Άγιος Παΐσιος: Ο Όσιος Παΐσιος, η μνήμη του οποίου εορτάζεται στις 12 Ιουλίου, από τα παιδικά του χρόνια είχε το Θεό σύμμαχο, οδηγό και εμπνευστή του.
Του π. Ηλία Μάκου
Για όλα, μόνος του ένιωθε αδύνατος και ανίσχυρος. Με το Θεό αποκτούσε ισχύ. Και όσο πιο στενοί γινόταν οι δεσμοί του με το Θεό, τόσο ισχυρότερα ήταν τα βιώματά του.
Συνομήλικοί του, που δεν ζουν σήμερα, αλλά άφησαν αναμνήσεις τους σε συγγενείς τους, αλλά και μικρότεροί του, που τον αναστράφηκαν από κοντά, καθώς και αναφορές του ιδίου και συγγενών του, διέσωσαν περιστατικά από τη ζωή του στην Κόνιτσα, τόσο την παιδική και εφηβική, όσο και τη μοναχική.
Ο όσιος Παΐσιος πάλευε συνεχώς να απαλλαγεί από την αμαρτία και αναδείχτηκε σε αγρό, που ανήκε στο Θεό, και καλλιεργούνταν απ’ Αυτόν.
Από την Ηγουμενίτσα στην Κόνιτσα
Όταν η οικογένεια του Πρόδρομου Ενζεπίδη, πατέρα του μικρού Αρσενίου (μοναχού Παϊσίου αργότερα), που τότε ήταν μόλις 40 ημερών, μαζί με άλλους Μικρασιάτες, εκδιώχθηκε από την Καππαδοκία και συγκεκριμένμα από τα Φάρασα, έμεινε για μικρό χρονικό διάστημα στον Πειραιά και στην Κέρκυρα.
Τελικά προωθήθηκε στην Ηγουμενίτσα με την προοπτική της μόνιμης εγκατάστασης και της παραχώρησης κτημάτων, στο πλαίσιο της ανταλλαγής πληθυσμών, αφού οι Μουσουλμάνοι Τσάμηδες θα πήγαιναν στην Τουρκία.
Τελικά δεν έφυγαν και μετακινήθηκαν οι Μικρασιάτες στην Κόνιτσα, παρότι αρχικά δεν ήθελαν.
Σημαντική η μαρτυρία του για το λόγο που η οικογένειά του έφυγε από την Ηγουμενίτσα και εγκαταστάθηκε στην Κόνιτσα, ο οποίος σχετίζεται με τους λεγόμενους Μουσουλμάνους «Τσάμηδες”:
«Όταν είχαμε έρθει από την Καππαδοκία με την ανταλλαγή των πληθυσμών, ήταν να μας δώσουν κάτι κτήματα στην Ηγουμενίτσα. Ήταν κάτι τούρκικα χωριά αυτά, που οι κάτοικοί τους θα πήγαιναν στην Τουρκία. Περιμέναμε εμείς να φύγουν. Πάει ο πρόεδρος μας (του χωριού Φάρασσα Καππαδοκίας από όπου καταγόταν ο Παΐσιος) και του λέει ο Τούρκος: “Εσείς θα φύγετε, εμείς θα κάτσουμε”
Τι είχε γίνει, είχαν πληρώσει δύο βουλευτές και τους είχαν γράψει Αλβανούς, Αρβανίτες. Έτσι αυτοί μείναν και μεις πήγαμε πάνω στην Κόνιτσα. Όταν το ‘μαθε αυτό ο Κονδύλης (που είχε ανατρέψει στο μεταξύ τον Πάγκαλο) χτύπησε το χέρι στο γραφείο αλλά δεν μπορούσε να κάνει τίποτα, ήταν τελειωμένο το πράγμα».
“Αυτό το παιδάκι θα γίνει Άγιος”
Στην Κόνιτσα ο Αρσένιος, όπου έφθασε σε ηλικία 2 ετών, μεγάλωσε σωματικά, αλλά πήρε και πολλά πνευματικά ερεθίσματα και εκδήλωσε και πολλά ψυχικά χαρίσματα ως παιδάκι.
Αξιοποίησε με αυτό τον τρόπο, παιδιόθεν, τις θείες δωρεές, που έλαβε κατά το βάπτισμά του στα Φάρασα, λίγες ημέρες μετά τη γέννησή του, από τον εφημέριο του χωριού του, από τον Αρσένιο τον Καππαδόκη, ο οποίος του έδωσε το όνομά του.
