνηση υποχρεώσεως εφαρμογής του ως άνω ενωσιακού κανονισμού, φρονούμε ότι σκόπιμο είναι να απαντηθούν επί τη βάσει των συναφών και εφαρμοστέων εν προκειμένω διατάξεων του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ενώσεως.
Κατ’ αρχήν λοιπόν, βάσει του άρθρου 10 του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ενώσεως προστατεύεται τόσο το δικαίωμα στην θρησκευτική συνείδηση, όσο και το δικαίωμα αντιρρήσεως διά λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως.
Οσάκις γενικής ισχύος ενωσιακή διάταξη και δή κανονισμός θίγει βασικούς κανόνες ωρισμένης θρησκείας επιτάσσουσα υποχρεώσεις, οι οποίες τυγχάνουν ασύμβατες προς τους κανόνες αυτούς, δύναται να προκαλέσει στους πιστούς της εν λόγω θρησκείας δίλημμα θρησκευτικής συνειδήσεως ασυμβίβαστο προς τις διατάξεις του άρθρου 10 του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ενώσεως.
Οι διατάξεις του άρθρου 10 του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων αυτοτελώς ισχύουσες, αλλά και εν συνδυασμώ προς την περί ανθρωπίνης αξιοπρεπείας διάταξη του άρθρου 1 του αυτού Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων καταλύουν το εν λόγω δίλημμα αφ’ ενός μέν επιβάλλουσες το απαραβίαστον της θρησκευτικής συνειδήσεως, αφ’ ετέρου δε επιτρέπουσες στους πολίτες την επίκλησιν αντιρρήσεων διά λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, ώστε να εξαιρούνται νομίμως της εφαρμογής παντός προσβάλλοντος την θρησκευτική τους συνείδηση κανόνος του παραγώγου ενωσιακού δικαίου.
Τοιουτοτρόπως πρέπει εν προκειμένω να εξετασθεί αν ο εν θέματι ευρωπαϊκός κανονισμός, ρυθμίζων τα στοιχεία και το περιεχόμενο του νέου τύπου των ταυτοτήτων και δή το προβλεπόμενο σ’ αυτόν ηλεκτρονικό μέσο αποθηκεύσεως, δύναται να θίξει την θρησκευτική συνείδηση των ορθοδόξων χριστιανών κατά παράβασιν των προμιμνησκόμενων διατάξεων του άρθρου 10 του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Εν πρώτοις το περιεχόμενο του συνειδησιακού διλήμματος, το οποίο καταγγέλλουν οι ορθόδοξοι χριστιανοί εκ της εισαγωγής του νέου ηλεκτρονικού τύπου αστυνομικής ταυτότητος, καθορίζεται από την άμεση και προφανή σύγκρουσή της προς τις συναφείς με το θέμα διδαχές του Αγίου Παϊσίου του Αγιορείτου.
Ο Άγιος Παΐσιος συνέβαλε καίρια στην διαμόρφωση της συνειδήσεως των Ελλήνων ορθοδόξων επί του θέματος των ταυτοτήτων και στην σχετική πνευματική τους προπαρασκευή, εξηγώντας με το προφητικό του χάρισμα τι εστί η νέα αυτή, ηλεκτρονική ταυτότητα, οι προσπάθειες επιβολής της οποίας στον χριστεπώνυμο ελληνικό λαό, σε εθνικό επίπεδο, έχουν εκκινήσει από του έτους 1986, διά της θεσπίσεως των συναφών διατάξεων του προμνησθέντος «νόμου Κουτσόγιωργα» (Ν. 1599/1986) και εξικνούνται πλέον έως του νύν εκδοθέντος ευρωπαϊκού κανονισμού σαφώς θίγοντος βασική πτυχή της χριστιανικής συνειδήσεως των ορθοδόξων (αμέσως σχετιζομένην προς την σωτηρία της ανθρωπίνης ψυχής), η οποία εν τούτοις, συνιστώσα αναπόσπαστο και θεμελιώδες στοιχείο της ανθρωπίνης προσωπικότητος και αξιοπρέπειας, τυγχάνει παντελώς απαραβίαστη εκ μέρους των ως άνω οργάνων της Ενώσεως και των κρατών της μελών δυνάμει της ῥητής διατάξεως του άρθρου 1 του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Σύμφωνα δε με την ορθόδοξη χριστιανική παράδοση, στην οποία νομίμως, δυνάμει του προοιμίου του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων, καθώς και του άρθρου 17 παρ. 1 της Συνθήκης Λειτουργίας της ΕΕ, προσήκει ο απόλυτος σεβασμός εκ μέρους απάντων των οργάνων τόσο της Ενώσεως, όσο και της ελλαδικής πολιτείας, σε εκάστη κρίσιμη στιγμή της εκκλησιαστικής ιστορίας είς εκ των αγίων Πατέρων κατέχει το “Πρωτείον της αληθείας”, εκφράζων αυθεντικώς διά του φωτισμού του Αγίου Πνεύματος την Ορθόδοξη Παράδοση εφ’ ωρισμένου ζητήματος (Στυλιανού Παπαδόπουλου, Πατρολογία, Τόμος Α΄, σελ. 269, 302). Αυτός ακριβώς ο πατήρ, ο κατέχων το της αληθείας Πρωτείον επί του συγκεκριμένου ζητήματος, δεν είναι άλλος από τον Άγιο Παΐσιο τον Αγιορείτη.
