ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: Ο Ναός της Παναγίας Θεοτόκου στην οδό Αιόλου, που επονομαζόταν αρχικά «Σπηλαιώτισσα» και άγνωστο πότε μετονομάστηκε σε «Χρυσοσπηλιώτισσα», είναι ρυθμού βασιλικής με τρούλο.
Αναφέρεται για πρώτη φορά σε πηγές σε ένα έγγραφο της Μονής Οσίου Μελετίου του 1762 σε σχέση με παρεκκλήσιο που κατείχε εκεί, αφιερωμένο στην Αγία Παρασκευή, στην οδό Αιόλου επίσης, λίγο βορειότερα της Χρυσοσπηλιώτισσας, το οποίο σώζεται και σήμερα και ανήκει στην ίδια μονή. Πιστεύεται ότι η προσωνυμία «Χρυσοσπηλιώτισσα» προέρχεται από το γεγονός ότι η εικόνα του ναού είναι αντίγραφο της ιερής εικόνας του Μεγάλου Σπηλαίου, που είναι κατασκευασμένη από κηρομαστίχη και, κατά την παράδοση, είναι έργο του Αποστόλου Λουκά.
Στη διάρκεια του Αγώνα του 1821 έπαθε σοβαρές ζημιές και το 1835 επισκευάστηκε από τον Παυλή Αλεξίου-Μπαρουξή, που είχε μπαρουτάδικο απέναντι από τον σημερινό ναό.
Το 1859, ο δήμαρχος Αθηναίων σχεδίαζε να κατεδαφίσει τον ναό και να ανεγείρει στη θέση του το νέο δημαρχείο. Οι σύντονες προσπάθειες του τότε Εκκλησιαστικού Συμβουλίου είχαν ως αποτέλεσμα τη ματαίωση των σχεδίων αυτών.
Με πρωτοστατούντα τον Σπύρο Παυλίδη, ιδιοκτήτη της σοκολατοποιίας στην οδό Αιόλου, απέναντι ακριβώς από τον ναό (επί της οδού Αγίου Μάρκου υπήρχε και άλλη επιχείρηση με την επωνυμία «Παυλής», που προφανώς μπορεί να είναι της ίδιας οικογενείας»), αγοράστηκαν και οικόπεδα γύρω από τον ναό, που θεμελιώθηκε το 1863 σε σχέδια του Δημητρίου Ζέζου, εισηγητή νέου ρυθμού, που συνδύαζε τη βυζαντινή αρχιτεκτονική με τον αρχαίο ελληνικό ρυθμό.
Το έργο συνέχισε ο Π. Κάλκας και εκείνου ο Ερνέστος Τσίλλερ (που πιστεύεται ότι σχεδίασε και το τέμπλο), αφού οι δύο πρώτοι πέθαναν χωρίς το έργο να ολοκληρωθεί, γεγονός που πραγματοποιήθηκε το 1892 με την οικοδόμηση και του δεύτερου κωδωνοστασίου του ναού. Οι αγιογραφίες είναι του Σ. Χατζόπουλου και οι άλλες διακοσμήσεις των Β. Κώττα και Α. Πέττα.