Ήταν τόσο ευσεβής η συμπεριφορά του και τόσο οσιακή η παιδική του ζωή, που όπως θυμούνται παλαιοί Κονιτσιώτες, όλοι σχεδόν οι κάτοικοι της κωμόπολης έλεγαν: “Αυτό το παιδάκι θα γίνει άγιος”.
Με την πίστη των πρώτων χρόνων του, έζησε μετέπειτα, μέχρις ότου και κοιμήθηκε. Και αυτή την πίστη διακηρύσσει και μετά το θάνατό του.
Ξεπέρασε τη φτώχεια με τον πλούτο του Θεού
Η οικογένειά του αντιμετώπιζε πολλά οικονομικά προβλήματα. Έτσι ο Αρσένιος δεν μπόρεσε, όταν τελείωσε το σχολείο, να συνεχίσει τις σπουδές του.
Στράφηκε στην τέχνη του μαραγκού, που την έμαθε πολύ γρήγορα, αλλά και ασχολούνταν με τα κτήματα του πατέρα του.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες συνδητοποίησσε βαθύτερα την αξία του πλούτου του Θεού.
Ποιος ήταν αυτός ο πλούτος για τον ίδιο; Η σωτηρία του. Όλα τα άλλα τα θεωρούσε δευτερεύοντα, πρόσκαιρα, που κάποια στιγμή θα χαθούν.
Με την ωριμότητα μεγάλου καταλάβαινε ότι όλα και αν σβήσουν εδώ, αν κερδηθεί η σωτηρία, κερδίζονται τα πάντα. Γιατί σωτηρία σήμαινε γι’ αυτόν ομοιότητα με τον παράδεισο.
Έφτιαξε ασκητήριο μέσα στο δάσος
Από την ηλικία των 15 ετών αποσυρόταν κάθε απόγευμα μέσα στο γειτονικό δάσος, όπου είχε φτιάξει ένα πρόχειρο ασκητήριο από ξύλα και κλαδιά, και εκεί προσευχόταν.
Μάλιστα οι γονείς του ανησύχησαν από αυτές τις απομονώσεις του, αλλά μάταια επιχείρησαν να τις ανακόψουν. Η μόνη αστείρευτη πηγή παρηγοριάς του ήταν η προσευχή.
Του χρειαζόταν η προσευχή, γιατί μέσω αυτής μιλούσε με το Θεό. Ιδίως σε κάθε δύσκολη περίσταση και ώρα, όταν κύματα άγρια κτυπούσαν το σκάφος της ζωής της δικής του και της οικογένειάς του.
Μπροστά του ο Χριστός
Ένας νεαρός από την Κόνιτσα, που σπούδαζε στο Πανεπιστήμιο, ανακάλυψε το ασκητήριό του μέσα στο δάσος, τον πλησίασε, έπιασε συζήτηση μαζί του και επιχείρησε να κλονίσει την πίστη του, με διάφορους λογισμούς, προκειμένου να του δημιουργήσει αμφιβολίες.
“Δεν υπάρχει Θεός”, του είπε. “Είναι δυνατόν να λατρεύεις κάτι, που δεν βλέπεις. Εμείς οι άνθρωποι δεν είμαστε πλάσματα του Θεού, αλλά προερχόμαστε από τον πίθηκο”.
Ο μικρός Αρσένιος, σε κατάσταση ταραχής, έτρεξε στο εξωκλήσι της Αγίας Βαρβάρας.
Μπροστά στην εικόνα του Ιησού ξέσπασε σε κλάματα. Τότε, όπως ο ίδιος αποκάλυψε, είδε μπροστά του τον Χριστό, να κρατά ένα ανοιχτό Ευαγγέλιο.
Αφού τον ευλόγησε, του είπε: Αρσένιε, εγώ είμαι η Ανάσταση και η Ζωή. Όποιος πιστεύει σε μένα και αν πεθάνει θα ζήσει”.
Αυτής της πρώτης υπερφυσικής αποκάλυψης, έμελε να ακολουθήσουν πολλές άλλες, που καθόρισαν όχι μόνο την πορεία του προς το μοναχισμό, αλλά και το ίδιο το περιεχόμενο του μοναστικού του βίου.
Το έλεος του Θεού, που δεν έχει όρια, είναι ένας απέραντος και απύθμενος ωκεανός, τον ενίσχυε πάντοτε στον αγώνα του.