Ειδικώτερα, ο Άγιος Παΐσιος κατέλιπε στους ορθοδόξους χριστιανούς το ιδιόχειρο αυτού κείμενο υπό τον τίτλο “Τα σημεία των καιρών”, διά του οποίου και καθορίζεται το περιεχόμενο της συνειδήσεώς τους αποκλειστικώς εν σχέσει προς το ζήτημα των νέων ηλεκτρονικών ταυτοτήτων, την έκδοση των οποίων υποχρεωτικώς διά του ως άνω ευρωπαϊκού κανονισμού καλούνται να αιτηθούν οι πολίτες παρά των αστυνομικών αρχών εις αντικατάστασιν των νύν ισχυουσών ταυτοτήτων.
Στο κείμενό του αυτό ο Άγιος Παΐσιος έχει πλήρως, σαφώς και εναργέστατα προειδοποιήσει άπαντες τους ορθοδόξους χριστιανούς ότι η λήψη της ηλεκτρονικής ταυτότητος συνιστά άρνησιν του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, πτώση και αποστασία, που άγει στην απώλεια της ανθρωπίνης ψυχής.
Κατά συνέπειαν, ο επίμαχος κανονισμός, διά του οποίου στανικώς και καταναγκαστικώς επιτάσσονται οι πολίτες να λάβουν την νέαν αυτή ηλεκτρονική ταυτότητα αντικαθιστώντες συνάμα τις νύν ισχύουσες έγχαρτες αστυνομικές τοιαύτες θίγει αναμφισβήτητα και μάλιστα κατά τρόπον καίριο και άμεσο, την συνείδηση των ορθοδόξων χριστιανών επί του ως άνω σημαντικοτάτου θέματος κατά παράβασιν των ανωτέρω διατάξεων του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων.
Επί πλέον, συναφώς διαποιμαίνουσα τον χριστεπώνυμο λαό επί των δογμάτων του συγκεκριμένου ακριβώς θέματος, απτομένου αμέσως της σωτηρίας της ανθρωπίνης ψυχής και πάντοτε συμφώνως προς τις αγιοπνευματικές διδαχές του Αγίου Παϊσίου, η Ιερά Κοινότης των Αντιπροσώπων και Προϊσταμένων των είκοσιν Ιερών Μονών του Αγίου Όρους, τυγχάνουσα – μαζί με τον λαό – η φυσική θεματοφύλαξ των διδαχών του Αγίου και δή του ως άνω ιδιοχείρου αυτού κειμένου υπό τον τίτλο “Τα σημεία των καιρών”, όταν κατετέθη στην «βουλή των Ελλήνων» το συναφές νομοσχέδιο περί της καλουμένης “ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως”, και εξ αφορμής της εκ νέου εξαγγελίας της νέας ηλεκτρονικής αστυνομικής ταυτότητος (“κάρτας του πολίτου”), εξέδωκε την από 22-4/5-5-2011 ομόφωνη ανακοίνωση, διά της οποίας αυτολεξεί έχει διακηρύξει ότι:
“Η ‘Κάρτα του Πολίτη’ ταυτοποιεί την προσωπικότητα του πολίτη και τον μετατρέπει σε ένα αριθμό του συστήματος της ηλεκτρονικής διακυβερνήσεως. Όλοι οι πολίτες εντάσσονται πλέον σε ένα ηλεκτρονικό σύστημα, το οποίο ελέγχει και επεξεργάζεται τα στοιχεία της προσωπικής τους ζωής (οικονομική δραστηριότητα, θέματα υγείας, εργασίας, κοινωνικής συμπεριφοράς κλπ.), καταργώντας ουσιαστικά τις προσωπικές τους ελευθερίες”.
Επεσήμανε δε ωσαύτως η ως άνω Ιερά Κοινότης τον κίνδυνο παραβιάσεως της ελευθερίας της θρησκευτικής συνειδήσεως των χριστιανών και συνάμα εκάλεσε την μέν “ελληνική κυβέρνησι να μη προχωρήση εις την έκδοσιν της ηλεκτρονικής Κάρτας του Πολίτη”, τους δε χριστιανούς να χρησιμοποιούν μόνον τα συμβατικά μέσα ταυτοποιήσεώς των.
Ούτως ο κανονισμός επιβάλλοντας – παρά την ρητή απαίτηση του Χάρτου Θεμελιωδών Δικαιωμάτων – την άνευ προηγουμένης συναινέσεως του πολίτη που τυγχάνει ορθόδοξος υποχρεωτική λήψη της ηλεκτρονικής ταυτότητος παραβιάζει το δικαίωμά του αντιρρήσεων για τους συγκεκριμένους ως άνω λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως, το οποίο κατοχυρούται στο άρθρο 10 παρ. 2 του εν λόγω Χάρτου.
Όμως, πλέον της κατοχυρώσεώς του στον Χάρτη, το συγκεκριμένο δικαίωμα αντιρρήσεως για τους συγκεκριμένους λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως συνιστά ένα αληθώς κεκτημένο και αναφαίρετο δικαίωμα των Ελλήνων ορθοδόξων πολιτών.
Διότι, όταν θεσπίσθηκε ο Νόμος 1599/1986 περί σχέσεων κράτους – πολίτου και περί καθιερώσεως νέου τύπου δελτίου ταυτότητος, είχε αρχικώς προβλεφθεί η υποχρέωση των πολιτών προς λήψη ταυτότητος με τον λεγόμενο Ε.Κ.Α.Μ., τον ενιαίο δηλαδή κωδικόν αριθμό μητρώου, ο οποίος καθιστούσε τεχνικώς εφικτή την άνευ συναινέσεως του πολίτου υποχρεωτική ηλεκτρονικήν επεξεργασία προσωπικών του δεδομένων. Τότε λοιπόν, αρχιερατεύοντος του αοιδίμου Αρχιεπισκόπου Αθηνών και πάσης Ελλάδος Σεραφείμ, εσημειώθησαν έντονες και μαζικές διαμαρτυρίες των πολιτών αμιγώς διά λόγους θρησκευτικών πεποιθήσεων, οι οποίες είχαν ως αποτέλεσμα την εν τη πράξει παρεμπόδιση της εφαρμογής και την έκπτωση σε καθεστώς ανενεργείας των σχετικών διατάξεων, κατά πασίδηλο ιστορικό γεγονός.
Εν συνεχεία και συγκεκριμένα πέντε έτη αργότερα, εξεδόθη ο Νόμος 1988/1991, διά του άρθρου 6 του οποίου κατηργήθησαν και ῥητώς οι διατάξεις περί Ε.Κ.Α.Μ. Διά της εισηγητικής μάλιστα εκθέσεως του Νόμου αυτού (1988/1991) ο Έλλην νομοθέτης ανεγνώρισε το γεγονός ότι οι διατάξεις αυτές είχαν καταστεί ανενεργείς και συγκεκριμένα ότι ο ηλεκτρονικός τρόπος ταυτοποιήσεως των πολιτών προσέκρουσε στην καθολική αντίδραση της ελληνικής κοινωνίας, ενώ συνάμα επεσήμανε και κατέγραψε την ανάγκη προστασίας των πολιτών από την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων δι’ ηλεκτρονικών μέσων, περίπτωση αναγνωρισθείσα υπό του κράτους ως αντίθετη προς την ρητή βούληση και του νομοθέτου (πλέον δηλαδή της κυριάρχου βουλήσεως των Ελλήνων).