Τον απείλησε ο διάβολος
Μια φορά, που ανηφόριζε για τη Μονή Στομίου ως μοναχός, 1.30 ώρα ποδαρόδρομος, μέσα στο φαράγγι του Αώου, άκουσε τον διάβολο να τον φοβερίζει με μίσος, για να κλονίσει την πίστη του και τη μοναχική του αφιέρωση, ώστε να αφανιστεί στα φρικτά σκοτάδια της πλάνης και τις παγίδες του πονηρού.
Βασάνιζε το σώμα του
Και κατά την παραμονή του στη Μονή Στομίου, ακολουθούσε το θέλημα του Θεού με άσκηση, με αυταπάρνηση, με θυσίες.
Ο αείμνηστος αδελφός του Λουκάς Ενζεπίδης, ανέφερε κάποτε σε ιερέα: “Ένα πρωινό, ανέβηκα από την Κόνιτσα στο μοναστήρι. Όταν έφθασα, βρήκα έξω από την Μονή και βαδίζοντας προς το δάσος τον αδελφό μου (όσιο Παίσιο) και τον νεαρό τότε θεολόγο Παναγιώτη Νέλλα. Ο Νέλλας είχε πάει προ ολίγου καιρού για να δοκιμαστεί κοντά στον Γέροντα, ώστε να γίνει μοναχός. Αυτό όμως που είδα όταν έφθασα κοντά, με συγκλόνισε. Και οι δυο τους εντελώς γυμνόποδες, βάδιζαν επάνω στις άγριες πέτρες και στα αγκάθια τού δάσους. Τα πόδια τού νεαρού θεολόγου πληγιασμένα και καταματωμένα. Δεν τόλμησα να τους πω τίποτε. Ο Παναγιώτης με κοίταξε ζωγραφίζοντας στα παγωμένα του χείλη ένα μελαγχολικό χαμόγελο. Όσο δε για τον αδελφό μου (όσιο Παίσιο); Μου έριξε ένα κοφτερό βλέμμα που δεν μου επέτρεπε όχι να πω ή να σχολιάσω κάτι, αλλά ούτε καν να… ανασάνω!”.
Το θαύμα του Αγίου Αρσενίου στο Γέροντα Παΐσιο
Όσο ήταν στη Μονή Στομίου, μετέβηκε στην Κέρκυρα, όπου είχε ταφεί ο άγιος Αρσένιος ο Καππαδόκης και έκανε ανακομιδή των λειψάνων του και τα μετέφερε με μυστικό τρόπο στην Κόνιτσα.
Θα έφευγε την επόμενη ημέρα και διέμεινε σ΄ ένα ξενοδοχείο. Τα λείψανα τα έβαλε κάτω από το μαξιλάρι του και προσευχόταν.
Τότε, όπως περιέγραψε, ένιωσε πνίξιμο στο λαιμό από δύο χέρια, χωρίς να βλέπει άνθρωπο κοντά του.
Αυθόρμητα, φώναξε “Άγιε Αρσένιε, βοήθησέ με”. Αμέσως αισθάνθηκε μια δύναμη να τον απελευθερώνει.
Αντί να κοιμηθεί, προσευχόταν στο Ναό
Επισκέφθηκε χωριό της Κόνιτσας, όπου διανεκτεύρεσε. Φιλοξενήθηκε σε σπίτι, όπου του προσέφεραν καφέ, ενώ φαγητό δε δέχθηκε.
Αντί να κοιμηθεί στην οικία, πέρασε τη νύχτα του, προσευχόμενος, στην κοντινή εκκλησία της Παναγίας.
Αγωνιζόταν να ζει με αυτό τον τρόπο και έτσι υπήρξε αληθινά Ορθόδοξος. Όχι μόνο με Ορθόδοξη πίστη, αλλά και με Ορθόδοξο βίο και ήθος.
Κάτι, που τον οδήγησε με ασφάλεια στο λιμάνι του μέλλοντος κόσμου, στην αιώνια χαρά της Βασιλείας του Θεού.
Κουμπαράδες στις γειτονιές για τους φτωχούς
Σε συγκεκριμένα σπίτια στις γειτονιές της Κόνιτσας είχε αφήσει από έναν κουμπαρά. Παρακαλούσε τους Κονιτσιώτες να ρίχνουν τον οβολό τους, προκειμένου να αγοράζονται από τη διαχειριστική επιτροπή, που είχε ορίσει, τρόφιμα, ρούχα, φάρμακα για τους φτωχούς.
Η στήριξη του συνανθρώπου, κατά τον Παΐσιο, είναι μια μέθοδος θωράκισης της ψυχής, μια πράξη φωτός.