Διά του λόγου το ασφαλές παρατίθεται το σχετικό χωρίο της εισηγητικής εκθέσεως του Νόμου 1988/1991, έχον ως εξής:
Οι ανωτέρω διατάξεις, αν και παρήλθε πενταετία από την ψήφισή τους, δεν έγινε δυνατό να εφαρμοστούν, γεγονός που οφείλεται τόσο στο ότι εμφανίσθηκαν στην πρακτική αρκετές σοβαρές δυσκολίες, όσο και στο ότι υπήρξε καθολική, σχεδόν, λαϊκή αντίδραση στον ενιαίο κωδικό αριθμό μητρώου που καθιερώθηκε. (…) Επί πλέον και προκειμένου να προστατευθούν οι Έλληνες πολίτες από την με οποιονδήποτε τρόπο επεξεργασία προσωπικών τους στοιχείων με ηλεκτρονικά μέσα, καταργείται ο ενιαίος κωδικός αριθμός μητρώου (Ε.Κ.Α.Μ.).
Άρθρο 6. Με το άρθρο αυτό καταργούνται τα άρθρα 2 και 5 του Ν. 1599/1986, που αναφέρονται στον ενιαίο κωδικό αριθμό μητρώου (Ε.Κ.Α.Μ.), που τόσες αμφισβητήσεις και πλήθος επικρίσεων προκάλεσε”.
Η εύλογος απορία και πάντως το μείζον νομικό ζήτημα, το οποίον αναποφεύκτως και κατά λογική ακολουθία εγείρεται εκ της εισηγητικής εκθέσεως του ως άνω Νόμου 1988/1991 και εν συσχετισμώ προς τις απαιτήσεις του ώδε κρισιολογουμένου κανονισμού και της κυβερνήσεως που αξιώνει την εφαρμογή του, συνίσταται στο εξής: Εφ’ όσον ο Έλλην νομοθέτης θέλησε να προστατεύσει τους Έλληνες πολίτες από την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων και από τα αληθώς “πρωτόγονα” ηλεκτρονικά μέσα του 1986, ότε είχαν θεσπισθεί οι συναφείς διατάξεις του Νόμου 1599/1986, τις οποίες και επί τούτου κατήργησε (διά του Ν. 1988/1991), πόσον έτι εντονωτέρα τυγχάνει η ανάγκη επιδιώξεως του ιδίου νομίμου σκοπού για την προστασία των Ελλήνων πολιτών από την επεξεργασία των προσωπικών τους δεδομένων σήμερα (37 έτη μετά τον Ν. 1599/1986), οπότε η ηλεκτρονική τεχνολογία παρουσιάζει ραγδαία, θεαματικώς εντυπωσιακή και διαρκή εξέλιξη, αν όχι επί εβδομαδιαίας, οπωσδήποτε επί μηνιαίας, πλέον, βάσεως;
Και ενώ αυτή είναι η επίσημη, ῥητή και αδιαμφισβήτητη βούληση και στάση ακόμη και του Έλληνος νομοθέτου, ο οποίος ως παράνομη αντιμετωπίζει την επεξεργασία δεδομένων προσωπικού χαρακτήρος των πολιτών με την χρήση ηλεκτρονικών μέσων και ενώ η συγκεκριμένη βούληση και στάση του δεσμεύει άμεσα την ελλαδική πολιτεία, τόσο σε εθνικό, όσον σε ενωσιακό πεδίο, εν τούτοις το Ευρωπαϊκό κοινοβούλιο και το Συμβούλιο, συγκείμενα και εξ Ελλήνων αντιπροσώπων, υπό του ελληνικού λαού εκλελεγμένων, θέλησαν να επιβάλλουν στους Έλληνες, όντας κατά συντριπτική πλειονότητα ορθοδόξους χριστιανικούς, την υποχρεωτική και πειθαναγκαστική λήψη της ηλεκτρονικής ταυτότητος, χωρίς τον οφειλόμενο σεβασμό προς την ορθόδοξη χριστιανική τους συνείδηση και παράδοση και το συναφές τους δικαίωμα αντιρρήσεων επί τη βάσει της συγκεκριμένης ορθοδόξου συνειδήσεως και παραδόσεώς των παραβιάσαντες συνάμα και το νόμιμο δικαίωμά τους προς παροχή προηγουμένης συναινέσεως για την εν λόγω ηλεκτρονική επεξεργασία των προσωπικών δεδομένων, καίτοι άριστα εγνώριζαν το πασίδηλο γεγονός της παλλαϊκής αντιδράσεως από το 1986 έναντι της ηλεκτρονικής ταυτότητος διά λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως.
Η χριστιανική λοιπόν συνείδηση των Ελλήνων θίγεται αμέσως εκ του εν θέματι κανονισμού, κατ’ εφαρμογήν του οποίου ο μη φέρων ηλεκτρονική ταυτότητα πολίτης εξ αντικειμένου – αφού δεν θα δύναται να αποδειχθούν τα στοιχεία της ταυτότητός του – θα αντιμετωπίσει αποκλεισμούς τιθέμενος εκτός του οικονομικού, κοινωνικού και πολιτικού γίγνεσθαι, όπου, κατά την κοινή πείρα, απαιτείται ως θεμελιώδης προϋπόθεση εκ των ών ουκ άνευ η χρήση της αστυνομικής ταυτότητος, ως φέρ’ ειπείν κατά τις πλέον στοιχειώδεις καθημερινές συναλλαγές και δή με τις κρατικές, δικαστικές, δημοτικές, αστυνομικές, υγειονομικές κλπ. αρχές και υπηρεσίες, ως και για την άσκηση των εκλογικών δικαιωμάτων, αλλά και με ιδιωτικούς φορείς, όπως οι τράπεζες. Συνάμα καταστρατηγείται πλήρως και επί της ουσίας φιμούται το συγκεκριμένο δικαίωμα αντιρρήσεων διά λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως.
Επομένως διά του ως άνω κανονισμού ο ορθόδοξος χριστιανός Έλλην πολίτης τίθεται πρό ενός αδηρίτου συνειδησιακού διλήμματος: Προκειμένου να εξυπηρετήσει τις πλέον στοιχειώδεις εκ των καθημερινών του αναγκών και απλών συναλλαγών, άτε προς την ιδίαν αυτού και της οικογενείας του ύπαρξιν συναπτομένων κατά τα ασφαλή και αδιαμφισβήτητα της κοινής πείρας διδάγματα, δεν καλείται να επιδείξει ένα απλό αστυνομικό δελτίο προς ταυτοποίησιν μόνον του προσώπου του, αλλ’ επί της ουσίας να αποδεχθεί και να χρησιμοποιήσει μία ηλεκτρονική κάρτα/ ταυτότητα, την λήψη της οποίας ο Άγιος Παΐσιος αγιοπνευματικώς και εν τώ προορατικώ τούτου χαρίσματι, τώ υπό του Κυρίου αυτώ χαρισθέντι, περιγράφει ως πτώση και αποστασία και άρνηση του Κυρίου και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού.
Ο συγκεκριμένος αμέσως συνεπαγόμενος εκ της μη λήψεως της ηλεκτρονικής ταυτότητος αποκλεισμός, ο οποίος αληθώς δεν έχει προηγούμενον εις τα παγκόσμια χρονικά καταπατήσεως των θεμελιωδών ανθρωπίνων δικαιωμάτων, πλέον της θρησκευτικής συνειδήσεως, συνιστά προσβολή και της αρχής της αναλογικότητος και των κατοχυρούντων αυτήν άρθρων 5 (παρ. 1 και 4) της Συνθήκης ΕΕ και 52 του ΧΘΔΕΕ.
Καθότι κατ’ εξοχήν η αστυνομική ταυτότητα, ως βασική προϋπόθεση πάσης συναλλαγής μετά των κρατικών αρχών και υπηρεσιών, αλλά και μεταξύ των ιδιωτών πρέπει να επιτρέπει και να διευκολύνει τις εν λόγω συναλλαγές και δικαιώματα και επ’ ουδενί να τα αποκλείει, να τα παρεμποδίζει η να τα καταργεί και ενώ η ταυτοποίηση τούτων δύναται να γίνεται επί τη βάσει των ετέρων υφισταμένων και ευρύτατα από δεκαετιών χρησιμοποιουμένων και πάντως ολιγώτερον επαχθών μέτρων, ήτοι διά των νύν ισχυουσών αστυνομικών ταυτοτήτων, μη εξικνουμένων των πολιτών έως του ηθικού και ψυχικού των καταναγκασμού να έλθουν σε αντίθεση προς την ίδια την θρησκευτική τους συνείδηση, ώστε να μην αντιμετωπίσουν τον αποκλεισμό από την κοινωνική, πολιτική και οικονομική ζωή, τον επαπειλούμενο αυτόν ιδιότυπο «πολιτικό θάνατο» και εκτοπισμό τους στο περιθώριο.