Μετέστρεψε τους Ευαγγελικούς της Κόνιτσας
Την περίοδο της παραμονής του ως μοναχού στην Κόνιτσα, τέλη της δεκαετίας του 1950 και αρχές της δεκαετίας του 1960, κατοικούσαν στην Κόνιτσα Ευαγγελικοί, που προέρχονταν από τα Φάρασα της Καππαδοκίας.
Είχαν ιδρύσει και εκκλησία και παρέσυραν πενήντα περίπου Κονιτσιώτες. Πλησίασε ένα ένα τα άτομα αυτά και τους έπεισε ότι παρασύρθηκαν από πλάνες και ότι δεν κρατιούνται καθαροί και αμόλυντοι.
Ακόμη τους έδωσε να καταλάβουν πως ό,τι βαθύτερο θέλουν, την ευτυχία, τη χαρά, τα δίνει ο Θεός και είναι οι θησαυροί Του. Το αποτέλεσμα; Άδειασε η εκκλησία των Ευαγγελικών.
Tεσσερα χρόνια στη Μονή Στομίου
Στη Μονή Στομίου Κόνιτσας, ο όσιος Παΐσιος, ο ονομαστός αυτός άγιος της εποχής μας, έζησε για τέσσερα χρόνια στην αρχή του μοναστικού του βίου. Αφού για πέντε ολόκληρα χρόνια υπηρέτησε στο στρατό ως ασυρματιστής και για τρία χρόνια εργάστηκε στην Κόνιτσα, το 1953 αναχώρησε για το Άγιο Όρος, όπου εκάρη μοναχός. Μετά από πέντε χρόνια, το 1958, μόνασε, έως το 1962, στην εγκαταλελειμμένη Μονή Στομίου Κόνιτσας, στην οποία έκανε πολλές εργασίες, και που στα χρόνια, που ακολούθησαν, έγινε γνωστή όχι μόνο πανελληνίως, αλλά και διεθνώς, λόγω της παρουσίας του σ’ αυτή.
Μάλιστα, θεωρείται ο ανακαινιστής της Μονής, αφού ο ίδιος με προσωπικό μόχθο κατάφερε και την ανέδειξε, κουβαλώντας ακόμα και με τα χέρια βαριά φορτία από κάτω από το ποτάμι, κινητοποιώντας και ευαισθητοποιώντας τους αγαθούς κατοίκους των γύρω χωριών, συγκεντρώνοντας εισφορές που του έστελνε η Παναγιά με ευσεβείς ανθρώπους, μαζεύοντας εργάτες, φτιάχνοντας ο ίδιος κουφώματα, πατώματα, στέγες, σαν μαραγκός.
Ένα έργο, που συνέχισε ο σημερινός ηγούμενος της Μονής π. Κοσμάς Σιώζος, ο οποίος φρόντισε και να χτιστεί εντός της Μονής παρεκκλήσιο στ’ όνομα του αγίου Παϊσίου, αλλά και να ανακαινιστεί το κελί του οσίου, ώστε να είναι επισκέψιμο.
Σώζεται το κελλάκι του, που είναι μικρό και στενό και μέσα υπάρχουν το ξύλινο κρεβατάκι, που είχε κατασκευάσει ο ίδιος και ήταν το μοναδικό του έπιπλο. Διάφορες εικόνες βρίσκονται μέσα στο κελί. Εκεί ως «δένδρον αγλαόκαρπον, «ως ξύλον ευσκιόφυλον”, που έτρεφε και σκίαζε πολλούς.
Κάποιο πρόσωπο, που όταν βρισκόταν στις μαύρες του απελπισίες, ανέβαινε μία ώρα και ένα τέταρτο με τα πόδια από την Κόνιτσα στο Στόμιο, στεκόταν για κάμποση ώρα έξω από το κελί του, χωρίς μάλιστα να επιδιώκει να μιλήσει μαζί του. Και ύστερα έφευγε για τον κάματο της ημέρας.
Ο γέροντας Παΐσιος αισθανόταν αυτή την παρουσία. Πολλά αισθανόταν ο γέροντας και πολλά έκανε να αισθανθούν και οι άλλοι. Στο κελί του στο Στόμιο, δε δεχόταν εύκολα άτομα. Γύρευε προσευχητικά να γεύεται τους γλυκούς καρπούς της αγάπης του Θεού.
Και έλεγε: Μη χάνεσαι. Προσπέρνα τα αγκάθια και κοίταξε τα λουλούδια, που ανθίζουν στο δρόμο σου.
orthodoxtimes.gr