Προς τούτοις το ζήτημα των ηλεκτρονικών ταυτοτήτων σχετίζεται κατ’ εξοχήν και προς την ανθρωπίνη αξία και ύπαρξη, βασική πτυχή της οποίας αποτελεί η θρησκευτική πίστη και συνείδηση, η οποία (ανθρωπίνη αξία) κατά την παράγραφον 1 του ΧΘΔΕΕ είναι απαραβίαστος, εις τρόπον ώστε ουδείς δύναται – επ’ απειλή μάλιστα του απολύτου αποκλεισμού των πολιτών από τις στοιχειώδεις καθημερινές τους συναλλαγές προς απόδειξιν της ταυτοπροσωπίας – να τους υποχρεώσει να αποδεχθούν, να ζητήσουν, να λάβουν και να χρησιμοποιήσουν την συγκεκριμένου τύπου ηλεκτρονική αστυνομική ταυτότητα. Διότι οι πιστοί πειθόμενοι στην ανωτέρω ιερά παρακαταθήκη του Αγίου Παϊσίου θεωρούν ότι, εάν υπέπιπταν ποτέ στον ψυχικό καταναγκασμό να λάβουν κατ’ άρθρα 2 εδάφιον α΄ και 5 του ευρωπαϊκού κανονισμού, την εν λόγω ηλεκτρονική ταυτότητα, τη οικεία αυτών βουλήσει, θα διέπρατταν προδοσία και άρνηση του Κυρίου και Θεού και Υψίστου αυτών Ιδανικού, θιγομένης ούτω βαναύσως και της υπό του άρθρου 1 ΧΘΔΕΕ προστατευομένης και δή ως απαραβιάστου, ανθρωπίνης των αξίας και μάλιστα ως προς την θεμελιώδη αυτής πτυχή της ορθοδόξου χριστιανικής συνειδήσεως, απολύτως προστατευομένης δυνάμει της διατάξεως του άρθρου 10 παρ. 1 ΧΘΔΕΕ.
Κατ’ εφαρμογήν συνάμα και της κατ’ άρθρα 5 (παρ. 1 και 4) της Συνθήκης ΕΕ και 52 ΧΘΔΕΕ αρχής της αναλογικότητος, εφ’ όσον υφίστανται πράγματι εναλλακτικά μέτρα για την επίτευξη του προβλεπομένου στην ενωσιακή η και την εθνική νομοθεσία σκοπού, τα οποία δεν θίγουν την θρησκευτική συνείδηση των πολιτών, τότε πρέπει να προβλέπονται και να εφαρμόζονται αυτά για τους πολίτες, τους επικαλουμένους αντιρρήσεις διά λόγους θρησκευτικής συνειδήσεως.
Εξ άλλου θα πρέπει να σημειωθεί ότι ακόμη και ο ως άνω κανονισμός απλώς και μόνον θέτει την δυνατότητα χρησιμοποιήσεως των αστυνομικών ταυτοτήτων ως εναλλακτικών – αντί των διαβατηρίων – μέσων ταυτοποιήσεως επί τη βάσει των προτύπων του (υπ’ αριθμόν 9303) κανονισμού του Διεθνούς Οργανισμού Πολιτικής Αεροπορίας. Επ’ ουδενί φυσικά καταργεί τα διαβατήρια, προκειμένου να ταξιδεύσει κάποιος σε χώρα της Ενώσεως. Δεν υποχρεούται δηλαδή να κατέχει μίαν τέτοιων προδιαγραφών ταυτότητα, για να ταξιδεύσει. Άρα αποκαλύπτεται ότι ο συναφής προβαλλόμενος λόγος από την κυβέρνηση, προς δικαιολόγησιν της επί τούτου ανύπαρκτης υποχρεωτικότητος της νέας ταυτότητος, είναι κατάδηλα ανεπέρειστος.
Εν κατακλείδι τα συγκεκριμένα ως άνω ελαττώματα που χαρακτηρίζουν τον ευρωπαϊκό κανονισμό περί ταυτοτήτων, εγείρουν αμέσως ζήτημα ελλείψεως νομιμότητός του και συνεπάγονται προσβολή του ενωσιακού κράτους δικαίου και παραβίαση των ως άνω θεμελιωδών δικαιωμάτων της αντιρρήσεως στην συλλογή προσωπικών και δή βιομετρικών δεδομένων, της θρησκευτικής συνειδήσεως, καθώς και της αντιρρήσεως διά τέτοιους λόγους (συνειδήσεως) των Ελλήνων ορθοδόξων, συνιστώσης βασικό στοιχείο της ανθρωπίνης των αξίας και άρα παραβίασιν και αυτής της τελευταίας ως εξ ίσου θεμελιώδους δικαιώματος.
Ο πολύπαθος λαός μας έχει αποδείξει ότι διαθέτει ήθος και φιλότιμο, το οποίον ιδιαιτέρως εκδηλώνει, οσάκις αντιλαμβάνεται ότι πρόκειται να του στερήσουν την ελευθερία. Πρέπει να ενεργήσει πρωτίστως για λόγους αρχής, για την διαφύλαξη της νομιμότητος, του κράτους δικαίου και να μην υποκύψει στην παράνομη ψυχολογική βία που του ασκείται.
Δεν χρειάζεται να σκεφθούμε πως θα αντιδρούσαν φέρ’ ειπείν οι πατέρες και παππούδες μας την δεκαετία του 1940, αν τους ετίθετο ανάλογο συνειδησιακό δίλημμα. Αλλά και μήπως οι πλείστοι από τους σημερινούς Έλληνες, που με όπλο πρωτίστως την Αλήθεια του Θεού και με την δύναμη της ψυχής τους, δεν ήσαν αυτοί που κονιορτοποίησαν τον «νόμο Κουτσόγιωργα»; Ο Έλλην πολίτης, προσωπικά και ατομικά, δύναται να καταστήσει εν τοις πράγμασιν ανενεργό τον ευρωπαϊκό κανονισμό που του στερεί την ελευθερία, όπως ακριβώς έπραξε με τον «νόμο Κουτσόγιωργα», ασκώντας έμπρακτα το δικαίωμά του στην θρησκευτική του συνείδηση, καθώς και αυτό των αντιρρήσεων στην συλλογή των προσωπικών του δεδομένων. Αυτή όμως η έμπρακτη άσκηση δικαιωμάτων αποτελεί συνάμα και δημοκρατικό του καθήκον έναντι της προκειμένης περιπτώσεως μαζικής στερήσεως της ελευθερίας. Ο συνειδητοποιημένος πολίτης οφείλει να ασκεί τα δικαιώματά του, να μη παραιτείται από αυτά και να μην ανέχεται την κατάργηση η την υπονόμευσή τους ούτε γι’ αυτόν τον ίδιο ούτε για τους συμπολίτες του. Ο πολίτης ως αναπόσπαστο μέλος του κυριάρχου οργάνου του κράτους που καλείται «Λαός», οφείλει επίσης να συνειδητοποιήσει ότι είναι ο εντολέας στην διαχείριση παντός αφορώντος εις αυτόν και τα παιδιά του ζητήματος και ότι ο εντολοδόχος του, δηλαδή η κυβέρνηση δεν είναι παρά ένα αριθμητικώς μηδαμινό και ισχνότατο σώμα προσώπων, το οποίο έχει προστήσει, για να τον υπηρετεί και για να πραγματοποιεί τις αποφάσεις και τις επιθυμίες του. Ταυτόχρονα ο πολίτης οφείλει να ελέγχει αυστηρά τον εντολοδόχο και να απαιτεί λογοδοσία για πάσα σημειουμένη παρέκκλιση η αυθαιρεσία του.
Η ευθύνη της μοναδικής επιλογής ευρίσκεται στα χέρια εκάστου πολίτη χωριστά και έχει η επιλογή αυτή βαρύνουσα σημασία, καθ’ όσον δεν αφορά μόνον σ’ αυτόν τον ίδιο, αλλά στο μέλλον και στην ελευθερία των παιδιών του, τα οποία ο ίδιος καλείται από το κράτος, καθώς και από το Συμβούλιο και το Κοινοβούλιο της Ευρωπαϊκής Ενώσεως να προδώσει, να παραδώσει και να δέσει με τα αδυσώπητα ψηφιακά δεσμά της σύγχρονης ηλεκτρονικής φυλακής, στην οποίαν βιαίως και καταπατώντας την ανθρώπινη αξία, νεωτερικά θεσμικά όργανα και παράγοντες εγνωσμένης αναξιοπιστίας επιχειρούν να μετασχηματίσουν την ζωή του.
Αθήναι, 19 Σεπτεμβρίου 2023
Εφημερίδα Ορθόδοξος Τύπος